ΓPEBENA 1946
Ὅταν, πρὶν ἀπὸ 30 χρόνια, περιόδευα τὴν ἐπαρχία τῶν Γρεβενῶν, ἒφτασα σ᾿ἕνα χωριό.
Τότε ἥμουν ἱεροκήρυκας. Δὲν εἶχα οὒτε αὐτοκίνητο γιὰ νὰ μὲ
κατηγοροῦν. Μολονότι τὸ αὐτοκίνητο τὸ ἒχω δωρεάν καὶ δὲν ξοδεύει πολλὰ
καύσιμα, γιατὶ εἶνε μὲ πετρέλαιο. Δὲν ἒδωσα δραχμὴ γιὰ νὰ ἀγοράσω
αὐτοκίνητο. Τότε εἶχα τὸ ὑπ᾿ ἀριθμὸν ένα αὐτοκίνητο. Περπατοῦσα
χιλιόμετρα μὲ τὰ πόδια.
Πάω λοιπὸν σ᾿ἕνα χωριό, χτυπῶ τὴν καμπάνα καὶ δὲν ἒρχεται
κανένας. Ξέραν ὅτι πήγα νὰ τοὺς κηρύξω τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ τοὺς μιλήσω
γιὰ τὸν Χριστό.
Τὸ βράδυ κοιμήθηκα στὸ καμπαναριό. Σὲ λίγο ὲρχεται ἕνας Βαραββᾶς, ἦταν τοῦ κόμματος. Εἶπα μέσα μου: Αφοῦ δὲν θέλεις τὸν Χριστὸ, ἀπὸ δ᾿αὐτους θὰ κυβερνηθῆς».
Μετὰ ἀναστέναζαν. Παρέλαβε αὐτὸς τὴν ἐξουσία στὸ χωριό. Καὶ ἂρχισε τὸ ξύλο καὶ τὴν τυραννία.
Τοὺς εἶδα μετὰ στὰ Γρεβενὰ, σ᾿ἐλεεινὴ κατάσταση. Μπῆκαν σὲ κάτι μπαράγκες. Πῆγα τοὺς βρῆκα καὶ τοὺς κατάλαβα. Δὲν εἶστε τοὺς εἶπα ἀπὸ τὸ τάδε χωριό;
Ἂ λένε παππούλη, ἐμεῖς ὅταν ἦρθες πήγαμε νὰ βροῦμε αὐτόν, γιατὶ ἐλπίζαμε ὅτι αὐτὸς θὰ μᾶς σώση καὶ θὰ μᾶς βοηθήση. Ἒτσι λοιπὸν σκότος καὶ Βαραββᾶν ἐκλέγει ἡ ἀνθρωπότης. Δὲν θέλω νὰ ἐπεκταθῶ περισσότερο.
14-1-76 (Απόσπασμα απο τον κυκλο Αγίας Γραφῆς άνδρων, στην Β΄ Θεσσαλονικῆς επιστολή, στην αιθουσα της Μητροπόλεως στις 14-1-76)