Μιὰ φορά, ἤμασταν στὸ Λοιμωδῶν, κι ἑτοιμαζόμασταν νὰ κάνουμε Ἀκολουθία. Ἐνῶ ἦταν μήνας Σεπτέμβρης, εἶχε μεγάλο καύσωνα.
Ἐγώ, ἄρχισα νὰ γκρινιάζω καὶ νὰ λέω:
«Οὔφ, πολὺ ζέστη, πολὺς καύσωνας, Γέροντα, πά, πά, πά …Σεπτέμβρη καιρό, λὲς καὶ εἶναι Κύπρος. Πῶς ἦλθε ἐδῶ ὁ καιρὸς στὴν Ἀθήνα ἔτσι ; Καύσωνας, πολὺς καύσωνας».
Κι ἀρχίζει ὁ Γέροντας νὰ γελᾶ γιὰ πολλὴ ὥρα.
-«Τί γελᾶς ;»
-«Μωρέ, ὡραῖος καύσωνας, ὡραῖος ὁ καύσωνας, ὡραῖος ὁ καύσωνας… Τί ὡραῖος καύσωνας ! Πόσο ἀναγκαῖος εἶναι ὁ καύσωνας ! Ὅλα χρειάζονται. Τί ὡραῖος ὁ καύσωνας.
Χριστέ μου, ὅ,τι θέλεις Ἐσύ. Καύσωνα, καύσωνα …Λιοπύρι, λιοπύρι … Βροχές, βροχές … Ὡραῖος ὁ καύσωνας».
Τοῦ λέω :
- «Λὲς συνεχῶς ὡραῖο τὸ ἕνα, ὡραῖο τὸ ἄλλο, ὡραῖος ὁ καύσωνας…».
Καὶ μοῦ λέει :
«Ξέρεις, ἔχει συνηθίσει τὸ μυαλό σου νὰ κρίνει. Ἅμα θὲς νὰ σταματήσεις νὰ κρίνεις, ξεκινᾶς νὰ μὴν κρίνεις τὰ κακά.
Ἅμα ἀρχίσεις ἔτσι, τὸ ἕνα σοῦ μυρίζει, τὸ ἄλλο σοῦ βρωμᾶ, τὸ ἄλλο σὲ δυσκολεύει, μετὰ θὰ μὲ κατακρίνεις κι ἐμένα. Θὰ συνηθίσει ὁ νοῦς, παιδί μου.
Γι᾿ αὐτό, συνεχῶς βλέπε τὴν ὡραία πλευρὰ τῶν πραγμάτων !».
Καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο αὐτὸς ὁ ἅγιος ἄνθρωπος σοῦ μάθαινε τὸ ἀκατάκριτο, νὰ μὴν κρίνεις κανέναν καὶ κανένα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δὲν σοῦ ἀρέσουν».