«καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ Ἱερουσαλήμ» (Λουκ. κδ΄, 47). (: καὶ σύμφωνα μὲ ὅσα ἐδιδάχθητε καὶ ἐμάθετε διὰ τὸ ὄνομά μου ὡς τοῦ μόνου Σωτῆρος καὶ λυτρωτοῦ τῶν ἀνθρώπων νὰ κηρυχθῇ μετάνοια καὶ ἄφεσις ἁμαρτιῶν εἰς ὅλα τὰ Ἔθνη, νὰ ἀρχίσῃ δὲ τὸ κήρυγμα τοῦτο ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ).
• Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος:
«Ἄν λοιπὸν τὸ κλάμα τοῦ Πέτρου ἐξάλειψε τόσο μεγάλη ἁμαρτία, ἄν κλάψης κι ἐσὺ πῶς δὲν θὰ ἐξαλείψης τὴν ἁμαρτία; Γιατὶ δὲν ἦταν μικρὸ παράπτωμα τὸ ν’ ἀρνηθῆ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ἀλλὰ μεγάλο καὶ βαρύ. Κι ὅμως τὰ δάκρυα ἐξάλειψαν τὸ ἁμάρτημα. Κλάψε λοιπὸν κι ἐσὺ γιὰ τὴν ἁμαρτία σου. Ὄχι ὅμως ἁπλῶς, οὔτε προσποιητά, ἀλλὰ κλάψε πικρά, ὅπως ὁ Πέτρος. Μέσα ἀπ’ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου χύσε τὶς πηγὲς τῶν δακρύων σου, γιὰ νὰ σ’ εὐσπλαγχνισθῆ ὁ Κύριος καὶ νὰ συγχωρήσῃ τὸ ἁμάρτημά σου. Γιατί εἶναι φιλάνθρωπος. Κι αὐτὸς εἶναι ποὺ εἶπε: «Δὲν θέλω τὸν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ νὰ ἐπιστρέψη καὶ νὰ μετανοήση, γιὰ νὰ ζήση» (Ἰεζ. 18, 23).
• Στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε:
«Ἔλεγαν γιὰ κάποιον ἀδελφό, ὅτι τὸν παρακινοῦσαν οἱ λογισμοὶ σὲ βλασφημία καὶ ντρεπόταν νὰ τὸ πῆ. Καὶ ὅπου ἄκουε μεγάλους γέροντες, πήγαινε σ’ αὐτούς, νὰ τοὺς τὸ φανερώση. Ἀλλὰ μόλις ἔφθανε, ντρεπόταν νὰ τὸ ὁμολογήση. Πολλὲς φορὲς λοιπὸν πῆγε καὶ στὸν Ἀββᾶ Ποιμένα. Καὶ τὸν ἔβλεπε ὁ γέρων νὰ ἔχη λογισμοὺς καὶ λυπόταν, ὁπού ὁ ἀδελφὸς δὲν τὸ φανέρωνε. Μία μέρα λοιπόν, προπέμποντάς τον, τοῦ ἔλεγε: «Νά, τόσο καιρὸ ἔρχεσαι ἐδῶ ἔχοντας λογισμοὺς νὰ μοῦ φανερώσης καὶ ὅταν ἔρχεσαι, δὲν θέλεις νὰ τοὺς πῆς, ἀλλὰ κάθε φορὰ φεύγεις μὲ θλίψη, ἔχοντάς τους. Πές μου λοιπόν, τέκνο μου, τί εἶναι αὐτὸ ὅπου ἔχεις;». Καὶ ἐκεῖνος τοῦ εἶπε ὅτι σὲ βλασφημία τὸν παρακινοῦσε ὁ δαίμων καὶ ὅτι ντρεπόταν νὰ τὸ πῆ. Καὶ ἀφοῦ τοῦ ἐξιστόρησε τί τοῦ συνέβαινε, εὐθὺς ξαλάφρωσε. Καὶ τοῦ εἶπε ὁ γέρων: «Μὴ θλίβεσαι, τέκνο μου. Ἀλλὰ ὅταν ἔρχεται αὐτὸς ὁ λογισμός, λέγε: Εἶμαι ἀδιάφορος γι’ αὐτό. Ἡ βλασφημία σου, ἐπάνω σου, σατανᾶ. Γιατί αὐτὸ δὲν τὸ θέλει ἡ ψυχή μου. Καὶ κάθε τι ὅπου δὲν τὸ θέλει ἡ ψυχή, λιγόχρονο εἶναι». Καὶ θεραπευμένος ὁ ἀδελφός, ἔφυγε.
• «Ὁ Ἅγιος Γεώργιος Καρσλίδης παρουσίαζε μιὰ πρωτοτυπία στὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Κάποτε τὸν ἐπισκέφθηκε μιὰ γυναίκα πανδρεμένη ποὺ δυστυχῶς ζοῦσε παραστρατημένα. Ἦταν πολὺ ὄμορφη, γι’ αὐτὸ καὶ τὴν ἀγαποῦσε ὁ σύζυγός της καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὴν διαζευχθῆ. Μετὰ ἀπὸ χρόνια, σὰν ἦλθε ἡ ὥρα τῆς χάριτος, βαρέθηκε τὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἀποφάσισε νὰ πάη νὰ ἐξομολογηθῆ. Ψάχνοντας γιὰ πνευματικὸ τῆς συνέστησαν τὸν ὅσιο Γεώργιο Καρσλίδη. Ὅταν ἔφθασε στὸ μοναστήρι τοῦ Ὁσίου, ἐκεῖνος ἀπὸ μέσα τῆς φώναξε αὐστηρά: «Νὰ φύγης δὲν σὲ δέχονται οἱ Ἅγιοι». Ἐκείνη ἔκανε πὼς δὲν ἄκουσε καὶ προχώρησε καὶ τοῦ εἶπε: «Γέροντα, σὲ παρακαλῶ μὴ μὲ διώχνεις. Εἶμαι πράγματι βαρειὰ ἁμαρτωλή. Ὁ Χριστὸς ὅμως γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς δὲν ἦλθε; Θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ. Βαρέθηκα τὴν βρόμικη ζωή, ποὺ ζοῦσα μέχρι τώρα. Μὴ μὲ διώχνεις». Ὁ Ὅσιος τότε τῆς ἀπάντησε: «Ἂν θέλης νὰ κάνης σωστὴ ἐξομολόγηση, θὰ ἐξομολογηθῆς μπροστὰ σ’ ὅλο τὸν κόσμο». Σημειῶστε ὅτι ἐκείνη τὴν ὥρα ἦταν ἐκεῖ πολὺς κόσμος ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιά. «Ναί, Γέροντα, ἀποκρίθηκε αὐτή, ἀφοῦ τὰ ἔκανα κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ φανερὰ στὸ Θεό, θὰ τὰ πῶ, ἂς τ’ ἀκούση ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος». Τότε ὁ π. Γεώργιος τῆς εἶπε: «Ὅταν στεφανώθηκες καὶ πῆγες νυμφικὸ ταξίδι, ἄφησες τὸν σύζυγό σου κάτω στὸ σταθμὸ καὶ πῆγες μὲ ἄλλο ἄνδρα». Ἐκείνη τότε ἀπάντησε: «Ναί, Γέροντα, εἶναι ἀλήθεια». Καὶ ὁ Γέροντας συνέχισε: «Τρία παιδιὰ ἔχεις καὶ ἀπὸ αὐτὰ κανένα δὲν εἶναι μὲ τὰ στέφανά σου!». Ἐκείνη μὲ πολλὴ ταπείνωση καὶ κλάματα, ἀπάντησε: «Ἔτσι εἶναι, πάτερ». Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος τῆς εἶπε μὲ κάθε λεπτομέρεια τὴ ζωή της καὶ ὅλες τὶς ἁμαρτίες της καὶ ὅτι ὁ ἄνδρας της τὴν ἀγαποῦσε πολὺ καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὴν ἔδιωχνε. Ἐκείνη τὰ δεχόταν ὅλα, ἀπαντώντας μ’ ἕνα «ναί».
Ὅταν τελείωσε ἡ ἐξομολόγηση τῆς ἔδωσε τὸν ἑξῆς πρωτότυπο κανόνα: «Ἂν θέλης νὰ συγχωρεθῆς, θὰ βάλης στὸ κεφάλι σου ἕνα τσεμπέρι μαῦρο καὶ θὰ πᾶς νὰ ζητιανέψης σὲ ἑπτὰ χωριά. Σὲ κάθε χωριὸ ποὺ θὰ μπαίνης δὲν θ’ ἀφήνης πόρτα ἀχτύπητη. Θὰ σὲ ὑβρίζουν, θὰ σοῦ λένε, τεμπέλα, δὲν ντρέπεσαι, πήγαινε καὶ δούλεψε, εἶσαι νέα, δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ζητιανεύης. Ἐσὺ ὅμως δὲν θὰ ἀπαντᾶς τίποτε. Θὰ σὲ περιφρονοῦν, θὰ σὲ φτύνουν, θὰ σὲ πετροβολοῦν, ἐσὺ ὅμως ποτὲ δὲν θὰ ἀποκρίνεσαι τίποτε».
Ἡ γυναίκα τότε μὲ πολλὴ συστολὴ εἶπε: «Πάτερ, φοβᾶμαι νὰ πάω μόνη μου». Ὁ Γέροντας συγκατανέβηκε καὶ παρακάλεσε μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα νὰ πάη μαζί της καὶ ὅτι συγκεντρώσουν, θὰ τὶς πῆ ἐκεῖνος τί θὰ τὰ κάνουν.
Οἱ γυναῖκες πῆγαν καὶ γύρισαν τὰ ἑπτὰ χωριὰ καὶ μάζεψαν ἀλεύρι, φασόλια, φακές, σκόρδα, κρεμμύδια, ρεβύθια κ.λπ. καὶ ὅταν τελείωσαν τὴ ζητιανιά, τὰ πῆγαν ὅλα στὸν Ὅσιο.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος τὶς εἶπε: “Νὰ τὰ πάρετε καὶ νὰ τὰ πᾶτε στὸ Γηροκομεῖο καὶ στὶς φυλακὲς καὶ ἐκεῖ νὰ τὰ δώσετε. Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ὁ κανόνας σου. Μετὰ μπορεῖς νὰ ἔλθης νὰ κοινωνήσης τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων”».