ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Πέμπτη 22 Ιουνίου 2023

Ἡ εὐθύνη διά τό σχίσμα (1054) τῆς Ἐκκλησίας

Γράφει ὁ κ. Ἀνδρέας Κεφαλληνιάδης, διδάσκαλος

Ἡ εὐθύνη γιὰ τὸ σχίσμα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου ποὺ συνέβη τὸ 1054 βαρύνει κατεξοχὴν τὴ Δύση κι ὄχι τὴν Ἀνατολή. Κι αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τρεῖς κυρίως λόγους.

Ὁ πρῶτος λόγος ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ ποιὸς ἄρχισε νὰ εἰσάγει ἀπαράδεκτες καινοτομίες, παρὰ τὰ ὅσα εἶχαν συμφωνηθεῖ στὶς ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς Συνόδους ποὺ εἶχαν προηγηθεῖ. Πιὸ συγκεκριμένα, οἱ Δυτικοὶ πρόσθεσαν ἐντελῶς αὐθαίρετα στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως  ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἐκπορεύεται μόνο ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ  καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό, τὸ γνωστὸ «φιλιόκβε»  ( = καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ )1.  Ἐκτὸς αὐτοῦ ἄρχισαν νὰ χρησιμοποιοῦν ἄζυμο ἄρτο στὴ Θεία Μετάληψη2. Ὅμως, τὸ κυριότερο ἀπ’ ὅλα, ἦταν ἡ ἀπαίτηση τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης (πάπα), νὰ θεωρεῖται ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἐπιθυμεῖ ὅλοι οἱ Χριστιανοί, Ἀνατολῆς καὶ Δύσης,   νὰ ὑποτάσσονται σ’ αὐτόν. Γιὰ τὸ ἱστορικό τῆς ὑπόθεσης, πρέπει νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι μὲ ἀπόφαση τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (381), ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης εἶχε θεωρηθεῖ «πρῶτος μεταξὺ ἴσων». Αὐτὸ ἔγινε γιὰ ἱστορικοὺς λόγους, μία καὶ ἡ Ρώμη ἦταν ἡ πρώτη πρωτεύουσα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ὁ πάπας ὅμως παραχαράσσοντας τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ἰσχυρίσθηκε ὅτι ἔχει τὴν ἀπόλυτη ἐξουσία στὴν Ἐκκλησία, θέτοντας τὶς ἀποφάσεις του  ὑπεράνω κι αὐτῶν ἀκόμα τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων!3  Ἔτσι μετατράπηκε σὲ «πρωτεῖο ἐξουσίας».4 Οἱ κατακτητικὲς βλέψεις τοῦ πάπα πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ποὺ ἀρνήθηκε νὰ ὑποταγεῖ στὶς ἐγωιστικὲς βλέψεις του, ἐκδηλώθηκαν ἀργότερα μὲ τὶς ἐπαίσχυντες Σταυροφορίες, ποὺ καταντροπίασαν τὴ χριστιανοσύνη. Ἀπ’ ὅλα τὰ προηγούμενα  εἶναι πρόδηλο ὅτι δογματικά, τὸ δίκιο ἦταν μὲ τὸ μέρος τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς.5

Ἕνας δεύτερος λόγος ποὺ ἀποδεικνύει ὅτι ἡ εὐθύνη τῆς διάσπασης ἀνήκει στοὺς Δυτικούς, εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ πάπας Λέων  Θ΄ προσπάθησε νὰ ἐπεκτείνει τὴν ἐπιρροή του στὶς βυζαντινὲς κτήσεις τῆς Βόρειας καὶ τῆς  Νότιας Ἰταλίας. Αὐτὲς οἱ περιοχὲς ὅμως ἦταν ὥς τότε κάτω ἀπὸ τὴ πνευματικὴ ἐπιστασία τοῦ πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κι ὄχι τοῦ πατριαρχείου τῆς Ρώμης. Μὲ ἄλλα λόγια ὁ πάπας προσ­πάθησε νὰ προσεταιρισθεῖ πνευματικὰ καὶ διοικητικὰ περιοχὲς ποὺ δὲν τοῦ ἀνῆκαν.

Ὁ τρίτος βασικὸς λόγος ποὺ ἀποδεικνύει πασιφανῶς τὴν εὐθύνη τῆς Ρώμης γιὰ τὸ Σχίσμα, ἦταν ἡ προκλητικὴ στάση  ποὺ ἀκολούθησε ὁ ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν πάπα στὴν Κωνσταντινούπολη καρδινάλιος Οὐμβέρτος. Ὁ Οὐμβέρτος, ἄνθρωπος ἐγωιστὴς καὶ δογματικός, ἀντὶ νὰ διαλεχθεῖ τουλάχιστον ἐπὶ ἴσοις ὅροις μὲ τὸν Πατριάρχη Μιχαὴλ Κηρουλάριο καὶ μὲ σκοπὸ τὴν ἐπίλυση τῶν διαφορῶν καὶ τὴ συμφωνία, ἦλθε γιὰ νὰ  ἐπιβάλλει μὲ τὸ ἔτσι θέλω τὶς αὐθαιρεσίες τῶν Δυτικῶν στὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης, καθὼς βέβαια καὶ στὰ ἄλλα τρία πατριαρχεῖα (Ἀλεξάνδρειας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων). Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι δὲν ἀναγνώρισε κἄν στὸν Μιχαὴλ Κηρουλάριο, τὸ προβάδισμα στὴν ἱεραρχία, μίας καὶ ὁ Κηρουλάριος ἦταν Πατριάρχης, ἐνῷ αὐτὸς ἁπλὸς ἐπίσκοπος! Στὴ συνέχεια χωρὶς νὰ συμβουλευθεῖ τὸν πάπα (Ὁ Λέων Θ΄ εἶχε πεθάνει στὸ μεταξὺ), συνέταξε ἀνάθεμα κατὰ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἄφησε  τὴν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας ἐπάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἀντιθέτως ὁ  Μιχαὴλ Κηρουλάριος δὲν ἀποφάσισε μόνος του, ἀλλὰ  πρῶτα συγκάλεσε Σύνοδο καὶ κατόπιν ἀναθεμάτισε τὸ παπικὸ ἔγγραφο.  Δυστυχῶς ὁ νέος πάπας ἀντὶ νὰ ἀναλάβει πρωτοβουλία κατευνασμοῦ καὶ συμφιλίωσης, ἀκολούθησε τὴν ἀδιάλλακτη στάση τοῦ Οὐμβέρτου κι ἔκοψε κάθε ἐπικοινωνία μὲ τὸ Βυζάντιο, κάνοντας τὸ σχίσμα ὁριστικό.

Ἔκτοτε ὁ παπισμός συνέχισε νὰ συμπεριφέρεται ἡγεμονικὰ ἀπέναντι στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ ποὺ κράτησε στάση ἀμυντική. Τὸ μῖσος τῶν Δυτικῶν ἀπέναντι στὴν ἀνυπότακτη Ἀνατολή, φάνηκε στοὺς ἑπόμενους αἰῶνες, τόσο μὲ τὶς κατακτητικὲς βλέψεις τῶν Σταυροφόρων,  ὅσο καὶ μὲ τὴν  ψυχρότητα κι ἀδιαφορία ποὺ ἐπέδειξε, ἀφήνοντας τὸ Βυζάντιο νὰ ἀντιμετωπίσει μόνο του τὸν ἰσλαμικὸ κίνδυνο. Ἐπιπλέον ἡ ἀρνητικὴ στάση τῶν Δυτικῶν ἐπηρέασε τὴν ἱστορικὴ ἔρευνα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐπικρατήσει στὴ δυτικὴ ἱστοριογραφία μία κακὴ ἰδέα γιὰ τὸ βυζαντινὸ κόσμο, τὴν ὥρα ποὺ ἡ μεσαιωνικὴ Δύση ὄχι μόνο δὲν εἶχε τίποτε καλύτερο νὰ δείξει, ἀλλὰ ἀντίθετα ὑστεροῦσε σ’ ὅλους τούς τομεῖς σὲ σχέση μὲ τὸ Βυζάντιο.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέει γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅτι «παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται» ( Ἰωάν. ιε΄, 26), μὴν ἀφήνοντας κανένα περιθώριο ἀμφισβήτησης.

2. Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος, στὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς καθιέρωσε τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, χρησιμοποίησε ἔνζυμο ἄρτο (μὲ μαγιὰ) κι ὄχι ἄζυμο. Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος ἔγινε τὸ βράδυ τῆς Μ. Πέμπτης, ὅποτε δὲν εἶχε ἀρχίσει ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα, στὸν ὁποῖο οἱ Ἰουδαῖοι ἔτρωγαν ἄζυμο ἄρτο, ξεκινοῦσε τὸ βράδυ τῆς Μ. Παρασκευῆς.

3. Οἱ Δυτικοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχρισε τὸν Πέτρο ἀρχηγὸ τῆς Ἐκκλησίας κι ἐπειδὴ ὁ Πέτρος ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος Ρώμης, ἄρα ὅλοι οἱ ἑπόμενοι ἐπίσκοποι Ρώμης εἶναι ἀρχηγοὶ τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Πέτρο ἦταν τὰ ἑξῆς: « σὺ εἶ Πέτρος καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν».  ( Ματθ. ιστ΄, 18 ). Ἡ μετάφραση τῶν λόγων τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι ὅτι ὁ Πέτρος εἶναι  ὁ Ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησίας, διότι ὁ Κύριος δὲν λέει ὅτι θὰ στηρίξει τὴν Ἐκκλησία του στὸν Πέτρο, ἀλλὰ στὴν πέτρα, δηλαδὴ στὴν θεμελιώδη ὁμολογία πίστεως ποὺ εἶχε κάνει προηγουμένως ὁ Πέτρος, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, δηλαδὴ ὅτι εἶναι καὶ Αὐτὸς Θεὸς, ὅπως ὁ Πατέρας Του (Ματθ. ιστ΄, 16).

Τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε δώσει κανένα πρωτεῖο ἐξουσίας στὸν ἀπόστολο Πέτρο, καταδεικνύεται ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι στὴν πρώτη ἀποστολικὴ σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων τὸ 49 ἢ 50 μ.Χ., πρόεδρος τῆς Συνόδου ἦταν ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος κι ὄχι ὁ ἀπόστολος Πέτρος.

4. Ἤδη κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα,  ὁ πάπας Νικόλαος Α΄ (858 – 867) ἀνακήρυξε τὸν ἑαυτὸ του κυρίαρχο ὅλου τοῦ κόσμου! (Βλ. Βασίλειου Στεφανίδη, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, σελ. 318).

5. Ὁ Κύριος ἐλέγχοντας τὴν ὑποκρισία τῶν Γραμματέων καὶ τῶν Φαρισαίων εἶπε ὅτι «ἐκ γὰρ τοῦ καρποῦ τὸ δέντρο γινώσκεται», δηλ. ἀπὸ τὸν καρπὸ γνωρίζεται τὸ δέντρο, ἂν εἶναι καλὸ ἢ κακὸ (Ματθ. ιβ΄, 33 ).  Δυστυχῶς γιὰ τὴν παπικὴ ἐκκλησία, οἱ καρποὶ τοῦ δένδρου της ὑπῆρξαν ἰδιαίτερα ὀδυνηροὶ γιὰ τὴ χριστιανοσύνη. Οἱ λεηλασίες καὶ βεβηλώσεις τῆς Δ΄ Σταυροφορίας, ἡ προκλητικὴ χλιδὴ τοῦ ἀνώτερου κλήρου, ἡ καπηλεία τῶν ἱερῶν λειψάνων καὶ ἡ πώληση συγχωροχαρτιῶν, οἱ θρησκευτικοὶ πόλεμοι μὲ τὶς σφαγὲς ποὺ τοὺς συνόδευαν καὶ οἱ φρικαλεότητες τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης εἶναι μερικοὶ μόνο ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς καρπούς.