Ἀνακ. λειψ. Μ. Ἀθανασίου (Ματθ. 5,14-19)
Τρίτη 2 Μαΐου 2023
Του Μητροπολιτου Φλωρινης π. Αυγουστινου Καντιώτου
«Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, …εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων» (Ματθ. 5,13)
Δὲν εἶνε πολλὲς μέρες ποὺ ὁ ἐφημέριός σας ἦρθε καὶ μὲ κάλεσε· –Γιορτάζει ὁ ναός μας, οἱ πιστοὶ σᾶς παρακαλοῦν νὰ ᾽ρθῆτε στὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. –Θὰ ἔρθω, εἶπα, ἀλλὰ θέλω πληρωμή. Τί ἐννοῶ; λεφτά; Ὄχι. Πληρωμή μου εἶνε, νὰ ἔρχεστε ὅλοι στὴν ἐκκλησία, ν᾽ ἀκοῦτε μὲ ἐνδιαφέρον τὰ θεῖα λόγια κι αὐτὰ νὰ καρποφοροῦν στὶς καρδιές σας. Μὲ τὴν ἐλπίδα αὐτὴ κηρύττω.
* * *
Παραβολικὰ μιλοῦσε ὁ Χριστός. Τί
εἶνε τὸ ἁλάτι; Ὑπάρχει σπίτι χωρὶς ἁλάτι; Καὶ στοὺς πλουσίους καὶ
στὶς καλύβες τῶν φτωχῶν τὸ ἁλάτι εἶνε ἀπαραίτητο, διότι ἔχει τὶς ἑξῆς 3
ἰδιότητες.
Πρῶτον· σὲ ὅποια τροφὴ πέσῃ (τυροκομικά, ψάρι, κρέας νωπό),
δὲν ἀφήνει νὰ σαπίσῃ. Προτοῦ ν᾽ ἀνακαλυφθοῦν τὰ ψυγεῖα, ὅλοι
(τσοπάνηδες, νοικυρές κ.λπ.), ἔρριχναν ἁλάτι μὲ τὶς χοῦφτες. Παστὰ
ψάρια καὶ κρέατα διατηροῦνταν μῆνες. Τὸ ἁλάτι λοιπὸν προλαμβάνει τὴν
σῆψι, τὴ σαπήλα· ὅπου πέφτει, οἱ τροφὲς διατηροῦνται, δὲν χαλᾶνε.
Ὅπως λοιπὸν τὸ ἁλάτι προλαμβάνει τὴν σῆψι, ἔτσι καὶ μέσα στὴν
κοινωνία ὁ ἀληθινὸς Χριστιανὸς εἶνε στοιχεῖο ὑγιές, ἀντισηπτικό,
ἐμποδίζει τὴ φθορὰ καὶ ἀποσύνθεσι. Διότι ἡ κοινωνία εἶνε σῶμα ποὺ
κινδυνεύει νὰ σαπίσῃ. Καὶ σήμερα ἡ κοινωνία μας βρώμησε ἤδη
ὑπερβολικά.
Πότε βρωμίζει μιὰ κοινωνία;
Ὅταν διαλύεται ἡ οἰκογένεια. Σήμερα στὸ σπίτι τὰ παιδιὰ δὲν
σέβονται πατέρα καὶ μάνα· αὐθαδειάζουν, ἀντιμιλοῦν, σηκώνουν χέρι
(ἦρθε στὴ μητρόπολι ἀπὸ χωριὸ ἕνας ἄντρας μὲ τὸ κεφάλι
φασκιωμένο μὲ ἐπιδέσμους. Ντρέπομαι, ἔλεγε· ὁ γυιός μου, 15 ἐτῶν, πῆρε
ῥαβδὶ καὶ μὲ χτύπησε)· ἡ κόρη δὲν ἀκούει τὴ μάνα, ξεπορτίζει, γυρίζει
ὅλη νύχτα δεξιὰ κι ἀριστερά· ὁ ἄντρας δὲν ὑπολογίζει τὴ γυναῖκα, τὴ
χτυπάει λὲς κ᾽ εἶνε ζῷο· ἡ μοιχεία καὶ ἡ πορνεία ὀργιάζουν· ἡ
γυναίκα πηγαίνει μὲ ἄλλους ἄντρες· συμβαίνουν ἀφύσικα πράγματα καὶ
φρικτὲς ἐκτρώσεις· ὁ γάμος κλονίζεται, στοὺς 10 γάμους ὁ 1 ἢ οἱ 2
διαλύονται, τὰ διαζύγια πληθαίνουν…· μὲ ἕνα λόγο, στὴν οἰκογένεια τὸ
κακὸ ὀργιάζει.
Ἔξω τί ἐπικρατεῖ; θεάματα ἄσεμνα, μόδα ἀνήθικη, κλοπή, ψέμα,
ἀδικία, ψευδορκία. Κοντεύουμε νὰ γίνουμε Σικάγο καὶ Νέα Ὑόρκη.
Διεφθάρη, σάπισε ἡ κοινωνία. Τὸ ψάρι, λέει ὁ λαός, βρωμάει ἀπ᾽ τὸ
κεφάλι. Ποιό κεφάλι! τώρα ἡ βρωμιὰ προχώρησε, ἔφτασε στὴν οὐρά. Ἀπὸ τοὺς
μεγάλους μέχρι τοὺς μικροὺς ὁ κοινωνικὸς ἱστὸς ἔχει ἀλλοιωθῆ. Μοιάζει
μὲ ἀκάθαρτο στάβλο ἀλόγων ζῴων.
Μέσα λοιπὸν σ᾽ αὐτὴ τὴν κοινωνία ὁ Χριστὸς θέλει, ὁ Χριστιανὸς
νὰ εἶνε τὸ ἁλάτι. Ἁλάτι ὁ πιστός, ἁλάτι πρὸ παντὸς ὁ κληρικὸς καὶ
μάλιστα ὁ ἐπίσκοπος. Νὰ μεριμνᾷ γιὰ κάθε ψυχή, νὰ συμβουλεύῃ τὰ παιδιά,
νὰ ἐνισχύῃ τὶς γυναῖκες, νὰ διδάσκῃ τοὺς ἄντρες καὶ γέροντες. Νὰ
ῥίχνῃ φοῦχτες ἁλάτι, πλούσια δηλαδὴ καὶ ὑγιᾶ διδαχή, ποὺ προλαμβάνει
τὴ μόλυνσι. Ὅπου ὁ ποιμένας ἐνεργεῖ ἔτσι, τὸ ποίμνιο ὑγιαίνει, ἀκμάζει,
προκόπτει, σῴζεται· εἰδάλλως, ἐπέρχεται συμφορὰ καὶ ὄλεθρος.
Ποιά ἄλλη ἰδιότητα ἔχει τὸ ἁλάτι· γιατρεύει, ἐνεργεῖ ὄχι μόνο
ἀντισηπτικὰ ἀλλὰ καὶ θεραπευτικά. Ὅταν βέβαια πέφτῃ ἁλάτι σὲ πληγή,
τσούζει, ὁ ἄνθρωπος πονάει· σῴζεται ὅμως. Αὐτὸ εἶνε ἔργο κυρίως τοῦ
ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος δὲν πρέπει νὰ πτοηθῇ ἀπὸ τὶς ἀντιδράσεις.
Δὲν μ᾽ ἐνδιαφέρει ἂν εἶσαι νομάρχης, ὑπουργός, στρατηγός,
βασιλιᾶς, πρόεδρος δημοκρατίας. Εἶμαι ἐπίσκοπος καί, ἐφ᾽ ὅσον ὑπάρχει
πληγή, ὀφείλω νὰ ῥίξω ἁλάτι. Τσούζει; Φώναξε ὅσο θέλεις. Αὐτὴ τὴν
ἀποστολὴ ἔχει ὁ ἐπίσκοπος. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν λυγίζουμε, οὔτε
κολακεύουμε. Δὲν ἀσκῶ διπλωματία, μ᾽ ἐνδιαφέρει ἡ θεραπεία. Ὅταν βλέπω
τὸν ἄλφα ἢ τὸν βῆτα ποὺ δὲν ἐκκλησιάζεται, δὲν πιστεύει, ὀργιάζει, ἔχω
χρέος νὰ ἐλέγξω. Ὁ ἔλεγχος εἶνε τὸ ἁλάτι ποὺ τσούζει στὶς πληγές, γιὰ
νὰ μὴν προχωρήσῃ στὸ σῶμα ἡ γάγγραινα. Μὲ ξέρετε καλά· δὲν δείλιασα, δὲν
παρέλειψα νὰ ῥίπτω τὸ ἁλάτι καὶ πρὸς τοὺς ἄνω καὶ πρὸς τοὺς κάτω. Αὐτὴ
εἶνε ἡ ἀποστολή μου.
Τρίτον, τέλος, τὸ ἁλάτι, ἐκτὸς ἀπὸ ἀντισηπτικὸ καὶ
θεραπευτικό, ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ νοστιμίζῃ, κάνει τὸ φαγητὸ εὔγευστο.
Γι᾽ αὐτό, ὅταν καμμιὰ φορὰ ὁ ἄντρας ἔρχεται πεινασμένος καὶ ἡ γυναίκα
ξέχασε νὰ ῥίξῃ ἁλάτι, κάνει φασαρία, φωνάζει ὅτι, Τὸ φαῒ εἶνε ἄνοστο,
σαχλό, δὲν τρώγεται!…
Ὅπως λοιπὸν τὸ φαγητὸ εἶνε νόστιμο ὅταν ἔχῃ μέσα τὸ ἀνάλογο
ἁλάτι, ἔτσι πρέπει ἡ ζωή μας καὶ ὁ λόγος μας νὰ εἶνε «ἐν χάριτι, ἅλατι
ἠρτυμένος» (Κολ. 4,6), ἁλατισμένος μὲ θεία χάρι. Τώρα τὰ περισσότερα
λόγια εἶνε ἄνοστα, σάπια. Ἀνοίγει ὁ ἄλλος τὸ στόμα του καὶ βρωμάει.
Ἦρθε κάποιος καὶ μοῦ ἔλεγε· –Θὰ διώξω τὴ γυναῖκα μου, τὸ στόμα της
βρωμάει… –Μπᾶ, λέω, κ᾽ ἐσὺ δὲν βρωμᾷς; δὲν βγάζει δυσωδία τὸ στόμα
σου;… Κι ὅταν τοῦ ἀνέφερα συγκεκριμένες περιπτώσεις, ἔσκυψε τὸ
κεφάλι.
Πότε βρωμάει τὸ στόμα; ὅταν κατακρίνῃ, λέῃ ψέματα, αἰσχρολογῇ,
ὅταν στὸ καφφενεῖο ἢ στὴν παρέα κουτσομπολεύῃ καὶ συκοφαντῇ, ὅταν στὸ
δικαστήριο ψευδορκῇ καὶ μὲ τὴν κατάθεσί του κλείνῃ τὸν ἀθῷο στὴ φυλακή,
ὅταν ἀπατᾷ καὶ βλάπτῃ τὸ ὄνομα, τὴν τιμὴ καὶ ὑπόληψι τοῦ ἄλλου· πρὸ
παντὸς δὲ ὅταν βρίζῃ ἢ βλαστημάῃ τὰ θεῖα.
Σ᾽ ἐρωτῶ λοιπόν· ἔχει ἁλάτι τὸ σπίτι σου; ἔχει ἁλάτι ὁ βίος
σου; ἔχει ἁλάτι ὁ λόγος σου; Δυστυχῶς στὰ σπίτια μας δὲν ὑπάρχει ἁλάτι,
δὲν ἁλατίζονται τὰ παιδιά μας, γι᾽ αὐτὸ βρώμησαν κι αὐτὰ ἠθικῶς καὶ
πνευματικῶς. Συνάντησα στὴν Ἀθήνα ἕναν ὥριμο ἄνθρωπο καὶ μὲ κάποιο
ἀξίωμα. Σπούδασε, πῆγε στὸ ἐξωτερικό, ξέρει πέντε γλῶσσες. Μοῦ λέει·
Πέρασα πολλὰ σχολειά. Ἂν εἶμαι κάτι, τὸ ὀφείλω στὴ μάνα μου. Ὅ,τι
ἔμαθα σὲ Βερολῖνο, Λονδῖνο, Παρίσι, τὰ ξέχασα· θυμᾶμαι ὅμως τὰ λόγια
τῆς μάνας μου… Ἄχ αὐτὴ ἡ μάνα! ἁλάτι πρέπει νὰ ἔχῃ, χρυσᾶ νά ᾽νε τὰ
λόγια της. Καὶ πράγματι τὰ λόγια δασκάλων καὶ καθηγητῶν ξεχνιῶνται· τὰ
λόγια ὅμως, ποὺ λέει ἡ μάνα μὲ πόνο στὸ παιδί, μένουν στὴν καρδιά·
μεγαλώνει καὶ γηράσκει, μὰ τὰ θυμᾶται μέχρι τέλους.
* * *
Αὐτὸς εἶνε ὁ ῥόλος μας· μὲ ἔργα
καὶ λόγια νὰ εἴμαστε ἁλάτι μέσα στὴν κοινωνία ὅλοι· καὶ ὁ παπᾶς, καὶ ὁ
δάσκαλος, καὶ ὁ ἀξιωματικός, καὶ ὁ ἀγρότης…· ὁ κάθε Χριστιανός.
Λείπει τὸ ἁλάτι δυστυχῶς. Θυμᾶμαι μιὰ φορὰ στὰ χρόνια τῆς
σκλαβιᾶς, ὅταν ἤμουν ἱεροκήρυκας, πῆγα σ᾽ ἕνα ὀρεινὸ χωριὸ τῆς
Ἀριδαίας. Τότε τὸ ἁλάτι ἦταν σπάνιο, δὲν ὑπῆρχε, καὶ ὑπέφεραν
ἄνθρωποι καὶ ζῷα. Οἱ κάτοικοι (βοσκοί, ποὺ εἶχαν ἀνάγκη τὸ ἁλάτι γιὰ τὰ
ζωντανά τους) μοῦ εἶπαν τὸν πόνο τους. –Ἁλάτι ἔχεις; ρώτησαν. –Ἔχω,
ἀπάντησα, καὶ ἀρκετό. Διαδόθηκε λοιπόν, ὅτι «Ὁ παπᾶς ἔχει ἁλάτι».
Μαζεύτηκαν ὅλοι στὴν ἐκκλησία καὶ μὲ κοίταζαν περίεργοι. Ἀλήθεια ἦταν,
δὲν τοὺς γέλασα. –Ἔχω ἁλάτι, λέω· μὰ τὸ δικό μου ἁλάτι ποιό εἶνε· τὰ
λόγια τοῦ Θεοῦ. Αὐτὰ σᾶς φέρνω· ἂν τ᾽ ἀκούσετε, τὰ δεχθῆτε, τὰ ζήσετε,
τότε ἡ κοινωνία θὰ σωθῇ ἀπὸ αὐτὴ τὴν παγκόσμια σῆψι.
Σάπισαν ὅλοι, μικροὶ – μεγάλοι, ἄντρες – γυναῖκες. Μιὰ
ταλαίπωρη –ἂς μὴν πῶ τὸ χωριό– τὴν ἔπιασαν ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ νὰ ἁμαρτάνῃ.
Δὲν εἶχε ὅμως συναίσθησι. Τί κακὸ ἔκανα; ἔλεγε· δὲν ἔχω δικαίωμα νὰ
κάνω ὅ,τι θέλω; δὲν ἐξουσιάζω τὸ κορμί μου;… Σάπισε λοιπὸν ἡ κοινωνία.
Τὸ χειρότερο εἶνε ὅτι συνηθίζουμε στὴν σῆψι καὶ δὲν μᾶς ἐνοχλεῖ. Ὅταν
μείνῃς πολὺ μέσα σὲ μαντρί, συνηθίζεις τὴ δυσοσμία· πρέπει νὰ βγῇς
στὸν καθαρὸ ἀέρα. Ὁ ὑγιὴς ἀντιδρᾷ, ἀντιστέκεται στὸν μολυσμό.
Ἄνθρωπος ὑγιὴς πνευματικά, μαθητὴς τοῦ Κυρίου, μὲ ἁλάτι
Χριστοῦ, ἦταν – ποιός· ὁ σημερινὸς ἅγιος, ὁ μέγας Ἀθανάσιος. Τὸν ἔστειλε
ὁ Θεὸς τὴν κατάλληλη στιγμή. Ἕνας ἦταν, ἀλλὰ καὶ μόνος ἀντιστάθηκε στὴ
διαφθορά. Ἂν δὲν ἦταν ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, θὰ σάπιζε ὁ κόσμος στὴν πλάνη
τῆς αἱρέσεως· κ᾽ ἐμεῖς δὲν θὰ ἤμασταν σήμερα ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, θὰ
εἴχαμε πλανηθῆ στὴν ἀπιστία, στὴν εἰδωλολατρία, στὴν αἵρεσι. Τί ἔκανε;
Δὲν θὰ ἐπαναλάβω τὴν ἱστορία του. Ἂν ἔχετε ὄρεξι, διαβάστε τὸν βίο τοῦ
ἁγίου Ἀθανασίου· θὰ καταπλαγῆτε, θὰ κλάψετε. Φτωχαδάκι ἦταν, ἕνα παιδὶ
ποὺ ἀγαποῦσε τὸ Θεό, τὸ Χριστό, τὴν Ἐκκλησία· ἀγαποῦσε τὸν ἄνθρωπο καὶ
πάλεψε σὰν λιοντάρι. Ὄχι ἕνα χρόνο ἀλλὰ πενήντα σχεδὸν χρόνια
ἀγωνίστηκε στὸν κόσμο. Στήριξε τὴν Ἐκκλησία σὲ δύσκολους καιρούς. Τὸ
«Πιστεύω», ποὺ ἀκοῦμε καὶ ὁμολογοῦμε μέχρι σήμερα οἱ ὀρθόδοξοι, γνήσιο
πνευματικὸ ἁλάτι, εἶνε δικά του λόγια, δική του διατύπωσι. Κατὰ τὸ
παράδειγμα λοιπὸν ποὺ ἐκεῖνος ἄφησε, ἔτσι νὰ ζήσουμε κ᾽ ἐμεῖς σ᾽ αὐτὸ
τὸν κόσμο.
* * *
Ὅταν γυρίσετε στὸ σπίτι,
ἐξετάστε τὸν ἑαυτό σας. Ἂν ἔχῃς γυναῖκα καὶ παιδιά, εἶσαι ἁλάτι τῆς
οἰκογενείας σου; Ἂν εἶσαι ἐκπαιδευτικός, εἶσαι ἁλάτι τοῦ σχολείου σου;
Ἂν ἔχῃς κάποια θέσι ἢ ἀξίωμα, εἶσαι ἁλάτι τοῦ συνόλου ποὺ μετέχεις;
Ἐὰν δὲν εἴμαστε ἔτσι ὅπως μᾶς θέλει ὁ Χριστός, τότε –σύμφωνα μὲ τὸ χωρίο
ποὺ εἴπαμε– μοιάζουμε μὲ ἁλάτι ποὺ ἔχασε τὶς ἰδιότητές του, εἶνε
ἄχρηστο· δὲν ἀξίζει τίποτα παρὰ μόνο νὰ τὸ πετάξουν ἔξω καὶ νὰ τὸ
καταπατοῦν οἱ διαβάτες (βλ. Ματθ. 5,13).
Αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς πῶ, ἀγαπητοί μου, καὶ ἂς ἐξετάσουμε καθένας τὸν ἑαυτό του· εἴμαστε πραγματικὰ τὸ ἁλάτι στὸν κόσμο αὐτόν;
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀθανασίου Νεοχωρακίου – Φλωρίνης τὴν 2-5-1977 Δευτέρα πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 20-4-2023.