ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

Ἔχετε ἁλατι;

Ιησους Χριστος Ἀνακ. λειψ. Μ. Ἀθανασίου (Ματθ. 5,14-19)
Τρίτη 2 Μαΐου 2023
Του Μητροπολιτου Φλωρινης π. Αυγουστινου Καντιώτου

«Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, …εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων» (Ματθ. 5,13)

Δὲν εἶνε πολλὲς μέρες ποὺ ὁ ἐφημέριός σας ἦρθε καὶ μὲ κάλεσε· –Γιορτάζει ὁ ναός μας, οἱ πιστοὶ σᾶς παρακαλοῦν νὰ ᾽ρθῆτε στὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. –Θὰ ἔρθω, εἶπα, ἀλλὰ θέλω πληρωμή. Τί ἐννοῶ; λεφτά; Ὄχι. Πληρωμή μου εἶ­νε, νὰ ἔρχεστε ὅ­­λοι στὴν ἐκκλησία, ν᾽ ἀκοῦτε μὲ ἐν­διαφέρον τὰ θεῖα λόγια κι αὐτὰ νὰ καρποφοροῦν στὶς καρ­διές σας. Μὲ τὴν ἐλπίδα αὐτὴ κηρύττω.

Ἀκούσατε τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 5,14-19). Τί λέει; Λόγια χρυσᾶ. Εἶνε ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴν περίφημη Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία τοῦ Κυρίου. Ἀρχίζει λέγον­τας «Ὑμεῖς ἐστε (=σεῖς εἶστε) τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. 5,14). Ἀλλὰ πρὶν ἀπὸ αὐ­τὸ ὁ Χριστὸς λέει κάτι ἄλλο σχετικό· «Ὑμεῖς ἐ­στε τὸ ἅλας τῆς γῆς» (ἔ.ἀ. 5,13). Εἶπε δηλαδὴ στοὺς μα­θητάς του καὶ σὲ ὅλους ἐ­μᾶς, ὅτι οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ εἶνε τὸ ἁλάτι τῆς γῆς. Νὰ εἶ­στε, λέει, τὸ ἁλάτι. Ἔ, αὐτὰ τὰ δυὸ λόγια θέ­λω νὰ ἐξ­ηγήσω σήμερα. Τί θὰ πῇ, ὅτι ὁ κάθε πι­στός, εἴτε ὡς ἄτομο, εἴτε ὡς οἰκογενειάρχης, εἴτε ὡς ἐργαζόμενος (γεωργός, βοσκός, ναυτικός, στρατιωτικός κ.λπ.) πρέπει νὰ εἶνε τὸ ἁλάτι;

* * *

Παραβολικὰ μιλοῦσε ὁ Χριστός. Τί εἶνε τὸ ἁ­λάτι; Ὑπάρχει σπίτι χωρὶς ἁλάτι; Καὶ στοὺς πλου­σί­ους καὶ στὶς καλύβες τῶν φτωχῶν τὸ ἁλάτι εἶνε ἀ­παραίτητο, διότι ἔχει τὶς ἑξῆς 3 ἰδιότητες.
Πρῶτον· σὲ ὅποια τροφὴ πέσῃ (τυροκομι­κά, ψάρι, κρέας νωπό), δὲν ἀφήνει νὰ σαπί­σῃ. Προτοῦ ν᾽ ἀνακαλυφθοῦν τὰ ψυγεῖα, ὅ­λοι (τσο­πάνηδες, νοικυρές κ.λπ.), ἔρ­ριχναν ἁ­λά­­τι μὲ τὶς χοῦφτες. Παστὰ ψάρια καὶ κρέατα διατηροῦνταν μῆνες. Τὸ ἁλάτι λοι­πὸν προλαμβάνει τὴν σῆψι, τὴ σαπή­λα· ὅ­που πέφτει, οἱ τροφὲς διατηροῦνται, δὲν χαλᾶνε.
Ὅ­πως λοιπὸν τὸ ἁλάτι προλαμβάνει τὴν σῆψι, ἔτσι καὶ μέσα στὴν κοινωνία ὁ ἀληθινὸς Χριστι­α­νὸς εἶνε στοιχεῖο ὑγιές, ἀντισηπτικό, ἐμ­ποδίζει τὴ φθο­ρὰ καὶ ἀποσύνθεσι. Διότι ἡ κοινωνία εἶνε σῶ­μα ποὺ κινδυνεύει νὰ σαπίσῃ. Καὶ σήμε­­ρα ἡ κοινωνία μας βρώμησε ἤδη ὑ­περ­βολικά.
Πότε βρωμίζει μιὰ κοινωνία;
Ὅταν διαλύεται ἡ οἰκογένεια. Σήμερα στὸ σπίτι τὰ παιδιὰ δὲν σέβον­ται πατέρα καὶ μά­να· αὐθα­δειάζουν, ἀντιμιλοῦν, σηκώνουν χέρι (ἦρθε στὴ μη­­τρό­πο­­λι ἀ­­πὸ χωριὸ ἕνας ἄντρας μὲ τὸ κεφάλι φασκιωμέ­νο μὲ ἐπιδέσμους. Ντρέπομαι, ἔ­λεγε· ὁ γυιός μου, 15 ἐτῶν, πῆρε ῥαβδὶ καὶ μὲ χτύ­πησε)· ἡ κόρη δὲν ἀκούει τὴ μάνα, ξεπορ­τίζει, γυρίζει ὅ­λη νύχτα δεξιὰ κι ἀριστερά· ὁ ἄντρας δὲν ὑ­πολογίζει τὴ γυναῖ­κα, τὴ χτυπάει λὲς κ᾽ εἶνε ζῷο· ἡ μοιχεία καὶ ἡ πορ­νεία ὀρ­γιάζουν· ἡ γυναί­­­κα πηγαίνει μὲ ἄλλους ἄν­τρες· συμβαίνουν ἀ­φύσικα πρά­γματα καὶ φρικτὲς ἐκτρώσεις· ὁ γάμος κλο­νίζεται, στοὺς 10 γάμους ὁ 1 ἢ οἱ 2 διαλύον­ται, τὰ διαζύγια πληθαίνουν…· μὲ ἕνα λόγο, στὴν οἰκογένεια τὸ κακὸ ὀργιάζει.
Ἔξω τί ἐπικρατεῖ; θεάματα ἄσεμνα, μόδα ἀνήθικη, κλο­πή, ψέμα, ἀδικία, ψευδορκία. Κοντεύου­με νὰ γίνουμε Σικάγο καὶ Νέα Ὑόρκη. Διεφθάρη, σάπισε ἡ κοινωνία. Τὸ ψάρι, λέει ὁ λαός, βρωμάει ἀπ᾽ τὸ κεφάλι. Ποιό κεφάλι! τώρα ἡ βρωμιὰ προχώρησε, ἔφτασε στὴν οὐρά. Ἀπὸ τοὺς μεγάλους μέ­χρι τοὺς μικροὺς ὁ κοινωνικὸς ἱστὸς ἔχει ἀλλοιωθῆ. Μοιά­ζει μὲ ἀκάθαρτο στάβλο ἀλόγων ζῴων.
Μέσα λοιπὸν σ᾽ αὐτὴ τὴν κοινωνία ὁ Χριστὸς θέλει, ὁ Χριστιανὸς νὰ εἶνε τὸ ἁλάτι. Ἁ­λάτι ὁ πιστός, ἁλάτι πρὸ παντὸς ὁ κληρι­κὸς καὶ μάλιστα ὁ ἐπίσκοπος. Νὰ μεριμνᾷ γιὰ κάθε ψυχή, νὰ συμβου­λεύῃ τὰ παιδιά, νὰ ἐνισχύῃ τὶς γυναῖ­κες, νὰ διδά­σκῃ τοὺς ἄντρες καὶ γέρον­­τες. Νὰ ῥίχνῃ φοῦχτες ἁλάτι, πλούσια δη­λαδὴ καὶ ὑγιᾶ διδα­χή, ποὺ προλαμβάνει τὴ μόλυνσι. Ὅπου ὁ ποιμένας ἐνεργεῖ ἔ­τσι, τὸ ποίμνιο ὑγιαίνει, ἀκμάζει, προκόπτει, σῴζεται· εἰ­δάλλως, ἐπέρχεται συμφορὰ καὶ ὄλεθρος.
Ποιά ἄλλη ἰδιότητα ἔχει τὸ ἁλάτι· γιατρεύει, ἐν­εργεῖ ὄχι μόνο ἀντισηπτικὰ ἀλλὰ καὶ θεραπευτικά. Ὅταν βέβαια πέφτῃ ἁλάτι σὲ πληγή, τσού­­ζει, ὁ ἄν­θρωπος πονάει· σῴζε­ται ὅμως. Αὐ­τὸ εἶνε ἔργο κυρίως τοῦ ἐπισκόπου, ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν πρέπει νὰ πτοηθῇ ἀπὸ τὶς ἀν­τιδράσεις.
Δὲν μ᾽ ἐνδιαφέρει ἂν εἶσαι νομάρχης, ὑ­πουρ­γός, στρατηγός, βασιλιᾶς, πρόεδρος δημοκρατίας. Εἶμαι ἐπίσκοπος καί, ἐφ᾽ ὅσον ὑπάρχει πληγή, ὀφείλω νὰ ῥίξω ἁλάτι. Τσούζει; Φώναξε ὅσο θέλεις. Αὐτὴ τὴν ἀποστολὴ ἔχει ὁ ἐπίσκοπος. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν λυγίζουμε, οὔτε κολακεύουμε. Δὲν ἀσκῶ διπλωματία, μ᾽ ἐνδιαφέρει ἡ θεραπεία. Ὅταν βλέπω τὸν ἄλφα ἢ τὸν βῆτα ποὺ δὲν ἐκκλησιάζεται, δὲν πιστεύει, ὀργιάζει, ἔχω χρέος νὰ ἐλέγξω. Ὁ ἔ­λ­εγχος εἶνε τὸ ἁλάτι ποὺ τσούζει στὶς πληγές, γιὰ νὰ μὴν προχωρήσῃ στὸ σῶμα ἡ γάγγραινα. Μὲ ξέρετε καλά· δὲν δείλιασα, δὲν παρέλειψα νὰ ῥίπτω τὸ ἁλάτι καὶ πρὸς τοὺς ἄνω καὶ πρὸς τοὺς κάτω. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἀποστολή μου.
Τρίτον, τέλος, τὸ ἁλάτι, ἐκτὸς ἀπὸ ἀντισηπτι­κὸ καὶ θεραπευτικό, ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ νοστιμίζῃ, κάνει τὸ φαγητὸ εὔγευστο. Γι᾽ αὐτό, ὅταν καμμιὰ φορὰ ὁ ἄντρας ἔρχεται πεινασμένος καὶ ἡ γυναί­κα ξέχασε νὰ ῥίξῃ ἁλάτι, κάνει φασαρία, φωνά­ζει ὅ­τι, Τὸ φαῒ εἶνε ἄνοστο, σαχλό, δὲν τρώγεται!…
Ὅπως λοιπὸν τὸ φαγητὸ εἶνε νόστιμο ὅταν ἔ­χῃ μέσα τὸ ἀνάλογο ἁλάτι, ἔτσι πρέπει ἡ ζωή μας καὶ ὁ λόγος μας νὰ εἶνε «ἐν χάριτι, ἅ­λατι ἠρτυμέ­νος» (Κολ. 4,6), ἁλατι­σμένος μὲ θεία χάρι. Τώρα τὰ πε­ρισσότερα λόγια εἶνε ἄνοστα, σάπια. Ἀ­νοίγει ὁ ἄλ­λος τὸ στόμα του καὶ βρωμάει. Ἦρθε κάποιος καὶ μοῦ ἔλεγε· –Θὰ διώξω τὴ γυ­ναῖκα μου, τὸ στόμα της βρωμάει… –Μπᾶ, λέω, κ᾽ ἐσὺ δὲν βρω­μᾷς; δὲν βγά­ζει δυσωδία τὸ στόμα σου;… Κι ὅ­ταν τοῦ ἀνέφερα συγ­κεκριμένες πε­ριπτώσεις, ἔσκυψε τὸ κεφάλι.
Πότε βρωμάει τὸ στόμα; ὅταν κατακρίνῃ, λέῃ ψέματα, αἰσχρολογῇ, ὅταν στὸ καφφενεῖο ἢ στὴν παρέα κουτσομπολεύῃ καὶ συκοφαντῇ, ὅ­ταν στὸ δικαστήριο ψευδορκῇ καὶ μὲ τὴν κατάθεσί του κλείνῃ τὸν ἀθῷο στὴ φυλακή, ὅταν ἀπατᾷ καὶ βλά­πτῃ τὸ ὄνομα, τὴν τιμὴ καὶ ὑπόληψι τοῦ ἄλλου· πρὸ παν­τὸς δὲ ὅταν βρίζῃ ἢ βλαστημάῃ τὰ θεῖα.
Σ᾽ ἐρωτῶ λοιπόν· ἔχει ἁλάτι τὸ σπίτι σου; ἔχει ἁλάτι ὁ βίος σου; ἔχει ἁλάτι ὁ λόγος σου; Δυσ­τυχῶς στὰ σπίτια μας δὲν ὑπάρχει ἁλάτι, δὲν ἁλα­τίζονται τὰ παιδιά μας, γι᾽ αὐτὸ βρώμησαν κι αὐ­τὰ ἠθικῶς καὶ πνευματικῶς. Συνάντησα στὴν Ἀθήνα ἕναν ὥριμο ἄνθρωπο καὶ μὲ κάποιο ἀξίωμα. Σπού­δασε, πῆγε στὸ ἐ­ξωτερικό, ξέρει πέντε γλῶσ­σες. Μοῦ λέει· Πέρασα πολλὰ σχολειά. Ἂν εἶ­μαι κάτι, τὸ ὀ­φεί­λω στὴ μάνα μου. Ὅ,τι ἔ­μαθα σὲ Βε­ρο­λῖνο, Λονδῖνο, Παρίσι, τὰ ξέχασα· θυμᾶ­μαι ὅμως τὰ λόγια τῆς μάνας μου… Ἄχ αὐ­­τὴ ἡ μάνα! ἁλάτι πρέπει νὰ ἔ­χῃ, χρυσᾶ νά ᾽νε τὰ λόγια της. Καὶ πράγματι τὰ λόγια δασκάλων καὶ καθηγητῶν ξεχνιῶν­ται· τὰ λόγια ὅμως, ποὺ λέει ἡ μάνα μὲ πόνο στὸ παιδί, μένουν στὴν καρδιά· μεγαλώνει καὶ γη­ράσκει, μὰ τὰ θυ­μᾶται μέχρι τέλους.

* * *

Αὐτὸς εἶνε ὁ ῥόλος μας· μὲ ἔρ­γα καὶ λόγια νὰ εἴ­μαστε ἁ­λάτι μέσα στὴν κοινωνία ὅλοι· καὶ ὁ παπᾶς, καὶ ὁ δάσκα­λος, καὶ ὁ ἀξιωματικός, καὶ ὁ ἀ­γρό­της…· ὁ κάθε Χριστιανός.
Λείπει τὸ ἁλάτι δυστυχῶς. Θυμᾶμαι μιὰ φο­ρὰ στὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, ὅταν ἤμουν ἱερο­κήρυκας, πῆγα σ᾽ ἕνα ὀρεινὸ χωριὸ τῆς Ἀριδαί­α­ς. Τότε τὸ ἁλάτι ἦταν σπάνιο, δὲν ὑπῆρ­χε, καὶ ὑπέφεραν ἄνθρωποι καὶ ζῷα. Οἱ κάτοικοι (βοσκοί, ποὺ εἶχαν ἀνάγκη τὸ ἁλάτι γιὰ τὰ ζων­τανά τους) μοῦ εἶπαν τὸν πόνο τους. –Ἁλάτι ἔ­χεις; ρώτησαν. –Ἔχω, ἀ­πάντησα, καὶ ἀρκετό. Δι­αδόθηκε λοιπόν, ὅτι «Ὁ πα­πᾶς ἔχει ἁλάτι». Μαζεύτηκαν ὅ­­λοι στὴν ἐκκλησία καὶ μὲ κοίταζαν περίεργοι. Ἀλήθεια ἦταν, δὲν τοὺς γέλασα. –Ἔχω ἁ­λάτι, λέω· μὰ τὸ δικό μου ἁ­λάτι ποιό εἶ­νε· τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Αὐτὰ σᾶς φέρνω· ἂν τ᾽ ἀ­κούσετε, τὰ δεχθῆτε, τὰ ζήσετε, τότε ἡ κοι­νωνία θὰ σωθῇ ἀπὸ αὐτὴ τὴν παγ­κόσμια σῆψι.
Σάπισαν ὅλοι, μικροὶ – με­γάλοι, ἄντρες – γυναῖ­κες. Μιὰ ταλαίπωρη –ἂς μὴν πῶ τὸ χωριό– τὴν ἔ­πιασαν ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ νὰ ἁμαρτά­νῃ. Δὲν εἶχε ὅ­μως συναίσθησι. Τί κακὸ ἔ­κανα; ἔ­λεγε· δὲν ἔχω δι­καίωμα νὰ κάνω ὅ,τι θέλω; δὲν ἐξ­ουσιάζω τὸ κορ­μί μου;… Σάπισε λοιπὸν ἡ κοινωνία. Τὸ χειρότερο εἶνε ὅτι συνηθίζουμε στὴν σῆψι καὶ δὲν μᾶς ἐνοχλεῖ. Ὅταν μεί­νῃς πολὺ μέσα σὲ μαντρί, συνηθίζεις τὴ δυσ­οσμία· πρέπει νὰ βγῇς στὸν καθαρὸ ἀέρα. Ὁ ὑγιὴς ἀντιδρᾷ, ἀντιστέκεται στὸν μολυσμό.
Ἄνθρωπος ὑγιὴς πνευματικά, μαθητὴς τοῦ Κυρίου, μὲ ἁλάτι Χριστοῦ, ἦταν – ποιός· ὁ σημερινὸς ἅγιος, ὁ μέγας Ἀθανάσιος. Τὸν ἔστειλε ὁ Θεὸς τὴν κατάλληλη στιγμή. Ἕνας ἦταν, ἀλλὰ καὶ μόνος ἀν­τιστάθηκε στὴ διαφθορά. Ἂν δὲν ἦταν ὁ ἅγιος Ἀ­θανάσιος, θὰ σάπιζε ὁ κόσμος στὴν πλάνη τῆς αἱ­ρέσεως· κ᾽ ἐμεῖς δὲν θὰ ἤμασταν σήμερα ὀρθόδο­ξοι Χριστιανοί, θὰ εἴχαμε πλανηθῆ στὴν ἀπιστία, στὴν εἰδωλολατρία, στὴν αἵρεσι. Τί ἔκανε; Δὲν θὰ ἐπαναλάβω τὴν ἱστορία του. Ἂν ἔχετε ὄρεξι, διαβά­στε τὸν βίο τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου· θὰ καταπλαγῆ­τε, θὰ κλάψετε. Φτωχαδάκι ἦ­ταν, ἕνα παιδὶ ποὺ ἀγαποῦσε τὸ Θεό, τὸ Χριστό, τὴν Ἐκκλησία· ἀγαποῦσε τὸν ἄνθρωπο καὶ πάλεψε σὰν λιοντάρι. Ὄχι ἕνα χρόνο ἀλλὰ πενήντα σχεδὸν χρόνια ἀγωνίστη­κε στὸν κόσμο. Στήριξε τὴν Ἐκ­κλησία σὲ δύσκολους καιρούς. Τὸ «Πιστεύω», ποὺ ἀκοῦμε καὶ ὁμολογοῦμε μέχρι σήμερα οἱ ὀρθόδοξοι, γνήσιο πνευματικὸ ἁλάτι, εἶνε δικά του λόγια, δική του διατύπωσι. Κατὰ τὸ παράδειγμα λοιπὸν ποὺ ἐκεῖνος ἄ­φησε, ἔτσι νὰ ζήσουμε κ᾽ ἐμεῖς σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο.

* * *

Ὅταν γυρίσετε στὸ σπίτι, ἐξετάστε τὸν ἑ­αυτό σας. Ἂν ἔχῃς γυναῖκα καὶ παιδιά, εἶσαι ἁ­λάτι τῆς οἰ­κογενείας σου; Ἂν εἶσαι ἐκπαιδευτικός, εἶσαι ἁλά­τι τοῦ σχολείου σου; Ἂν ἔχῃς κάποια θέσι ἢ ἀξί­ωμα, εἶσαι ἁλάτι τοῦ συνόλου ποὺ μετέχεις; Ἐὰν δὲν εἴμαστε ἔτσι ὅπως μᾶς θέλει ὁ Χριστός, τότε –σύμφωνα μὲ τὸ χωρίο ποὺ εἴπαμε– μοιάζουμε μὲ ἁλάτι ποὺ ἔχασε τὶς ἰδιότητές του, εἶνε ἄχρηστο· δὲν ἀξίζει τίποτα παρὰ μόνο νὰ τὸ πετάξουν ἔξω καὶ νὰ τὸ καταπατοῦν οἱ διαβάτες (βλ. Ματθ. 5,13).
Αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς πῶ, ἀγαπητοί μου, καὶ ἂς ἐξ­ετάσουμε καθένας τὸν ἑαυτό του· εἴμαστε πρα­γματικὰ τὸ ἁλάτι στὸν κόσμο αὐτόν;

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀθανασίου Νεοχωρακίου – Φλωρίνης τὴν 2-5-1977 Δευτέρα πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 20-4-2023.

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=102632#more-102632