ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τρίτη 23 Μαΐου 2023

Γιατι πασχουμε;

ΤΥΦΛΟΥ Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ (Ἰω. 9,1-38)

«Ῥαββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ;» (Ἰω. 9,2)

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε Κυριακή. Εἶνε ἡ ἕκτη Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα.
Ἀκούσατε τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ἰω. 9,1-38). Ὁμιλεῖ γιὰ ἕνα θαῦμα. Μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ ἄνοιξαν καὶ εἶδε τὸ φῶς του.
Θέλω νὰ προσέξουμε ἕνα σημεῖο. Ποιό; Ὅ­ταν οἱ μαθηταὶ εἶδαν τὸν τυφλό, τὸν λυπήθηκαν καὶ ρώτησαν· Διδάσκαλε, γιατί αὐτὸς ὁ ἄν­θρωπος νὰ γεννηθῇ τυφλός; ἔκανε ὁ ἴδιος ἁμαρτίες, ἢ ἔκαναν οἱ γονεῖς του; (ἔ.ἀ. 9,2).


Αὐτὸ τὸ «γιατί;» θὰ ἐξηγήσουμε. Διότι καὶ σήμερα ὑπάρχει στὸν κόσμο αὐτὸ τὸ «γιατί;». Καὶ σήμερα ὑπάρχουν δυστυχισμένοι· ἔρχον­ται συμφορές, ἀρρώστιες καὶ θάνατος· καὶ σή­μερα ὑπάρχει φτώχεια καὶ συκοφαντία, δι­αβολές, διωγμοὶ καὶ τόσα ἄλλα κακά. Καὶ πῶς τ᾿ ἀντιμετωπίζουν οἱ ἄνθρωποι; Ἡ ψυχὴ ἀρχίζει ν᾿ ἀγανακτῇ καὶ νὰ λέῃ· Θεέ μου, γιατί; Ἐ­γὼ λοιπὸν εἶμαι ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς στὸν κόσμο; Γιατί σ᾿ ἐμένα τόσα κακὰ καὶ τόσες συμφορές;… Τί μᾶς ἀπαντᾷ τὸ Εὐαγγέλιο;
Τὰ κακὰ ποὺ μᾶς βρίσκουν, χωρίζονται σὲ τρεῖς κατηγορίες. Ἄλλα προέρχονται ἀπὸ τοὺς γονεῖς μας. Ἄλλα προέρχονται ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους. Καὶ ἄλλα τέλος τὰ ἐπιτρέπει ὁ Θεός. Θὰ τὸ κάνω λιανὰ αὐτό.

* * *

Εἶπα, ὅτι μερικὰ δυστυχήματα προέρχον­ται ἀπὸ τοὺς γονεῖς. Μὰ πῶς;
Περιοδεύοντας ὡς ἱεροκήρυκας μπῆκα σ᾿ ἕνα χωριό. Μόλις ἔφθασα βλέπω ἕνα παλληκαράκι 17 χρονῶν, ἐκεῖ ποὺ στεκόταν ὄρθιο καὶ ἄκουγε, ἔπεσε κάτω καὶ ἔβγαζε ἀπὸ τὸ στόμα του ἀφρούς. Τὰ μάτια καὶ τὸ πρόσωπό του ἀγρίεψαν. Σπαρταροῦσε ὅπως τὸ ψάρι ὅ­ταν τὸ βγάλῃς ἀπὸ τὸ νερό. Πῆγα κοντά του. Ἦρθαν κι ἄλλοι. Τοῦ ῥίξαμε νερό, τοῦ κάναμε ἀέρα, καὶ σηκώθηκε. Θέλησα νὰ μάθω, τί συμβαίνει. Ῥώτησα τὸν παπᾶ καὶ ἔμαθα, ὅτι ὁ πατέρας του ἦταν ἀλκοολικός, καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ παιδὶ ἔγινε ἐπιληπτικό.
Πατέρα, παντρεύτηκες γιὰ νὰ γλεντᾷς. Ἔ­τσι νομίζεις εἶνε ἡ ζωή; Ὅταν πίνῃς, τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννήσῃς θὰ γίνῃ ἐπιληπτικὸ καὶ θὰ τὸ βλέπῃς καὶ θὰ καίγεσαι. Αὐτὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα.
Πολλὰ παιδιὰ εἶνε σακατεμένα, κι αὐτὸ ὀ­φείλεται στοὺς πατεράδες. Κάτι ἄλλοι πῆγαν στὸ στρατό, ἢ ταξίδεψαν στὸ ἐξωτερικό, ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ ᾿κεῖ, σμίξανε μὲ γυναῖκες καὶ κόλλησαν ἀπὸ ᾿κεῖ ἀσθένειες ποὺ ντρέπομαι νὰ πῶ. Καὶ μετὰ αὐτοὶ μὲ τὶς ἀσθένειες παν­τρεύτηκαν ἀθῷες Ἑλληνίδες κόρες.
Βρὲ πατέρα, ποῦ παντρεύεις τὸ κορίτσι σου μὲ ἕναν τέτοιο σάπιο ἄντρα; Ἀπὸ τέτοιο πατέρα θὰ γεννηθοῦν παιδιὰ ποὺ θὰ εἶνε ἄλ­λα τυφλά, ἄλλα κουτσά, ἄλλα τρελλά, ἀλλὰ ἀνισόρροπα. Δὲν σοῦ φταῖνε τίποτα αὐτὰ τὰ παιδιά. Δὲν σοῦ φταίει τίποτα ἡ κοινωνία νὰ γίνῃς βάρος της.
Ἑπομένως δὲν φταίει ὁ Θεὸς γιατὶ τὰ παιδιὰ εἶνε σακάτικα. Φταίει ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα, ποὺ ζοῦν ἔξω ἀπὸ τὸ Θεό.

* * *

Ἄλλα λοιπὸν κακὰ εἶνε ἀπὸ τοὺς πατεράδες. Τὸ λέει ἡ Γραφή, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη· Ἁμαρτίαι «πατέρων ἐπὶ τέκνα, ἕως τρίτης καὶ τετάρτης γενεᾶς» (Ἔξ. 20,5). Ἄλλα ὅμως προέρχονται ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ παιδιά.
Δὲν φταίει ἡ μάνα κι ὁ πατέρας. Φτωχὸς χω­ριάτης ὁ πατέρας, ἀλλὰ γερός. Δὲν πῆγε μὲ γυναῖκες, δὲν κάθεται στὶς ταβέρνες, δὲν γνωρίζει τίποτε ἀπὸ τὰ πονηρά. Καὶ τὸ παιδί, ποὺ γεννήθηκε ἀπ᾿ αὐτόν, πῆρε μιὰ πολὺ μεγάλη κληρονομιά. Πῆρε γερὸ κορμί. Μικρὸ πρᾶγμα εἶνε ἡ ὑγεία;
Ἕνας πλούσιος στὴ Νέα Ὑόρκη, ποὺ μποροῦσε ν᾿ ἀγοράσῃ ὄχι μιὰ φορὰ ἀλλὰ ἑπτὰ φορὲς τὴν Ἑλλάδα, αὐτὸς εἶπε· Πεθαίνω· ἂν βρεθῇ γιατρὸς νὰ μὲ κάνῃ καλά, ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω ὅλα τὰ δολλάριά μου, καὶ ἂς γίνω πάλι φτωχός, ὅπως ἥμουν στὸν πατέρα μου, ποὺ ζοῦσε σὲ μιὰ καλύβα πέρα στὸν Ἀμαζόνιο ποταμό… Ἀκοῦτε; Λοιπὸν μὴ γογγύζεις ἐσύ, για­­τὶ ὁ πατέρας σου δὲν σοῦ ᾿δωσε σπίτια καὶ πολυκατοικίες. Νὰ πᾷς στὸν τάφο του καὶ νὰ πῇς· Πατέρα, δὲν μοῦ ᾿δωσες ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ μοῦ ᾿δωσες τὸ ὄνομά σου, τὴν εὐγένεια τοῦ χαρακτῆρος σου, μοῦ ᾿δωσες καὶ τὴν ὑ­γεία σου· σ᾿ εὐχαριστῶ.
Ἀλλ᾿ ὅταν τὸ παιδὶ αὐτὸ φύγῃ ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ πάῃ παρακάτω καὶ σμίξῃ μὲ κακὲς παρέες, τότε ἀρρωσταίνει.
Ἦρθε μιὰ μάνα στὴ μητρόπολι καὶ ἔκλαιγε. Σῶσε με, ἔλεγε. Τὸ παιδί μου γυρίζει δεξιὰ κι ἀ­ριστερά, καὶ τὶς πρωινὲς ὧρες ἔρχεται στὸ σπίτι. Εἶνε σκεπτικὸ καὶ μελαγχολικό. Δουλειὰ δὲν ἔχει. Δὲν στέκεται στὰ πόδια του ἀ­πὸ τὰ ξενύχτια…
Πῆγα μιὰ μέρα στὸ Ἄσυλο Ἀνιάτων στὴν Ἀθήνα, καὶ βλέπω ἐκεῖ νέα παιδιά. Ὅλα ἄρ­ρωστα, ἄλλα κουτσά, ἄλλα παράλυτα. Ρωτάω καὶ μαθαίνω – τί; Ὅτι ἦταν ξενύχτηδες. Γλεν­τοῦσαν, διασκέδαζαν μὲ τ᾿ αὐτοκίνητά τους καὶ μὲ γυναῖκες. Καὶ σάπισαν τὰ νειᾶτα.
Δὲν φταίει λοιπὸν ὁ πατέρας· φταῖς ἐσὺ ὁ ἴδιος, ποὺ μόνος σου, μὲ τ᾿ ἁμαρτήματά σου, μὲ τὴν ἔκφυλη ζωή σου, δημιούργησες τὴν καταστροφή σου.

* * *

Εἴδαμε λοιπόν, ὅτι ἄλλα κακὰ εἶνε ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα, ἄλλα κακὰ εἶνε ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἰδίους. Καὶ μερικὰ ἄλλα εἶνε μυστηριώδη πράγματα, ὅπως συνέβη μὲ τὸν τυφλό.
Δὲν φταίει, εἶπε ὁ Χριστός, οὔτε ὁ πατέρας του οὔτε ἡ μάνα του. Δὲν φταίει οὔτε ὁ ἴδιος. Ἀλλὰ τὸν ἄφησε ἔτσι ὁ Θεός, γιὰ νὰ δοξασθῇ τὸ Ὄνομά Του (ἔ.ἀ. 9,3). Τοῦ στέρησε γιὰ λίγο αὐ­τὸ τὸ φῶς, γιὰ νὰ δῇ ἕνα ἄλλο φῶς. Τοῦ ἔδωσε μιὰ μικρὴ συμφορά, γιὰ ν᾿ ἀπολαύσῃ μιὰ μεγάλη εὐεργεσία.
Γιά φαντάσου, ὁ τυφλὸς αὐτὸς τί ἀξιώθηκε! Εἶδε κάτι, ποὺ δὲν τὸ εἶδαν γενεὲς γενε­ῶν. Ἑκατομμύρια ἄνθρωποι, χιλιάδες χρόνια, περίμεναν νὰ δοῦν – τί νὰ δοῦν; ποιόν; Τὸ Χριστό. Καὶ τὸν εἶδε μὲ τὰ μάτια του ὁ τυφλός. Παρουσιάστηκε μπροστά του ὁ Χριστὸς καὶ τὸν ἔκανε καλά. Καὶ ὅταν κατόπιν τὸν ρωτοῦ­σαν, Πῶς ἔγινε καλά; ὁ τυφλὸς τοὺς ἔλεγε· Κάποιος ποὺ τὸν ἔλεγαν Ἰησοῦ μ᾿ ἔκανε καλά· καὶ δὲν μπορεῖ αὐτὸς νὰ μὴν εἶνε ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἔκανε σ᾿ ἐμένα τέ­τοιο πρωτάκουστο θαῦμα. Ἀλλὰ οἱ φαρισαῖοι, ποὺ δὲν ἤθελαν ν᾿ ἀκούσουν γιὰ τὸ Χρι­στό, ἔδιωξαν τὸν τυφλὸ καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω.
Τὸ ἄκουσε αὐτὸ ὁ Χριστός, κι ὅταν τὸν ξαναεῖδε τοῦ εἶπε· –Ἐσὺ πιστεύεις στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ; Ὁ τυφλὸς ἀπαντᾷ· –Καὶ ποιός εἶνε, Κύριε, γιὰ νὰ πιστἐψω σ᾿ αὐτόν; Καὶ ὁ Χριστὸς ἀποκαλύπτει, φανερώνει τὸν ἑαυτό του καὶ τοῦ λέει· –Ἐγὼ εἶμαι ποὺ μὲ βλέπεις καὶ σοῦ μιλῶ. Τότε ὁ τυφλὸς ἔπεσε καὶ τὸν προσκύνη­σε λέγοντας· –Πιστεύω, Κύριε (ἔ.ἀ. 9,38).
Αὐτός, μαζὶ μὲ τὸ φῶς τῶν ματιῶν του, εἶ­δε καὶ τὸ ἄλλο φῶς, τὸ μεγάλο φῶς, τὸ ἀνέσπερο φῶς.
Δὲν ζημιώθηκε λοιπὸν ὁ τυφλός. Εἶχε μιὰ μικρὴ ζημία, γιὰ νὰ ἔχῃ ἔπειτα ἕνα μεγάλο κέρδος· νὰ γνωρίσῃ, νὰ πιστέψῃ καὶ νὰ γίνῃ παιδὶ τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει καὶ ἕνα ἄλλο παράδειγμα, τὸν Ἰώβ, ποὺ τὸν βρήκαν μεγάλα κα­κὰ χωρὶς νὰ φταίῃ καθόλου ὁ ἴδιος. Ἦταν δίκαιος, τὸ καλὸ ἔκανε στὸν κόσμο· καὶ ὅμως τί ἔπαθε; Σὲ μιὰ μέρα τὰ ἔχασε ὅλα καὶ κατεστράφη. Καὶ ἡ γυναίκα του, ὅταν τὸν εἶδε στὰ χάλια ποὺ ἧταν, τοῦ εἶπε·
–Ἄντρα, ὅλα τὰ χάσαμε. Τί τὴ θέλεις τὴ ζωή; Βλαστήμησε τὸ Θεὸ καὶ αὐτοκτόνησε.
Ἔφριξε ὁ Ἰώβ. Καὶ τῆς λέει·
–Ἄμυαλη γυναίκα, τί εἶν᾽ αὐτὰ ποὺ εἶπες; Τόσα χρόνια εἴχαμε τὰ πάντα· καὶ παιδιά, καὶ περιουσία. Ὁ Θεὸς μᾶς τὰ ἔδινε. Ὁ Θεὸς λοιπόν, ποὺ μᾶς τὰ ἔδωσε, ὁ Θεὸς μᾶς τὰ πῆρε.
Καὶ εἶπε τότε κάτι λόγια, ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε. Μ᾿ αὐτὰ τελειώνει ἡ Θεία Λειτουργία· «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐ­λογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος» (Ἰὼβ 1,21. βλ. & Ψαλμ. 112,2).

* * *

Ναί, ἀδέρφια μου. Σᾶς ἔδειξα, ὅτι δὲν φταίει ὁ Θεὸς γιὰ τὰ κακὰ ποὺ μᾶς βρίσκουν. Φταί­ει τὸ μυαλό μας, ἡ κακὴ ἀνατροφή μας. τὸ παρελθόν μας.
Ὁ Θεὸς δὲν φταίει. Ὁ Θεὸς εἶνε καλός. Εἶ­νε πατέρας, μᾶς ἀγαπάει. Καὶ ἂν καμμιὰ φορὰ ἐπιτρέψῃ κάποιο κακό, γιὰ τὸ καλὸ καὶ γιὰ τὴ σωτηρία μας θὰ εἶνε.
Ἂς τὸν δοξολογοῦμε σὰν τὸν Ἰὼβ καὶ ἂς λέμε τὸ «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος»· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Τριποτάμου – Φλωρίνης τὴν 18-5-1969 πρωί. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 20-5-2001, ἐπανέκδοσις 22-4-2023.

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=102982#more-102982