ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 28 Μαΐου 2023

Ο Εσταυρωμένος στο Ιερό Βήμα (β)

 

μελέτημα περί τῆς ἐπιχειρούμενης ἀποβολῆς Του

Ιωάννης Λίτινας

Δείτε το πρώτο μέρος ΕΔΩ

Πρὶν συνεχίσουμε στὸ δεύτερο μέρος τοῦ μελετήματος, χρήσιμο εἶναι νὰ παρουσιαστεῖ ἕνα διάγραμμα τῶν ἐπιμέρους τμημάτων του:

                                    

1. Προλεγόμενα. Ἡ σημασία τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ Ὀρθοδόξου πιστοῦ.        

2. Παλαιόθεν ἡ ὕπαρξη Σταυροῦ στὸ Ἱερό Βῆμα. Ὅπου  ὁ ὁ Σταυρός, ἐκεῖ καὶ ὁ Ἐσταυρωμένος. 

3. Θέα καὶ προσκύνηση τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ τῆς θυσίας Του στὰ μυστήρια καὶ στὴν πνευματικὴ ζωή. Οἱ θεωθέντες ἅγιοι δὲν ἐπισημαίνουν καμμία βλάβη ἀπὸ τὴν ὕπαρξή Του ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης.   

                                                 

4. Ἡ Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας ἐξαίρει τὴν θέα τοῦ Ἐσταυρωμένου.              

5. Σταύρωση καὶ Ἀνάσταση εἶναι ἄρρηκτα ἑνωμένες καὶ ὅλη ἡ θεία Οἰκονομία περιγράφεται στὴ Θεία Εὐχαριστία. Ἡ Βασιλεία τοῦ μέλλοντος αἰῶνος εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ Ἀναστημένου Χριστοῦ.                             

6. Ἡ Ἁγία τράπεζα ὡς τάφος. Ἀπόλυτα σύμφωνη ἡ παρουσία τοῦ Ἐσταυρωμένου ἐγγὺς αὐτῆς.

7. Ἱεροκανονικὸς ἔλεγχος τῆς ἀποβολῆς τοῡ Ἐσταυρωμένου.

8. Ἀρχαῖες ἐγκαταλελειμμένες πρακτικὲς. Κριτήρια  ἀναγκαιότητας ἐπιστροφῆς σ’ αὐτὲς.          

  9. Ἐπιλεγόμενα.

2. Παλαιόθεν ἡ ὕπαρξη Σταυροῦ στὸ Ἱερό Βῆμα. Ὅπου ὁ Σταυρός, ἐκεῖ καὶ ὁ Ἐσταυρωμένος.

Στὴν πράξη τῆς ἀποβολῆς τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα παρατηρεῖται ὅτι ἀφαιρεῖται συνάμα καὶ ὁ Σταυρὸς μαζί. Πρᾶγμα ποὺ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ συμβαίνει, ἂν ἦταν στόχος ἡ ἀκριβὴς ἐπιστροφὴ στὴν παλαιότερη παράδοση. Ὁ Σταυρὸς (μὲ ζωγραφισμένο τὸν Ἐσταυρωμένο ἢ χωρὶς) στὴ θέση Του πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα ἢ στὴ κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὑφίσταται ἀπὸ πολὺ παλαιά∙ πολὺ παλαιότερα τοῦ 15ου αἰ. σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖ τὴν ἀρχαία λειτουργικὴ πρακτικὴ στὰ κείμενά του. Ὁ ἅγιος σαφῶς καταδεικνύει τὴν θέση τοῦ Σταυροῦ πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα: «Καὶ τὸ θυσιαστήριον εἰσελθὼν, κακεῖ θυμιάσας, καὶ ἀποθέμενος τὸ θυμιατήριον, λαμβάνει τὸν τίμιον Σταυρὸν, ὄπισθεν ἱστάμενον τοῦ ἱεροῦ Θυσιαστηρίου»[1].

Περιγράφοντας τοὺς συμβολισμοὺς ποὺ ἀφοροῦν τὰ τῆς Ἁγίας Τραπέζης καταλήγει λέγοντας ὅτι πάνω ἀπ᾽ ὅλα τοποθετεῖται τὸ εὐαγγέλιο-Χριστός, ὥστε νὰ φαίνονται καθαρῶς ὅλα, αὐτὸς ὁ Δεσπότης μας δηλαδή, καὶ ὅσα ἀποβλέπουν εἰς αὐτόν∙ καὶ «διὰ τοῦτο καὶ ἵσταται ἐξ ἀνατολῶν ὄπισθεν τοῦ Θυσιαστηρίου, αὐτὸ τὸ  εὐλογημένον ὄργανον τῆς Θυσίας, ὁ Θεῖος Σταυρός».[2] Ὁ ἱερὸς ναὸς εἶναι ἀληθῶς ἄλλος Παράδεισος, διδάσκει ὁ ἅγιος Πατήρ, καθότι ὡς Παράδεισος ἔχει εἰς τὸ μέσον τοῦ Βήματος, στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, τὸ ξύλον τῆς ζωῆς αὐτὸν τὸν Χριστὸν ἱερουργούμενον, καὶ τὸν Σταυρὸν Του τὸν πανάγιον. «Καὶ γάρ ὡς μέν παράδεισος ἐν μέσῳ τοῦ βήματος, τῷ ἱερῷ θυσιαστηρίῳ τὸ τῆς ζωῆς ξύλον κέκτηται ἱερουργούμενον τὸν Χριστὸν, καὶ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ τὸν πανάγιον».[3]

Πηδάλιον.  Εἰκονογραφία τοῦ παλαιοῦ ναοῦ.

Στὸν βίο τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Κωνσταντινουπόλεως (798-877 μ.Χ.) γίνεται ἀναφορὰ στὸν Σταυρὸ ποὺ ὑπῆρχε κρεμάμενος «ὑπεράνω τῆς ἁγίας τραπέζης»[4] καθὼς καὶ πάνω στὸ κιβώριο τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ὅπως μαρτυρεῖται στὸ βίο τῶν ἁγίων Δαβίδ, Συμεών καὶ Γεωργίου τῶν ἐν Λέσβω (863-865 μ.Χ).[5]

 Στὸ Πηδάλιον τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου ἀποτυπώνεται στὶς τελευταῖες σελίδες εἰκονογραφία – κάτοψη τοῦ ἀρχαίου ναοῦ ὅπου διακρίνεται καθαρὰ ἡ ὕπαρξη τοῦ Σταυροῦ ἀκριβῶς πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα. Σὲ Εὐχολόγιο, ἀκόμα, τοῦ 1730 ἀναφέρεται στὸ κεφάλαιο Περὶ Σταυροπηγίου τοῦ ἱεροῦ ναοῦ ὅτι μπήγεται στέρεα «ὄπισθεν τῆς ἁγίας τραπέζης».[6]

Διδάσκοντας ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς τὸ ἀπαραίτητο τῆς προσκύνησης τοῦ Σταυροῦ, παρατηρεῖ ὅτι «ὁ ἄγγελος τῆς ἀναστάσεως ἔλεγεν εἰς τὰς γυναῖκας∙ “Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνόν, τὸν ἐσταυρωμένον;” Καὶ ὁ ἀπόστολος∙ “Ἡμεῖς δέ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον”. Πολλοὶ βέβαια Χριστοὶ καὶ Ἰησοῖ, ἀλλά ἕνας εἶναι ὁ ἐσταυρωμένος. Δὲν εἶπεν αὐτὸν ποὺ ἐλογχίσθη, ἀλλὰ “τὸν ἐσταυρωμένον”. Πρέπει λοιπὸν νὰ προσκυνοῦμεν τὸ σύμβολον τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὅπου τυχὸν ὑπάρχει τὸ σύμβολον, ἐκεῖ θὰ εὑρίσκεται καὶ ὁ ἴδιος».[7] Καὶ πολύ φυσικά διερωτᾶται: «Διότι κατὰ τί διαφέρει ὁ σταυρὸς ποὺ δὲν ἔχει τὴν ἀπεικόνισιν τοῦ Κυρίου ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔχει;»[8] - «Καμμία διαφορά», σπεύδουμε νὰ ἀπαντήσουμε μαζὶ του.

Τί πιὸ ἁρμόζον λοιπὸν ἀπὸ τὴν μορφὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου πάνω στὸν Σταυρό; Τί πιὸ ὀρθὸν ἀπὸ τὸν Σταυρὸ ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος; Τὸν Σταυρὸ ἄλλωστε εἰκόνιζε τὸ ξύλο τῆς ζωῆς στὸν Παράδεισο. «Τοῦτον τὸν τίμιον σταυρὸν προετύπωσε τὸ ξύλον τῆς ζωῆς τὸ ἐν τῷ Παραδείσῳ ὑπό Θεοῦ πεφυτευμένον».[9]

Ὅταν βλέπουμε τὸν Σταυρὸ ἐννοοῦμε μαζὶ του καὶ τὸν Ἐσταυρωμένο, θὰ συμφωνήσει καὶ ὁ Γερμανὸς Β΄ Κωνσταντινουπόλεως: «Τῷ γὰρ σταυρῷ συνεννοεῖται καὶ ὁ σταυρωθείς»[10]. Καὶ εἶναι ἀπόλυτα σωστό, ἀφοῦ ὁ Σταυρὸς εἶναι «τὸ σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (Ματθ. 24, 30).

      Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἐπίσης μία ἀναφορὰ τοῦ μακαριστοῦ ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτη γιὰ τὴν θέση τοῦ Σταυροῦ καὶ τοῦ Ἐσταυρωμένου, μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία φανερώνεται μεταξὺ ἄλλων ἡ θερμὴ του ἀγάπη πρὸς Ἐκεῖνον.  Δίνοντας ὁδηγίες σὲ ἐγκύκλιο γιὰ τὴν περὶ τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τάξιν ἀναφέρει:

«Ὀλίγον τί ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης θὰ εἶναι εἰς τὸ μέσον ὁ Τίμιος Σταυρὸς καὶ ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἑξαπτέρυγα καλῶς τοποθετημένα ἐπὶ βάσεων, καὶ ὄπισθεν τούτων εἰς τὸ βάθος τοῦ ἱεροῦ Βήματος θὰ εἶναι τοποθετημένος ὁ Ἐσταυρωμένος (ἐζωγραφισμένος κατὰ βυζαντινὰ πρότυπα), καὶ ἔμπροσθεν αὐτοῦ θὰ εἶναι ἀνηρτημένη καθαρὰ κανδήλα, ἡ λεγόμενη ἀκοίμητος κανδήλα, καθ’ ὅσον οὐδέποτε ἐπιτρέπεται νὰ εἶναι ἐσβησμένη. Θρυαλλὶς τροφοδοτουμένη μὲ καθαρὸν ἔλαιον θὰ διαχέει γλυκύτατον φῶς, ὡς σύμβολον τοῦ γλυκύτατου Φωτὸς ποὺ διαχέει εἰς ὅλον τὸν πνευματικὸν κόσμον ὁ Ἐσταυρωμένος».[11] 

Γιὰ τοὺς Πατέρες, λοιπόν, ὅπου ὑπάρχει ὁ Σταυρὸς ἐκεῖ βρίσκεται καὶ ὁ Ἐσταυρωμένος. Ἡ προσκύνηση τοῦ Σταυροῦ διαβαίνει στὸν σταυρωθέντα Κύριον. Στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἡ προσοχὴ εἶναι στραμμένη στὸν θυσιαζόμενον Χριστόν καὶ δὲν διαφέρει σὲ τίποτα ὁ Σταυρὸς ποὺ δὲν ἔχει τὴν ἀπεικόνιση τοῦ Κυρίου ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔχει.  

(συνεχίζεται)


[1] ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Κεφάλαιο ΤΝ´, Περὶ τῶν ἐν τῷ νάρθηκι λεγομένων εὐχῶν, καὶ τοῦ γινομένου ἐκεῖσε θυμιάματος, καί τῆς εἰσόδου. Καί τί ταῦτα σημαίνει. PG 155, 641.

[2] Νεοελ. ἀπόδ. ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Κεφάλαιο ΡΛΓ´, Τί τὸ καταπέτασμα καὶ οἱ τέσσαρες τούτου στύλοι, PG 155, 341.

[3] ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Κεφάλαιο ΤΜΘ´, Περί τοῦ ἀσματικοὓ ὄρθρου, PG 155, 636.

[4] ΝΙΚΗΤΑ ΠΑΦΛΑΓΩΝΟΣ, Τοῦ ἐν Ἁγίοις ἡμῶν Ἰγνατίου ἀρχιεπισκόπου  Κωνσταντινουπόλεως Βίος, ἤτοι ἄθλησις. PG 105, 552 : «Ὦπταί ποτε κραδαινόμενος καὶ ὁ ὑπεράνω τῆς ἁγίας τραπέζης ἀπαιωρούμενος σταυρός».

[5] ANALECTA BOLLANDIANA 18 (1899), Bioς καὶ πολιτεία καὶ διήγησις περὶ τῶν τρισμακάρων καί θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν Δαβίδ, Συμεὼν καὶ Γεωργίου, τῶν ἐν παλαιοῖς καὶ δεινοῖς χρόνοις φωστήρων ἀναλαμψάντων, σελ. 226 : «ὁ ἐν τῷ ὕπερθεν κιβωρίῳ τῆς ἁγίας τραπέζης πεπηγμένος σταυρὸς πολλῷ τῷ ῥοΐζῳ ἀνασπασθεὶς τῆς ἀψίδος ἐφήψατο».

[6] R.P.J. GOAR, ΕYΧΟΛΟΓΙΟΝ sive rituale graecorum complectens ritus et ordines divinae liturgiae, Venice: Typographia Bartholomaei Javarina, 1730, σελ. 487: «Ὅταν δὲ ποιήσῃ τὴν καθιέρωσιν, πήγνυσι καὶ τὸν σταυρόν, ὄπισθεν τῆς ἁγίας τραπέζης…» 

[7] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Δ (11) 84,  ΕΠΕ 1, 455.

[8] Ὅ.π. σελ. 499.

[9] Ὅ.π. σελ. 454

[10] ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ, Εἰς τήν Ὕψωσιν τοῦ τιμίου σταυροῦ, PG 140, 640.

[11] ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ, Πρός Κλῆρον καί Λαόν, σελ. 93.