ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 2 Απριλίου 2023

Ἐγερτηριο ἐν οψει του Πασχα

ΣΩΤΗΡ (π. Αυγ.) σελ. 70 ιντ

Κυριακὴ Ε΄ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 10,32-45)
Toυ Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

«Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα…» (Μᾶρκ. 10,33)

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε Πέμπτη Κυρι­ακὴ τῶν Νηστειῶν· εἶνε ἀκόμη μνήμη τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ποὺ 47 ὁ­λόκληρα χρόνια ἔζησε μὲ αὐστηρὴ ἄσκησι πέραν τοῦ Ἰορδάνου καὶ εἶχε πνευματικὸ πατέρα τὸν ἅ­γιο Ζωσιμᾶ, στὸν ὁποῖον ἄφησε τὴν ἐν­το­λὴ «Θάψε, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, τὸ λείψανο τῆς ταπεινῆς Μαρίας» (Σωφρον. Ἰερ., Βίος Μαρ. Αἰγ., λη΄· P.G. 87Γ΄,3724c).

Σήμερα ἐπίσης εἶνε τὸ προοίμιο τῶν σεπτῶν παθῶν τοῦ Κυρίου, τὸ προανάκρουσμα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, καθὼς ἀκοῦμε «Ἰ­δοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα…» (Μᾶρκ. 10,33). Ἐμπρός, λέει, νὰ πᾶμε στὰ Ἰεροσόλυμα.

–Μά, θὰ πῇ κανείς, ἐγὼ εἶμαι φτωχός, δὲν ἔ­χω λεφτὰ οὔτε γιὰ εἰσιτήριο ἐντὸς τῆς πόλεως· πῶς νὰ πάω στὰ Ἰεροσόλυμα;
Μπορεῖ κάποιος νά ᾽νε πλούσιος καὶ νὰ πάῃ στὰ Ἰεροσόλυμα, καὶ ὅμως νὰ εἶνε μακριὰ ἀ­πὸ τὰ Ἰ­εροσόλυμα· κ᾽ ἐσὺ μπορεῖ νά ᾽σαι φτωχαδάκι χωρὶς φράγκο στὴν τσέπη, καὶ ὅμως νὰ βρεθῇς πολὺ κοντὰ στὰ Ἰεροσόλυμα· νὰ ἔχῃς κάνει τὴν καρδιά σου Ἰεροσόλυμα.
Πῶς γίνεται αὐ­τό; Δῶστε λίγη προσοχὴ στὴν ἑρμηνεία τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου (βλ. Μᾶρκ. 10,32-45).

* * *

«Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα», λέει ὁ Κύριος. Στὸ εὐαγγέλιο σήμερα βλέπουμε, ἀγαπητοί μου, δυὸ ἀντίθετα πρά­γματα· διαφορετικὰ σκέπτεται ὁ Χριστός, καὶ διαφορετι­κὰ οἱ ἀπόστολοι μαθηταί του. Γιατί αὐτὴ ἡ διαφορά; Δὲν θά ᾽πρεπε οἱ μαθηταί, μὲ τὸ νοῦ καθαρισμένο ἀπὸ ἐσφαλμένες ἀντιλήψεις, νὰ ἔχουν λογισμοὺς ὑψηλούς, αἰσθήματα μεγάλα ποὺ ἐμπνέει ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ; Καὶ ὅμως δὲν συναισθάνονται τί σημαίνει ὅτι τώρα ὁ Χριστὸς ἀνεβαίνει στὰ Ἰεροσόλυμα.
Ἀνέβηκε καὶ ἄλλοτε· ὅταν ἦταν δώδεκα ἐ­τῶν, τότε ποὺ ἡ Παναγία τὸν ἔφερε καὶ προσ­κύνησε στὸ Ναὸ τοῦ Σολομῶντος (βλ. Λουκ. 2,42 κ.ἑ.). Πολλὲς φορὲς ἀνέβηκε στὰ Ἰερο­σόλυμα, ἀλ­λὰ τώρα εἶνε ἡ τελευταία φορά· ἄρχισε ἡ πορεία τοῦ θανάτου. Γνωρίζει λεπτο­μερῶς τί θὰ συμβῇ μέσα στὴν ἁγία πόλι. Ἐ­μεῖς οἱ ἄνθρωποι δὲν γνωρίζουμε οὔτε τί θὰ συμβῇ σήμερα, ἂν θὰ φτάσουμε τὸ βράδυ στὸ σπίτι μας· ἀλλὰ ὁ Κύριος ὡς Θεὸς γνωρίζει ὅλο τὸ μέλλον. Προφητεύει λοιπὸν καὶ λέει στοὺς μαθη­τὰς ὅτι· Στὰ Ἰεροσόλυμα ποὺ πᾶμε θὰ μὲ πιάσουν, θὰ μὲ σύρουν ἀπὸ κριτήριο σὲ κριτήριο, θὰ μὲ καταδικάσουν, θὰ μὲ ἐμπαίξουν, θὰ μὲ μαστιγώσουν, θὰ μὲ φτύσουν, θὰ μὲ σταυρώσουν, ἀλλὰ σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ ἀναστηθῶ. Αὐτὰ λέει· καὶ τ᾽ ἀκοῦνε οἱ μαθηταί.
Ἀκούγοντας αὐτὰ τί ἔπρεπε νὰ νιώσουν; Δὲν θά ᾽πρεπε νὰ συμπονέσουν, νὰ δείξουν συμπάθεια στὸν Διδάσκαλο ποὺ βαδίζει πρὸς τὸ μαρτύριο; Καὶ ὅμως δὲν κατάλαβαν, δὲν αἰσθάνθηκαν τὸν πόνο τοῦ Χριστοῦ.
Σὲ μιὰ στιγμὴ μάλιστα, ἐνῷ ὁ ἐκεῖνος τοὺς μιλοῦσε γιὰ ἀγκάθινο στεφάνι καὶ καρφιά, οἱ δυὸ πιὸ ἀγαπημένοι μαθηταί του, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος, πλησιάζουν καὶ τί τοῦ ζητᾶνε· Κύριε, λέει, νὰ μᾶς κάνῃς ὑπουργοὺς καὶ νὰ μᾶς δώσῃς τὰ ἰσχυρότερα ὑπουργεῖα. Ναί, αὐ­­τό τὸ νόημα ἔχουν σὲ σημερινὴ γλῶσσα τὰ λόγια τους «Δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δό­ξῃ σου» (Μᾶρκ. 10,37). Εἶχαν κι αὐτοὶ τὴν ἐσφαλμένη ἰδέα περὶ παγκοσμίου κυριαρχίας τῆς ἑ­βραϊκῆς φυλῆς· νόμιζαν, ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα ποὺ ὁ Χριστὸς θὰ πάῃ στὰ Ἰεροσόλυμα, θὰ γκρεμί­σῃ τοὺς ῾Ρωμαίους κατακτητάς, θὰ γίνῃ βασι­λιᾶς σὰν τοὺς ἄλλους, κι αὐτοὶ δίπλα του θὰ καταλά­βουν τὰ ὕψιστα ἀξιώματα!…
Ποιός δὲν ἀπορεῖ ὅταν ἀκούῃ τέτοια λόγια, ποιός δὲν «ἀγανακτεῖ»; (βλ. ἔ.ἀ. 10,41). Τί λύπη θὰ αἰσθάνθηκε ὁ Χριστὸς τὴν ὥρα ἐκείνη! Ἀντὶ γιὰ ἕνα δάκρυ στὰ μάτια τους, δυὸ μαθη­ταί του ἐ­κείνη τὴν ὥρα ζητοῦσαν κοσμικὰ μεγαλεῖα. Κοντὰ στὸ Χριστὸ ἦταν, μὰ πόση ἀ­πόστασι τοὺς χώριζε! Γι᾽ αὐτὸ εἶπα, ὅτι μπορεῖ νὰ πάῃ κανεὶς τοπικῶς στὰ Ἰεροσόλυμα, ψυ­χι­κὰ ὅμως νὰ βρίσκεται πολὺ μακριά.
Καμμιά λοιπὸν ἐπαφὴ δὲν ὑπῆρχε τὴ στι­γμὴ αὐτὴ μεταξὺ τῶν δυὸ μαθητῶν καὶ τοῦ Χριστοῦ. Ἔπρεπε νά ᾽ρθῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ν᾽ ἀ­νοίξῃ τὶς καρδιές τους, γιὰ νὰ καταλάβουν τί εἶνε ὁ Χριστὸς καὶ τί εἶνε ἡ βασιλεία του.

* * *

Ἀπορεῖ κανεὶς γιὰ τοὺς μαθητάς. Μὰ ἐγὼ ἀπορῶ γιὰ κάτι ἄλλο· ἀ­πορῶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς. Ἐκεῖνοι, λέμε, τρία χρο­νάκια κον­τὰ στὸ Χριστὸ καὶ γρῦ δὲν κατάλαβαν ἀπὸ τὸ μυστήριό του. Κ᾽ ἐμεῖς; Πόσα χρόνια ἐρχόμα­στε στὴν Ἐκκλησία, στὸ σχολεῖο τοῦ Χριστοῦ; Ἄλλος ἔρ­χεται ὅσα χρόνια ἔχει στὴν ­πλά­τη του, καὶ ἄλ­λος 3, 4, 10, 20, 30, 50 χρόνια –ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μας–, μερικοὶ ἔ­χουν 60 χρόνια μαθηταί. Πῆτε μου, σᾶς παρα­καλῶ ἐν ὀνόματι Κυρίου, τί πήραμε ἀπ᾽ ὅ­λα αὐ­τὰ ποὺ ἀκοῦμε κάθε Κυριακὴ στὴν ἐκ­κλησία ὅλο τὸ χρόνο; τί ὠ­φεληθήκαμε, ποιά προκοπὴ κάναμε; Ξέρεις πῶς μοιάζουμε; εἴ­μαστε σὰν ἐκεῖνο τὸ μαθη­τὴ ποὺ πάει σχο­λειὸ μὰ δὲν προχωρεῖ, δὲν εἶ­νε εἰς θέσιν νὰ μάθῃ. Καθυστερημένοι μαθηταὶ εἴμαστε κ᾽ ἐ­μεῖς. Ἀ­πορεῖτε γιὰ τοὺς μαθη­τὰς τοῦ Χριστοῦ· ἀπο­ρῶ ἐγὼ πολὺ περισσότερο γιὰ τοὺς σημερινοὺς Χριστιανούς. Ὅπως μπαίνουμε, ἔτσι βγαί­νουμε· μαῦροι μπαίνουμε, μαῦροι βγαίνουμε. Γιατί; Εἶνε μεγάλο θέμα αὐτό. Ἐὰν κάθε Κυρι­ακὴ κάτι παίρναμε, θὰ ἤμασταν ὅλοι ὄχι ἄν­θρωποι, ὄχι Χριστιανοί, ἀλ­λὰ ἄγγελοι μὲ φτε­ρὰ καὶ θὰ πετούσαμε στὸν οὐρανό· ὅπως ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ποὺ μιά φο­ρὰ μπῆκε στὴν ἐκκλησία, ἕνα λόγο μόνο ἄ­κου­σε, καὶ συγκλο­νίστηκε. Ἐμεῖς μπαίνουμε μέ­σα, καὶ ἄλλος μιλάει, ἄλλος βγάζει τὸ ῥολόι του, ἄλλος χασμου­ριέται… Κατάρα μᾶλλον παρά εὐ­λογία παίρνουμε ἔτσι ὅπως ἐκκλησιαζόμαστε.
Ποιά εἶνε ἡ αἰτία; τί φταίει ἆραγε; Ἂς ζητή­σουμε νά ᾽ρθῃ Πνεῦμα ἅγιο νὰ μᾶς φωτίσῃ, νὰ καταλάβουμε τὸν προορισμό μας· νὰ νιώσου­με πόσο ἀδικοῦμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὴν ἀ­μέλεια, πόσο ἀφήνουμε τὸν καιρὸ νὰ φεύγῃ ἐνῷ ὁ Χριστὸς σαλπίζει «Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν…»· ἰδού, ἐμπρός, προετοιμάστε τὸν ἑαυτό σας! Ἐνῷ ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ σὲ ἄλλη ζωή, ἀ­νώ­τερη ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν αἰσθήσεων, τὴ ζωὴ τῶν κτηνῶν, ἐνῷ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ μιὰ οὐράνια ζωή, ἐμεῖς ἐξακολουθοῦμε μὲ ἀναίδεια νὰ δεί­χνου­με ἀδιαφορία γιὰ τὰ πνευματικὰ καὶ αἰώνια. Κουροῦνες μπαίνουμε στὴν ἐκκλησία, καὶ κουροῦνες μένουμε. Ἂν πᾶτε στοὺς προτεστάντες ἢ στοὺς φράγ­κους, ὅλοι τους ἐκεῖ εἶνε συγκεντρωμένοι· κ᾽ ἐμεῖς, ποὺ ἔχουμε τὴν πιὸ ὡραία λατρεία, τὴ μόνη ζων­τανὴ θρησκεία, δὲν τὴν ζοῦ­με. Δὲν πιστεύουν οἱ κληρικοί, δὲν πιστεύουν οἱ ψαλτάδες, δὲν πιστεύουν οἱ ἐπίτροποι – νὰ λέμε ὠμὴ τὴν ἀ­λήθεια. Καὶ θὰ μᾶς κλείσῃ ὁ Θεὸς τὶς ἐκκλησίες, γιατὶ δὲν ἐκτιμοῦμε τὴν δωρεά του. Μπορεῖ στὰ λόγια μου νὰ εἶμαι σκληρός, ἀλλὰ εἶμαι ἀληθινός.

* * *

Ἔρχεται πάλι τὸ Πάσχα. Πῶς θὰ τὸ ἑορτάσουμε; Τί εἶνε Πάσχα; Χριστὸς στὴν καρδιά! Τὸν ἔχουμε μέσα μας; Ὁ Κύριος ἀνεβαίνει τελευ­ταία φορὰ στὰ Ἰεροσόλυμα καὶ μᾶς καλεῖ σὲ ἕνα πνευματικὸ ἐ­γερτήριο. Θὰ τ᾽ ἀκούσου­με;
Ξέρετε τί φοβᾶμαι, ἀδέρφια μου; μήπως πά­θουμε κ᾽ ἐμεῖς ὅ,τι ἔπαθε στὴν ἀρ­χαία ἐποχή, τὸν 4ο π.Χ. αἰῶνα, ἕνας τύραν­νος ὀλιγαρχι­κὸς στὴ Θήβα ποὺ λεγόνταν Ἀρχίας. Αὐτὸς τὸ 379 π.Χ., ὅπως γράφει ὁ Πλούταρχος, εἶχε ἕνα καλὸ φίλο, ὁ ὁποῖος ἔμαθε, ὅτι οἱ ἀντίπαλοι τοῦ Ἀρχία μὲ τὸν Πελοπίδα ἑ­τοιμάζονται νὰ πᾶνε νύχτα νὰ τὸν ἀνατρέψουν. Σὰν φίλος, ἐνδιαφέρθηκε γι᾽ αὐτόν. Γράφει ἕνα γράμμα, τὸ σφραγίζει, τὸ δίνει σ᾽ ἕναν ὑπηρέτη καὶ τοῦ λέει· Τρέξε, παιδί μου, νὰ προλάβῃς· πήγαινε γρήγορα στὴ Θήβα, δός το αὐτὸ στὸν Ἀρ­χία καὶ πές του νὰ τ᾽ ἀνοίξῃ ἀμέσως. Ὁ ὑπηρέ­της φτάνει ἐγκαίρως ἐκεῖ, καὶ βίσκει τὸν Ἀρχία νὰ διασκεδάζῃ στὸ σπίτι ἑνὸς φίλου του. Δίνει τὸ γράμμα καὶ τοῦ λέει· –Αὐτὸ εἶνε ἀπὸ τὸν φίλο σου καὶ μὲ διέταξε νὰ σοῦ πῶ ἐ­πειγόν­τως, νὰ τ᾽ ἀ­νοίξῃς ἀμέσως. Ὁ Ἀρχίας, ζα­λισμένος ἀπὸ τὴ διασκέ­δασι, παίρνει τὸ γράμμα καὶ τ᾽ ἀφήνει σὲ μιὰν ἄκρη λέγοντας τὴ φρά­σι ποὺ ἔμεινε παροιμιώδης· –«Ἐς αὔριον τὰ σπουδαῖα»· (=αὔ­ριο τὰ ἐπείγοντα), αὔριο δηλα­δὴ θ᾽ ἀνοίξω τὸ γράμμα. Δὲν πέρασε ὅμως πολλὴ ὥρα καὶ νᾶ­τοι οἱ συνωμότες· ἦρθαν μὲ τὰ μαχαίρια καὶ τὸν ἔσφαξαν. Ὅταν κατόπιν ἀ­νοίχθηκε ἡ ἐπιστολὴ ὅλοι ἔλεγαν· Τί ἀμέλεια, τί βλακεία ἔκανε λέγοντας «Αὔριο τὰ σπουδαῖα»! Τὸ «αὔριο» δὲν ξημέρωσε γι᾽ αὐτόν.
Μὲ καταλάβατε; Στὴ θέσι τοῦ ὑπηρέτη εἶ­μαι κ᾽ ἐγὼ αὐτὴ τὴν ὥρα, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ κήρυκες τοῦ θείου λόγου. Εἴμαστε ὑπηρέτες ἑνὸς φίλου σας, ποὺ μᾶς στέλνει ἐπειγόντως νὰ σᾶς εἰδοποιήσουμε. Ποιός εἶνε ὁ φίλος σας; Ἕνας εἶνε, δὲν ὑπάρχει ἄλλος στὸν κόσμο. Εἶνε ἐκεῖ­­­νος ποὺ ἀγαπάει τὸν ἄνθρωπο καὶ θ᾽ ἀκούσε­τε τὰ βράδια τῆς Μεγάλης Τετάρτης (Καὶ νῦν. ἀποστίχ. ὄρθρ. Μ. Πέμπτ.) καὶ τῆς Μεγάλης Πέμ­πτης «Ὑμεῖς φίλοι μού ἐστε» (Ἰω. 15,14 & Α΄ εὐαγγ.). Ἕνας εἶ­νε ὁ ἀληθινὸς φίλος μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός· καὶ στέλνει ἐμᾶς τοὺς ὑπηρέτες καὶ σᾶς δώσουμε μία σφραγισμένη ἐπιστολὴ ποὺ λέει· «Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα»· νά, «ἐσχάτη ὥρα ἐ­στί» (Α΄ Ἰω. 2,18). Τελευταία ὥρα εἶνε.
Ἐγὼ εὔχομαι, νὰ γιορτάσετε πολλὰ Πάσχα, νὰ γεράσετε, νὰ γίνετε ἑκατὸ χρονῶν. Δὲν ξέ­ρου­με ὅμως ἂν τὸ Πάσχα αὐτὸ εἶνε τὸ τελευ­­ταῖο. Λοιπόν, ἀδέρφια μου, σᾶς εἰδοποιῶ· «Ἰ­δοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα». Ἐμπρός ὅ­λοι, γυναῖκες – ἄντρες, μικροὶ – μεγάλοι! «Ψυ­­χαῖς κα­θαραῖς καὶ ἀρρυπώτοις χείλεσι» (ὄρθρ. Μ. Τετ., εἱρμ. θ΄ ᾠδ.), μὲ καρδιὰ ἁγία καὶ χέρια τίμια, μὲ μετάνοια, δάκρυα καὶ ἐξομολόγησι, μὲ συγγνώ­μη καὶ ἔλεος, μὲ φωτιὰ στὴν καρδιά, Χριστιανοὶ ἀληθινοὶ ὄχι ψεύτικοι, νὰ πλησιάσουμε τὸ Χριστό.
Ἂν τὰ κάνουμε αὐτά, σᾶς κάνω συμβόλαιο· τὸ Πάσχα τὸ φετινὸ θά ᾽νε τὸ ὡραιότερο· θά ᾽νε Πάσχα μὲ ἀγάπη καὶ θεία κοινωνία, μὲ τὸ Χριστό· ἡ καρδιά σας θὰ γίνῃ Ἰορδάνης καὶ Ἰεροσόλυμα· καὶ ἀπὸ τὰ μικρὰ αὐτὰ Ἰεροσόλυμα θ᾽ ἀνεβοῦμε «εἰς τὴν ἄνω Ἰερουσαλήμ» (Μ. Δευτ., αἶν.), «ὅπου ἦχος καθαρὸς» ἁγίων, ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ὑμνούντων «ἀπαύστως» καὶ λεγόντων «Κύριε, δόξα σοι» (βλ. Μ. Τρίτ., αἶν.).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀσωμάτων Θησείου – Ἀθηνῶν τὴν 19-4-1959. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 9-3-2023.

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=101904#more-101904