ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Δευτέρα 17 Απριλίου 2023

Πῶς θά μποροῦμε νά ἔχουμε τόν νοῦ μας στά οὐράνια;

«ΤΑ ΕΠΟΥΡΑΝΙΑ, ΕΙΣ ΤΑ ΕΠΟΥΡΑΝΙΑ»(*)
 Τά ἱερά αὐτά λόγια ἐπανελάμβανε κατά τίς τελευταῖες ὧρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς του ὁ μέγας Ἱεράρχης καί Φωστήρ τῆς Ἐκκλησίας ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, πού ἑορτάζει σήμερα, καθώς μαρτυρεῖ ὁ βιογράφος του ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Μέ τά λόγια αὐτά δήλωνε ὅτι ἡ ἀθάνατη ψυχή μας εἶναι πλασμένη ἀπό τόν Ἅγιο Θεό γιά τά ἐπουράνια. Γι’ αὐτό καί ὀφείλουμε ὅλοι μας νά τήν ἔχουμε πάντοτε ἐκεῖ στραμμένη, ὅπως μᾶς παρακινεῖ καί ἡ Ἐκκλησία νά κάνουμε συνεχῶς μέ τά λόγια τοῦ λειτουργοῦ: «Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας»1.
 Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός κατασκεύασε τήν ψυχή μας κατ’ εἰκόνα του. Γι’ αὐτό καί ἡ ψυχή μας εἶναι «νοερή, λογική καί πνευματική» καί ἑπομένως ὀφείλει «νά τηρῇ τήν τάξι της καί νά ἀκολουθῇ μόνο τόν Θεό, νά εἶναι ἑνωμένη μόνο μέ αὐτόν, νά ὑποτάσσεται καί νά πείθεται σ’ αὐτόν, νά βλέπῃ πρός αὐτόν καί νά στολίζῃ τόν ἑαυτό της μέ τήν συνεχῆ μνήμη καί θεωρία του καί μέ θερμότατη καί διάπυρη ἀγάπη»2.
 Ὁ ἅγιος Γρηγόριος βάδισε αὐτόν τόν δρόμο ἀπό τήν πολύ μικρή του ἡλικία μέχρι τήν μακαρία του κοίμησι. Εἶχε πάντοτε τόν νοῦ καί τήν καρδιά του στραμμένα στόν Ἅγιο Θεό καί τίς θεοποιούς ἐντολές του. Αὐτόν τόν δρόμο διδάχθηκε ἀπό τούς ἁγίους γονεῖς του καί τόν πνευματικό του Πατέρα, τόν ἅγιο Θεόληπτο Φιλαδελφείας3. 
 Κινούμενος ἀπό θεῖο ἔρωτα, ἀπαρνεῖται τά γήινα καί ἔρχεται στό Ἅγιον Ὄρος σέ ἡλικία μόλις εἴκοσι ἐτῶν. Ἀφιερώνεται στόν Χριστό, κάνοντας ὑπακοή σέ διακριτικό Γέροντα. Εἰσέρχεται στά ἀγωνίσματα τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ἀσκήσεως μέσα στό κλῖμα τῆς ἀέναης ἁγιορειτικῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ καί ἀσχολεῖται ἐπίμονα μέ τό ἔργο τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς. Κραυγάζει ἀσταμάτητα πρός τόν Κύριο: «Φώτισόν μου τό σκότος, φώτισόν μου τό σκότος», ἕως ὅτου δέχεται θεία ἐπίσκεψι. Τοῦ ἐμφανίσθηκε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ἀπεσταλμένος ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, γιά νά τόν ρωτήσῃ, γιατί φωνάζει ἔτσι. Καί ὁ νεαρός Γρηγόριος τοῦ ἀπαντᾶ: «Καί τί ἄλλο χρειάζομαι, παρά τό νά ἐλεηθῶ καί νά φωτισθῶ ἀπό τόν Θεό, γιά νά ξέρω καί νά κάνω τό σωτήριο θέλημά Του;». Ἔλαβε τότε τήν ὑπόσχεσι ἀπό τόν Εὐαγγελιστή τῆς ἀγάπης, ὅτι θά ἔχῃ καί στήν παροῦσα καί στήν μέλλουσα ζωή βοηθό του τήν Βασίλισσα τοῦ Παντός, τήν Κυρία Θεοτόκο4.
 Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀκολούθησε τόν σταυρικό δρόμο πού χάραξε ὁ Κύριός μας καί ἀκολούθησαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Τόν δρόμο τῆς ταπεινώσεως καί ὑπακοῆς. Ἀφοῦ ὑποτάχθηκε σέ Γέροντα, καθάρισε τόν ἑαυτό του μέ τήν μετάνοια καί τά ἀγωνίσματα τῆς ἐγκρατείας, τῆς ἐκκοπῆς τοῦ θελήματος, τῆς ἀγάπης, τῆς νήψεως καί τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς καί ἀξιώθηκε ἀπό τόν Θεό νά φθάσῃ στό ὑψηλότερο σημεῖο τῆς κοινωνίας καί ἑνώσεως μέ τόν Θεό, πού εἶναι ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, καί νά θεολογήσῃ γιά τό Φῶς αὐτό, ὅταν ἡ Ἐκκλησία τοῦ τό ζήτησε, ἐν μέσῳ μεγάλων Συνόδων. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔμαθε τά θεῖα, ἀφοῦ προηγουμένως ἔπαθε τά θεῖα. Γι’ αὐτό καί δείχνει ἀπλανῶς καί σέ μᾶς τόν δρόμο τῆς ἀνόδου μας πρός τόν Θεό καί τόν τρόπο ἑνώσεώς μας μέ Αὐτόν. 
 Ἐπειδή ὁ Ἅγιος δαυϊτικῶς ἐπέρριπτε «ἐπί Κύριον τήν μέριμνάν»5 του, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί ἡ Παναγία Μητέρα του φρόντιζαν γι’ αὐτόν, ὅπως δείχνει καί τό παρακάτω γεγονός:
 Προσευχόταν κάποτε ὁ Ἅγιος στήν Παναγία νά κάνῃ «εὔκολη σ’ αὐτούς (αὐτόν καί τήν συνοδεία του) καί ἀνεμπόδιστη τήν πνευματική τους διαγωγή καί τήν πρός τόν Θεόν ἄνοδο» καί «τά ἀναγκαῖα γιά τίς σωματικές τους ἀνάγκες εὐκολοεύρετα καί ἀκοπίαστα, γιά νά μή ἀναγκάζωνται, ὅταν τούς λείπουν, νά δαπανοῦν τόν χρόνο τους σ’ ἐκεῖνα καί ἔτσι νά ἐμποδίζωνται ἀπό τά πνευματικά καί ἀναγκαιότερα». Τότε φάνηκε ἀμέσως, καί μάλιστα τήν ἡμέρα, ἡ Παναγία μέ πλῆθος Ἁγίων, λέγοντας πρός αὐτούς πού τήν συνόδευαν: «Ὅλα τά ἀναγκαῖα ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς ἐσεῖς νά τά οἰκονομῆτε καί νά τά δίνετε στόν Γρηγόριο καί τήν συνοδεία του». Καί πράγματι ἀπό τότε καί εἰς τό ἑξῆς δέν ἔλειψε ἀπό αὐτούς τίποτε ἀπό τά χρειαζόμενα, ὅπου καί ἄν εὑρίσκοντο6.
 Ὁ Κύριος ἦταν βοηθός του καί σέ καταστάσεις ἀδιέξοδες ἀνθρωπίνως. Ἔτσι εὑρισκόμενος κάποτε στήν Λῆμνο, ἀντιμετώπισε τήν φοβερή καί θανατηφόρο νόσο πού λέγεται πανούκλα. Οἱ πάσχοντες, ἀπομονωμένοι ἀπό τούς ὑγιεῖς, τόν προσκάλεσαν νά ἔλθῃ κοντά τους νά τούς εὐλογήσῃ. Καί ἐνῶ ὁ φόβος τοῦ θανάτου εἶχε καταλάβει ὅλους, «ὁ ἅγιος χωρίς νά ἀναβάλῃ καθόλου καί χωρίς δισταγμό, ἔρχεται ἀμέσως ἐκεῖ» καί «μέ τίς εὐχές καί δεήσεις πρός τόν Θεό, τόσο τίς κοινές ὅλου τοῦ λαοῦ, ὅσο καί μέ τίς δικές του... διέλυσε τήν νόσο καί κατέπαυσε τόν θάνατο»7.
 Ἄλλοτε πάλι ἐπιστρέφοντας στήν Θεσσαλονίκη διά θαλάσσης ἀπό τό Βυζάντιο, μετά ἀπό κάποια ἀποστολή του ἐκεῖ, κινδύνευσε ἕως θανάτου μαζί μέ τούς συνεπιβάτες του. Καί ἐνῶ ὅλοι εἶχαν ἀπελπιστῆ, «ὁ “τοῦ Θεοῦ μέγας Ἀρχιερεύς”, σάν ἀληθινός μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων, διδάσκει αὐτούς πού κινδύνευαν πρῶτα νά στραφοῦν μέ τήν προσευχή στόν Θεό καί ὕστερα ὁ ἴδιος “μέ τίς χωρίς φωνή δεήσεις τοῦ νοῦ καί μέ τό συνηθισμένο θάρρος (πού εἶχε πρός τόν Θεό) καταπραΰνει τήν καταιγίδα καί καταπαύει τήν τρικυμία...”»8.
 Ἐπειδή ὁ Ἅγιος πάντοτε ἔτσι ζοῦσε, γι’ αὐτό καί ὡς Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης δέν ἔπαυε νά ὁδηγῇ τό ποίμνιό του πρός τά ἄνω, πρός τήν ἐπιπόθησι τοῦ Θεοῦ καί τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν. Μάλιστα καί τίς συμφορές πού ἔπλητταν τόν λαό τίς ἀπέδιδε ὀρθῶς στήν ἀπομάκρυνσί τους ἀπό τόν Θεό. Ἔλεγε: «Ἄραγε δέν εἶναι φανερό ὅτι τά δεινά ἦλθαν λόγῳ τῆς ἀμέλειάς μας στήν προσευχή καί τῆς ὀκνηρίας μας (γιά τά πνευματικά);»9. 
 Σέ ὁμιλία του κατά τήν ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως ἔλεγε: «Ὅπως ντυθήκαμε τήν εἰκόνα τοῦ γήινου (τοῦ Ἀδάμ), ἄς ντυθοῦμε καί τήν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου (τοῦ Χριστοῦ) καί ἔχοντας τήν καρδιά μας ὑψωμένη ψηλά πρός Αὐτόν ἄς ἀντικρύσουμε τό θαυμάσιο αὐτό θέαμα, δηλαδή τήν φύσι μας νά εἶναι αἰώνια συνδεδεμένη μέ τό ἄϋλο πῦρ τῆς θεότητος (ἐφ’ ὅσον ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε πραγματικά ἄνθρωπος καί ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς φέροντας μαζί Του τήν γήινη φύσι μας). Ἀφοῦ βγάλουμε τούς δερμάτινους χιτῶνες (δηλαδή τό σαρκικό φρόνημα), πού φορέσαμε μετά τήν παράβασι τῆς θεϊκῆς ἐντολῆς, ἄς σταθοῦμε σέ γῆ ἁγία, κάνοντας ὁ καθένας μας γῆ ἁγία τήν καρδιά του μέ τήν ἀρετή καί τήν ἀκλόνητη πίστι του στόν Θεό»10.
 Ἄλλοτε πάλι ἔλεγε: «Ἄς προτιμήσουμε, ἀδελφοί, τά μόνιμα καί ἀνέκφραστα καί οὐράνια ἀγαθά ἀντί αὐτῶν πού σέρνονται κάτω καί φθείρονται»11.
 Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἄν καί ἀπευθύνεται στούς ἁπλούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του, δέν διστάζει νά τούς ὁμιλῇ μέ ὑψηλή θεολογική γλῶσσα καί νά τούς μυῇ στά ὑπέρ φύσιν μυστήρια τῆς ἁγίας πίστεώς μας. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο αὐτό, ἄν σκεφθοῦμε ὅτι σήμερα ἡ θεολογία θεωρεῖται προσόν μόνον κάποιων εἰδικῶν καί ὅτι πολλές φορές ἡ ἠθική πρακτική προσεγγίζεται ἠθικιστικά, δηλαδή ἀνθρωποκεντρικά χωρίς θεολογική, δηλ. Χριστοκεντρική, θεμελίωσι.
 Ὁ ἅγιος Γρηγόριος εὑρισκόμενος πάντοτε νοερῶς στά «ἐπουράνια», ἦταν, κατά τόν βιογράφο του, ὑπερβολικά «πρᾶος καί ταπεινός κατά τήν ψυχή» καί «ἀνώτερος ἀπό κάθε ὀργή καί ἔχθρα». Ὑπέμενε μέ μακροθυμία «ἐκείνους πού θύμωναν ἐναντίον του καί τόν πίκραιναν». Δέν δεχόταν μέ εὐκολία τά λόγια ὅσων κρίνουν τούς ἄλλους. Πρός τούς ἄρχοντες εἶχε τό φρόνημα τῆς ψυχῆς του ἐλεύθερο καί ἀνώτερο ἀπό κάθε δουλοπρεπῆ κολακεία. «Πρός τούς ταπεινούς ἦταν ταπεινός, προνοητικός καί ὑπερβολικά ἥμερος καί φιλάνθρωπος». «Στούς πειρασμούς ἦταν καρτερικός καί ἀνίκητος». Στίς ἀνθρώπινες ἡδονές, τόσο τίς ψυχικές ὅσο καί τίς σωματικές, ἦταν «ἀνένδοτος καί ἀδούλωτος». Καί εἶχε πάντοτε τήν μακαρία εἰρήνη στήν ψυχή του, ἡ ὁποία «ἀνέβλυζε πρός τά ἔξω καί ἔδειχνε καί στούς ἔξω θαυμάσια πάντοτε τόν θησαυρό τῆς ἀνεκλάλητης χαρᾶς, πού ἦταν κρυμμένος μέσα στό ταμεῖο τῆς ψυχῆς του». «Πάντοτε ἔδειχνε ἑνωμένα τό χαρωπό ἦθος μέ τήν κατάνυξι καί τήν νῆψι». Γι’ αὐτό καί «ποτέ δέν ἔλειπε ἀπό τούς ὀφθαλμούς του καί τό παράδοξο ἐκεῖνο καί ὑπερφυσικό ρεῦμα τῶν δακρύων»12.
 Τήν ὥρα πού ἦταν νά φύγῃ ἀπό τόν κόσμο αὐτό, τοῦ τήν γνωστοποίησε ὁ «ὁμότροπός» του ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Εὑρισκόμενος στήν ἐπιθανάτια κλίνη ἔλεγε· «τά ἐπουράνια εἰς τά ἐπουράνια»13, δηλώνοντας ἔτσι ὅτι ἔφθασε ἡ στιγμή πού θά χωριζόταν ἡ οὐράνια ψυχή του ἀπό τό σύζυγό της σῶμα, γιά νά μεταβῇ στόν οὐράνιο κόσμο, στήν «ποθεινή πατρίδα», ἀπό τήν ὁποία μετά τήν παρακοή τοῦ προπάτορός μας Ἀδάμ ἐξορισθήκαμε ὅλοι. 
 «Ἀφοῦ δέ ἐξῆλθεν ἡ μακαρία του ψυχή», κατά τόν βιογράφο του, «ἡ παντουργός τοῦ Πνεύματος χάρις ἐφανέρωσεν ἐξαισίως, καί εἰς τούς ἔξω, τήν ἔνδον τῆς ψυχῆς λαμπρότητα· ἐπειδή φῶς πολύ καί παράδοξον ἐγέμισε τόν οἰκίσκον ἐκεῖνον εἰς τόν ὁποῖον μέσα ὁ ἱερός ἐκείνου νεκρός ἐκείτετο· καί ἐν ταὐτῷ ἔλαμψε καί τό πρόσωπόν του...»14. 
Πῶς ὅμως καί ἐμεῖς οἱ εὐτελεῖς θά μποροῦμε νά ἔχουμε τόν νοῦ μας στά οὐράνια, ὅπως ὁ θεῖος Γρηγόριος; 
α. Μέ τήν ὀρθή πίστι
 Ἡ δυσσεβής πίστις ὁδηγεῖ στόν ἐμπαθῆ βίο καί στήν τελεία ἀπομάκρυνσι ἀπό τόν Θεό. Κατά τόν ἅγιο Παλαμᾶ· «διά τῆς δυσσεβείας ὁ πολυπληθής ἐσμός τῆς ἁμαρτίας λαμβάνει χώραν»15, δηλαδή «ἀπό τήν μή ὀρθή πίστι εἰσέρχεται μέσα μας ὅλο τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν». Καί «ἀπό ποῦ ἀποδεικνύεται ὅτι πιστεύουμε ὀρθῶς στόν Θεό, δηλαδή καλῶς καί ἀσφαλῶς καί εὐσεβῶς;». «Ἀπό τήν συμφωνία μας μέ τούς ἁγίους Πατέρες»16.
 Εἶναι πάρα πολύ σημαντικό νά ἀκολουθοῦμε τήν πίστι τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ὁ ἅγιος Γρηγόριος τό τονίζει ἰδιαίτερα λέγοντας: «Ἄς ἀποφύγουμε λοιπόν αὐτούς πού δέν παραδέχονται τίς πατερικές ἐξηγήσεις, ἀλλά προσπαθοῦν νά εἰσαγάγουν ἀντίθετες ἐξηγήσεις πού βασίζονται στόν ἑαυτό τους. Καί ὑποκρίνονται μέν ὅτι κρατοῦν τίς λέξεις ἀπό τούς λόγους τῶν Πατέρων, ἀπορρίπτουν ὅμως τό εὐσεβές νόημά τους. Αὐτούς ἄς τούς ἀποφεύγουμε, περισσότερο ἀπό ὅσο ἀπομακρύνεται κανείς ἀπό ἕνα φίδι»17.
 Ἡ ἀθεΐα πού βασιλεύει στόν κόσμο μας ὀφείλεται ἐν πολλοῖς στήν διάδοσι τέτοιων “θεολογιῶν”, ὅπως τοῦ Βαρλαάμ. Αὐτές οἱ “θεολογίες” δέν βασίζονται στίς ἐμπειρίες τῶν θεοπτῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά σέ φιλοσοφικούς στοχασμούς περί τοῦ Θεοῦ.
 Ἄν ἐπικρατοῦσαν οἱ ἀλλότριες τῶν Θεοπτῶν “θεολογίες” τοῦ Βαρλαάμ καί τῶν διαδόχων του, Ἀκινδύνου καί Γρηγορᾶ καί τῶν λοιπῶν, θά ἦταν ἀδύνατη ἡ ἕνωσίς μας μέ τόν Θεό. Θά ματαιωνόταν τό σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος, κατά τόν Μ. Ἀθανάσιο, «ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»18. Δυστυχῶς μέχρι σήμερα στήν Δύσι, ἡ ὁποία δέν ἔχει τήν Ὀρθόδοξη θεολογία περί τῆς θεοπρεποῦς διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό, οἱ ἄνθρωποι μένουν ἐκτός τῆς κοινωνίας καί ἑνώσεως μέ τόν Θεό, «ἀνέραστοι πρός τόν αὐτοπτικόν καί αὐτονόητον ἐκεῖνον ἔρωτα»19 τοῦ θείου Φωτός, πού ἀποτελεῖ καί τήν ἀνωτέρα ἐμπειρία θέας τοῦ Θεοῦ καί ἑνώσεως μέ Αὐτόν. 
β. Μέ τήν ἐκκλησιαστική ζωή 
Δέν εἶναι δυνατόν νά ἀπολαύσουμε τόν Θεό καί τά θεῖα πράγματα, ὅταν βρισκόμαστε ἐκτός τῆς σωστικῆς κιβωτοῦ τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, μακρυά ἀπό τίς ἱερές ἀκολουθίες της καί τά ἅγια μυστήριά της. Οἱ ἐκτός Ἐκκλησίας ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ εἶναι νόθες καί δαιμονικές. Ἔλεγε ὁ Κύριός μας: «Καθώς τό κλῆμα οὐ δύναται καρπόν φέρειν ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἐάν μή μείνῃ ἐν τῇ ἀμπέλῳ, οὕτως οὐδέ ὑμεῖς, ἐάν μή ἐν ἐμοί μείνητε. Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα. Ὁ μένων ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπόν πολύν, ὅτι χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»20. Ἡ ἄμπελος εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μας. Ἡ ἄμπελος εἶναι ὁ Χριστός καί τά κλήματα εἴμαστε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί. Κάθε κλῆμα πού εἶναι ἀποκομμένο ἀπό τό σῶμα τῆς ἀμπέλου εἶναι νεκρό καί δέν μπορεῖ νά καρποφορήσῃ. Ὁ ἀληθής Χριστός βρίσκεται μόνο στήν Ἐκκλησία Του, τήν «μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική», τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Καί ἐμεῖς, μόνον ὅταν ζοῦμε συνειδητά μέσα σ’ αὐτήν, ἔχουμε κοινωνία μαζί Του.
 Λέγει ὁ θεόπτης ἅγιος Γρηγόριος: «Δέν εἶναι δυνατόν αὐτός πού στέκεται στήν ἱερά Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ μέ τόν νοῦ συγκεντρωμένο καί ἀνυψωμένο πρός τόν Θεό, πού μελετᾶ μέ τήν διάνοιά του τά ἱερά ἄσματα καί ἀφιερώνεται σ’ αὐτά ἀπό τήν ἀρχή ὥς τό τέλος, νά μή ὑποστῇ τήν θεία ἀλλοίωσι, καί μάλιστα ἀνάλογα μέ τό πῶς μελετᾶ τόν Θεό καί τά θεῖα λόγια»21. Σέ ἄλλο σημεῖο λέγει: «Αὐτός πού μέ πίστι βλέπει τήν ἁγία Τράπεζα καί τόν Ἄρτο τῆς Ζωῆς πού βρίσκεται πάνω σ’ αὐτήν, βλέπει τόν ἴδιο τόν ἐνυπόστατο Λόγο τοῦ Θεοῦ, πού γιά μᾶς ἔγινε ἄνθρωπος καί κατασκήνωσε ἀνάμεσά μας. Καί ἄν εἶναι ἄξιος νά τόν ὑποδεχθῇ μέσα του, δέν τόν βλέπει μόνον, ἀλλά καί μετέχει σ’ Αὐτόν καί τόν κάνει ἔνοικό του καί γεμίζει ἀπό τήν θεία Χάρι πού πηγάζει ἀπό Αὐτόν»22. Γι’ αὐτό: «Κανείς ἄς μή ἀπουσιάζῃ ἀπό τίς Κυριακάτικες ἱερές καί θεοπαράδοτες αὐτές συνάξεις ἀπό ραθυμία ἤ λόγῳ τῆς ἀδιάκοπης ἐνασχολήσεώς του μέ τά γήινα, γιά νά μή ἐγκαταλειφθῇ δίκαια ἀπό τόν Θεό»23.
 Εἶναι ἀδύνατον λοιπόν χωρίς τόν ἐκκλησιασμό καί χωρίς τήν ἀξία συμμετοχή μας στά ἅγια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας νά ἔχουμε ἀληθῆ κοινωνία μέ τόν Χριστό. 
γ. Μέ τήν μετάνοια
 Λέγει ὁ Προφητάναξ Δαυΐδ: «Ἔκκλινον ἀπό κακοῦ καί ποίησον ἀγαθόν»24, ἐκφράζοντας ἔτσι τόν ἀγώνα τῆς μετανοίας πού ὀφείλουν νά κάνουν ὅσοι θέλουν νά ἑνωθοῦν μέ τόν Θεό. Καί αὐτός ὁ ἀγώνας ἔχει δύο σκέλη, τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τά ψυχοφθόρα πάθη καί τήν προσπάθεια γιά τήν ἀπόκτησι τῶν θεοποιῶν ἀρετῶν.
 Καί ὁ ἅγιος Παλαμᾶς ἐξηγεῖ: «Μόνο ἕνα πρᾶγμα εἶναι ἀδύνατο στόν Θεό· τό νά ἑνωθῇ μέ ἀκάθαρτο, πρίν αὐτό καθαρισθῇ»25. Πράγματι, πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀνυψωθοῦμε στόν Θεό καί νά ἑνωθοῦμε μαζί Του, ὅταν τά πάθη μας μᾶς καθηλώνουν στήν γῆ; «Ἀπό ποῦ ἄραγε ἔγινε ὀδυνηρή καί γεμάτη ἀπό στεναγμούς καί συμφορές ἡ ζωή μας, καί γίναμε πολεμοχαρεῖς;», ἐρωτᾶ ὁ Ἅγιος. Καί ἀπαντᾷ: «Δέν ἔγινε αὐτό, γιατί μέ τήν παράβασι τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ἀφήσαμε τόν ἑαυτό μας νά γευθῇ τόν ἀπαγορευμένο πειρασμό, δηλαδή τήν ἁμαρτία;»26. Μέ ἀφορμή μία θανατηφόρο νόσο ἔλεγε: «Ἄς καταλάβουμε λοιπόν, ἀδελφοί, καί ἀπό αὐτό (τό θανατικό) τό πλῆθος καί τό μέγεθος τῶν ἁμαρτημάτων μας καί ἄς ἐπιστρέψῃ ὁ καθένας μας στόν Θεό ἀφήνοντας τά σαρκικά του φρονήματα. Ἄς μετανοήσουμε μέ ὅλη τήν ψυχή μας καί ἄς ἀπομακρύνουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό τήν πονηρή συνήθεια καί τήν ἐνσυνείδητη φιλία μας πρός τήν ἁμαρτία, γιά νά σταματήσουμε τήν θεία ὀργή καί νά τήν μεταβάλουμε σέ εὐσπλαγχνία»27.
 Ἄλλοτε πάλι ἔλεγε: «Χρειαζόμαστε ὅλοι, ἔνδοξοι καί ἄδοξοι, ἄρχοντες καί ἀρχόμενοι, πλούσιοι καί πτωχοί, προσπάθεια καί προσοχή, ὥστε νά διώξουμε ἀπό τήν ψυχή μας τά πονηρά πάθη καί νά εἰσαγάγουμε σ’ αὐτήν ἀντί γι’ αὐτά ὅλες τίς ἀρετές»28. Διότι «πῶς θά κερδίσῃ τήν οὐράνια βασιλεία αὐτός πού δέν φρονεῖ καί λέγει καί κάνει τό θέλημα τοῦ ἀγαθοῦ δεσπότου ἀλλά τοῦ πονηροῦ ἀποστάτου (τοῦ διαβόλου);»29.
 Συνεχῶς συμβούλευε τούς Χριστιανούς νά ἀγωνίζωνται κατά τῆς ὑπερηφανείας30, τῆς ἡδυπαθείας31, τῆς φιλοδοξίας32, τῆς γαστριμαργίας33, τῆς μέθης34, τῶν ἐμπαθῶν θεαμάτων35, τῆς πορνείας36 καί τῆς μοιχείας37, τοῦ φθόνου38 καί τοῦ θυμοῦ39, τῆς κλοπῆς40, τῆς πλεονεξίας41 καί τῆς φιλαργυρίας42, τῆς ἀδικίας43, τοῦ γογγυσμοῦ44, τῆς ἀργολογίας45, τοῦ ψεύδους46, τῆς ἐπιορκίας47 καί γενικά ἐναντίον ὅλων τῶν ψυχοφθόρων παθῶν.
 Ἀληθής μετάνοια ὑπάρχει, ὅταν τηροῦμε τίς θεῖες ἐντολές. «Ὁ ἴδιος (ὁ Κύριος) λέγει· “αὐτός πού θά ἐκτελέσῃ τό θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, αὐτός εἶναι καί ἀδελφός μου καί ἀδελφή μου καί μητέρα μου”». Ἐρωτᾷ ὁ θεῖος Γρηγόριος: «Βλέπετε ποιό εἶναι ἐκεῖνο πού μᾶς προξενεῖ τήν συγγένεια μέ τόν Θεό;». Καί ἀπαντᾷ: «Ὁ θεοφιλής βίος, ἡ ἐνάρετη ζωή καί τό νά ζοῦμε σύμφωνα μέ τίς θεῖες ἐντολές»48.
 Οἱ πολλοί πρόθυμα ἀκοῦμε τά λόγια τοῦ Θεοῦ, δύσκολα ὅμως τά ἐφαρμόζουμε. Γι’ αὐτό ὁ Ἅγιος ἐρωτᾶ: «Πές μου, ποῦ θά κατατάξουμε αὐτούς πού ὁμολογοῦν καί συγχρόνως ἀρνοῦνται τόν Χριστό; Μέ τούς πιστούς; Ἀλλά τόν ἀρνοῦνται μέ τά ἔργα. Μέ τούς ἀπίστους; Ἀλλά τόν ὁμολογοῦν μέ τήν γλῶσσα. Διπρόσωπο καί δυσκολοπροσδιόριστο εἶναι τό τέρας αὐτό. Ὅμως πρόλαβε ὁ προφήτης Δαβίδ καί διέλυσε τήν ἀπορία λέγοντας· “θά ἀποδώσῃ ὁ Κύριος σέ καθένα κατά τά ἔργα του”»49.
 Ἡ Ἐκκλησία μᾶς βοηθεῖ στόν ἀγῶνα μας αὐτό μέ τήν εὐλογημένη ἀσκητική ζωή, μέ τίς νηστεῖες, τίς ἀγρυπνίες, τίς γονυκλισίες. Μέ τήν ἐγκράτεια μᾶς βοηθεῖ νά καθαρίσουμε τίς αἰσθήσεις μας. Μέ τήν ἀγάπη, τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς (θυμοειδές καί ἐπιθυμητικό). Καί μέ τήν νῆψι καί τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τό λογιστικό50. 
δ. Μέ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον
 «Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ κορυφή τῶν ἀρετῶν». Ὅπως, ὅταν χτίσῃ κάποιος ἕνα σπίτι, ἄν δέν βάλῃ τήν σκεπή, κάνει ὅλη τήν οἰκοδομή ἄχρηστη, ἔτσι καί «ἄν κάποιος ἀποκτήσῃ ὅλες τίς ἀρετές, ἀλλά δέν ἀποκτήσῃ ἐπί πλέον τήν ἀγάπη, ὅλες ἐκεῖνες εἶναι ἄχρηστες καί ἀνώφελες»51.
 «Ἀπό τίς ἀρετές γεννᾶται ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό, ἀλλά καί ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό γεννῶνται οἱ ἀρετές»52. Εἶναι τόση ἡ δύναμις τῆς ἀγάπης, ὥστε «ἡ ψυχή πού ὠθεῖται ἀπό τό κεντρί τῆς ἀγάπης δέν θά κουρασθῇ νά τρέχῃ πρός τά ποθούμενα (δηλαδή ἐν προκειμένῳ πρός τόν Θεό καί τίς ἅγιες ἐντολές Του), ἔστω καί ἄν δέν ἔχῃ φτερά»53. Τονίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό εἶναι ἡ ρίζα καί ἡ ἀρχή κάθε ἀρετῆς». Ἀντίθετα «ἡ ἀγάπη πρός τόν κόσμο εἶναι πρόξενος κάθε κακίας»54.
 Αὐτή ἡ θεία ἀγάπη φλόγιζε τήν ψυχή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου πάντοτε, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τόν τρόπο πού περιγράφει τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου: Λέγει: «Ὅταν ἦλθαν οἱ λογχοφόροι φονεῖς... (ὁ ἅγιος Δημήτριος) μέ ἀνοικτές ἀγκάλες, ὥστε νά πληγωθοῦν καίρια, δέχεται τήν τελευταία πληγή, μᾶλλον δέ τά χτυπήματα πού διατρυποῦσαν τά πάντα, σπλάγχνα, ὀστᾶ καί σάρκες... τόσο πολύ ἀγαπᾶ τήν σφαγή. Τόσο πολύ ἐπιθυμεῖ νά χύσῃ τό αἷμα του γιά τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ»55. Τό ἴδιο μαρτυρικό φρόνημα εἶχε καί ὁ ἅγιος Παλαμᾶς πάντοτε. Ἦταν πρόθυμος ἀνά πᾶσα στιγμή νά χύσῃ τό αἷμα του γιά τόν Χριστό, ὅπως μαρτυροῦν ὅλα τά θαυμαστά γεγονότα τῆς ζωῆς του.
 Ἀναφέρουμε ἕνα ἀπό αὐτά: Ὅταν βρέθηκε αἰχμάλωτος ἀνάμεσα στούς Μωαμεθανούς Χιόνες, συνομιλοῦσε μέ παρρησία περί πίστεως μαζί τους, ἐλέγχοντας τίς πλάνες τοῦ Μωάμεθ. Τότε κινδύνευσε πολλές φορές ἡ ζωή του, ἀλλά ὁ Θεός τόν φύλαγε. Ὅμως αὐτός ἔγινε, κατά τόν βιογράφο του, «μάρτυς ἀναίμακτος τῆς ἀληθείας»56.
 Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό συνδέεται ἄμεσα μέ τήν ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς: «ἀχώριστός ἐστιν ἡ πρός Θεόν καί πρός ἀλλήλους ἀγάπη»57. Ἡ διπλῆ αὐτή ἀγάπη γίνεται φανερή ἀπό κάποια σημεῖα.
 Ποιά εἶναι αὐτά; Μᾶς τά ἀναφέρει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Ὅταν, ἀνυψώνοντας τόν νοῦ πρός τόν Θεό, δέν σέ ἑλκύει τίποτε ἀπό τά κάτω, ἀλλά ἀβίαστα καί χωρίς διαλογισμούς, λησμονώντας τά πάντα, ἀπολαμβάνεις μέ χαρά τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ καί τίς πρός Αὐτόν εὐχές, τότε γνώριζε ὅτι πλησίασες καθαρά στήν πρός Θεόν ἀγάπη... Ὅταν δέ πάλι προσεύχεσαι στόν Κύριο μέ κατάνυξι καί γλυκό καρδιακό πόνο, ὅπως γιά τόν ἑαυτό σου ἔτσι καί γιά κάθε ἄνθρωπο, γνωστό ἤ ἄγνωστο, ἐχθρό ἤ φίλο, πού σέ λύπησε ἤ ὄχι, τότε γνώριζε ὅτι ἔχεις ἀγαπήσει τόν πλησίον σου μέσα ἀπό τήν ψυχή σου»58. Ὅμως αὐτά δέν ἐμφανίζονται στήν ψυχή μας, ἄν δέν ἔχουμε τά φανερά ἔργα τῆς ἀγάπης. Ἄν δέν συνηθίσουμε νά κόβουμε τό θέλημά μας χάριν τοῦ πλησίον, ἄν δέν ὑπομένουμε μέ μακροθυμία τίς θλίψεις πού μᾶς προκαλοῦν οἱ ἄλλοι καί ἄν δέν σκορπίζουμε ἐπαρκῶς τά ὑπάρχοντά μας γιά τίς ἀνάγκες τους, πῶς μποροῦμε νά λέμε ὅτι τούς ἀγαπᾶμε;
 Γι’ αὐτό συμβούλευε: «Ὅποιος ἔχει μῖσος πρός κάποιον, ἄς συμφιλιωθῇ καί ἄς ἐπιστρέψῃ στήν ἀγάπη... Καί ἡ ἀγάπη μας πρός τούς ἄλλους νά εἶναι ἀγάπη ἀληθινή, ἀνυπόκριτη, νά ἀποδεικνύεται μέ τά ἔργα. Νά μή λέμε καί νά μή κάνουμε, ἤ μᾶλλον οὔτε νά ὑπομένουμε νά ἀκοῦμε κάτι πού προξενεῖ ὕβρι ἤ βλάβη στούς ἀδελφούς μας...»59. Μάλιστα προχωροῦσε ἀκόμη περισσότερο λέγοντας: «Γιατί δέν προσφέρουμε καί τήν ζωή μας γιά τούς ἄλλους, ἄν χρειασθῇ, μιμούμενοι τόν Δεσπότη Χριστό, γιά νά λάβουμε ἀπό Αὐτόν σάν ἀντάλλαγμα τήν αἰώνια ζωή;»60.
 Εἴδαμε προηγουμένως, πῶς χάριν τῆς ἀγάπης τῶν ἀδελφῶν ὁ Ἅγιος ἔτρεξε μέ προθυμία νά συμπαρασταθῇ στούς προσβεβλημένους ἀπό τήν πανούκλα ἀσθενεῖς, ἀψηφώντας τόν ἑαυτό του.
 Ἡ θέλησις νά ἀγαθοποιοῦμε, λέγει ὁ ἅγιος Πατήρ, «εἶναι ἔμφυτη μέσα μας, ἐπειδή κατ’ εἰκόνα τοῦ ἀγαθοῦ (Θεοῦ) πλασθήκαμε ὅλοι μας»61.
 Ὁ ἐγωϊσμός μας ὅμως δέν μᾶς ἀφήνει νά δοῦμε τόν πόνο καί τήν ἀνάγκη τοῦ πλησίον μας. Γι’ αὐτό καί ἔγινε ἄχαρη ἡ ζωή μας. Ὁ ἐγωϊσμός μᾶς καθηλώνει στήν γῆ, ἐνῶ τά φτερά τῆς ἀγάπης μᾶς ἀνυψώνουν στόν Θεό. Εἶναι γνωστό τό πατερικό ρητό: «Ἀνέπαυσες τόν ἀδελφό σου; Ἀνέπαυσες Κύριον τόν Θεόν σου». 
ε. Μέ τήν ἡσυχαστική ζωή
 Ἡ ἡσυχαστική ζωή εἶναι ἀπαραίτητη γιά ὅλους, μοναχούς καί ἐν τῷ κόσμῳ Χριστιανούς.
 Μέσα στήν ἡσυχία τοῦ δωματίου μας μποροῦμε νά δοῦμε τήν ἀσχημία τοῦ ἔσω ἀνθρώπου. Βλέποντάς την, πονοῦμε γι’ αὐτήν. Ἔτσι γεννιέται ἡ ἐκ καρδίας κραυγή πρός τόν Θεό, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», ἡ ὁποία ὅταν χρονίζῃ μέσα μας –παράλληλα μέ τόν ἀγῶνα μας κατά τῶν ψυχοφθόρων παθῶν καί γιά τήν ἀπόκτησι τῶν ἀρετῶν– ὀλίγον κατ’ ὀλίγον μᾶς ἀνεβάζει στόν Θεό.
 Στήν σπουδαία ἐπιστολή του «Πρός τήν μοναχήν Ξένην» ὁ ἅγιος Γρηγόριος γράφει: «Ὅταν ἀποσπασθῇ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καί χωρισθῇ ἀπό ὅλα τά τοῦ κόσμου τούτου αἰσθητά πράγματα... καί ἀρχίσῃ νά βλέπῃ μέσα εἰς τόν ἔσω ἄνθρωπον τῆς ψυχῆς του, πρῶτον μέν βλέπει ἐκεῖ τήν ἀσχημοτάτην ὄψιν ὁπού ἀπέκτησεν ἀπό τήν κοσμικήν τούτην ματαιότητα, καί ταύτην εὐθύς ἀγωνίζεται νά τήν ἀποπλύνῃ μέ τό πένθος· ἔπειτα ἀφοῦ ἀξιωθῇ νά εὐγάλῃ τό ἀσχημότατον καί συγχαμένον τοῦτο πρόσωπον... εἰσέρχεται ἀτάραχα εἰς τά ἀληθινά ταμεῖα καί προσεύχεται... ἐκεῖ μέσα, εἰς τόν κρυπτόν πατέρα τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς· καί αὐτός τοῦ χαρίζει ἐν πρώτοις τήν εἰρήνην τῶν λογισμῶν, ὁπού εἶναι τό δῶρον ἐκεῖνο, διά τοῦ ὁποίου γίνεται χωρητικός ὁ νοῦς τῶν χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος· καί μέ τήν εἰρήνην τῶν λογισμῶν, τοῦ τελειώνει τήν ταπείνωσιν, ὁπού εἶναι γεννητική καί συστατική ὅλων τῶν ἀρετῶν»62. Στήν συνέχεια ὁ Ἅγιος ἀπαριθμεῖ ὅλα τά ἁγιοπνευματικά ἀγαθά πού εἰσρέουν στήν ψυχή τοῦ ἔτσι προσευχομένου ἀνθρώπου. Ἀναπτύσσει τό πῶς μέσῳ τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας ὁ γήινος ἄνθρωπος γίνεται οὐράνιος.
 Βλέπουμε λοιπόν ὅτι χωρίς τήν θεοποιό ἡσυχία εἶναι ἀδύνατον νά ὑψωθοῦμε πρός τόν Θεό. Θά κατατριβόμαστε συνεχῶς μέ τά γήινα, θά φθειρόμαστε ἀπό αὐτά καί θά ζοῦμε μία ἄχαρη καί ἀπαράκλητη ζωή.
 Πόσο ἀναγκαῖο εἶναι αὐτό γιά ὅλους μας, καί μάλιστα γιά τούς ἐν τῷ κόσμῳ ἀδελφούς, πού ἔχουν τόσες ὑποχρεώσεις καί μέριμνες! Ἄν κάποιες στιγμές τοῦ εἰκοσιτετραώρου μέναμε μόνοι μας μέ μόνο τόν Θεό, θά ἀπολαμβάναμε τήν ἕνωσι μέ Αὐτόν καί τήν θεϊκή ἀνάπαυσι –τόσο ἀπαραίτητη γιά νά συνεχίσουμε τόν ἀγῶνα αὐτῆς τῆς ζωῆς– ἀλλά καί θά γευόμασταν τά προοίμια τῆς ἄλλης, τῆς ἀτελευτήτου αἰωνιότητος.
 Γι’ αὐτό καί ὁ θεῖος Γρηγόριος συμβούλευε τούς Χριστιανούς, ἰδιαίτερα τίς Κυριακές, μετά τήν ἀπόλυσι τῆς ἀκολουθίας, νά σχολάζουν, χάριν τοῦ Κυρίου, ἀπό τά γήινα ἔργα καί νά ἀναζητοῦν ἀνθρώπους πνευματικούς, πού «μένουν κλεισμένοι (στόν οἶκο τους) ποθώντας τόν Κύριο μέ τήν ἐν ἡσυχίᾳ προσευχή καί ψαλμωδία καί τήν κατάλληλο διαγωγή». Καί ἀφοῦ τούς ἐπισκεφθοῦν, νά συνομιλοῦν μαζί τους «περί Θεοῦ καί τῶν θείων»63.
 Ἐκεῖ ὅμως πού ὁ Ἅγιος φανερώνει τόν ἔρωτά του γιά τήν θεοποιό ἱερά ἡσυχία εἶναι ὁ περίφημος δεύτερος λόγος του «εἰς τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου». Παρουσιάζει τήν Παναγία μας ὡς τό πρότυπο τῶν ἡσυχαστῶν: Στά ἅγια τῶν ἁγίων, ὅπου ἡ Θεοτόκος τριετής οὖσα εἰσῆλθε, «ζοῦσε μόνο γιά τόν Θεό, βλεπόταν μόνο ἀπό τόν Θεό, τρεφόταν ἀπό τόν Θεό, φυλαγόταν μόνο γιά τόν Θεό, ὁ ὁποῖος μέσῳ Αὐτῆς ἔμελλε νά σκηνώσῃ ἀνάμεσά μας. Ἀλλά καί Αὐτή τόν Θεό μόνον ἔβλεπε, τόν Θεό εἶχε ἀπόλαυσί της, στόν Θεό μόνον ἦταν ἀφιερωμένη»64. Στόν ἴδιο λόγο ἐγκωμιάζει τήν ἱερά ἡσυχία λέγοντας: «Μέσῳ αὐτῆς (τῆς θεοποιοῦ ἡσυχίας) ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τά κάτω καί στρεφόμαστε πρός τόν Θεό, καί σάν νά βρισκόμαστε σέ κάποιο ὑπερυψωμένο τόπο αὐτοῦ τοῦ βίου ψηλαφοῦμε τρόπον τινά τήν ἀψηλάφητη καί μακαρία ἐκείνη φύσι (τόν Θεό)»65. Ἡ Παναγία μας μέσῳ τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας ὄχι μόνον ἀνέβηκε πρός τόν Θεό καί ἔγινε «καθ’ ὁμοίωσίν» Του, ἀλλά ἀξιώθηκε μέ τήν δύναμί Του νά κάνῃ καί «τόν Θεόν καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ ἀνθρώπου», συνεργώντας στό μυστήριο τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας Του66.
 Παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τήν Παναγία μας, μᾶς παρακινεῖ: «Ἄς μεταθέσουμε καί ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας ἀπό τήν γῆ πρός τά ἄνω, ἄς μεταφερθοῦμε ἀπό τά σαρκικά πρός τά πνευματικά, ἄς μεταθέσουμε τόν πόθο μας ἀπό τά πρόσκαιρα στά μόνιμα, ἄς καταφρονήσουμε τίς σαρκικές ἡδονές, πού παρουσιάζονται σάν δόλωμα στήν ψυχή καί γρήγορα παρέρχονται, ἄς ἐπιθυμήσουμε τά πνευματικά χαρίσματα πού μένουν ἄφθαρτα, ἄς ἀποσπάσουμε τήν σχέσι μας καί τήν διάνοιά μας ἀπό τήν μέριμνα γιά τά κάτω, ἄς τήν ἀνεβάσουμε στά οὐράνια ἄδυτα, στά ἅγια τῶν ἁγίων, ἐκεῖ ὅπου τώρα ἡ Θεοτόκος κατοικεῖ»67.
 Ὁ αἱρετικός Βαρλαάμ ἔλεγε ὅτι εἶναι κακό νά μαζεύῃ κάποιος τόν νοῦ του μέσα του, ἀλλά μᾶλλον μέ κάθε τρόπο πρέπει νά τόν ἐξωθῇ ἐκτός τοῦ σώματος68. Ἡ θεοκίνητη ὅμως γλῶσσα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τόν ἀποστόμωσε λέγοντας, ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο νά ἐπαναφέρῃ καί νά ἐμπερικλείῃ στό σῶμα τόν νοῦ του ἐκεῖνος πού ἐπιθυμεῖ νά προσέχῃ στόν ἑαυτό του ἐν ἡσυχίᾳ, «μάλιστα δέ εἰς τό ἐνδότατον τοῦ σώματος σῶμα, τό ὁποῖο ὀνομάζομεν καρδίαν... Ἄν κατά τόν λόγον τοῦ Κυρίου “ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐντός ἡμῶν ἐστι”, πῶς δέν ἐξέρχεται ἀπό τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἐκεῖνος πού προσπαθεῖ νά ἐξαγάγῃ ἔξω τόν ὄντα ἐντός του νοῦν;»69.
 Πολύ ὄμορφα ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος: «Βίασε τόν ἑαυτό σου νά μπῇ στό ταμιεῖο πού εἶναι μέσα σου καί θά δῇς τό οὐράνιο ταμιεῖο. Διότι ἕνα εἶναι καί τά δύο. Καί μέ μιά εἴσοδο βλέπεις καί τά δύο. Ἡ σκάλα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν εἶναι κρυμμένη μέσα στήν ψυχή σου»70.
 Πόσο σημαντικά εἶναι τά λόγια αὐτά γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, πού καλεῖται ἀπό «τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου»71 νά βρίσκεται σέ μία συνεχῆ ἐξωστρέφεια καί ἕνα πολυμέριμνο τρόπο ζωῆς, μέ τό διαδίκτυο, τήν τηλεόρασι, τόν ἀδυσώπητο κατακλυσμό τῆς πληροφόρησης, τίς μάταιες συζητήσεις, τίς ψυχοφθόρες διασκεδάσεις καί γενικά μέ ὅσα χαρακτηρίζουν τόν σύγχρονο πολιτισμό!
 Στό σημεῖο αὐτό καλό εἶναι νά τονίσουμε τήν ἀβυσσαλέα διαφορά πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στήν ἐν Χριστῷ ἡσυχαστική προσευχή καί στίς πολυδιαφημιζόμενες στίς μέρες μας αὐτοσυγκεντρώσεις ἀνατολικοῦ τύπου, ὅπως εἶναι ἡ τεχνική γιόγκα. Σ’ αὐτές ἔχουμε μία προσπάθεια αὐτοθεώσεως, μία ἐπανάληψι τῆς ἁμαρτίας τῶν Πρωτοπλάστων πού θέλησαν νά γίνουν θεοί μόνοι τους χωρίς τόν Θεό. Στόν διαλογισμό καί τόν ἐσωτερισμό τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν ἀπουσιάζει ὁ μόνος Κύριος καί Θεός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, καί δεσπόζει ὁ ἐγωϊσμός τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου δροῦν τά ὑπερήφανα ἀκάθαρτα πνεύματα.
 Ἀντίθετα ἡ ἡσυχαστική προσευχή εἶναι Χριστοκεντρική καί Ἁγιοπνευματική. Κατά τόν μακαριστό Γέροντά μας Ἀρχιμ. Γεώργιο: «Μέ τήν εὐχή “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν”, ὁ νοῦς ἐργάζεται τό ἅγιο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ καί βοηθεῖται ἔτσι νά μή περιεργάζεται ὅ,τι δέν εἶναι ὁ Θεός. Τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ γίνεται τροφή τοῦ νοός”»72. Στήν ἐν μετανοίᾳ ἡσυχαστική ἐν Χριστῷ προσευχή ἐνεργεῖ ὁ Χριστός, πού εἶναι ἡ ὁδός πρός τόν Πατέρα73, καί τό Πανάγιο Πνεῦμα, χωρίς τό ὁποῖο «οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν»74. Ἐμεῖς συνεργαζόμαστε καί ἔτσι ἑνωνόμαστε μέ τόν Πανάγιο Τριαδικό Θεό ὄχι μόνοι μας ἀλλά μέ τήν Χάρι καί βοήθειά Του, διότι ὁ ζῶν καί ἐνεργῶν στήν ἱστορία Θεός μέ τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας Του σώζει τό πλάσμα Του.
 Ἀκόμη, ἡ εὐλογημένη «εὐχή τοῦ Ἰησοῦ» μᾶς ὁδηγεῖ στήν μετάνοια καί τήν ταπείνωσι, πού ἀνοίγουν Χάριτι Θεοῦ τίς οὐράνιες πύλες. Εἶναι αὐτονόητο ὅτι αὐτά ἀπουσιάζουν ἀπό τούς ἀνατολικούς μυστικισμούς τύπου Γιόγκα. 
* * *
 Ὁ Ἅγιος ἔζησε σέ πολύ δύσκολα χρόνια, ἴσως καί δυσκολώτερα ἀπό τά δικά μας. Ὑπέμεινε ἐπιδρομές βαρβαρικές –μέ ἀποτέλεσμα συχνά νά ἀλλάζῃ τόπο διαμονῆς– τά δεινά τοῦ μακροχρονίου ἐμφυλίου πολέμου πού ἔπληξε τήν Αὐτοκρατορία, συκοφαντίες, τετραετῆ ἐγκλεισμό στήν φυλακή, αἰχμαλωσία ἀπό ἀλλοπίστους, βαρειές ἀρρώστιες. Πάνω ἀπό ὅλα ὅμως ὑπέμεινε τούς κόπους καί τίς ὑπερβολικές θυσίες καί κακουχίες κατά τούς ἐπί εἰκοσαετία σχεδόν ἀγῶνες πού κατέβαλε γιά νά ὑπερασπισθῇ τήν εὐσεβῆ πίστι καί τήν δυνατότητα τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου.
 Ὅμως σέ ὅλα αὐτά δέν ἔχανε τήν κοινωνία καί ἕνωσί του μέ τόν Κύριό μας. Σέ ὅλες τίς φάσεις τῆς ζωῆς του ἦταν ἡσυχαστής. Δέν ταρασσόταν ἀπό τά φαινόμενα δεινά τοῦ βίου, ἀλλά εἶχε τήν ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι κύριος τῆς ἱστορίας καί τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὁ Κύριος τοῦ παντός καί ὅτι ὅποιος ἀπευθύνεται σέ Αὐτόν δέν φεύγει ποτέ ἀπό κοντά του κατησχυμένος. Ἡ ψυχή του ἐτρέφετο πάντοτε ἀπό τό ἄκτιστο Φῶς, τό ὁποῖο ἔβλεπε μέ τούς μεταμορφωμένους ἀπό τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ ὀφθαλμούς του, ἀλλά καί ἐβλέπετο μέσα σ’ αὐτό.
 Ἐμεῖς ὅμως οἱ νεοέλληνες τί κάνουμε σήμερα; Ἀφήσαμε τά «ἐπουράνια» καί ἀσχολούμαστε μόνο μέ τά γήϊνα. Συγκεντρωμένοι μέ ἀγωνία γύρω ἀπό τήν τηλεόρασι ἤ τό διαδίκτυο περιμένουμε νά μάθουμε τό “τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα”, δυστυχῶς χωρίς ἐλπίδα καί πίστι στόν Θεό. Περισσότερο ἐλπίζουμε στούς ἄρχοντες τοῦ κόσμου τούτου, παρά στόν Χριστό μας. Ἀφήσαμε τόν Χριστό καί τίς ἐντολές του καί προσπαθοῦμε νά σώσουμε τήν κατάστασι μέ τίς φτωχές μας δυνάμεις. Ἐγκαταλείψαμε τήν Ἐκκλησία καί τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἐγκληματοῦμε καθημερινά, ἔχοντας τό προβάδισμα στήν Εὐρώπη καί τήν τρίτη θέσι στόν κόσμο στή θεομίσητη πρᾶξι τῆς ἐκτρώσεως, μέ τήν ὁποία στέλνουμε κάθε χρόνο 350.000 Ἑλληνόπουλα στά σκουπίδια75. Δέν κάνουμε ὑπομονή στίς ἀδυναμίες τῶν δικῶν μας, ἀθετοῦμε τήν συζυγική πίστι καί γιά ἀσήμαντες ἀφορμές ζητοῦμε διαζύγιο. Μολύνουμε τόν νοῦ καί τήν καρδιά μας μέ ἀνήθικα θεάματα καί ἀκούσματα καί σκορπίζουμε μάταια τόν χρόνο μας, ἄν καί ὁ Ἀπόστολος μᾶς συμβουλεύει νά «ἐξαγοράζουμε», δηλ. νά ἀξιοποιοῦμε γιά τήν σωτηρία μας τόν καιρό μας, διότι «αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν»76. Ἀγωνιοῦμε κυρίως γιά τήν στέρησι τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καί ὄχι γιατί χάσαμε τήν ἄκτιστη Χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι φθάσαμε στήν ἄκρως ὀδυνηρή κατάστασι πού ζοῦμε σήμερα.
 Γι’ αὐτό λοιπόν, ὅσοι πιστοί, ἄς μετανοήσουμε. Μᾶς παρακινεῖ σ’ αὐτό ὁ Κύριός μας· «μετανοεῖτε καί πιστεύετε ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ»77. Συγχρόνως μᾶς παρηγορεῖ· «μή ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία, πιστεύετε εἰς τόν Θεόν καί εἰς ἐμέ πιστεύετε»78. Στήν μετάνοια μᾶς καλεῖ καί ὁ γνήσιος φίλος τοῦ Κυρίου Γρηγόριος.
 Καί πῶς ἐκφράζω τήν μετάνοια ἔμπρακτα στήν ζωή μου; Ὅταν τήν πρώτη θέσι στήν ζωή μου ἔχῃ ὁ Χριστός καί οἱ ἐντολές του. Ὅταν ζῶ στήν γῆ αὐτή μέ τήν προοπτική τῆς αἰωνιότητος καί μέ τήν αἴσθησι ὅτι «πάροικός εἰμι καί παρεπίδημος»79 καί ὅτι «οὐκ ἔχω ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητῶ»80. Ὅταν τό πρῶτο μέλημά μου εἶναι, πῶς θά ἔχω τήν θεία Χάρι, χωρίς τήν ὁποία «ὄνομα ἔχω ὅτι ζῶ» ἀλλά εἶμαι «νεκρός»81. Ὅταν τρέχω μέ προθυμία στίς ἱερές Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα στήν Θ. Λειτουργία τῆς Κυριακῆς. Ὅταν συμμετέχω ἐνσυνείδητα, μέ θεῖο πόθο καί ταπείνωσι στό μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας καί τά ἄλλα μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἔχω πάντοτε τήν μνήμη τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά μου, τόν ὁποῖο ἀδιαλείπτως λατρεύω νοερά νύχτα καί ἡμέρα. Ὅταν ἀφιερώνω χρόνο στήν κατ’ ἰδίαν προσευχή καί τήν μελέτη τῶν θείων λόγων. Ὅταν ἀγωνίζωμαι νά τηρῶ τίς ἅγιες ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, καί μάλιστα τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον μου. Ὅταν διακονῶ τόν πλησίον μου, τόν ὑπομένω, τόν συγχωρῶ καί τόν ἀναπαύω προσφερόμενος θυσιαστικά σ’ αὐτόν. Ὅταν ἀγωνίζωμαι νά τηρῶ τήν ψυχή καί τό σῶμα μου, πού εἶναι «ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»82, καθαρά ἀπό τούς μολυσμούς τῆς ἁμαρτίας. Ὅταν κάνω ὑπακοή στούς Ὀρθοδόξους Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν δέν ντρέπωμαι νά ὁμολογῶ τήν πίστι μου στόν Χριστό, τήν στιγμή πού ἡ ἀνάγκη τό ἀπαιτεῖ.
 Ἄν ἀποφασίσουμε ἔτσι νά ζοῦμε ὅλοι, ὁ Θεός μέ τίς πρεσβεῖες τῆς Κυρίας Θεοτόκου καί πάντων τῶν Ἁγίων, καί τοῦ σήμερον ἑορταζομένου ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, θά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό ὅλα τά δεινά. Ὁ Θεός μαζί μας! 
******************
(*) Ὁμιλία τοῦ ἱερομονάχου Δημητρίου Γρηγοριάτου εἰς τόν Ἱ. Ναόν Πεντεκαίδεκα Ἱερομαρτύρων Κιλκίς, τῇ Β΄ Κυριακῇ τῶν Νηστειῶν (14/27-3-2016).
1. Ἐκφώνησις ἱερέως ἐν τῇ Θείᾳ Λειτουργίᾳ πρό τῆς εὐχῆς τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς.
2. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Κεφάλαια ἑκατόν πεντήκοντα», ΕΠΕ, τόμ. 8, §40, σελ. 120-122. 
3. Ἁγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, Βίος καί πολιτεία τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ, ἐν μεταφράσει ὑπό ἱερομονάχου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, εἰς τόν τόμον «Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ὁ Ἀντίπαπας», ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσ/νίκη 1981, σελ. 48.
4. Ἁγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, Βίος καί πολιτεία..., ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 57.
5. Ψαλμ. νδ΄ 23. 
6. Ἁγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, Βίος καί πολιτεία..., ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 79-80.
7. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 139-140. 
8. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐκδ. Σπηλιώτη, Σολωμοῦ 3, Τ.Κ. 10683, σελ. 241.
9. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία ΝΑ΄, Περί τῆς πρός Θεόν συνεχοῦς ἐντεύξεως», ΕΠΕ, τόμ. 11, §15, σελ. 232. 
10. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία ΚΑ΄, Εἰς τήν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου», ΕΠΕ, τόμ. 10, §16-17, σελ. 40-42. 
11. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία Μ΄, Εἰς τόν Πρόδρομον καί Βαπτιστήν Ἰωάννην», ΕΠΕ, τόμ. 10, §20, σελ. 538.
12. Ἁγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, Βίος καί πολιτεία..., Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 182-183. 
13. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 188. 
14. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 189.
15. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία Η΄, Περί πίστεως», ΕΠΕ, τόμ. 9, §11, σελ. 224. 
16. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία Η΄, Περί πίστεως», ΕΠΕ, τόμ. 9, §5, σελ. 216.
17. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία ΛΕ΄, Εἰς τήν Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου», ΕΠΕ, τόμ. 10, §2, σελ. 356. 
18. Μ. Ἀθανασίου ἔργα, «Περί Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου», ΕΠΕ, Θεσ/νίκη 1973, τόμ. 1, § 54. σελ. 366. 
19. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1, 3», ΕΠΕ, τόμ. 2, σελ. 170, 21.
20. Ἰωάν. ιε΄ 4-5.
21. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία Κ΄, Εἰς τό Η΄ Ἐωθινόν Εὐαγγέλιον», ΕΠΕ, τόμ. 9, §15, σελ. 592-594. 
22. Ἔνθ’ ἀνωτ., §13, σελ. 590-592. 
23. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία ΙΖ΄, Δεικνύσα τό τοῦ Σαββάτου καί Κυριακῆς Μυστήριον», ΕΠΕ, τόμ. 9, §17, σελ. 506.
24. Ψαλμ. λγ΄ 15. 
25. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία ΝΒ΄, Κατά τήν εἰς τά ἅγια τῶν ἁγίων εἴσοδον τῆς Θεοτόκου», ΕΠΕ, τόμ. 11, §6, σελ. 244-246. 26. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία ΛΒ΄, Εἰς τό Εὐαγγέλιον τῆς Θ΄ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου», ΕΠΕ, τόμ. 10, §15, σελ. 326.
27. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία ΛΘ΄, Εἰς τήν λιτανείαν διά τήν ἀσυνήθη πληγήν», ΕΠΕ, τόμ. 10, §10, σελ. 504. 
28. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία ΙΕ΄, Τῇ Κυριακῇ τῶν Βαΐων», ΕΠΕ, τόμ. 9, §3, σελ. 402. 
29. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία ΝΔ΄, Τῇ Ι΄ Κυριακῇ τοῦ Λουκᾶ, Πρό τῆς τῶν Προπατόρων», ΕΠΕ, τόμ. 11, §7, σελ. 358. 
30. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΙΣΤ΄ §18, Ὁμιλία ΛΑ΄ §9, Ὁμιλία ΜΓ΄ §13, Ὁμιλία ΝΗ΄ §5, Ὁμιλία ΞΑ΄ §12. 
31. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία Μ΄ §16, Ὁμιλία ΜΓ΄ §9, Ὁμιλία Ν΄ §10.
32. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΙΕ΄ §3, Ὁμιλία Μ΄ §15. 
33. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΜΖ΄ §16. 
34. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΛΘ΄ §2, Ὁμιλία ΜΖ΄ §16. 
35. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΜΕ΄ §3, Ὁμιλία ΞΒ΄ §8. 
36. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία Ε΄ §14, Ὁμιλία ΚΔ΄ §16, Ὁμιλία ΛΘ΄ §3, §6, Ὁμιλία ΜΖ΄, §16, Ὁμιλία ΞΑ΄ §1, Ὁμιλία ΞΒ΄ §6, §8. 37. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΚΔ΄ §16, Ὁμιλία ΛΘ΄ §4, Ὁμιλία Μ΄ §10, Ὁμιλία ΜΕ΄ §3, Ὁμιλία ΞΒ΄ §9. 
38. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΛΘ΄ §4. 
39. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΜΓ΄ §9, Ὁμιλία ΜΕ΄ §3, Ὁμιλία ΝΔ΄ §13, §14, Ὁμιλία ΞΒ΄ §8. 
40. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΚΔ΄ §16, Ὁμιλία ΛΘ΄ §4. 
41. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΙΕ΄ §3, Ὁμιλία ΚΔ΄ §16, Ὁμιλία ΛΘ΄ §6, §7, Ὁμιλία Μ΄ §26, Ὁμιλία ΜΖ΄ §16, Ὁμιλία ΜΗ΄ §6. 
42. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΜΓ΄ §9. 
43. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΜΕ΄ §3. 
44. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΝΕ΄ §10. 
45. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΜΖ΄ §14. 
46. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΛΘ΄ §6, Ὁμιλία ΜΕ΄ §3, Ὁμιλία ΝΔ΄ §12. 
47. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΜΕ΄ §3.
48. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία ΚΖ΄, Περί τοῦ μέλλοντος λογικοῦ θέρους», ΕΠΕ, τόμ. 10, §2, σελ. 176. 
49. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία Λ΄, Εἰς τήν ἀνάβλεψιν τῶν δύο τυφλῶν», ΕΠΕ, τόμ. 10, §12, σελ. 266. 
50. Βλ. Μοναχοῦ Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 101-102.
51. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία Δ΄, Εἰς τό Εὐαγγέλιον τῆς Β΄ τοῦ Χριστοῦ Παρουσίας», ΕΠΕ, τόμ. 9, §14, σελ. 126. 
52. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Κεφάλαια ἑκατόν πεντήκοντα», ΕΠΕ, τόμ. 8, §58, σελ. 148. 
53. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Εἰς τόν βίον τοῦ ὁσίου Πέτρου», ΕΠΕ, τόμ. 8, §40, σελ. 330. 
54. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία ΛΓ΄, Περί ἀρετῶν καί παθῶν», ΕΠΕ, τόμ. 10, §4, σελ. 336.
55. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία ΜΘ΄, Εἰς τόν ἐν ἁγίοις Μεγαλομάρτυρα Δημήτριον», τόμ. 11, §17, σελ. 182-184. 
56. Ἁγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, Βίος καί πολιτεία..., Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 174. 
57. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία ΜΔ΄, Εἰς τόν ἅγιον Εὐαγγελιστήν Ἰωάννην τόν Θεολόγον», ΕΠΕ, τόμ. 11, §6, σελ. 52.
58. Ἔνθ' ἀνωτ., §9, σελ. 58-60.
59. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία ΚΔ΄, Εἰς τήν φανέρωσιν τοῦ θείου Πνεύματος», ΕΠΕ, τόμ. 10, §15, σελ. 118. 
60. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία ΜΣΤ΄, Εἰς τήν ἀνάστασιν τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας», ΕΠΕ, τόμ. 11, §11, σελ. 102. 
61. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία ΜΕ΄, Εἰς τό ρητόν “καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς”», ΕΠΕ, τόμ. 11, §5, σελ. 76.
62. Ἁγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, Βίος καί πολιτεία..., Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 72-77.
63. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία ΙΖ΄, Εἰς τό μυστήριον τοῦ Σαββάτου καί τῆς Κυριακῆς», ΕΠΕ, τόμ. 9, §22, σελ. 512. 
64. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία ΝΓ΄, Εἰς τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου», ΕΠΕ, τόμ. 11, §47, σελ. 322. 
65. Ἔνθ’ ἀνωτ., §52, σελ. 328.
66. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, «Ὁμιλία εἰς τά Εἰσόδια», Μετάφρασις ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ἐν Περιοδ. Ἅγιος Νεκτάριος, Θεσ/νίκη 1981, σελ. 170-172. 
67. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔργα, «Ὁμιλία ΝΒ΄, Εἰς τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου», ΕΠΕ, τόμ. 11, §15, σελ. 256. 
68. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 100.
69. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 104. 
70. Ἁγ. Ἰσαάκ Σύρου, Ἀσκητικά, ἔκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1997, Λόγος Λ΄, σελ. 127. 
71. Ἐφεσ. στ΄ 12.
72. Ἀρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱ. Μονῆς Ὁσ. Γρηγορίου, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Διδάσκαλος τῆς θεώσεως, ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Ὁσ. Γρηγορίου, Ἅγ. Ὄρος 2006, σελ. 25-26. 
73. Βλ. Ἰωάν. ιδ΄ 6. 
74. Α΄ Κορ. ιβ΄ 3.
75. Ἀπό τό Διαδίκτυο, στίς 18-2-2016.
76. Ἐφεσ. ε΄ 16. 
77. Μάρ. α΄ 15. 
78. Ἰωάν. ιδ΄ 1. 
79. Πρβλ. Α΄ Πέτ. β΄ 11. 
80. Πρβλ. Ἑβρ. ιγ΄ 14.
81. Πρβλ. Ἀποκ. γ΄ 1. 
82. Πρβλ. Α΄ Κορ. στ΄ 19.