ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Σάββατο 1 Απριλίου 2023

«Ἐσεῖς εἶσθε οἱ παράλυτοι ὄχι τὸ παιδάκι»

 

«Μετανοήσατε οὖν καὶ ἐπιστρέψατε εἰς τὸ ἐξαλεφθῆναι ὑμῶν τὰς ἁμαρτίας,» (Πράξ. γ΄ 19). (: Μὴ νομίσετε ὅμως, ὅτι ἐπειδὴ διὰ τῆς πράξεώς σας αὐτῆς ἐπληρώθησαν αἱ προφητεῖαι, εἶσθε ἀνένοχοι καὶ ἀνεύθυνοι δι’ αὐτό, τὸ ὁποῖον ἐκάματε. Ἡ ἐνοχή σας εἶναι μεγάλη. Μετανοήσατε λοιπὸν καὶ μὲ συμπεριφορὰν εἰς τὸ ἑξῆς ἐνάρετον γυρίσατε ὀπίσω πλησίον τοῦ Θεοῦ ἐγκολπούμενοι διὰ τῆς πίστεως τὸν Ἰησοῦν, διὰ νὰ ἐξαλειφθοῦν αἱ ἁμαρτίαι σας).

Μέγα τὸ μυστήριον τῆς Μετανοίας.

  • ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφέρει:

«Μετὰ τὴν ταπεινοφροσύνη χρειάζονται συνεχεῖς προσευχές, δάκρυα πολλά, ἡμέρα καὶ νύκτα. “Θὰ λούζω”, λέγει, “κάθε νύκτα τὸ κρεβάτι μου καὶ θὰ βρέχω μὲ τὰ δάκρυά μου τὸ στρῶμα μου. Ἀπέκαμα ἀπὸ τοὺς στεναγμούς μου” (Ψαλμ. 6,7). Καί πάλι, “ἔφαγα στάχτη ἀντὶ γιὰ ψωμὶ κι ἀνέμειξα τὸ νερὸ ποὺ πίνω μὲ τὸ κλάμα” (Ψαλμ. 101,10)».

  • Στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε:

«Διηγήθηκε κάποιος γιὰ ἕνα ἀδελφό, ὁποὺ ἔπεσε σὲ ἁμαρτία, ὅτι, σὰν πῆγε νὰ ἐπισκεφθῆ τὸν Ἀββᾶ Λώτ, βρισκόταν σὲ ἀνησυχία, μπαίνοντας καὶ βγαίνοντας καὶ μὴ μπορῶντας νὰ καθίση. Καὶ τοῦ λέγει ὁ Ἀββᾶς Λώτ: «Τί ἔχεις, ἀδελφέ;». Καὶ ἐκεῖνος εἶπε: «Ἁμαρτία μεγάλη ἔκαμα καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἐξαγορεύσω στοὺς πατέρες». Λέγει ὁ γέρων: «Ἐξομολογήσου τη σ’ ἐμένα καὶ ἐγὼ τὴν παίρνω ἐπάνω μου». Τότε τοῦ εἶπε: «Σὲ σαρκικὸ ἁμάρτημα ἔπεσα καὶ θυσίασα, γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχω». Καὶ ὁ γέρων τοῦ λέγει: «Ἔχε θάρρος, γιατὶ ὑπάρχει μετάνοια. Πήγαινε, μεῖνε στὸ σπήλαιο καὶ νήστεψε κάθε δυὸ μέρες καὶ ἐγὼ βαστάω μαζί σου τὸ μισὸ τῆς ἁμαρτίας». Ἀφοῦ συμπληρώθηκαν λοιπὸν οἱ τρεῖς ἑβδομάδες, πληροφορήθηκε ὁ γέρων ὅτι ὁ Θεὸς δέχθηκε τὴ μετάνοια τοῦ ἀδελφοῦ. Καὶ ἔμεινε ὑποτασσόμενος στὸ γέροντα ἕως τὴν κοίμησή του».

  • Ὁ μακαριστὸς ἱεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος σὲ κήρυγμά του ἀνέφερε τὸ ἀκόλουθο ἀποκαλυπτικὸ γεγονός:

«Σήμερα πολλὰ παιδιὰ ὑποφέρουν, ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας καὶ σκληροκαρδίας τῶν γονέων τους. Θυμᾶμαι στὴν Ἀθήνα ζοῦσε ἕνα ἀντρόγυνο, ποὺ κάλεσε κάποτε ἕνα γέροντα, ὁ ὁποῖος εἶχε Χάρη Θεοῦ (εἶχε κάνει καὶ κάποιον ἄλλον καλὰ) στὸ σπίτι τους, γιὰ νὰ δῆ τὸ τρίχρονο παράλυτο παιδί τους. Φθάνοντας στὸ σπίτι ὁ γέροντας, μόνος του τράβηξε πρὸς τὸ δωμάτιο τῆς τραπεζαρίας, ἀγνοώντας τοὺς γονεῖς, ποὺ τοῦ ἔλεγαν ὅτι τὸ παιδὶ εἶναι στὸ ὑπνοδωμάτιο καὶ ὄχι στὴν τραπεζαρία. Καθίσανε στὴν τραπεζαρία καὶ ρωτάει ὁ γέροντας τὸν πατέρα:

– Ἀπὸ πότε ἔχεις νὰ πᾶς στὴν Ἐκκλησία;

– Ἀπὸ τότε ποὺ μὲ πήγαινε ἡ γιαγιά μου, ἀπάντησε ὁ πατέρας.

– Πόσες φορὲς τὴν ἡμέρα βλασφημᾶς τὴν Παναγία; τὸν ξαναρώτησε ὁ γέροντας. Ψωμοτύρι τὸ εἶχε αὐτὸ καὶ σιώπησε…

– Πόσους ἔχεις ἀδικήσει καὶ γιατί τὸν ἀδελφό σου, τὸν ἔκλεισες στὸ τρελλάδικο, γιὰ νὰ τοῦ πάρης τὴν περιουσία;

Κόκκαλο ὁ πατέρας! Τοῦ ἔκανε καὶ μία σειρὰ ἀπὸ ἄλλες ἀποκαλύψεις, ποὺ ὁ πατέρας ἔπρεπε νὰ τρελλαθῆ… Ὁ γέροντας στρέφεται στὴν μητέρα καὶ τὴν ρωτάει:

– Ὁ πρῶτος σου ἄνδρας εἶναι αὐτός;

– Ναί, ἀπάντησε ἐκείνη.

Ὁ γέροντας, ἤξερε ὅτι τοῦ ἔλεγε ψέματα, ἀλλὰ δὲν τῆς εἶπε τίποτα, γιὰ νὰ μὴ τὴν προσβάλη.

– Ἀπὸ πότε ἔχεις νὰ ἐξομολογηθῆς;

– Δὲν θυμᾶμαι… ἔχω πολλὰ χρόνια! ἀπάντησε ἐκείνη.

– Πόσες ἐκτρώσεις ἔχεις κάνει;

– Ἴσα ποὺ ἀκούσθηκε τὸ 4 νὰ ψελλίζη ἀπὸ τὸ στόμα της.

– Ποιὸς εἶναι τώρα παράλυτος; Τὸ παιδάκι μὲ τὴν ἁγνὴ ψυχὴ ἢ ἐσεῖς; Ἐγὼ βλέπω ὅτι ἐσεῖς εἶσθε οἱ παράλυτοι καὶ ὄχι τὸ παιδάκι, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν πῆγα στὸ δωμάτιο τοῦ παιδιοῦ καὶ ἦλθα κατευθεῖαν στὸ ”δικό” σας δωμάτιο.

Ἂν θέλετε νὰ γίνη καλὰ τὸ παιδί σας, πρέπει πρῶτα ἐσεῖς νὰ γίνετε καλά! Νὰ πᾶτε νὰ ἐξομολογηθῆτε ὅλες τὶς ἁμαρτίες σας καὶ ἂν σᾶς ἐπιτρέψη ὁ πνευματικός, νὰ κοινωνήσετε. Αὐτὰ τοὺς εἶπε ὁ γέροντας καὶ ἔφυγε. Τὰ λόγια τοῦ γέροντα, ξύπνησαν ἀπὸ τὸν λήθαργο τοὺς γονεῖς καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα πῆγαν καὶ ἐξομολογήθηκαν. Κατὰ οἰκονομία, τοὺς ἄφησε καὶ νὰ κοινωνήσουν.

Ἦταν τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ποὺ πῆγαν στὴν Ἐκκλησία καὶ κοινώνησαν. Καὶ γυρίζοντας στὸ σπίτι τους, βλέπουν τὸ παιδὶ τοὺς σηκωμένο ἀπὸ τὸ κρεβάτι, νὰ τοὺς ἀνοίγη τὴν πόρτα!… Ἡ Μετάνοια ἔκανε τὸ θαῦμα της».

Μὲ μετάνοια χωρὶς ἐξομολόγηση ἤ ἐξομολόγηση χωρὶς μετάνοια δὲν κερδίζουμε τίποτα.