ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Σάββατο 22 Απριλίου 2023

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΦΩΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΟΥ ΤΑΦΟΥ

agiofos 001 

Νικολάου Ζήση (Μοναχού Σεραφείμ) 

 Θεολογικές επισημάνσεις

 Εισαγωγικά

«και ιδού πλήρης δόξης ο οίκος του Κυρίου»1

    Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ο χώρος των θαυμάτων. Η διαπίστωση αυτή δε σημαίνει κατ’ ουδένα τρόπο ότι η Πίστη μας σχετίζεται με επιδόσεις φθηνού κενόδοξου εντυπωσιασμού «φωτισμένων» θαυματουργών, κατά τα δεδομένα της θεουργίας και του φακιρισμού. Τα θαύματα, είτε φανερά σε όλους είτε μόνο στην ψυχή αυτού στον οποίον απευθύνονται, είναι έργα της ακτίστου θείας Προνοίας, σκοπός της οποίας είναι η σωτηρία του ανθρώ­που. Η ενέργεια του Παρακλήτου, που δρα θεωτικώς μέ­σα στην Εκκλησία ως την μόνη Κιβωτό της σωτηρίας, δύναται να μεταβάλλει τους νόμους της φύσεως, τους οποί­ους η ίδια έχει θέσει2. Ήδη από την ημέρα της Αναλήψεως ο Κύριος έδωσε στους Αποστόλους τη δύναμη του θαυματουργείν3, έχοντας ήδη υποσχεθεί ότι δυνάμει της πίστεως εις Αυτόν οι πιστεύοντες θα επιτελέσουν έργα μεγαλύτε­ρα του Ιδίου4. Πράγματι, η σωτηρία που κηρύχθηκε από τους αυτόπτες του Λόγου έλαβε επιβεβαίωση από το Θεό «σημείοις τε και τέρασι και ποικίλαις δυνάμεσι και Πνεύ­ματος Αγίου μερισμοίς κατά την αυτού θέλησιν»5. Η επι­τέλεση των σημείων αυτών φανερώνει ότι Αυτός στο όνο­μα του Οποίου τα σημεία και τα τέρατα επιτελούνται, με­τά το Σταυρό και την Ταφή Του ανέστη και «ζη εκ δυνά­μεως Θεού»6. 

Κατά ταύτα η παρουσία θαυμάτων στην Ορθόδοξη Εκκλησία πιστοποιεί, μαζί με πολλά άλλα, τη δράση του Αγίου Πνεύματος και Θεού σ’ αυτή. Βέβαια δεν αμφι­σβητήθηκε η διενέργεια θαυμάτων και σε άλλες ομολογίες, αν και αυτή ερμηνεύθηκε αλλιώς βάσει των αποτελεσμά­των της7, διότι το δένδρο γνωρίζεται από τους καρπούς8.

Το ότι τα αληθινά θαύματα αποτελούν ένδειξη της πα­ρουσίας του Θεού, αποτελεί και τον κύριο λόγο για τον οποίο οι τελικοί εχθροί του Χριστού και ο Αντίχριστος θα προσπαθήσουν δια των δικών τους δαιμονικών και μι­μητικών θαυμάτων να τεκμηριώσουν τη θεϊκή τους προέ­λευση, «ώστε πλανήσαι, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς»9.

1. Το θαύμα του Αγίου Φωτός.

Το πλέον γνωστό θαύμα που συμβαίνει κατ’ έτος στους κόλπους της Εκκλησίας είναι η εμφάνιση του Αγίου Φω­τός στον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα τη μεσημβρία του Μεγάλου Σαββάτου. Σε ειδική τελετή ο Πα­τριάρχης Ιεροσολύμων, αφού εισέλθει στο Κουβούκλιο του Παναγίου Τάφου και σφραγισθεί η είσοδος αυτού, αναγινώσκει προσευχόμενος ειδική ευχή. μετά από λίγο η κανδήλα που ευρίσκεται σβηστή πάνω στην πλάκα του Τά­φου ανάβει θαυματουργικώς, άνευ φανερής αιτίας. Ο Πα­τριάρχης ανάπτει τις δύο δέσμες κεριών που έχει και μεταδί­δει το φως στα πλήθη των πιστών που ίστανται πέριξ του Κουβουκλίου. το φως, δηλ. η φλόγα που μεταδίδει, είναι μεν θερμό, αλλά για τα πρώτα λεπτά της καύσεως δεν προ­καλεί, όπως συμβαίνει φυσικώς, εγκαύματα. Ήδη από την ώρα του εκτάκτου ανάμματος μέσα στο Κουβούκλιο, έχουν ανάψει «από μόνα τους» και πολλά κεριά πιστών έξωθεν του Κουβουκλίου, όπως και όλες οι κανδήλες του χώρου, που για το λόγο αυτό έχουν από πριν σβησθεί10. Μερικοί αντιλαμβάνονται πλην του ανάμματος των κεριών και μία ιδιαίτερη λάμψη, ως αστραπή, να γεμίζει προς στιγμήν το χώρο, ακόμη δε λιγότεροι αντιλαμβάνονται πολύ έντονα την παρουσία του θεϊκού φωτός. Τέτοια εμπειρία είχε ο χρηματίσας επί πεντήκοντα επτά έτη φύλακας του Πανα­γίου Τάφου μακαριστός μοναχός Μητροφάνης (†1997), ο οποίος το 1926, οδηγούμενος από δυσπιστία κρύφθηκε εντός του Αγίου Κουβουκλίου την ώρα της τελετής: «Εκείνην την ιδίαν ακριβώς στιγμήν, που η αγωνία μου ευρίσκετο εις φοβεράν υπερέντασιν μέσα εις την απέραντον νεκρικήν σιγήν, που μόλις ήκουα την αναπνοήν μου, ήκουσα ένα ελαφρόν συριγμόν. Ήτο παρόμοιος με λεπτήν αύραν πνοής ανέμου. Και αμέσως -αλησμόνητον θέαμα- είδα ένα γαλάζιο φως να γεμίζη ολόκληρον τον Ιερόν χώρον του Ζωοδόχου Τάφου. Το γαλάζιον εκείνον φως το είδα εις την συνέχειαν να στριφογυρίζη ως δυνατός ανεμο­στρόβιλος… Μόλις (ο Πατριάρχης) ήγγισεν επί της Ιεράς Φυλλάδος και ήνοιξε την σελίδα της και ήρχισε να αναγινώσκη τας ευχάς, εκείνο το κάπως ήρεμον γαλάζιον φως ήρχισε και πάλιν μίαν ανήσυχον κίνησιν. Ήτο ένα αφάνταστον και απερίγραπτον στριφογύρισμα, δυνατώτερον από το πρώτον. Και αμέσως ήρχισε να μεταβάλλεται εις ένα ολόλευκο φως, όπως περιγράφει ο Ευαγγελιστής την Μεταμόρφωσιν του Σωτήρος Χριστού. Εν συνεχεία το ολό­λευκον εκείνο φως μετεμορφώθη εις έναν ολοφώτεινον υπέρ τον ήλιον δίσκον και ενετοπίσθη ακίνητον άνωθεν ακριβώς της κεφαλής του Πατριάρχου. Κατόπιν είδα τον Άγιον Γέροντα Πατριάρχην να παίρνει εις τα χέρια του τας δε­σμίδας των τριάκοντα τριών κεριών. Τας ανύψωσε και έδι­δε την εικόνα της αναμονής. Ανέμενεν εκ Θεού την έλευσιν του αοράτου Φωτός. Και όπως σιγά-σιγά ύψωνε τα χέ­ρια του δεν έφθασεν ακόμη εις το ύψος της κεφαλής του. Αμέσως εν ριπή οφθαλμού, ως να ήγγισεν επί αναμμένης καμίνου, ήναψαν αυτομάτως η Αγία Κανδήλα και αι τέσ­σαρες11 δεσμίδες των κεριών. Αιφνιδίως δε χωρίς καν να αντιληφθώ εξηφανίσθη από των οφθαλμών μου ο ολοφώτεινος εκείνος δίσκος12». 

Το κατ’ έτος επαναλαμβανόμενο αυτό θαύμα μαρτυρείται σε γραπτά κείμενα, τόσο ιστορικά όσο και αφηγή­σεις προσκυνητών, εδώ και αιώνες. Όμως περισσότερο θα μπορούσαν να μιλήσουν γι’ αυτό οι αναρίθμητοι προσκυ­νητές που λαμβάνουν πείρα του γεγονότος κάθε χρόνο, γε­γονότος που έχει καταγραφεί επίσης σε φωτογραφίες και μαγνητοσκοπήσεις. 

Η συνεχής κατ’ έτος εμφάνιση του Αγίου Φωτός υπό τις ίδιες συνθήκες, μας παραπέμπει σε πολλά περιοδικώς συμβαίνοντα θαυμαστά γεγονότα της ζωής της Εκκλησίας: ακόμη και αν παραλείψουμε τα πολλά κατ’ έτος θαύ­ματα που συνοδεύουν εορταστικές εκδηλώσεις σε αγιοβάδιστους τόπους και άλλα αγιάσματα στα ορθόδοξα κράτη, η ίδια η Αγία Γραφή μας αναφέρει τα συνεχή επί τεσσαράκοντα έτη θαύματα της σκέπης των Ισραηλιτών από νε­φέλη φωτός την ημέρα και στήλη πυρός τη νύκτα13, τη δια­τροφή τους από το ουρανόπεμπτο μάννα14, όπως και το γε­γονός πως τα ρούχα και τα υποδήματά τους παρέμειναν άφθαρτα καθ’ όλη την παραμονή τους στη Σιναϊτική Χερσόνησο15. Η ευαγγελική διήγηση του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου μας αναφέρει πως στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ «άγγελος κατά καιρόν κατέβαινεν εν τη κολυμβήθρα και ετάρασσε το ύδωρ», και πως ανέμεναν πλήθος αρρώ­στων την περιοδική αυτή επενέργεια του αγγέλου για να θεραπευθούν16. 

Θα επιθυμούσαμε η πρώτη αναφορά της «Θεοδρομίας» στο θαύμα του Αγίου Φωτός να έχει περισσότερα στοι­χεία για αυτό, όμως ο σκοπός του άρθρου και ο περιορι­σμένος χώρος μας εξαναγκάζουν, δυστυχώς, να αφήσου­με τις σχετικές μ’ αυτό και σαφώς πολύ ψυχωφελέστερες μαρτυρίες, η παρουσίαση των οποίων θα απαιτούσε και πολλαπλάσιο χώρο. Έτσι περιοριζόμαστε στην παρου­σίαση πατερικών θέσεων, οι οποίες βοηθούν στην διερεύνη­ση του θέματος από θεολογικής απόψεως, ιδιαίτερα επει­δή τελευταίως από της απόψεως αυτής έχουν εκφρασθεί αμφιβολίες για τη δυνατότητα πραγματοποιήσεως του θαύ­ματος αυτού. Βεβαίως οι αμφιβολίες αυτές λίγο μπορούν να θίξουν την ίδια την οφθαλμοφανή πραγματικότητα· πε­ρισσότερο ενδέχεται να επηρεάσουν όσους φιλομαθείς προτιμούν να κρίνουν τα γεγονότα από μακριά, μέσω της βιβλιογραφίας και όχι της ίδιας της εμπειρίας.

2. Οι απόψεις του καθηγητού Κ. Καλοκύρη.

Το 1999 ο πολύ γνωστός βυζαντινολόγος και αρχαιο­λόγος, ομότιμος τώρα, καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Καλοκύρης εξέδωσε βιβλίο του με τίτλο Το αρχιτεκτονικό συγ­κρότημα του Ναού της Αναστάσεως Ιεροσολύμων και το θέμα του Αγίου Φωτός17, αφιερωμένο στην Αγιοταφιτική Αδελφότητα. Το βιβλίο αυτό παρουσίασε ο ίδιος και σε τηλεοπτική εκπομπή στη Θεσσαλονίκη το Πάσχα του 1999, με συνέπεια να προκληθούν συζητήσεις και αντιλογίες. Σύμφωνα και με τον τίτλο του το βιβλίο παρουσιάζει στο πρώτο μέρος τα προσκυνήματα των Αγίων Τόπων και ιδι­αιτέρως αυτά της Βασιλικής της Αναστάσεως, τόσο τοπογραφικώς, όσο και ιστορικώς. Στο δεύτερο μέρος επι­χειρείται η ιστορική και θεολογική διερεύνηση του θαύ­ματος του Αγίου Φωτός, την οποία και σχολιάζουμε· στο Επίμετρο γίνεται αναφορά στην Ανάσταση του Χριστού και στη σημασία της. 

Ο καθηγητής Καλοκύρης βάσει της περί του Αγίου Φωτός διερευνήσεώς του, φθάνει στο συμπέρασμα πως δεν υφίσταται κανένα «θαύμα αγίου Φωτός», αλλά πρόκειται περί ψευδούς παραδόσεως. Τις σχετικές απόψεις του καθη­γητή Καλοκύρη, που καταλαμβάνουν 80 περίπου από τις σελίδες του βιβλίου του, συνοψίζουμε στα εξής: οι αρχαίες μαρτυρίες δεν κάνουν λόγο για θαυματουργό Φως στον Πανάγιο Τάφο (σσ. 164-171)18. οι πρώτες μαρτυρίες εμφανίζον­ται τον 9ο αι. (σσ. 171-178). Η εμφάνιση του θαύματος οφεί­λεται στους Σταυροφόρους, που το θεώρησαν τρόπο πορισμού χρημάτων (σσ. 180. 183 ε.), στα λαϊκά στρώματα, που ιδιαίτερα τον 10ο αι. υπέκειντο σε ενθουσιαστικές τά­σεις, και στην υποβλητική ατμόσφαιρα της όλης τελετής του Μ. Σαββάτου (σ. 180). επίσης στη μυστικοπάθεια των πρώτων Ρώσων προσκυνητών, οι οποίοι δημιουργούσαν προηγούμενο και για τους επομένους εκ Ρωσίας προσκυ­νητές (σ. 180ε. 189εε), αλλά και στην ανάγκη αντιδράσεως των Ορθοδόξων έναντι των Λατίνων κατακτητών των Αγίων Τόπων, οι οποίοι προπαγάνδιζαν πως μόνο σ’ αυτούς ο Θεός στέλνει το Άγιον Φως (σ. 182ε.). Ήδη για την κα­θιέρωση της αντιλήψεως για το ουρανόπεμπτο φως είχαν συντελέσει τόσο προχριστιανικές ειδωλολατρικές αντι­λήψεις και τα θαύματα της Παλαιάς Διαθήκης, όσο και θαύματα που συνέβησαν στα Ιεροσόλυμα και στο Πικτάβιο. από το Πικτάβιο, κατά μία άποψη, μετέφεραν και οι Σταυροφόροι το θαύμα στους Αγίους Τόπους (σσ. 173-176). Το θαύμα κατά το οποίο ο κίονας που βρίσκεται αριστερά της εισόδου της Βασιλικής σκίστηκε και απέδωσε το Άγιον Φως στους Ορθοδόξους που είχαν αποκλειστεί από την πρόσβαση στο Ναό, δεν ήταν τίποτε άλλο από κε­ραυνό που έσκισε την κολόνα· άλλωστε υπάρχει διάσταση απόψεων στη χρονολόγηση του θαύματος αυτού (σ. 172ε. 195). Ως επικρατέστερη λύση για την εξήγηση του φωτός που έβλεπαν οι παλαιοί προσκυνητές πρέπει να θεωρηθεί η άποψη ότι το φως που εισερχόταν μέσω του υαλίνου φράγματος του οπαίου του τρούλλου στο Κουβούκλιο, μπορούσε να αναλυθεί στα χρώματά του, πράγμα που εξηγεί και την πολυχρωμία του (σ. 196-201).

Στη θεολογική διερεύνηση του θαύματος του Αγίου Φωτός, ο συγγραφεύς διατυπώνει τη θέση πως μπορούμε να διακρίνουμε δύο είδη φώτων: το φυσικό φως των κηρών και κανδηλών και το άκτιστο φως της θεότητος, το οποίο συμβολίζεται από το πρώτο (σ. 211ε). η απ’ ευθείας όραση του ακτίστου θεϊκού φωτός, κατά το συγγραφέα και καθ’ όλη την εκκλησιαστική Παράδοση, στην οποία πα­ραπέμπει με πλήθος πατερικών μαρτυριών, είναι δυνατή μόνο στους τελείους Χριστιανούς, στους Αγίους. Συνεπώς δεν βλέπουν όλοι το Άγιον Φως (σ. 213-216). Ο ισχυρισμός των «ποικίλης προελεύσεως και θρησκευτικής παιδείας χριστιανικών πληθών» (σ. 207), που αλλού αναφέρονται ως «αναξιόπιστοι επισκέπτες» (σ. 157ε.), ότι όλοι ανεξαι­ρέτως βλέπουν το θαυματουργικό Άγιον Φως, είναι αν­θρωποκεντρικός, επιπόλαιος και αθεολόγητος (σ. 211). Η επιτέλεση ενός τέτοιου θαύματος έμπροσθεν όλων των πα­ρευρισκομένων ανεξαιρέτως θα αποτελούσε εξαναγκασμό στην πίστη (σ. 153ε. 212.229). Ουσία του Αγίου Φωτός είναι η ελεύθερη και αβίαστη πίστη στον αναστάντα Χρι­στό (σ. 207).

Σε άλλο κεφάλαιο ο συγγραφεύς αναλύει την ευχή που διαβάζει ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων στον Πανάγιο Τά­φο και επισημαίνει την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς για το Άγιον Φως μέσα σ’ αυτή (σ. 222-228). Επίσης αρ­νείται βάσει προσωπικής του πείρας το ότι ο Πατριάρχης ελέγχεται πριν μπει στο ιερό για να διαπιστωθεί αν έχει καύσιμη ύλη (σ. 218ε)19. Ο καθηγητής Καλοκύρης επαινεί την προσέλευση των πιστών στον Πανάγιο Τάφο, η οποία μπορεί να αποτελέσει ένα ιδιαίτερο βίωμα (σ. 231). Το Πατριαρχείο απλώς ανέχεται την πλάνη αυτή του λαού, για να μη σκανδαλίσει (σ. 22).

3. Θεολογική διερεύνηση

Γενικώς θα θέλαμε να επιστήσουμε την προσοχή των α­ναγνωστών στα εξής:

α) υπό του συγγραφέως παρατίθε­ται μαρτυρία για την ύπαρξη του ουρανίου φωτός το Μ. Σάββατο η οποία τοποθετείται20 μεταξύ του 7ου και 9ου αι. (σ. 176ε), όμως αυτή δε λαμβάνεται υπ’ όψιν, ενώ είναι πολύ φυσικό όσο πιο παλαιές είναι οι μαρτυρίες, τόσο και σπανιώτερες να είναι·

β) δεν χρησιμοποιείται η μαρτυρία ενός σημαντικώτατου περί της ιστορίας των Ιεροσολύμων βιβλίου, της Δωδεκαβίβλου του Δοσιθέου. Ο Πατριάρχης Δοσίθεος όχι μόνον αποδέχεται το θαύμα του Αγίου Φω­τός, αλλά αποδίδει σ’ αυτό τόσο την καθιερωμένη κοσμο­συρροή των Χριστιανών κατά το Πάσχα στα Ιεροσόλυμα, όσο και την καθιέρωση της δεύτερης εορτής της Υψώσε­ως του Τιμίου Σταυρού στη Μ. Τεσσαρακοστή (Γ’ Κυρια­κή των Νηστειών), ώστε οι προσκυνητές του Πάσχα να προσκυνούν επ’ ευκαιρία και τον Τίμιο Σταυρό21· αυτό ανά­γει την εμφάνιση του θαύματος σε περίοδο προ του 9ου αι.22

γ) παρατίθεται από το συγγραφέα πλήθος μαρτυριών από ποικίλους προσκυνητές της τελευταίας χιλιετίας περί της υπάρξεως του Αγίου Φωτός (σσ. 171-196), όμως δεν θεωρούνται αξιόπιστες. δεν θα έπρεπε και μόνον «επί στό­ματος δύο ή τριών μαρτύρων σταθήναι παν ρήμα»23; Άλλω­στε και τα θαύματα που συμβαίνουν κατά χιλιάδες στη σύγχρονη Ελλάδα καταγράφονται σε προσκυνητάρια και συναξαριστικά κείμενα· μήπως για το λόγο αυτό δεν θεω­ρούνται ιστορικά γεγονότα; Έναντι αυτών των μαρτυριών ο καθηγητής Καλοκύρης δεν έχει να αντιπαρατάξει παρά ελαχίστους, και δη μη Ορθοδόξους, που να αρνούνται εκ­πεφρασμένως το θαύμα· έτσι

δ) βασίζεται υπέρ το δέον στον Αδαμάντιο Κοραή (π.χ. σσ. 155ε.175ε. 179), η απόκλι­ση του οποίου από την Ορθοδοξία είναι στους Χριστια­νούς γνωστή24. και

ε) ο συγγραφεύς δεν εξετάζει καν μήπως η ευχή που διαβάζει ο Πατριάρχης είναι ενδεχομένως αρχαιότερη της πρώτης παρουσίας του Αγίου Φωτός, οπό­τε δικαιολογείται και η απουσία αναφοράς της σ’ αυτό. Άλλωστε το ότι το Φως του Παναγίου Τάφου είναι το μό­νο που καλείται «άγιον» ανάμεσα σε όλα τα φώτα των λαμπαδουχιών του Μ. Σαββάτου ανά την γη, με τα οποία ο καθηγητής Καλοκύρης θέλει να το εξομοιώσει, δεν πρέπει να θεωρηθεί ένδειξη της ιδιαιτερότητάς του; Ωστόσο σκοπός μας δεν είναι, ως ελέχθη, η ιστορική διερεύνηση του θαύμα­τος του Αγίου Φωτός (εξ ου και η πτωχεία του άρθρου σε ιστορικά στοιχεία· αλλιώς θα έπρεπε να γραφεί βιβλίο), αλλά η παρουσίαση μερικών άλλων θεολογικών παραμέτρων.

Συγκεκριμένα να δειχθεί ότι: α) το άκτιστο φως είναι κάπως ορατό και στους μη τεθεωμένους πιστούς, διότι η εμφάνιση του φωτός γίνεται αναλόγως της τελειώσεως του πιστού και επομένως δεν ταυτίζεται κάθε εμφάνιση και θέα του με την εμφάνισή του στους Αγίους25. επίσης ότι ο Χριστός κατ’ εξαίρεσιν δύναται να εμφανίσει την άκτιστη φωτεινή δόξα Του σε κάποιον άνθρωπο ανεξαρτήτως του βαθμού της πνευματικής τελειώσεως και

β) ότι η ενέργεια θαυμάτων ακόμη και θεϊκής φωτοφανείας έμπροσθεν απί­στων ή ολιγοπίστων δεν θίγει επ’ ουδενί την ελευθερία της προαιρέσεώς τους, και για το λόγο αυτό δεν αποτελεί εξανα­γκασμό στην πίστη. Καταφεύγουμε λοιπόν στην εμπειρία των ιδίων των Αγίων και στην εξ’ αυτής διδασκαλία τους.

agiofos 000

α) Θέα του φωτός και πνευματική τελείωση

Στις διηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης οι θεοφάνειες και τα θαύματα συνοδεύουν τη ζωή του Ισραήλ, η δε ομοιό­τητά τους με τις αντίστοιχες θεοφάνειες και τις θεοσημείες της Καινής Διαθήκης αποτελεί ατράνταχτη απόδειξη πως είναι ο ίδιος Θεός και Κύριος της Δόξης, ο Υιός και Λό­γος του Θεού, εκείνος που εμφανιζόταν τόσο στους Πατρι­άρχες και Προφήτες ασάρκως, όσο και στους Αποστόλους και με ανθρώπινη πλέον φύση, ως Χριστός Κυρίου26. Μερικές από τις εμφανίσεις της θείας δόξης στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη μας ενδιαφέρουν εν προκειμένω ιδι­αιτέρως.

Το βιβλίο της Εξόδου μας διηγείται εκτενώς για την παράδοση του Νόμου στο Μωυσή επί του Όρους Σινά27· κατά τη διήγηση της βίβλου της Εξόδου, ο Θεός κατέβη «εν πυρί» πάνω στο Όρος Σινά, ενώπιον όλου του λαού Ισραήλ, ο οποίος έβλεπε το Όρος να καλύπτεται από «φαινόμενα» που ομοίαζαν με καπνό, φωνή και λάμψεις. Ο λαός έμεινε μακριά από το Όρος, οι πρόκριτοι πλησίασαν περισσότερο και μόνος ο Μωυσής, συνοδευόμενος μέχρι κάποιου σημείου από τον Ιησού του Ναυή πλησία­σε τον Κύριο28. Η δόξα αυτή του Κυρίου στο Όρος Σινά ήταν το άκτιστο φως ή ο αλλιώς ονομαζόμενος φωτεινός γνόφος, ο οποίος φάνηκε διαφορετικά στο Μωυσή, στους άρχοντες του Ισραήλ και στο λαό, αναλόγως της πνευμα­τικής καταστάσεως του καθενός29 (οι όροι δόξα Κυρίου, φως, γνόφος και βασιλεία Θεού ταυτίζονται μεταξύ τους τόσο στην Αγία Γραφή, όσο και στους θεοφόρους Πατέ­ρες, διότι όλοι συμβολίζουν την αΐδια φυσική έλλαμψη ή δόξα ή ενέργεια ή πρόοδο της Αγίας Τριάδος30). Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας επισημαίνει ερμηνεύοντας τα χω­ρία αυτά πως, επειδή ο Θεός ήθελε να μεταφέρει τους Ισραηλίτες από την ειδωλολατρία στην επίγνωση της αλη­θείας, τους αξίωσε αυτής της θεοπτίας, να γίνουν δηλ. αυτήκοοι και θεατές του Θεού, δηλαδή της θείας και ανεκφράστου δόξης του, μετά από σχετική κάθαρση31. Πάντως και ο απλούς λαός είχε μία μικρή μέθεξη της θείας δόξης. Όπως αναφέρει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, οι φωτισμοί αυτοί που έγιναν ορατοί στον ισραηλιτικό λαό, ήταν μεν φωτισμοί κατ’ αίσθησιν, υπέπιπταν δηλαδή στη σωματι­κή όραση, ήταν όμως ταυτόχρονα και υπέρ αίσθησιν δηλ. ήταν άκτιστοι, όπως λ.χ. το φως του προσώπου του Μωυσέ­ως32. η θεϊκή δόξα εφώτιζε το πρόσωπο του Μωυσέως με­τά τη νομοδοσία, εξαιτίας της οποίας οι Ισραηλίτες δεν μπορούσαν να τον αντικρύσουν33. Η δόξα αυτή, ένεκεν της οποίας ο Μωυσής έθεσε στο πρόσωπό του κάλυμμα, για να μπορούν να ατενίσουν προς αυτόν, ταυτίζεται με την άκτιστη χάρη που ενεργεί στην καρδιά των τελείων Χριστια­νών34.

Ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι η συνέχεια της διηγήσεως, η οποία αφορά στη συνέχιση της πορείας του Ισραήλ μέσα στην έρημο για τα επόμενα τεσσαράκοντα35 χρόνια. Σύμφωνα με αυτήν «Όταν η νεφέλη υψωνόταν από τη σκηνή, αναχωρούσαν οι Ισραηλίτες με όλα τα υπάρ­χοντά τους. Και αν η νεφέλη δεν υψωνόταν, δεν αναχωρούσαν, μέχρι την ημέρα που η νεφέλη θα ανέβαινε. διότι νεφέλη βρισκόταν πάνω στη σκηνή την ημέρα και πυρ βρισκόταν τη νύκτα πάνω σ’ αυτήν ενώπιον όλου του λαού Ισραήλ σε όλες τους τις πορείες»36. Η νεφέλη αυτή δεν εμφανίσθηκε για πρώτη φορά μετά τη νομοδοσία· είχε ήδη καθοδηγήσει τους Ισραηλίτες κατά την έξοδό τους από την Αίγυπτο και τη διάβαση της Ερυθράς Θαλάσσης37, από το Σινά όμως και εξής θα τους καθοδηγούσε και για τα επόμενα τεσσαράκοντα χρόνια, κάθε μέρα και κάθε νύ­κτα38. πολλές φορές δε, επεσκίασε ενώπιον όλων των Ισραη­λιτών την προσωπική σκηνή του Μωυσέως39. Η νεφέλη αυτή δεν πρέπει να θεωρηθεί κτίσμα (δημιούργημα), όπως στη λατινική θεολογία, αρχής γενομένης από τον Ιερό Αυγουστίνο40, αλλ’ αποτελεί και αυτή σύμβολο της άκτιστης θεϊκής χάριτος. Όπως επισημαίνει ο Πρωτοπρεσβύ­τερος καθηγητής Ιωάννης Ρωμανίδης «οι συμβολικοί όροι της Βίβλου, οίτινες εκφράζουν την παρουσίαν και την κοι­νωνίαν του Θεού μετά του λαού Αυτού δια μέσων ως η δό­ξα, η φωτεινή νεφέλη, το φως, ο γνόφος, αι στήλαι πυρός και νεφέλης, οι ανεωγμένοι ουρανοί, αι πύριναι γλώσσαι, η βασιλεία του Θεού ή βασιλεία των ουρανών ουδέποτε εκλαμβάνονται ως γινόμενα και απογινόμενα κτίσματα, αλλά θεωρούνται και είναι αυτά ταύτα τα σύμβολα της θεότητος, μέσω των οποίων οι θεούμενοι αγνώστως γνωρίζουν και αοράτως βλέπουν και αμετόχως μετέχουν εις την φυσικήν δόξαν και βασιλείαν της Αγίας Τριάδος»41. Μέσα από τη νεφέλη «μιλούσε» στους Ισραηλίτες και τους κα­θοδηγούσε ο ίδιος ο Θεός, ο Υιός και Λόγος, ενώ η θέα της δόξης αυτής, της νεφέλης δηλ. και της στήλης πυρός, εθε­ωρείτο ακόμη και από τους ξένους λαούς ως συνομιλία και «ανταλλαγή βλεμμάτων» του Θεού με το λαό Του42. Και αυ­τό συνέβαινε επί τεσσαράκοντα χρόνια ημέρα και νύκτα. 

Η σημαντικότερη ίσως εμφάνιση της θείας δόξης, του θεϊκού φωτός, μετά την είσοδο του λαού Ισραήλ στην Πα­λαιστίνη, γίνεται στα χρόνια του βασιλέως Σολομώντος. Ο δίκαιος βασιλεύς έλαβε από το Θεό εντολή να οικοδομή­σει Ναό, για να στεγασθεί η Κιβωτός της Διαθήκης, εφό­σον αυτό δεν υπήρξε το θέλημα του Θεού για τον πατέρα του, το Δαυίδ. Η Β’ βίβλος των Παραλειπομένων μας διη­γείται την είσοδο της Κιβωτού στο νεόδμητο τότε Ναό, είσοδο που συνοδεύτηκε από την εμφάνιση της νεφέλης, της δόξης του Κυρίου43. Μετά την είσοδο της Κιβωτού, εμφανίσθηκε εκ νέου η δόξα· «Όταν ο Σολομών ολοκλήρω­σε την προσευχή του, κατέβηκε πυρ από τον ουρανό και κατέφαγε τα ολοκαυτώματα και τις θυσίες και γέμισε τον οίκο δόξα Κυρίου. Και δεν μπορούσαν οι ιερείς να εισέλ­θουν στον οίκο Κυρίου τον καιρό εκείνο διότι γέμισε τον οίκο δόξα Κυρίου. Όλοι οι Ισραηλίτες έβλεπαν το πυρ να κατεβαίνει, και η δόξα Κυρίου ερχόταν πάνω στον οίκο. και έπεσαν με το πρόσωπο στη γη πάνω στο λιθόστρωτο και προσκύνησαν και δόξαζαν το Θεό, διότι αυτό είναι αγαθό, διότι το έλεός του παρεκτείνεται στον αιώνα»44. Είναι σαφής και πάλι η διήγηση του θεοπνεύστου κειμέ­νου τόσο για την καθολικότητα της εμφανίσεως της δόξης Κυρίου («πάντες οι υιοί Ισραήλ εώρων καταβαίνον το πυρ») όσο και για την ένταση της θεοφανείας, καθώς το φως γέμισε το νομικό Ναό.

Όμως και στην Καινή Διαθήκη, στις Πράξεις των Απο­στόλων, μας μαρτυρείται μία ακόμη γενική εμφάνιση ενός μικρού απαυγάσματος της θείας δόξης και βασιλείας, η οποία ανακαλεί στη μνήμη μας και το παρόμοιο συμβάν με το Μωυσή, στη νομοδοσία στο Όρος Σινά. Ο Πρωτομάρτυς και Αρχιδιάκονος Στέφανος, αφού οδηγήθηκε συκοφαντημένος ενώπιον του ιουδαϊκού Συνεδρίου, εκλήθη να απολογηθεί για το κήρυγμά του· τότε, κατά τη μαρτυ­ρία των Πράξεων, «καθώς τον ατένισαν όλοι όσοι κάθο­νταν στο συνέδριο, είδαν το πρόσωπό του ως πρόσωπο αγγέλου»45. Η εμφάνιση αυτή οφειλόταν αποκλειστικά στη θεία χάρη και ωστόσο την είδαν όλοι, και μάλιστα οι συκοφάντες και μισόχριστοι σύνεδροι, οι οποίοι επρόκει­το μετά ταύτα να τον λιθοβολήσουν46. Ο Άγιος Γρηγό­ριος ο Παλαμάς παρατηρεί εν προκειμένω: «Κατά τον τρό­πο αυτό φάνηκε το αισθητό πρόσωπο του Στεφάνου σαν πρόσωπο αγγέλου· διότι μέσα του ο νους κατά μίμηση των αγγέλων και κατά τρόπο αγγελικό, ευρισκόμενος σε ένω­ση με το φως που υπέρκειται του παντός είτε κατά επιβο­λή είτε κατά παραδοχή, με μετοχή ανέκφραστη, γινόταν αγγελόμορφος». Τα ίδια παρετήρησαν προ αυτού και άλ­λοι ερμηνευτές47. Το φως που είδαν οι (μη αγιασμένοι) σύ­νεδροι ήταν, λοιπόν, άκτιστο.

Ανάλογο περιστατικό στην Καινή Διαθήκη μας διηγούνται και πάλι οι Πράξεις των Αποστόλων· σύμφωνα με τη διήγηση των Πράξεων ο Σαύλος, ο μετέπειτα Απόστολος Παύλος, πορευόταν προς τη Δαμασκό «εμπνέων α­πειλής και φόνου εις τους μαθητάς του Κυρίου»48 για να βρει εκεί Χριστιανούς και να τους οδηγήσει πίσω στα Ιε­ροσόλυμα. Όμως στο δρόμο προς τη Δαμασκό συνέβη ένα περιστατικό που επρόκειτο να αλλάξει την πνευματική πο­ρεία του νεαρού ζηλωτή Φαρισαίου και μαζί με αυτήν και την ιστορική πορεία της Εκκλησίας· συνέβη μία θεοφάνεια, μία φωτοφάνεια, που εκάλυψε το Σαύλο, μέσα στην οποία άκουσε τη φωνή του Χριστού, που ως τότε εδίωκε, και ο Οποίος του φανέρωσε το θέλημά Του. Το περιστα­τικό αναφέρεται και σε άλλα χωρία, δεν μπορούμε δε να αποφύγουμε και μία μικρή συγκριτική μελέτη τους, κα­θόσον τα χωρία παρουσιάζουν μεταξύ τους φαινομενικές διαφορές. Στο χωρίο της διηγήσεως του ιδίου του Ευαγγελιστού Λουκά49 αναφέρεται πως περιέβαλε το Σαύλο ουρά­νιο φως, μέσα στο οποίο ο Σαύλος άκουσε και τη φωνή του ιδίου του Χριστού, ενώ οι συνοδοί του έμειναν άναυδοι, ακούγοντας φωνή, μη βλέποντας όμως κανένα («μηδένα δε θεωρούντες»). Το σχετικό χωρίο της απολογίας του Αποστόλου έμπροσθεν του βασιλέως Αγρίππα50, μας ανα­φέρει κάποια επιπλέον λόγια του Χριστού στο μετέπειτα Απόστολο, αλλά και την πληροφορία πως το φως περιήστραψε όχι μόνον το Σαύλο, αλλά και τους συνοδούς του. Το ανάλογο χωρίο της ομιλίας του Απ. Παύλου προς τους Ιουδαίους των Ιεροσολύμων51, φαίνεται να αναφέρει και αυτό γεγονότα αντίθετα της πρώτης διηγήσεως· ο Από­στολος αναφέρει ότι οι συνοδοί είδαν το φως «και έμφοβοι εγένοντο», δεν άκουσαν όμως τη φωνή αυτού που α­πευθύνθηκε στο Σαύλο. Τη διαφορά αυτή μας την επεξηγεί ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: οι συνοδοί του Σαύλου είδαν βέβαια το φως· η φωνή που άκουσαν δεν ήταν του Κυρίου, αλλά του Σαύλου, δεν μπορούσαν δηλαδή να δουν με ποιον ο Σαύλος μιλούσε52.

Από τη διήγηση αυτή μας ενδιαφέρουν πάντως τα εξής στοιχεία:

1) το ουράνιο φως περιέλαμψε τόσο τον Ιουδαίο, τότε, διώκτη Σαύλο, ό­σο και τους ομόφρονες συνοδούς του.

2) αυτό έγινε σε πε­ρίοδο κατά την οποία ο Σαύλος όχι μόνο δεν πίστευε, αλλά και εδίωκε με ζήλο τους Χριστιανούς.

3) ο μεν νεαρός Ιου­δαίος μετεστράφη και έγινε Απόστολος των εθνών, οι δε συνοδοί του, κατά πληροφορία του Αγίου Χρυσοστόμου, δεν μετεστράφησαν53. Τί ήταν όμως αυτό το φως που περιήστραψε το διώκτη της Εκκλησίας; Ήταν κτιστό φως, κάποιο δηλ. φάσμα, ή άκτιστο φως, όμοιο με αυτό που βλέ­πουν οι Χριστιανοί κατά την πνευματική τελείωση, τη θέωσή τους; Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς χρησιμοποιεί πολλάκις το παραπάνω χωρίο, εντάσσοντάς το στην επι­χειρηματολογία του υπέρ της δυνατότητος θεάσεως του ακτίστου φωτός από τους Αγίους, παραπέμποντας μάλι­στα και στον Άγιο Μακάριο·απευθυνόμενος στον Ακίν­δυνο ρωτά ο Άγιος Γρηγόριος «Τί είναι αυτό που ισχυ­ρίζεσαι και ποια γνώμη μας προτείνεις; Να θεωρήσουμε κτίσμα (τ. έ. δημιούργημα) τη θεότητα που φανερώθηκε στο όρος και το άρρητό της φως, τη δόξα του Θεού, την ίδια τη βασιλεία που τότε ήλθε εν δυνάμει σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου, δηλαδή φανερώθηκε έχοντας παράσχει στους βλέποντες τη δύναμη να δουν τα αθέατα, αυτήν προ­σπαθείς να πείσεις να τη θεωρήσουμε κτίσμα; Επειδή την είδαν με άρρητο τρόπο ο Πέτρος και όσοι ήταν μαζί του και μετά απ’ αυτόν ο Στέφανος, ο Παύλος και στο εξής οι όμοιοι αυτών…»54 κ.ο.κ. Είναι φανερό ότι η δόξα, το φως που είδε ο Σαύλος και που, κατά την ερμηνεία του αγίου Μακαρίου55, τον μετέφερε έως τρίτου ουρανού, ήταν άκτι­στο, αν και ο μετέπειτα Απόστολος δεν πληρούσε τότε ακό­μη τις προϋποθέσεις που ο καθηγητής Καλοκύρης θεωρεί μη παρακάμψιμες, ήταν μάλιστα αβάπτιστος και διώκτης της Εκκλησίας.

Βέβαια η εμπειρία των θεουμένων δεν αποτυπώνεται μόνο μέσα στα κείμενα της Αγίας Γραφής, αλλά και στους βίους των Αγίων, οι οποίοι είναι η ιστορική συνέχεια και η καταγραφή της ακριβούς εφαρμογής του Ευαγγελίου. Υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα εμφανίσεως του ακτίστου φωτός σε μη φωτισμένους πιστούς, κατά το θέλημα του Θεού, είτε για επιτίμηση των απίστων και ενθάρρυν­ση των πιστών είτε για παραδειγματισμό των αμαρτωλών και ασεβών είτε για να γίνει φανερή η αρετή των Αγίων. Ο Άγιος Νήφων, επίσκοπος Κωνσταντιανής της κατ’ Αλεξάνδρειαν, έλαμψε κατά την κοίμησή του με τόση λα­μπρότητα, ώστε όλο το παρευρισκόμενο ποίμνιό του δεν μπόρεσε να σταθεί μέσα στο Ναό και εξήλθε56. Φως περιέλαμψε τον τόπο όπου εκοιμήθη ο Άγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν Σαλός, το οποίο είδαν και οι περίοικοι57. Ο Όσιος Δαβίδ ο εν Θεσσαλονίκη προσευχόμενος κάθε βράδυ πε­ριβαλλόταν από το ίδιο αυτό πυρ, το οποίο γινόταν αντιληπτό από κατοίκους που ζούσαν εκεί κοντά· κάποιος από αυτούς ακολούθησε και το μοναχικό βίο, ο μετέπειτα όσιος Παλλάδιος58. Ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ θέλοντας να δείξει στον ευλαβή κτηματία Νικόλαο Μοτοβίλωφ ποιος είναι ο σκοπός της χριστιανικής ζωής και τί σημαίνει η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος, προσευχήθηκε και έξαφ­να περιέλαμψε και τους δύο άκτιστο φως59. Το σκήνωμα της Αγίας Μάρτυρος Κυράννης έλαμψε κατά το μαρτυ­ρικό της τέλος τόσο, ώστε δεν τολμούσαν οι Τούρκοι και οι Εβραίοι να την πλησιάσουν60. Καί όσο σίγουρο είναι ότι το φως των παραπάνω περιστατικών είναι το άκτιστο φως της Θεότητος61 δηλαδή μερική φανέρωση αυτής της ιδίας της Θεότητος (εννοούμενης ως της θεϊκής ενεργείας και προόδου και όχι της θεϊκής ουσίας), θέμα που αποτε­λεί άλλωστε και το επίκεντρο της ησυχαστικής θεολογίας, άλλο τόσο σίγουρο είναι πως τουλάχιστον οι Τούρκοι βα­σανιστές της Αγίας Κυράννης και οι Εβραίοι πολύ απείχαν από του να είναι άξιοι θεάσεώς του, οι δε πιστοί που το έβλεπαν δεν βρίσκονταν στα μέτρα χαριτώσεως των Αγί­ων οι οποίοι μετείχαν στη χάρη αυτή.

Αν λοιπόν οι Ισραηλίτες οι οποίοι διαρκώς παρόργιζαν το Θεό πριν τη νομοδοσία, αλλά και μετά, τόσο στην έρημο, όσο και στη γη της επαγγελίας62, αξιώνονταν της θείας δόξης, έστω και κατ’ ολίγον, γιατί να στερούνται πα­ντελώς οι Χριστιανοί από τη δυνατότητα θεάσεως μιας μι­κρής ακτίστου ακτίνος, εφόσον και τα ολίγα αναφερθέντα περιστατικά από τα Συναξάρια μαρτυρούν περί του αντι­θέτου; Άλλωστε οι Χριστιανοί δια της χάριτος του Βα­πτίσματος έχουμε αποκτήσει «ομοιότητα» καί δεκτικότη­τα προς το άκτιστο φως της χάριτος63, τουλάχιστον περισ­σότερη του παλαιού Ισραήλ. Αν τόση ήταν η δόξα Κυρί­ου στους Ισραηλίτες, σε λαό «απειθούντα και αντιλέγον­τα»64 και στο Σολομώντα, ο οποίος στο τέλος της ζωής του εξετράπη της ευσεβείας65, είναι παράδοξο που εμφανίζε­ται στον πανίερο Ναό της Αναστάσεως ενώπιον του νέου Ισραήλ, των Χριστιανών, ένα μικρό απαύγασμα της ίδιας άκτιστης δόξας; Άλλωστε αυτή φανερώθηκε στον Πανά­γιο Τάφο ήδη την ώρα της αποκυλίσεως του λίθου66. Λοι­πόν «ει το καταργούμενον» του μωσαϊκού Νόμου είναι «δια δόξης», τότε «πολλώ μάλλον το μένον εν δόξη»67. Και στον Πανάγιο Τάφο λατρεύεται και τώρα, όπως και τότε στο νο­μικό Ναό, εν Πνεύματι και αληθεία ο ίδιος ο Κύριος του Σολομώντος ενανθρωπήσας και η δόξα Του λοιπόν εμφα­νίζεται δικαίως συχνότερα, διότι «ιδού, πλείον Σολομώνος ώδε»68.

Από τα γεγονότα αυτά και μόνον είναι φανερό πως η δόξα Κυρίου εμφανίζεται σε όποιον άνθρωπο ο Κύριος θε­λήσει, σπανίως και σε αναξίους, για λόγους που γνωρίζει ο Θεός. άλλωστε είναι η εμπειρία των θεουμένων (Προ­φητών, Αποστόλων, λοιπών Αγίων) αυτή που αποτυπώνεται στα ιερά κείμενα και διεμόρφωσε το εκκλησιαστικό δόγμα, το οποίο είναι για το λόγο αυτό πάντοτε αληθινό και επίκαιρο και σωτήριο, καθώς δεν είναι καρπός συλ­λογιστικών διαδικασιών, αλλά της ίδιας πάντοτε εν Θεώ εμπειρίας69. Εν πρώτοις πρέπει να επισημάνουμε ότι η«θέα» του ακτίστου φωτός είναι ούτως ή άλλως δωρεά και «πρωτοβουλία» του Θεού, ανέφικτη στις ανθρώπινες δυνάμεις καθ’ εαυτές, το οποίο εξηγεί γιατί και οι θεούμενοι αναφέρονται ως «πάσχοντες τα θεία» και όχι ως «ενερ­γούντες» αυτά. Αντιπροσωπευτικώς παραπέμπουμε στον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή αναφέροντα πως «δεν θα είχε τόση ισχύ ο ανθρώπινος νους να ανέλθει, ώστε να συμμετάσχει σε θεία έλλαμψη, αν δεν τον ήρπαζε ο ίδιος ο Θεός και δεν τον κατεφώτιζε με τις θείες αυγές»70. Αυτή η διαπίστωση βοηθεί να εξηγήσουμε και το γεγονός ότι η έλλαμψη του ακτίστου φωτός στο θεούμενο άνθρωπο ενδέ­χεται να είναι υπέρ την αξία του, εφόσον αυτή επαφίεται κυρίως στο Θεό. Λέγει χαρακτηριστικά ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, επεξηγώντας το ότι ο Μωυσής έθεσε κάλυμ­μα στο πρόσωπό του: «...παλαιά έθεσε ο Μωυσής το κά­λυμμα μεταξύ αυτού και του πωρωμένου Ισραήλ, για να μη δει εύκολα σκοτεινή φύση το κάλλος το απόκρυφο και άξιο ολίγων, μήτε, αφού το πέτυχε εύκολα, εύκολα και να το αποβάλει εξαιτίας της ευκολίας της αποκτήσεώς του. αλλά ώστε φως να συναντήσει το φως που έλκει πάντοτε προς το ύψος δια της επιθυμίας, και νους κεκαθαρμένος να πλησιάσει τον καθαρότατο. και το μεν να φανεί τώρα, το δε υστέρα, ως έπαθλο αρετής και κλίσεως, ήτοι εξομοιώσεως προς αυτόν, από τη ζωή αυτή»71. Η απόκρυψη του θεϊκού κάλλους αποδίδεται εδώ όχι στην αδυναμία του Θεού να φωτίσει τους αναξίους, αλλά στο ασύμφορο μιας τέτοιας φωτοφάνειας για τους τελευταίους. Εφόσον φαί­νεται εκ των βιβλικών και μη γεγονότων το «ανεξάρτητον»72, της χάριτος του Θεού, γιατί αυτή να περιορίζεται στην πε­ρίπτωση του Φωτός του Παναγίου Τάφου; Αν αποδε­χθούμε τις απόψεις του καθηγητού Καλοκύρη για το άκτι­στο φως, πώς θα ερμηνεύσουμε τα παραπάνω αγιογραφικά γεγονότα;

Το ότι το Άγιον Φως του Παναγίου Τάφου εμφανίζε­ται να «εκπέμπεται» από διαφορετικό σημείο του ιερού Κουβουκλίου σε διαφορετικές διηγήσεις αυτοπτών δεν αποτελεί, όπως υποστηρίζει ο καθηγητής Καλοκύρης73, διαφοροποίηση της φαντασίας των τελευταίων, αλλά δια­φοροποίηση της θελήσεως του Θεού για τον καθένα· άλ­λωστε η πρώτη εμπειρία του ακτίστου φωτός, η ονομαζόμενη «έκστασις» προκαλεί στον πάσχοντα τα θεία έλλειψη του προσανατολισμού του74. Αλλά και η άκτιστη θεϊκή δύ­ναμη φανερώνεται όντως διαφορετικά κατά περίπτωση ακόμη και σε όσους έχουν φθάσει σε βαθμό πνευματικής καθάρσεως και θεοπτίας, όπως διαφορετικό κατά περίπτωση, ως προς το χρώμα και το σχήμα λ.χ., εμφανίζεται και το φως του Παναγίου Τάφου75. Αξιοσημείωτα είναι όσα λέγουν οι Νηπτικοί Άγιοι: «Αυτό το φως (της χάρι­τος) κατά καιρούς ανάβει κατά πολύ και λάμπει, και πότε συστέλλεται και στυγνάζει (…). Σε πολλούς εφανερώθηκε το σημείο του Σταυρού δια του φωτός και προσεπάγη στον έσω άνθρωπο. Άλλοτε πάλι την ώρα της ευχής έγινε εν εκστάσει ο άνθρωπος και ευρέθηκε να στέκεται σε θυσιαστή­ριο εκκλησίας και του προσφέρθηκαν τρεις άρτοι76, ως να ήταν ζυμωμένοι με λάδι. Όσο έτρωγε εκείνος, τόσο αυτοί αυξάνονταν και εμεγάλωναν. Άλλοτε πάλι, όπως κάποιο φωτεινό ένδυμα που δεν έχει όμοιό του στη γη, ούτε είναι δυνατόν να κατασκευασθεί από ανθρώπινα χέρια -κατά τον τρόπο που άστραψαν τα ενδύματα του Κυρίου όταν ανέβηκε στο όρος με τον Ιωάννη και τον Πέτρο και μετεμορφώθη-, έτσι ήταν και εκείνο το ένδυμα, και εθαμπωνόταν καθώς ήταν ντυμένος μ’ αυτό77. Σ’ άλλο καιρό φώτιζε συνεχώς στην καρδιά και άνοιγε το ενδότερο και βαθύτερο και απόκρυφο φως»78. Η ποικιλία των εμπειριών αυτών της ακτίστου χάριτος είναι θέλημα Θεού, όπως άλλωστε και η ποικιλία των οράσεων που «έβλεπαν» υπέρ αίσθη­σιν και «νοούσαν» υπέρ νόησιν οι Προφήτες79. Σε πολλά άλλα πατερικά χωρία, τα οποία παραθέτει και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, γίνεται λόγος για το πώς βλέπουν οι κεκαθαρμένοι το δικό τους νου κατά τη διάρκεια της προσευχής. Διακρίνουμε και εδώ την ίδια ποικιλομορφία. λέγει ο Άγιος Διάδοχος Φωτικής: «Δεν πρέπει να αμφι­βάλλει κανείς ότι, όταν ο νους αρχίση να ενεργείται συ­νεχώς από το θείον φως (του αγίου Πνεύματος) γίνεται ολόκληρος ωσάν διαφανής, ώστε να βλέπη άφθονον το φως του»80. Ο Άγιος Νείλος, όμως, τον περιγράφει διαφορε­τικά: «όταν ο νους, αφού αποδυθεί τον παλαιό άνθρωπο, επενδυθεί τον εκ της χάριτος άνθρωπο, τότε και την κατά­στασί του θα τη δει κατά τον καιρό της προσευχής παρό­μοια προς σάπφειρο ή ουράνιο χρώμα, την οποία κατάσταση η Γραφή ονομάζει τόπο Θεού, αυτόν που είδαν οι πρεσβύτεροι κάτω από το όρος Σινά»81. Τα ίδια λέγει και ο Ευάγριος82. Αυτό το ποικιλόμορφο φως, όμως, του νοός των κεκαθαρμένων πιστών, δεν είναι ούτε η ανθρώπινη γνώση, ούτε -κατά τον αιρετικό Ακίνδυνο- κάποιο άλλο παρηγορητικό φως, αλλά κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, που ακολουθεί εν προκειμένω τον Άγιο Γρηγό­ριο το Θεολόγο83, είναι το άκτιστο, το θεϊκό φως: «Και συ­νεπώς το φως του νου που έχει καθαρθεί δια των θείων εντολών, κατά το οποίο γίνεται και ο νους πραγματικά φως, τί άλλο είναι παρά το θεϊκό φως;»84. Άρα η άκτιστη χάρη του Θεού ενδέχεται να «φανερώνεται» ποικίλως και όχι κατά ένα συγκεκριμένο πάντοτε τρόπο.

Πέραν όμως της εμφανίσεως του ακτίστου φωτός καθ’ εαυτήν δεν πρέπει να παραβλέψουμε και τα κτιστά απο­τελέσματά της85 κατά την τελετή του Μ. Σαββάτου, τα οποία είναι αντιληπτά σε όλους πλέον τους παρευρισκομένους και κατά τον ίδιο τρόπο, πράγμα που ίσως δεν συμβαίνει με την ακτίνα της θεϊκής λάμψεως του Φωτός αυτού86. Είναι μάλιστα αυτά τόσο γνωστά και μαρτυρούμενα απ’ όλους, ώστε δεν επιδέχονται αμφισβήτηση· το αυτόματο άναμμα όλων των κανδηλών του Αγίου Κουβουκλίου και της Ρο­τόντας γύρω απ’ αυτό, όπως και των κεριών πολλών πα­ρευρισκομένων Χριστιανών, αλλά και το γεγονός πως η φλόγα των κεριών που άναψαν θαυματουργικά αρχικώς δεν προκαλεί καύση (γεγονότα που μας παραπέμπουν σε περιστατικά της Αγίας Γραφής)87, είναι γεγονότα καταγε­γραμμένα όχι μόνο γραπτώς αλλά και σε φωτογραφίες και σε μαγνητοσκοπήσεις. Είναι δυνατόν τα γεγονότα αυτά που έστρεψαν πολλούς Χριστιανούς από την απιστία στην πίστη μέχρις ακόμη και στη μοναχική βιοτή, να είναι ομαδι­κή παραίσθηση, λαμβάνουσα χώρα κατ’ έτος την ίδια ημέ­ρα και ώρα σχεδόν σε όλους; Μη γένοιτο! Τα αισθήματα χαράς και πίστεως των πιστών, η ενθάρρυνση των Αγιοταφιτών Πατέρων και των Προσκυνητών και η επιβε­βαίωση της υπεροχής της Ορθοδοξίας, δηλ. της αληθεί­ας, έμπροσθεν των αριθμητικώς υπερεχόντων αλλοπίστων και αλλοδόξων δύναται να είναι έργο πλάνης, ανθρώπι­νης ή μη88; Πώς να παραδεχθούμε για το Άγιον Φως από­ψεις που ούτε οι μονοφυσίτες Αρμένιοι και Κόπτες δεν τολμούν να διατυπώσουν, αντιθέτως αναμένουν και αυτοί να παραλάβουν το Άγιον Φως από τον Ορθόδοξο Πα­τριάρχη «μετά φανών και λαμπάδων» και να το μεταδώσουν στους πιστούς τους;

β) Το θαύμα ενώπιον και απίστων

Η γνώμη του καθηγητού Κ. Καλοκύρη πως η επιτέλε­ση θαυμάτων έμπροσθεν απίστων αποτελεί εξαναγκασμό των τελευταίων στο να πιστεύσουν, μάλλον έλκει τη θε­μελίωσή της από τα ευαγγελικά χωρία Ματθ. 13, 58 και Μάρκ. 6, 5.6, όπου αναφέρεται πως ο Κύριος δεν επιτέλεσε δυνάμεις σε περιοχές που κυριαρχούσε η απιστία, εξ αιτίας αυτής ακριβώς της απιστίας. Πράγματι, και οι ερμη­νείες αιτιολογούν τη στάση αυτή βάσει της φιλανθρωπίας του Κυρίου, ο Οποίος δεν ήθελε να καταλογισθεί στους απίστους μία ακόμη καταφρόνηση της παρουσίας Του89. Ωστόσο η πίστη αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση εκ μέ­ρους του πιστού χάριν του οποίου το θαύμα επιτελείται90 και όχι εκ μέρους παντός παρευρισκομένου. Γι’ αυτό η πα­ραπάνω γενίκευση του συγγραφέως αδυνατεί να εξηγή­σει την επιτέλεση πλήθους άλλων θαυμάτων παρουσία των εχθρών του Χριστού, θαυμάτων δε που επρόκειτο να τους σκληρύνουν ακόμα περισσότερο – προοπτική που οπωσ­δήποτε δε διέφευγε της παντογνωσίας του Κυρίου. Μή­πως το μεγαλύτερο θαύμα, η επί γης οικονομία του Κυρί­ου, το μόνον «καινόν υπό τον ήλιον», δεν επρόκειτο να προκαλέσει γενικώς την πνευματική ανάσταση αλλά και την πτώση πολλών εν τω Ισραήλ91; Και όμως δεν ανεστάλη για το λόγο αυτό. Ο Χριστός θεράπευσε τη συγκύπτουσα ενώ­πιον του αρχισυναγώγου, ο οποίος ωστόσο Τον κατηγόρησε για καταπάτηση του Σαββάτου92.επίσης ανέστησε το Λάζαρο, αν και αυτό υπήρξε η αφορμή να λάβουν οι αρχιε­ρείς και οι Φαρισαίοι την τελειωτική απόφαση να τον θα­νατώσουν93.

Κατά τη Σταύρωση του Χριστού σημειώθη­καν, ως γνωστόν, φοβερά σημεία, όπως το σκότος, η διάρ­ρηξη του καταπετάσματος, και κατόπιν η ίδια η Ανάστα­σή Του. Και όμως δεν επίστευσαν οι σταυρωτές Του κατ’ ανάγκην, αντιθέτως εδίωξαν την πρώτη Εκκλησία, πλην ολίγων που μετενόησαν και επίστευσαν στο κήρυγμα των Αποστόλων94. Άλλωστε και στη διδασκαλία Του ο Κύριος δεν απέκρυπτε την αλήθεια περί της Θεότητός Του, μολο­νότι αυτό παρακινούσε τους Φαρισαίους στη θανάτωσή Του95. Ο Θεός δεν δεσμεύεται από την κακία των ανθρώ­πων στην ενέργεια των έργων της προνοίας Του, η οποία εξυπηρετεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη σωτηρία μας. Είναι φανερό από τα πλήθη των θαυμάτων του Κυρί­ου ότι αυτά δεν εξανάγκασαν κανένα να πιστεύσει, πολ­λοί μάλιστα τα διέβαλλαν ως έργα δαιμονικά, εξ ου και τα κυριακά λόγια περί βλασφημίας του Αγίου Πνεύματος96. αν οι εχθροί της πίστεως με αφορμή τα θαύματα σκληρύνονται ακόμη περισσότερο «τους οφθαλμούς καμμύοντες», είναι αποκλειστικώς ευθύνη δική τους. «έκαστος δε πει­ράζεται υπό της ιδίας επιθυμίας εξελκόμενος και δελεαζόμενος»97 και αμαρτάνει. Ο Θεός επιτελεί τα θαύματα όπου κρίνει πανσόφως ότι είναι αναγκαία, ιδιαίτερα για την μεταστροφή των απίστων98, μολονότι προγνωρίζει το ότι με­ρικοί εξ αυτών ιδία υπαιτιότητι θα σκληρυνθούν, όπως έγινε χαρακτηριστικώς στην περίπτωση των δέκα πληγών του Φαραώ99. Παρομοίως και η όραση ενός μικρού απαυ­γάσματος της ακτίστου θεϊκής δόξης δεν υποχρέωσε ούτε τους Ισραηλίτες ούτε το Σολομώντα, ούτε το ιουδαϊκό Συ­νέδριο ούτε και τους συνοδούς του Σαύλου να πιστεύσουν ή να παραμείνουν πιστοί, όπως αναπτύχθηκε ανωτέρω. Όταν ο συγγραφεύς παραπέμπει (σ. 229) στην επιτίμηση του Κυρίου προς τον Απόστολο Θωμά, που επίστευσε επει­δή τον είδε100, και σε ρητό του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου που λέγει ότι «η δύναμη της πίστεως δεν χρειά­ζεται πλέον τη συμμαχία του θαύματος»101, ουσιαστικά συμ­φωνεί με τη θέση μας πως το θαύμα προορίζεται για τους ασθενείς τη πίστει, λόγο για τον οποίο και ο Κύριος εμφα­νίσθηκε στον Απόστολο Θωμά.

holy fire

 4. Οι απόψεις του καθηγητού Χρ. Γιανναρά

Παρόμοιες απόψεις με τον καθηγητή Κ. Καλοκύρη εξέ­φρασε προ καιρού και ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς. σε άρθρο του102 συγκαταλέγει την κατ’ αυτόν «παγανιστι­κή τελετουργία» της μεταδόσεως του Αγίου Φωτός («μα­γικής φλόγας με πατέντες θαυματουργού προέλευσης») από τα Ιεροσόλυμα στις ανά τον κόσμο Ορθόδοξες Εκκλησίες, στα φαινόμενα «θρησκευτικού πρωτογονισμού» που συνοδεύουν τις εορταστικές εκδηλώσεις των αγίων ημερών του Πάσχα, και αποπροσανατολίζουν απ’ αυτό. Κατά τον καθηγητή «Το σημερινό Πατριαρχείο Ιεροσολύμων φαίνεται να εισηγείται μια καινούρια αιρετική διδασκαλία «μετουσίωσης» (transubstantiatio) αυτής και μόνο της δικής του φλόγας κατά παγκόσμια αποκλειστικότητα. Προσφέρει θαύμα που συντελείται τακτά κάθε χρόνο στον ίδιο τόπο και παράγει αισθητό είδωλο λατρείας για λαϊκή κατανάλωση». Ακολούθως αποδίδει την προβολή του θαύματος αυτού στην παρακμή του Πατριαρχείου και στην ανάγκη επιβίωσής του (επίσης γράφει περί μουσειακής συντηρήσεως του Πατριαρχείου, διολισθήσεως στην ειδωλολατρία, τεχνικών μεθοδευμένης δημοσιότητος κ.ά.). Όπως ίσως νομίζει ο καθηγητής Χρ. Γιανναράς, θεολογικές απόψεις του οποίου για ορισμένα θέματα καταδικάσθηκαν από την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους103, είναι αδύνατη η περιοδική επιτέλεση του ιδίου θαύματος, πράγμα που νο­μίζουμε ότι αποδείχθηκε ανωτέρω ως μη ακριβές, βάσει τουλάχιστον της Αγίας Γραφής. Αλλά και οι εκδηλώσεις ευσεβείας καθενός ανθρώπου δεν μπορούν να κρίνονται με βεβαιότητα παρά μόνον από τους Αγίους, τους έχοντας το Πνεύμα104, δυνάμει του οποίου κρίνουν τους πλησίον βάσει της προαιρέσεως με την οποία εκείνοι ενεργούν105. Για να φανεί δε πως αυτό που στα μάτια μας σήμερα φαίνεται ως θρησκευτικός πρωτογονισμός δεν είναι έτσι πάντως και στην εκκλησιαστική και στη ρωμέηκη παράδοση, κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε ένα αντιπροσωπευτικό από­σπασμα από το Συναξάριο του Αγίου Νεομάρτυρος Θεο­δώρου του Νέου (Μυτιλήνη, 17 Φεβρ. 1795): «Το δε αίμα εκείνο και αφ’ ου ενεκρώθη το Μαρτυρικόν εκείνο και αθλητικώτατον σώμα, έσταζεν από το ιερόν του γόνατον τρεις ημέρας αράδα και οι Χριστιανοί τρέχοντες και πάντα φόβον απορρίπτοντες (εν. των Τούρκων), επλησίαζαν και κόπτοντες καθ’ ένας μέρος από το υποκάμισον του Μάρτυρος, το εβουτούσαν εις το αίμα εκείνο και το έπαιρναν εις τα οσπήτιά τους με μεγάλην ευλάβειαν, και πολλοί εξ αυτών κηρύττουν, ότι εθεραπεύθησαν από παροξυσμούς και άλλας ασθενείας, ευθύς οπού έπιαν από το απόνιμμα εκείνο του Μαρτυρικού αίματος και απεκαλέσθησαν(sic) εκ πίστεως την αντίληψιν του Αγίου»106. Η ενέργεια αυτή των Χριστιανών107 θα φαινόταν στους συγχρόνους ουμανιστές της Δύσεως όντως «πρωτογονισμός», ωστόσο το θεοφόρο αίμα και τα χαριτόβρυτα λείψανα των Μαρτύρων είναι ο στολισμός «πορφύρας και βύσσου» όλης της Εκκλησίας και το θε­μέλιο κάθε Ιερού Ναού, ακόμη και αν ο μάρτυς δεν είναι τοπικός (ούτε και εδώ έχουμε, συνεπώς, όπως δεν έχουμε και στη μεταφορά του Αγίου Φωτός, εισπήδηση στην «κά­θε τοπική ευχαριστιακή σύναξη», αλλά διανομή ενός αγιαστικού μέσου). Γιατί ομαδοποιούνται οι προσκυνητές του Παναγίου Τάφου και θεωρούνται συλλήβδην ανίκανοι να διακρίνουν το «θρησκευτικό πρωτογονισμό» που βλέπει ο καθηγητής Γιανναράς; Μήπως ο «όχλος ούτος ο μη γινώσκων τον νόμον» χαρακτηρίζεται αδίκως για μία ακόμα φορά «επικατάρατος»108; Μήπως δεν είναι η μαρτυρία του πληρώματος της Εκκλησίας εκείνη στην οποία βασίζεται και η αναγνώριση των Αγίων και για το λόγο τούτο αποθησαυρίζεται αυτή στα Συναξάρια τους;

Η καλή απιστία έναντι των έκτακτων «υπερφυσικών» φαινομένων είναι σαφώς υποχρεωτική και σύμφωνη προς το αποστολικό παράγγελμα περί δοκιμής των πνευμάτων «ει εκ του Θεού εστιν»109. Μήπως όμως ο χαρακτηρισμός ενός συνεχιζομένου θαύματος που λαμβάνει οφθαλμοφανώς και μεμαρτυρημένως χώρα (και δη υπό την εποπτεία ενός ολοκλήρου Πατριαρχείου), ως εκφράσεως «θρησκευτικού πρωτογονισμού», ενδέχεται να οδηγήσει σε σκανδαλισμό αδύναμων ψυχών και σε γενική απιστία ως προς όλα τα θαύματα; Εδώ απαιτείται προσοχή, φρονούμε ταπεινώς, διότι το συνοδικό ανάθεμα110 ορίζει σαφώς τη γενική στά­ση των Χριστιανών έναντι των θαυμάτων και ενδέχεται να οδηγηθούμε σταδιακώς σε παράβαση της εκκλησιαστικής πίστεως.

Επίλογος

Όλη η ευλογία και χάρις που επισκιάζει τους Αγίους, τους Θεοβάδιστους Τόπους, στηρίζει την Αγιοταφιτική Αδελφότητα στο έργο της διαφυλάξεως των Ιερών Προσκυνημάτων. Οι σημερινοί Ακρίτες της Ρωμηοσύνης, οι αγωνιζόμενοι «για να φυλάξουν αυτή τη φλούδα» της Αγίας Γης «απ’ το τσακάλι» των ετεροδόξων «και την αρκούδα» των ετεροθρήσκων δεν έχουν ίσως οι ίδιοι τόση ανάγκη θαυμάτων. Η εκεί παρουσία τους είναι από μόνη της ένα θαύμα (οι επισκέπτες το γνωρίζουν). Όμως η στή­λη πυρός εμφανίζεται κατ’ ελάχιστον και στο νέο Ισραήλ, όπως και στον παλαιό, ώστε και τα έθνη να αναγνωρίζουν την ύπαρξη του Θεού στην Ορθοδοξία και να ομολογούν, όπως και οι παλαιοί Χαναναίοι στο πρόσωπο της Ραάβ: «έχοντας ακούσει αυτά εκπλαγήκαμε από καρδίας και δεν απέμεινε πια θάρρος σε κανένα μας ενώπιόν σας, γιατί ο Κύριος ο Θεός σας είναι ο Θεός στον ουρανό, άνω, και στη γη, κάτω»111.

 με βίντεο Εδω: entaksis


1.Ιεζ. 44, 4.

2. Γεννάδιος Σχολαριος, Περί θείου προορισμού 4,12 εν L.Petit -X.A.Siderides – Μ. Jugie, Γεωργίου Σχολαρίου άπαντα τα ευρισκόμενα, τόμ. 1,Paris 1928,44930-35,PG 160,1146· «Αλλ’ ου δουλεύει (ο Θεός) τοις υπ’ αυτού τεθειμένοις νόμοις καθάπαξ τοις κτιστοίς και μετά των κτι­σμάτων ηργμένοις, καιροίς δε ιδίοις και περιστάσεσιν ιδίαις τούτους μεταποιεί προς το βέλτιον ή το χείρον τοις εντεύθεν ωφελησομένοις ή βλαψομένοις αξίως, και της χρείας του προσκαίρως μεταβαλείν ευθύς πεπαυμένης, ως την αρχήν ετάχθησαν αύθις σώζονται».

3. Μάρκ. 16,17.18.4. Ιω. 14,12.5. Εβρ. 2,4. Βλ. και Β’ Κορ. 12,12.6. Β’ Κορ. 13,

4. Βλ. Αγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, Οτι ουκ ακίνδυνον τοις ακροαταίς το σιγάν τα λεγόμενα εν Εκκλησία 7, PG 51,108· «Ουκούν αναμφισβήτητος η απόδειξις της αναστάσεως. Όπερ γαρ έλεγον, και πάλιν ερώ, ει ετετελευτήκει ο Χριστός, και ουκ ανέστη, έδει και τα σημεία τελευτήσαι και αποσβεσθήναι· νυνί δε ου μόνον ουκ απεσβέσθη, αλλά και λαμπρότερα και ενδοξότερα γέγονε μετά ταύτα».

5. Ο Αυ­τός, Εις την προς Εβραίους 4, PG 63, 33· «Τουτέστιν, ουχ απλώς επιστεύσαμεν εκείνοις (τοις Αποστόλοις), αλλά δια σημείων και τεράτων. Ώστε ουκ εκείνοις πιστεύομεν, αλλ’ αυτώ τω Θεώ».

7. Συνεπώς αυτό ήκιστα δεικνύει αναγνώριση της δυνατότητος σω­τηρίας στις ομολογίες αυτές· χαρακτηριστικό προς τούτο είναι μεταξύ άλλων κειμένων και το εξής: Οσιος Μελέτιος ο Γαληςιωτης, Αλφαβηταλφάβητος 190, 12-15 εν Αρχιμ. Θεοφ. Σιμοπουλος, Μελέτιος ο Γαλησιώτης, Αθήναι 1978, σ. 512· «αλλά και των αιρετικών πολλοί θαυματουργούσι, |το δ’ αληθέστερον ειπείν δαίμονες δια τούτων, |ίνα τη πλάνη μένωσιν αεί κεκρατημένοι, |και δια τούτων έτεροι μετάγωνται προς ταύτην». Βλ. και Ματθ. 7, 22.23 και ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ο ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ, Περί της εν Χριστώ ζωής 7, 3, ΕΠΕ-Φ 22,588.

8. Ματθ. 7,16-20.

9. Ματθ. 24, 24, Β’ Θεσ. 2, 9-12.

10. Βλ. ενδεικτικώς Σπ. Γ. Μακρης, «Φως Άγιον», εν Θρησκευτι­κή και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία 12 (1968), στ. 13ε.

11. Τέσσερις, διότι τις δύο εξ αυτών τις λαμβάνουν οι αιρετικοί, για να μεταδώσουν το Άγιον Φως στο δικό τους ποίμνιο.

12. Αρχιμ. Σάββας Αχιλλεως, Είδα το Άγιο Φως, Αθήναι 1993, σ. 127εε.

13. Έξοδ. 40, 32.

14. Έξοδ. 16,35.

15. Δευτ. 8,4.29,4· «και ήγαγεν υμάς τεσσαράκοντα έτη εν τη ερήμω· ουκ επαλαιώθη τα ιμάτια υμών, και τα υποδήματα υμών ου κατετρίβη από των ποδών υμών».

16. Πρβλ. Ιω. 5,2-4.

17. Κωνσταντίνος Κ. Καλοκύρης, Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα του Ναού της Αναστάσεως Ιεροσολύμων και το θέμα του Αγίου Φω­τός, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1994 (εις το εξής Κ. Κα­λοκύρης, Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα).

18. Αυτό όμως δε σημαίνει πως αποκλείεται να έχει ξεκινήσει το θαύμα αργότερα.

19. Πρακτική που βεβαιώνει ωστόσο λ.χ. ο γέρων Μητροφάνης, και μάλιστα το ότι ο έλεγχος δεν γίνεται από Ορθοδόξους, στοιχείο που δεν παρουσιάζει ο συγγραφεύς. Βλ. Αρχιμ. Σάββας Αχιλλεως, ενθ’ ανωτ., σ. 87εε.

20. Έτσι χρονολογεί το βίο του Αγίου Θεοδώρου του Σαββαΐτου, όπου αναφέρεται το ουράνιο φως, ο Στ. Παπαδόπουλος, «Θεόδωρος ο Σαββαΐτης», εν Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία 6 (1965), στ. 226.

21. Ιστορία περί των εν Ιεροσολύμοις πατριαρχευσάντων 2, 1, 10, Εισαγωγή Αρχιμ. Ειρηναίου Δεληδήμου, εκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1982, τόμ. Α’ καί Β’, σ. 259ε· «…αλλ’ επειδή και ότε γεγόνασι τα εγκαίνια του Ναού του αγίου τάφου, συνέβη είναι την δεκάτην τρίτην του Σεπτεμβρίου μηνός, έμεινε γίνεσθαι ομού την εορτήν των εγκαινί­ων και της υψώσεως ημέρας οκτώ, ότε και είρχοντο εις προσκύνησιν των αγίων τόπων οι ορθόδοξοι αφ’ όλης της Οικουμένης, ει και ύστε­ρον δια το ουράνιον φως του αγίου τάφου μετετέθη η τοιαύτη των Χρι­στιανών προσκύνησις εις το Άγιον Πάσχα· ίνα δε ορώσιν οι Χριστια­νοί και το τίμιον ξύλον, εγένετο συνήθεια γίνεσθαι και ετέραν ύψωσιν εις την τρίτην Κυριακήν της αγίας Τεσσαρακοστής, ήτις και προσκύνησις μάλιστα λέγεται».

22. Εάν λάβουμε (προχείρως) ως terminum ante quem το θάνατο του Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου (825 μ.Χ.), ο οποίος έγραψε τον κανόνα της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως. Βλ. και Βλ. Φειδας, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμ. Β’, Αθήναι 1994, σ. 657.

23. Πρβλ. Δευτ. 19,15, Ματθ. 18,16.

24. Όπως άλλωστε παραδέχεται και ο ίδιος ο συγγραφεύς (σ. 156 υποσημ.). Περί του καλβινισμού του Κοραή βλ. Πρωτοπρεσβύτερος Ιω. Ρωμανιδης, Ιστορικοδογματική Εισαγωγή, εν Γρηγοριου του Παλα­μά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων Τριάς Α’, Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέ­ρες της Εκκλησίας, τ. Α’, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 19-22.

25. Επίσης Πρωτοπρεσβύτερος Θ. Ζήσης, Επόμενοι, τοις θείοις Πατράσι, Πατερικά 1, εκδ. «Βρυέννιος», Θεσσαλονίκη 1997, σ. 89εε, όπου και περί του αντεκκλησιαστικού πνεύματος του Κοραή εν γένει.25. Άλλωστε και στα κείμενα που παραθέτει ο συγγραφεύς είναι φανερό πώς ορισμένοι των προσκυνητών έβλεπαν μόνον το άναμμα των κανδηλών (κτιστό αποτέλεσμα) και όχι το ίδιο το ουράνιο (άκτιστο) φως· Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα, σσ. 186ε. 192ε.

26. Πρβλ. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α’, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 126ε. 213.

27. Στα κεφάλαια 19 έως 32 η νομοδοσία και στο 34ο η αποκατά­σταση της Διαθήκης μετά τη «μοσχοποίηση».

28. Περί του λαού βλ. Έξοδ. 19, 12.13.21-23. 20,18.34, 3. Περί των προκρίτων βλ. Έξοδ. 24,1.9.10 και περί του Μωυσέως και του Ιησού του Ναυή Έξοδ. 19,20.24 20, 21. 24,2.15.18. Δευτ. 5,4.5.

29. Πρωτοπρεσβύτερος Ιω. Ρωμανιδης, Δογματική, ένθ’ άνωτ., σ. 67· «…ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος…αναφέρει (εν. προφανώς στα PG 35,496.1068 και PG 36,192) ως παράδειγμα την μετά του Μωυσέως ανάβασιν των προκρίτων του Ισραήλ εις το Όρος Σινά και τονίζει την ύπαρξιν βαθμίδων τελειώσεως και θεογνωσίας εις την κορυφήν των οποίων ίσταται ο είσω της νεφέλης γενόμενος Μωυσής. Οι εκτός της νεφέλης όμως είχον και αυτοί υπό διαφόρους μορφάς μέθεξίν τινα της προς τον Μωυσέα αποκαλύψεως του Θεού. Ούτως η δόξα, η μεγαλειότης, ή η νεφέλη φωτεινή διαιρείται ενικώς και κατά την αξίαν συνάπτεται τοις αξίοις διαιρετώς». Βλ. και αυτόθι, σ. 79- «Η μέθεξις και γνώσις αυτή της θεότητος υπό των θεουμένων διαφέρει εις βαθμόν α­ναλόγως με το στάδιον τελειότητος». Πρβλ. Ant. Παπαδόπουλος, Θεολογική γνωσιολογία κατά τους Νηπτικούς Πατέρας, Ανάλεκτα Βλατάδων 25, εκδ. Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών, Θεσσα­λονίκη 1977, σ. 38· «Η θεία αυτή εμπειρία (του φωτός) δίδεται εις έκαστον πιστόν κατά το μέτρον της πίστεως, ημπορεί δε να είναι άλλοτε ολιγώτερον και άλλοτε περισσότερον μεγάλη, αναλόγως της αξίας εκεί­νων, οι οποίοι δοκιμάζουν ταύτην».

30. Βλ. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΙΩ. Ρωμανιδης, Ιστορικοδογματική Εισαγωγή, ενθ’ ανωτ., σ. 117· «Δια την Αγίαν Γραφήν και τους Πατέρας η είσοδος του Μωυσέως, των προφητών και των εν Θαβώρ απο­στόλων εις την φωτεινήν νεφέλην, την δόξαν, την βασιλείαν, τον λαμπρινόν γνόφον, το φωτεινόν σκότος, τον τόπον όπου κατοικεί ο Θεός, την στήλην πυρός, την στήλην νεφέλης, ως και η μέθεξις των πυρίνων γλωσσών της Πεντηκοστής σημαίνουν όλα την φανέρωσιν και μέθεξιν εις την θεότητα του Χριστού, του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος και αποτελούν την υψίστην μορφήν της αποκαλύψεως και την όλην βάσιν της Πατερικής θεολογίας, συνιστούν δε αυτήν ταύτην την θέωσιν ή θεοπτίαν ή θεωρίαν της ακτίστου ενεργείας και παρουσίας του Θεού».

31. Γλαφυρά εις την Έξοδον 3, Περί της εν τω όρει Σινά καθόδου 1, PG 69, 500Α.Β· «επειδήπερ αυτούς εκ της αρχαίας εκείνης και βεβήλου ψευδολατρείας εις επίγνωσιν αληθείας ανακομίζειν ήθελεν ο δημιουργός, ίνα μη δοκή εν τω μη όντι λατρεύειν Θεώ ταις του Μωυσέως φωναίς πεφενακισμένοι (sic) ταύτη τοι χρησίμως και της εν τύποις αυ­τούς θεοπτίας άξιοι. Βεβαιοτέρα γαρ πίστει τιμάσθαι φιλεί τα ορώμε­να. Καθικνείσθαι δη ουν αναφανδόν επαγγέλλεται, και ουκ εις μακράν. Ίνα δε ειδείεν ότι τοις εις τούτο τιμής κεκλημένοις, ως κατηκόους τε άμα και θεωρούς γενέσθαι Θεού, ήγουν της θείας αυτού και απορρή­του δόξης, έδει πάντως και της αυτώ φιλαιτάτης αγνείας, και σαρκικής μεν ακαθαρσίας απαλάττεσθαι πρέπειν…»

32. Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Υπέρ των ιερών ησυχαζόντων 1, 3,6.7. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα, (Εις το εξής: Π. Χρήστου, Συγγράμματα) τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 416· «Εκείνην μεν ουν αισθητοίς οφθαλμοίς υποκειμένην αισθητήν ανάγκη λέ­γειν, καθάπερ ταύτην νοητήν, νοητοίς υποκειμένην όμμασι και εντός ημών ενεργουμένην. Αλλ’ ουδ’ εκείνη αισθητή απλώς υπήρχεν, ει και τω προφητικώ επεφαίνετο προσώπω, είπερ την δόξαν του φωτός του προσώπου Μωυσέως νυν εν τη ψυχή, κατά τον άγιον Μακάριον, δέχονται οι άγιοι. Το αυτό δ’ ούτος και δόξαν του Χριστού καλεί και υπέρ αίσθησιν ηγείται, ει και κατ’ αίσθησιν εφάνη».

33. Έξοδ. 34, 29-35, Β’ Κορ. 3, 7.13. Περί της δόξας του προσώπου Μωυσέως βλ. ΑΓΙΟΣ Κύριλλος Αλεξάνδρειας, Γλαφυρά εις την Έξοδον 3, Περί του καλύμματος του εν τω προσώπω Μωσέως, PG 69,536C «Επειδή δε τη του θείου φωτός προσβολή κατηγλάιστο λοιπόν το Μωσέως πρόσωπον, εν ημέραις τεσσαράκοντα προσεδρεύοντος, και των ανθρωπίνων ηφειδηκότος αυτών, αγνοούσι προς την θέαν οι απόλεκτοι των εξ Ισραήλ, και προ γε των άλλων Ααρών. Αποφοιτώντας δε ήδη και εις φυγήν τραπομένους επιστρέφει Μωσής, προσελάλει τε ούτω τοις υιοίς Ισραήλ, προκαθιστάς του προσώπου το κάλυμμα, και του θείου φωτός την προσερχομένην ακτίνα τοις κατασκιάσμασι μόλις φορητήν τοις όχλοις αποτελών».

34. Βλ. Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ένθ’ ανωτ.

35. Αριθμ. 14, 33, Ψαλμ. 94, 8-10, Αμώς 2,10.

36. Έξοδ. 40, 30-32· «Ηνίκα δ’ αν ανέβη η νεφέλη από της σκηνής, ανεζεύγνυσαν οι υιοί Ισραήλ συν τη απαρτία αυτών· ει δε μη ανέβη η νεφέλη, ουκ ανεζεύγνυσαν έως ημέρας, ης ανέβη η νεφέλη· νεφέλη γαρ ην επί της σκηνής ημέρας και πυρ ην επ’ αυτής νυκτός εναντίον παντός Ισραήλ εν πάσαις ταις αναζυγαίς αυτών». Βλ. και Αριθμ. 9,15-21.

37. Έξοδ. 13,21.22.14,19.20.

38. Επειδή και ο ρυθμός της πορείας του Ισραήλ στη σιναϊτική χερσόνησο καθοριζόταν από τη νεφέλη (βλ. Αριθμ. 9,15-21), εξηγείται το γιατί η πορεία αυτή μέσα στην έρημο διήρκεσε τεσσαράκοντα χρόνια·βέβαια αυτό έγινε και προς τιμωρία των Ισραηλιτών. Βλ. Αριθμ. 14, 26-38.

39. Έξοδ. 33,8-11.

40. Πρωτοπρεσβύτερος Ιω. Ρωμανίδης, Ιστορικοδογματική Εισα­γωγή, ένθ’ ανωτ., σ. 111-119.

41. Αυτόθι, σ. 120.

42. Αριθμ. 14,14· «αλλά και πάντες οι κατοικούντες επί της γης ταύ­της ακηκόασιν, ότι συ ει Κύριος εν τω λαώ τούτω, όστις οφθαλμοίς κατ’ οφθαλμούς οπτάζη Κύριε, και η νεφέλη σου εφέστηκεν επ’ αυτών, και εν στύλω νεφέλης συ πορεύη πρότερος αυτών την ημέραν και εν στύλω πυρός την νύκτα.

43. Β’ Παραλ. 5,13.14. Πρβλ. Γ’ Βασ. 8,10-12.

44. Β’ Παραλ. 7,1-3· «Και ως συνετέλεσε Σαλωμών προσευχόμενος, και το πυρ κατέβη εκ του ουρανού και κατέφαγε τα ολοκαυτώματα και τας θυσίας, και δόξα Κυρίου έπλησε τον οίκον. Και ουκ ηδύναντο οι ιερείς εισελθείν εις τον οίκον Κυρίου εν τω καιρώ εκείνω, ότι έπλησε δόξα Κυρίου τον οίκον. Και πάντες οι υιοί Ισραήλ εώρων καταβαίνον το πυρ, και η δόξα Κυρίου επί τον οίκον, και έπεσον επί πρόσωπον επί την γην επί το λιθόστρωτον και προσεκύνησαν και ήνουν τω Κυρίω, ότι αγαθόν, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού».

45. Πράξ. 6,15· «και ατενίσαντες εις αυτόν άπαντες οι καθεζόμενοι εν τω συνεδρίω είδον το πρόσωπον αυτού ωσεί πρόσωπον αγγέλου».

46. Πράξ. 6,12.13. 7,57-60.

47. Ο Άγιος Γρηγόριος αναφέρει το παράδειγμα του Πρωτομάρτυρος, όπως και του Μωυσέως και της Οσίας Μαρίας της Αιγύπτιας, για να δείξει ότι και το σώμα μετέχει στη χάρη που ενεργείται στον νου. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,31 Π. Χρήστου, Συγγράμματα, τόμ. 1,442· «Ούτως ώφθη το αισθητόν πρόσωπον Στεφάνου ωσεί πρόσωπον αγγέλου· και γαρ ένδοθεν αυτώ ο νους αγγελομιμήτως τε και αγγελοπρεπώς, είτε κατ’ επιβολήν είτε κατά παραδοχήν ενούμενος τω υπερανωκισμένω του παντός φωτί κατά μέθεξιν απόρρητον, αγγελοειδής εγίγνετο». Βλ. Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Εις τας Πράξεις 15,1 PG 60, 121· «Ούτως έστι και εν ελάττονι όντας βαθμώ λάμπειν… Τούτο άρα η χάρις ην, τούτο και η δόξα Μωυσέως ην». Θεοφύλακτος, Εξηγήσεις εις τας Πράξεις 6, PG 125, 604A· «ατενίσαντες δε εις αυτόν πάντες οι εν τω συνεδρίω είδον το πρόσωπον αυτού ωσεί πρόσωπον αγγέλου. Επίχαριν εποίησεν αυτόν ο Θεός. Επειδή γαρ έμμελέ τινα ερείν, ίνα ευθέως τη προσόψει καταπλήξη αυτούς, εδόξασεν αυτού το πρόσωπον. Έστι γαρ και πρόσωπα χάριτος γέμοντα πνευματικής, επέραστα τοις ποθούσιν, αιδέσιμα δε τοις εχθροίς».

48. Πράξ. 9,1.

49. Πράξ. 9,1-18.

50. Πράξ. 26,12-20.

51. Πράξ. 22, 6-16.

52. Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Εις τας Πράξεις 47, 2 PG 60, 328.329· «Ουκ έστι τούτο εναντίον φωναί γαρ δύο ήσαν, η Παύλου και η του Κυρίου· την φωνήν τοίνυν εκεί του Παύλου λέγει, ενταύθα δε και προσέθηκεν ειπών· «την φωνήν ουκ ήκουσαν του λαλούντος μοι». Ουκούν το «μηδένα θεωρούντες», ου του ιδείν, αλλά του μη ακούσαι δηλωτικόν εστιν· ου γαρ είπεν ότι το φως ουκ έβλεπον, αλλά «μηδένα θεωρούντες ειστήκεισαν»· τουτέστι «λαλούντα».

53. Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Εις τας Πράξεις 47, 2 PG 60, 329· «Εμοί γουν δοκεί και οικονομικώς εκείνους μη πιστεύσαι, ώστε είναι μάρτυρας αξιοπίστους».

54. Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Αντιρρητικός 2, (15) 68 Π. Χρήστου, Συγγράμματα 3,133. Βλ. επίσης Ο Αυτός, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3,1,40, Π. Χρήστου, Συγγράμματα 1,652. 0 Αυτός, Περί θείας και θεοποιού μεθέξεως 20 Π. Χρήστου, Συγγράμματα 2,154 – 155.

55. Πρόκειται περί της εμπειρίας που διηγείται ο Απόστολος στο Β’ Κορ. 12,1-6. Αγιος Μακάριος, Περί ελευθερίας νοός 23, PG 34,957ΑΒ· «και τω μακαρίω Παύλω το ελλάμψαν εν τη οδώ φως, δι ου και εις τρί­τον ουρανόν ήρται και μυστηρίων αλαλήτων ακουστής εγένετο, ου νοημάτων και γνώσεως φωτισμός ην, αλλά δυνάμεως του αγαθού πνεύμα­τος καθ’ υπόστασιν εν τη ψυχή έλλαμψις, ου την υπερβολήν της λαμπρότητος οι της σαρκός οφθαλμοί μη διενεγκόντες απετυφλώθησαν· δι’ ου πάσα τε γνώσις αποκαλύπτεται και Θεός προς αλήθειαν τη αξία και φιλουμένη ψυχή γνωρίζεται». Το χωρίο και εν Αγιος Γρηγόριος ο Πα­λαμάς, Αντιρρητικός 5, (6) 23, Π. Χρήστου, Συγγράμματα 3, 303.

56. Ένας ασκητής επίσκοπος· Άγιος Νήφων επίσκοπος Κωνσταντιανής, έκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 199716, σ. 203.

57. Όσιος Ανδρέας ο δια Χριστόν Σαλός, μτφρ. Μοναχού Ισαάκ, εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, 19927, σ. 241.

58. Αγιος Ιωάννης ο Μόσχος, Λειμών 69, PG 87,2921Β-2924Α. Βλ. και Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης, Μοναχισμός. Μορφές και θέματα, Πατερικά 5, εκδ. «Βρυέννιος», Θεσσαλονίκη 1998, σ. 107.

59. Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ, εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, 19945, σσ. 365-372. Βλ. και σ. 367, όπου λέγει ο Άγιος Σεραφείμ: «Ευχαρίστησε τον Θεό για το ανέκφραστο σ’ εσένα έλεός Του. Θα πρόσεξες ότι ούτε καν σταυροκοπήθηκα, παρά μόνο προσευχήθηκα νοερά με την καρδιά μου και είπα: “Κύριε, αξίωσέ τον να δη φανερά και με τα σωματικά του μάτια την επιφοίτησι του Πνεύματός σου…”. Και να, αγαπητέ, ο Κύριος ικανοποίησε αμέσως την ταπεινή παράκλησι του πτωχού Σεραφείμ».

60. Αγιοι Μακάριος Κορίνθου, Νικόδημος Αγιορείτης, Νικηφό­ρος ο Χιος και Αθανάσιος ο Πάριος, Συναξαριστής Νεομαρτύρων, επι­μελεία ΑΘ. Μάργαρη, έκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 19892, σ. 337ε.

61. Ειδικά για το φως που περιλάμπει τους Αγίους πριν την κοί­μησή τους σε ένδειξη της ζωής στην οποία εισέρχονται κάνει λόγο ο σοφός Γεννάδιος ο Σχολάριος, Περί θείου προορισμού 2, 9 εν L. Petit -Χ. Α. Siderides – Μ. Jugie, Άπαντα 1, 42018-21, PG 160, 553-556· «Ου μό­νον δε τη κρίσει των ανθρώπων σαφής εστιν η τοιαύτη τελευτή που φέ­ρει, αλλά τοις υπέρ αρετής τε και ευσεβείας θνήσκειν προαιρουμένοις λαμπρά και ποικίλη η ουράνιος επιφαίνεται μαρτυρία και τας των συνόντων όψεις τε και ψυχάς καταπλήττουσα». Για την άκτιστη χάρη των ιερών λειψάνων των Αγίων η οποία είναι η χάρη που απέκτησαν οι Άγιοι με την κατά Θεόν βιοτή τους βλ. ΑΓΙΟΥ Συμεων του Νεου Θεολογου, Λόγος 4, 4 εν Συμεών του Νέου Θεολόγου τα Ευρισκόμενα, εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 46ε.

62. Πρβλ. Αριθμ. 14, 22, Ψαλμ. 77. Για τις δέκα φορές που αμάρτη­σε βαρέως ο Ισραήλ στην έρημο βλ. την υποσημείωση του Αγίου Νικοδήμου στην ερμηνεία του Ψαλμ. 77, 22. Αγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, Ερμηνεία εις τους ρν’ Ψαλμούς του Προφητάνακτος Δαβίδ, έκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», τόμ. Β’, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 357.

63. Βλ. ενδεικτικώς Αγιος Νικόλαος ο Καβαςιλας, Περί της εν Χρι­στώ ζωής 1,14, ΕΠΕ-Φ 22,280· «και εν τώδε τω βίω δια των μυστηρίων η της μελλούσης ζωής λαμπρότης εισερχόμενη και ταις ψυχαίς ενοικούσα νικά την εν σαρκί ζωήν και το κάλλος του κόσμου τούτου».

64. Ησ. 65, 2.

65. Γ’ Βασ. 11,1-13.

66. Παράδοση που αποτυπώθηκε στην Υμνογραφία και στα Από­κρυφα. Βλ. λ.χ. το δεύτερο κάθισμα μετά την α’ στιχολογία, στον Όρθρο της Κυριακής του πλ. δ’ ήχου: «και το φως εν τω τάφω ορών κατεπλήττετο», όπως και Κ. Καλοκύρης, Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα, σ. 230ε.

67. Πρβλ. Β’ Κορ. 3,11.

68. Ματθ. 12, 42.

69. Κατά τούτο, σύμφωνα με την παρατήρηση του Πρωτοπρεσβυ­τέρου καθηγητού Ιωάννου Ρωμανίδη, η Πατερική Παράδοση πλη­σιάζει τον εμπειρισμό του Διαφωτισμού (όπου η εμπειρική εξακρίβω­ση είναι το μόνο θεμέλιο ακριβούς γνώσεως) και όχι το μεταφυσικό και λογικό στοχασμό περί της πραγματικότητας, που στο φραγκικό Με­σαίωνα ήταν το θεμέλιο της θεολογίας. Ιστορικοδογματική Εισαγω­γή, ένθ’ ανωτ., σ. 14ε.

70. Κεφάλαια θεολογικά, 1,31 PG 90,1096Α.

71. Λόγος 32, Περί της εν διαλέξεσιν ευταξίας 15, PG 36,192Α.

72. Εν προκειμένω ενθυμούμαστε τη σπάνια και κατ’ εξαίρεσιν σωτηρία ειδωλολατρών και αιρετικών μετά θάνατον, έπειτα από προσευχές Αγίων. Τέτοιες περιπτώσεις αναφέρει ο Γεννάδιος Σχολάριος. Βλ. Θ. ΖΗΣΗΣ, Γεννάδιος Β’ Σχολάριος, Ανάλεκτα Βλατάδων 30, εκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 19982, σ. 466.

73. Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα, σ. 195.

74. Πρωτοπρεσβύτερος Ιω. Ρωμανίδης, Δογματική, ένθ’ ανωτ., σ. 264.

75. Κ. ΚΑΚΟΛΥΡΗΣ, Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα, σς. 171ε. 1893ε. Εδώ μαρτυρείται και η διαφορετική εμφάνιση του Αγίου Φωτός, ως συννέφου, βροχής, περιστεράς, αστραπής και πολύχρωμου φωτός ως μορφών που μας παραπέμπουν απ’ ευθείας στις αγιογραφικές θεοφάνειες.

76. Αυτό συνέβη και στον Όσιο Κοσμά (10ος αι.), ηγούμενο Μονής κοντά στον ποταμό Σάγαρι, όπως μας διηγείται το Συναξάρι του, της 5ης Οκτωβρίου. Βλ. και ΑΡΧΙΜ. ΣΑΒΒΑΣ ΑΧΙΛΛΕΩΣ, Οπτασία φοβερά του Αγίου Κοσμά, Αθήναι 19852, σ. 108.

77. Αυτό εβίωσε ο Άγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν Σαλός. Όσιος Ανδρέας ο δια Χριστόν Σαλός, ένθ’ ανωτ., σ. 48.

78. Το κείμενο είναι του Αγίου Μάρκου του Ερημίτου (Κεφάλαια Νηπτικά 26, PG 65,1064D-1065B) ή του Αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου (Ομιλία 8,2.3 PG 34,528D-529C)· η παράθεση από το Αγιος Μάρκος ο Ασκητής, Βάπτισμα άσκησις και ελευθερία, Εισαγωγή – νεοελ. απόδοσις – σχόλια από αδελφούς της Ι. Μονής Κουτλουμουσίου, έκδ. Ιερόν Κοινόβιον του Κουτλουμουσίου, Άγιον Όρος 1991, σσ. 70εε.

79. Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2, 3, 30 Π. Χρήστου, Συγγράμματα 1, 565· «Μυστικαί δ’ οράσεις διαφό­ρων γίνονται πραγμάτων, όντων, μελλόντων, αισθητών, νοητών, προσύλων, αΰλων, προβεβηκότων, υποβεβηκότων και άλλοτε άλλως, και διαφόρως τούτων έκαστον αποκαλύπτονται τη δυνάμει των ορώντων αναλόγως και τοις οικονομουμένοις καταλλήλως πράγμασι».

80. Τα εκατόν Γνωστικά Κεφάλαια 40, Κείμενο-μετάφραση-σχόλια Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, εκδ. Ο Άθωνας, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 91, απ’ όπου και η μετάφραση.

81. Περί πονηρών λογισμών 18, PG 79,1221Β. Το χωρίο και εν Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1, 3, 6 Π. Χρήστου, Συγγράμματα 1, 415.

82. Κεφάλαια πρακτικά προς Ανατόλιον 70, PG 40,1244Α. Βλ. και εν Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Αντιρρητικός 7, (13) 49 Π. Χρήστου, Συγγράμματα 3, 499.

83. Λόγος 44, Εις την καινήν Κυριακήν 3, PG 36, 609C.

84. Αντιρρητικός 7, (13) 49 Π. Χρήστου, Συγγράμματα 3,499.

85. Τα κτιστά αποτελέσματα των ακτίστων ενεργειών αποτελούν βέ­βαια και την απόδειξη της υπάρξεως των ενεργειών για όσους δεν έρχον­ται σε άμεση αντίληψη των ενεργειών δια της θεοπτίας. Βλ. Αγιος Γρηγοριος ο Παλαμάς, Περί θεοποιού μεθέξεως 21, Π. Χρήστου, Συγγράμματα 2, 155· «Αλλά γαρ των ειρημένων απόδειξις τα κατ’ αίσθη­σιν δήλα σημεία παραληφθέντα προς καιρόν, ως άρα και τους μη πάμπαν ισχυρογνώμονας πείσαι… μετέσχε δε (ζωής) και η εν Ιόππη Ταβηθά και ο εν Τρωάδι νεανίας Εύτυχος, ο μεν αφή Παύλου, η δε φωνή Πέτρου. Ποίας μετεχόντων τούτων ζωής; Ου της ζωοποιού ην είχεν, αλλ’ ου μετείχεν ο δεσπότης;». Πρβλ. και Ρωμ. 1, 20.

86. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί και η εμπειρία του Άγγλου προσκυ­νητή Mandeville, (Κ. Καλοκύρης, Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα, σ. 186ε) ο οποίος δεν είδε ουρανόπεμπτο φως, αλλά μόνο το άναμμα της κανδήλας (αν βέβαια θεωρηθεί η μαρτυρία του εν γένει αξιόπιστη). Ομοίως και η εμπειρία του Ρώσου ιεροδιακόνου Ζωσίμου (αυτόθι, σ. 192ε).

87. Είναι δυνατόν να δούμε στο θαύμα του Φωτός του Παναγίου Τάφου ένα συνδυασμό των αναφερομένων στην Αγία Γραφή θαυμά­των, αφ’ ενός του θεϊκού πυρός που αναλίσκει ύλη (π. χ. Αριθμ. 11,1, Γ’ Βασ. 18,38), αφ’ ετέρου της προφυλάξεως των δικαίων από το υλικό πυρ δια της θεϊκής δρόσου 9π.χ. Δανιήλ 3,49.50 = Προσευχή Αζαρίου και ύμνος των τριών 25.26).

88. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, παραπέμποντας σε παλαιότε­ρους Πατέρες, συμπεραίνει τη δυνατότητα χαρακτηρισμού των φωτι­σμών από τα αποτελέσματά τους· Υπέρ των ιερών ησυχαζόντων 1, 3,48 Π. Χρήστου, Συγγράμματα 1,459ε. Πρβλ. και Ι. Κορναρακης, Στοιχεία Νηπτικής Ψυχολογίας, έκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1982, σ. 60· «Δηλαδή εν τη περιπτώσει ταύτη (σατανικού φωτός) κυρίως το συναίσθημα θα πληροφόρηση αυτόν (το Νηπτικό) περί της θείας ή σατανικής προ­ελεύσεως του φωτός».

89. Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Εις το κατά Ματθαίον 48,1PG 58,487· «Τούτου τοίνυν μη προχωρούντος, παρείδε το εαυτού, ώστε μη την κόλασιν αυτοίς αυξήσαι».

90. Βλ. ενδεικτικώς Ματθ. 9,27-31, Μάρκ. 9,16-28. Ωστόσο ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει πως ο Χριστός από εκείνους που δεν είχαν την ευκαιρία να ακούσουν περί αυτού, απαιτεί την πίστη μετά το θαύμα, και όχι πριν· έτσι συνέβαινε στα πρώτα θαύματα της δρά­σεώς Του, όταν δεν ήταν ακόμη γνωστός. Εις το κατά Ιωάννην, 37, 2 PG 59,209. Αντιθέτως ο καθηγητής Καλοκύρης παραδέχεται τη θρησκει­ολογική αρχή ότι το θαύμα είναι «παιδί της πίστεως». Το αρχιτεκτονι­κό συγκρότημα, σ. 20.

91. Λουκ. 2, 34.

92. Λουκ. 13,10-17.

93. Ιω. 11, 45-53.

94. Ματθ. 27, 45-54. Μάρκ. 15, 33-39, Λουκ. 23, 44-48· Ματθ. 28,11-15 Πράξ. 2, 41. 4,16.17. 5,12-16 κ.ά.

95. Ιω. 8, 59.10, 30.31.

96. Ματθ. 9, 34.12, 24-32, Μάρκ. 3, 22-30, Λουκ. 11,14-16.12,10.

97. Βλ. Ιακ. 1,13-16.

98. Πρβλ. ενδεικτικώς Α’ Κορ. 14, 22. Βλ. και υποσημείωση 6.

99. Ο Κύριος γνώριζε ότι ο Φαραώ θα σκληρυνθεί από τη χάρη Του, εξ αιτίας της δικής του κακίας, αλλά τη σκλήρυνσή του αυτή τη χρησιμοποίησε ο Θεός για παραδειγματισμό. Βλ. Έξοδ. 14,4· ο Μέγας Βασίλειος παρατηρεί (Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός 5, PG 31, 341): «Εσκλήρυνε δε αυτόν, τη μακροθυμία και τη της τιμωρίας αναβολή επιτείνων αυτού την κακίαν, ίνα εις τον έσχατον όρον αυξηθείσης αυτού της πονηρίας, το δίκαιον επ’ αύτώ της θείας κρίσεως διαφανή».

100. Ιω. 20, 29.

101. Εις τας Πράξεις PG 60, 196· η παραπομπή αυτή είναι ωστόσο λανθασμένη· την πραγματική προέλευση του χωρίου δεν κατορθώσα­με να εντοπίσουμε.

102. «Θρησκευτικός πρωτογονισμός», Καθημερινή, 7 Μαΐου 2000.

103. Το κείμενο βλ. στο αξιόλογο περιοδικό Ορθόδοξη Μαρτυρία, έκδοση Παγκυπρίου Συλλόγου Ορθοδόξου Παραδόσεως «Οι φίλοι του Αγίου Όρους» 40 (Θέρος 1994) σσ. 2-10. Βλ. σχετικώς και Μονάχος Θεόκλητος Διονυςιατης, Κύματα άγρια θαλάσσης, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1990 (μεταξύ πολλών άλλων σχετικών του π. Θεοκλήτου). Πρεσβύτερος Β. Βολουδακης, Ορθοδοξία και Χρ. Γιανναράς, εκδ. «Υπακοή», Αθήνα 1993. Πρεσβύτερος Κ. Καραϊςαριδης, Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και το λειτουργικό του έργο, Θέματα Ορθόδοξης Λατρείας 1, εκδ. «Ακρίτας», Αθήνα 1998, σ. 251ε.

104. Α’Κορ. 2,15.

105. Πρβλ. Ιω. 7,24 καί Α’ Βασ. 16,7. Βλ. και Αγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως, Περί όρου ζωής 23, PG 89, 129Α· «Τις γαρ αν και αγνοείν προσποιήσαιτο ότι ου προς τας εκβάσεις των πραττομένων οι τοιαύτα πράττοντες κρίνονται, αλλά προς τας διαθέσεις καθ’ ας γίνο­νται τα γινόμενα;»

106. Αγιοι μακάριος κορινθου, Νικόδημος Αγιορείτης, Νικηφό­ρος ο Χιος και Αθανάσιος ο Πάριος, Συναξαριστής Νεομαρτύρων, ένθ’ ανωτ., σ. 314.

107. Θυμίζει τη διήγηση για τα θαύματα που επιτελούσαν ακόμη και τα ενδύματα και η σκιά των Αποστόλων, ως φορείς της θείας χά­ριτος. Βλ. Πράξ. 5,15.19,12.

108. Πρβλ. Ιω. 7, 49.

109. Α’ Ιω. 4,1.

110. Συνοδικόν της Ορθοδοξίας, αναθεματισμός 22ος (6ος στα κα­τά Ιωάννου του Ιταλού κεφάλαια): (μτφρ) «Σε αυτούς που δεν δέχο­νται με καθαρή πίστη και απλή και ολόψυχη καρδιά τα εξαίσια θαύ­ματα του Σωτήρος ημών και Θεού, και της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, η οποία τον έτεκε αχράντως, και των λοιπών Αγίων, αλλά που προσπαθούν με σοφιστικές αποδείξεις και λόγια να τα κατηγορούν ως αδύ­νατα ή να τα παρερμηνεύουν κατά πως νομίζουν οι ίδιοι και να τα προ­βάλλουν κατά τη δική τους γνώμη, ανάθεμα α’».

111. Ιησ. Ν. 2,11.

 

 

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΦΩΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΟΥ ΤΑΦΟΥ
Θεολογικές επισημάνσεις
Νικολάου Ζήση
Εκδόσεις: “Βρυέννιος” 

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΗΣ Ι.Μ.ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΜΕΛΙΣΣΟΧΩΡΙΟΥ