ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2023

ΟΙ ΔΙΩΓΜΟΙ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΡΩΣΙΑ (1918–1940)

 

Η σκληρότερη και αιματηρότερη περίοδος

     Στην ιστορία ολόκληρης της Εκκλησίας, δεν υπήρξαν ποτέ τόσοι μαζικοί και ποικίλου χαρακτήρα διωγμοί, όπως στη Σοβιετική Ρωσία, τον 20ό αιώνα. Οι διώξεις έλαβαν χώρα σε ολόκληρη την επικράτεια της αχανούς ρωσικής γης, αφορούσαν όλες τις κοινωνικές τάξεις της ρωσικής κοινωνίας, καθώς και κάθε ηλικία, από τα βρέφη μέχρι υπέργηρους γέροντες. Ορισμένοι ερευνητές υπολογίζουν τους ορθοδόξους χριστιανούς που υπέστησαν διώξεις, διακρίσεις εις βάρος τους, όσοι έχασαν την εργασία τους, ακόμη και τη ζωή τους, κατά τη διάρκεια αυτών των εβδομήντα ετών (από το 1917 μέχρι το 1987), σε εκατό εκατομμύρια ψυχές (1). Στην εισήγηση αυτή επιχειρείται μια σύντομη παρουσίαση της σκληρότερης και αιματηρότερης περιόδου των διωγμών, αυτή μεταξύ των ετών 1918-1940.

   Στις 23 Ιανουαρίου του 1918, το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων (Совнарком) της κυβέρνησης των Μπολσεβίκων δημοσίευσε το «Διάταγμα για το χωρισμό του Κράτους και της Εκπαίδευσης από την Εκκλησία». Με το διάταγμα αυτό διαμορφώθηκε ένα σκληρό πλαίσιο περιορισμού της Εκκλησίας. Από εκείνη τη στιγμή, αυτή έχασε όλα τα δικαιώματά της ως νομικού προσώπου. Δεν είχε πλέον καμμία δυνατότητα να δραστηριοποιείται οικονομικά. Την 8η Μαΐου του 1918, το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων (Совнарком) οργάνωσε έναν μόνιμο τομέα, υπεύθυνο για την εφαρμογή του Διατάγματος αυτού κατά της Εκκλησίας. Πρόκειται για τον Η΄ Τομέα (αργότερα Ε΄), γνωστός και ως «Τομέας Εκκαθαρίσεων». Βασικό του έργο ήταν η διάλυση των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους και η εξουδετέρωση των αντεπαναστατικών στοιχείων των θρησκευτικών οργανώσεων. Ο διευθυντής του κλάδου αυτού, ο P. A. Krasikov, στέλεχος της κυβέρνησης των Μπολσεβίκων, αναδείχθηκε σε έναν από τους πιο σκληρούς διώκτες της θρησκευτικής πίστης. Αν και εξ αρχής είχε τονιστεί ότι σκοπός τους ήταν μόνο ο χωρισμός της Εκκλησίας από το κράτος, ωστόσο ο πραγματικός τους στόχος ήταν η εξάλειψη κάθε μορφής θρησκευτικής ζωής και δραστηριότητας στη χώρα.

Καταστροφή εκκλησιαστικών κειμηλίων.

Επίσης, από τον Ιανουάριο του 1918, στο Πατριαρχείο της Μόσχας άρχισαν να καταφθάνουν, σχεδόν καθημερινά, αναφορές από διάφορες εκκλησιαστικές επαρχίες και αρχιερείς, σχετικά με επιτάξεις ή αρπαγές της ακίνητης και κινητής περιουσίας ιερών Ναών και Μονών, καθώς και Εκκλησιαστικών Σχολών.

Χαρακτηριστικά, αναφέρουμε ως παράδειγμα την αναφορά για την επίταξη της περιουσίας της μονής της Παναγίας της Οδηγήτριας κοντά στην πόλη Ufim από το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων (Совнарком): «Η Μονή γκρεμίστηκε και ο ναός συλήθηκε. Οι κρατικοί εντεταλμένοι κατέστρεψαν τα τείχη και έσπασαν τα παράθυρα, οι εικόνες κομματιάστηκαν ή… αλείφθηκαν με κόπρανα. Ένας από τους δράστες αυτής της βεβήλωσης πήρε στο σπίτι του την Αγία Τράπεζα, για να την χρησιμοποιεί ως τραπέζι κουζίνας…»(2).

Στις αρχές του 1918, οι Κόκκινοι στρατιώτες κατέλαβαν το Κίεβο στη Μεγάλη Λαύρα εγκαταστάθηκε στρατιωτικό απόσπασμα. Κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, οπλισμένοι στρατιώτες, φέροντας κράνος και καπνίζοντας, εισέβαλαν στους ναούς και βιαιοπραγούσαν κατά των μοναχών. Στις 25 Ιανουαρίου του ίδιου έτους, ένοπλοι πραγματοποίησαν έρευνα στην οικία του μητροπολίτη Κιέβου Vladimir (Bogoyavlenski). Το ίδιο βράδυ, εισέβαλαν στην οικία του πέντε μεθυσμένοι κομμουνιστές, τον έσυραν έξω και, αφού τον επιβίβασαν σε αυτοκίνητο, τον εκτέλεσαν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τη Μονή. Το πρωί βρέθηκε η σορός του μέσα σε μια λίμνη αίματος. Οι δολοφόνοι είχαν κλέψει τον σταυρό του και το Εγκόλπιον, που έφερε πάνω του πάντοτε. Τα λείψανα του μεταφέρθηκαν στη Λαύρα και κατόπιν, προς ενταφιασμό, στο σπήλαιο, όπου βρίσκονταν τα λείψανα των μοναχών της Κιεβο-Πετσέρσκαγιας Λαύρας. Έτσι, ο μητροπολίτης Κιέβου Vladimir έγινε ο πρώτος νεομάρτυρας της κομμουνιστικής περιόδου.

Το καλοκαίρι του 1918, ο εμφύλιος πόλεμος είχε εξαπλωθεί στη Σιβηρία, στα Ουράλια Όρη,  στο Povolzhie και τη Νότια Ρωσία. Για την επικράτηση της κυβέρνησης των Σοβιέτ οι κομμουνιστές επέδειξαν απίστευτη σκληρότητα. Τη νύχτα της 16ης/29ης Ιουνίου του 1918, στη Σιβηρία, στον ποταμό Tura, ένοπλοι έπνιξαν τον επίσκοπο Tobolski Ερμογένη (Dolganev), ο οποίος νωρίτερα, από το 1903 μέχρι το 1912, είχε χρηματίσει μητροπολίτης Saratov. Τον Μάρτιο του 1918 οργάνωσε λιτανεία στην επαρχία του, η οποία έδωσε αφορμή στους Κόκκινους για την κράτηση του. Τότε αυτός, προς παρηγορία του ποιμνίου του έγραψε τα εξής: «Αγαπητοί εν Κυρίω, ας σας αναπαύει και ας σας γεμίζει με χαρά ο Κύριος! Σας παρακαλώ, με όλη την καρδιά μου, μη θλίβεσθε για την φυλάκισή μου. Αυτό είναι το πνευματικό μου σχολείο. Δόξα στον Θεό, ο Οποίος μου δίνει τόσες ευεργεσίες και δοκιμασίες, σε εμένα, που χρειάζομαι σκληρές και ασκήσεις στην πνευματική ζωή μου…»(3).

Ο επίσκοπος Ερμογένης και άλλοι φυλακισμένοι, μεταφέρθηκαν, στο Tyumen, όπου τους επιβίβασαν σε ένα μεγάλο πλοίο. Ο Επίτροπος Κομμουνιστής, επειδή φοβόταν μήπως τους προλάβουν οι Τσαρικοί (οι «Άσπροι»), έδωσε εντολή να πνίξουν τους φυλακισμένους. Ο Ερμογένης προσευχόταν δυνατά, μέχρι τη στιγμή που του έδεσαν τα χέρια, του πέρασαν μια θηλειά δεμένη με μια τεράστια πέτρα στον λαιμό του και τον έριξαν στον ποταμό Tura. Με τον ίδιο τρόπο μαρτύρησε και ο πρεσβύτερος Πέτρος Karelin, του οποίου η σορός εντοπίστηκε από χωρικούς στις όχθες του ίδιου ποταμού, την 3η/16η  Ιουλίου και αμέσως στην περιοχή συνέρρευσε πλήθος κόσμου. Τελικά, τα λείψανα του μεταφέρθηκαν στο ναό της Αγίας Σοφίας, όπου νωρίτερα φυλάσσονταν τα λείψανα του αγίου Ιωάννου Tobolski.

Την 7η Ιουνίου του 1918 θανατώθηκε από τους Μπολσεβίκους ο αρχιεπίσκοπος Perm Ανδρόνικος (Nikolski): «Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, ο αρχιεπίσκοπος δεν απαντούσε στις ερωτήσεις των ανακριτών του για πολύ ώρα. Στη συνέχεια, έβγαλε την εικόνα της Παναγίας, που έφερε πάνω του, την τύλιξε σε ένα μεγάλο μενεξεδένιο μανδήλι, την έβαλε στο γραφείο μπροστά του και είπε στους αστυνόμους: “Είναι ολοφάνερο ότι εμείς και εσείς είμαστε εχθροί, δεν είναι δυνατό να υπάρξει καμία συνδιαλλαγή μεταξύ μας. Αν δεν ήμουν αρχιποιμένας και έπρεπε να αποφασίσω για την τύχη σας, θα έπαιρνα την αμαρτία επάνω μου και θα έδινα διαταγή να σας κρεμάσουν επί τόπου. Περισσότερο δεν πρόκειται να συζητήσουμε». Κατόπιν, ξεδίπλωσε το μαντήλι, έβαλε πάλι την Παναγία στον θώρακα του και έκανε την προσευχή του. Δεν είπε ούτε μία λέξη παραπάνω»(4).

Την 4η/17η Ιουλίου του 1918 στην Αικατερίνεμπουργκ, στο υπόγειο της οικίας του μηχανικού Ypatiev, οι Μπολσεβίκοι διέπραξαν ένα τρομερό έγκλημα. Δολοφόνησαν τον τσάρο Νικόλαο Β΄ μαζί με την οικογένεια του: την αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα, τον υιό του Αλέξη και τις κόρες του Όλγα, Τατιάνα, Μαρία και Αναστασία. Οι άγιοι μάρτυρες της τσαρικής οικογένειας, όπως και πολλοί άλλοι Ρώσοι Νεομάρτυρες και Ομολογητές της πίστης αποδεικνύουν με τον θάνατο τους, ότι αυτοί είναι οι αληθινοί νικητές, αφού έχουν υποστεί πρόσκαιρη ήττα από το κακό που κυβερνά αυτόν τον κόσμο. Παρά τα όσα υπέφερε ο Τσάρος, με γεμάτη την καρδιά από  το φως του Χριστού και θεία συγχώρεση, είπε αυτά τα λόγια, όπως τα μετέφερε, σε ένα από τα γράμματά της, η μεγάλη πριγκίπισσα Όλγα Νικολάεβνα: «Ο πατέρας μου επιθυμούσε να μεταφέρετε σε όλους όσοι έμειναν πιστοί σε αυτόν και σε εκείνους, στους οποίους μπορούσαν αυτοί να έχουν επιρροή, να μην ζητήσουν εκδίκηση γι’ αυτόν, αλλά να θυμούνται ότι αυτό το κακό που υπάρχει τώρα στον κόσμο θα γίνει μεγαλύτερο, ότι το κακό δεν θα νικήσει το κακό, αλλά θα το νικήσει η αγάπη»(5).

Την 5η/18η Ιουλίου του ίδιου έτους, δώδεκα χιλιόμετρα από την πόλη Alapaevsk, οι Κομμουνιστές εκτέλεσαν τη μεγάλη πριγκίπισσα Ελισαβέτα Fyodorovna μαζί με τη μοναχή Βαρβάρα, τον μεγάλο πρίγκιπα Σέργιο Michailovitč, τους πρίγκιπες Igor Konstantinovič, Konstantin Konstantinovič τον Νεώτερο, Ιωάννη Konstantinovič και τον κόμη Vladimir Pavlovič Paley.

Οι στρατιώτες τουφέκισαν τον μεγάλο πρίγκιπα Σέργιο, ενώ τους υπόλοιπους τους πέταξαν ζωντανούς σε ένα μεταλλωρυχείο και τους σκέπασαν με πέτρες και σκουπίδια. Η μεγάλη πριγκίπισσα Ελισαβέτα, στην καταγωγή της ήταν Hessen-Darnschtadskaya, αδελφή της αυτοκράτειρας Αλεξάνδρας Feodorovna, σύζυγος του Σεργίου Aleksandrovič, πέμπτου γιου του τσάρου Αλεξάνδρου του Β΄. Είχε γεννηθεί σε προτεσταντικό περιβάλλον, αλλά βρήκε απάντηση στην Ορθοδοξία στα σοβαρά υπαρξιακά της ερωτήματα. Ο μέγας πρίγκιπας Σέργιος Alexandrovič είχε σκοτωθεί το 1905 από έκρηξη βόμβας κομμουνιστών τρομοκρατών. Μετά το θάνατό του η μεγάλη πριγκίπισσα, χήρα πλέον, αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στην πνευματική ζωή και τη φιλανθρωπία. Έγινε κτήτορας της μονής Mafro-Mariinskaiya, στη Μόσχα. Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε μετά την άφιξή του στον τόπο του μαρτυρίου ο στρατηγός το τσαρικού στρατού Kolčak, δήλωσε πως η μάρτυρας Ελισαβέτα είχε μείνει για πολλή ώρα ζωντανή προτού ξεψυχήσει. Μάλιστα, υποστηρίζεται ότι, αν και σοβαρά τραυματισμένη, προσπάθησε να περάσει επιδέσμους στον πρίγκιπα Ιωάννη. Οι ντόπιοι χωρικοί, καθ’ όλη τη διάρκεια του μαρτυρίου, άκουγαν εκκλησιαστικούς ύμνους από το μεταλλωρυχείο(6).

Καταστροφή εκκλησίας από στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού.

Την 5η Σεπτεμβρίου του 1918 με απόφαση του το Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτροπών (Совнарком) αρχίζει η περίοδος της «κόκκινης τρομοκρατίας». Σύμφωνα με την απόφαση αυτήν, οι τοπικές πολιτικές Αρχές είχαν δικαίωμα να συλλαμβάνουν ομήρους από τους «πρώην», από τα «ξένα στοιχεία της τάξης» και να τους τουφεκίζουν, για να τρομοκρατούν έτσι όσους είχαν διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις. Αυτή η απόφαση στάθηκε αφορμή για μαζικούς διωγμούς κατά του κλήρου και των μοναχών της Ρωσικής Εκκλησίας.

Στην επαρχία του Saratov, θύματα της «κόκκινης τρομοκρατίας» υπήρξαν oι ιερομάρτυρες επίσκοπος Voslki Γερμανός, oι ιερείς Μιχαήλ Πλάτονωβ και Ανδρέας Βασίλιεβιτς, ιερέας στο Šan και γραμματέας του επισκόπου Ερμογένη (εκτελέστηκαν δια τουφεκισμού την 10η Οκτωβρίου του 1919)· οι ιερείς Ολύμπιος Διάκονωβ και Γεννάδιος Machrovski (εκτελέστηκαν δια τουφεκισμού την 30ή Σεπτεμβρίου του 1919)· νωρίτερα, την 3η Απριλίου του 1918 είχε εκτελεστεί ο ιερέας Βλαδίμηρος Piksanov· τη 2η Ιουνίου του 1918 ο πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Lebedevski, γέροντας 75 ετών, εκτελέστηκε στην οικία του· ο ιεροκήρυκας της μητρόπολης Saratov, Lev Zacharievič Kuntsevič, εκτελέστηκε μπροστά στα μάτια της συζύγου του, τον Αύγουστο του 1918· ο ιερέας Ισίδωρος Vostrikov εκτελέστηκε δια τουφεκισμού, μαζί με δεκάδες χωρικούς, κατηγορούμενος για αντίσταση κατά του συστήματος επισιτισμού και της επιστράτευσης στον Κόκκινο Στρατό· την 13η Ιουλίου του 1919 εκτελέστηκε δια τουφεκισμού ο ιερέας Μιχαήλ Dobrolyubov, ως εχθρός και εκμεταλλευτής του λαού, με αφορμή την υποστήριξή του προς τους χωρικούς κατά της επιστράτευσής τους στον Κόκκινο Στρατό και τη δήλωση του ότι «ο πόλεμος αυτός είναι αδελφοκτόνος».

   Ως απάντηση κατά των διώξεων αυτών, η Εκκλησία της Ρωσίας, στο διάστημα μεταξύ των ετών 1918-1919, οργάνωσε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας με τη μορφή λιτανειών. Σε μια τέτοια λιτανεία στο Άστραχαν, οι κομμουνιστές απάντησαν με σκληρή τρομοκρατία. Έτσι, εκεί, την 25η Μαΐου του 1919, κατόπιν διαταγής του Kirov, Κόκκινοι στρατιώτες συνέλαβαν τον αρχιεπίσκοπο Μητροφάνη (Krasnopolski) και τον επίσκοπο Enotaevski Λεόντιο (κόμης Wimpfenn). Οι κάτοικοι της περιοχής προσπάθησαν να σώσουν τους ποιμένες τους, όμως απέτυχαν. Ο αρχιεπίσκοπος Μητροφάνης οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα την 23η Ιουνίου/6η Ιουλίου του ίδιου έτους. Την ώρα της εκτέλεσης, ευλογούσε τους στρατιώτες. Αλλά ο εξαγριωμένος πολιτικός αστυνόμος, επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος, του κτύπησε το χέρι και τον πυροβόλησε στο κρόταφό του. Την ίδια ημέρα εκτελέστηκε δια τουφεκισμού και ο βικάριος επίσκοπός του (7).

Το 1919, οι Μπολσεβίκοι εγκατέλειψαν την τακτική των περιστασιακών διώξεων κατά της Εκκλησίας και άρχισαν συστηματική προπαγάνδα εναντίον της. Στην οργάνωση της προπαγάνδας αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν οι αποφάσεις της Η΄ Συνέλευσης του ΚΚ Ρωσίας (Μπολσεβίκοι), η οποία έλαβε χώρα τον Μάρτιο του 1919. Με το νέο πρόγραμμα, το οποίο είχε προταθεί από τον P.A. Krasikov (αρχιγραμματέα Θρησκευμάτων της Σοβιετικής Κυβέρνησης), η Συνέλευση έθεσε ως στόχο «να εξαλειφθούν οι θρησκευτικές προκαταλήψεις στη Ρωσία και μαζί με αυτές και η Εκκλησία»(8).

Αρχικά τέθηκε το ζήτημα των αγίων λειψάνων. Ο Η΄ τομέας της Λαϊκού Επιτροπής Δικαιοσύνης θεωρεί την προσκύνηση λειψάνων έγκλημα, και ειδικότερα ταχυδακτυλουργία και απάτη. Στη διαταγή υπ’ αριθμ. 1019, της 16ης Σεπτεμβρίου του 1919, ο Η΄ τομέας αποφάσισε ότι «στη Σοβιετική Δημοκρατία, τον 20ό αιώνα, απαγορεύεται να παραχωρούνται πτώματα ή οστά από πτώματα σε ιδιώτες για λόγους θρησκευτικών αναγκών, ιδιαίτερα προς καλλιέργεια ή εκμετάλλευση θρησκευτικών αισθημάτων. Υπάρχει κίνδυνος η εκμετάλλευση αυτών να αποφέρει παράνομο κέρδος σε ιδιώτες, με διάφορες ταχυδακτυλουργίες και απάτες. Από τη στιγμή αυτή, οτιδήποτε λείψανα υπάρχουν πρέπει να κατατεθούν στα Μουσεία, για να σταματήσει πλέον η εκμετάλλευση των λαϊκών προκαταλήψεων»(9).

Κατεστραμμένη μονή.

«Σε απάντηση της πρωτοβουλίας και της επίμονης αίτησης των εργατών», η Συνέλευση του ανωτάτου οργάνου της Λαϊκής Επιτροπής Δικαιοσύνης, τη 16η Φεβρουαρίου του 1919, αποφάσισε τη δημόσια έκθεση των ιερών λειψάνων μαζικά, εκδίδοντας μάλιστα αμέσως σχετική διαταγή για τη διενέργεια σχετικών ελέγχων και κατασχέσεων. Η υλοποίηση της απόφασης αυτής είχε ως αποτέλεσμα, κατά τη διάρκεια των ετών 1918-1920 να ανοιχθούν 63 λειψανοθήκες, αλλά, αντί τα ιερά λείψανα να προκαλέσουν την αποστροφή του πλήθους, όπως περίμεναν οι Μπολσεβίκοι, έγιναν πόλος έλξης μεγάλου αριθμού προσκυνητών(10). Αυτός είναι και ο λόγος που η Συνέλευση του ανωτάτου οργάνου της Λαϊκής Επιτροπής Δικαιοσύνης αποφάσισε, την 29η Ιουλίου του 1920 την εκκαθάριση ολόκληρης της ρωσικής επικράτειας από τα ιερά λείψανα της Εκκλησίας. Η απόφαση προέβλεπε οργανωμένες και συστηματικές επιχειρήσεις σε τοπικό επίπεδο, χωρίς καμμία χρονική αναβολή και αναποφασιστικότητα, προκειμένου να υλοποιηθεί άμεσα και αποτελεσματικά το περιεχόμενό της. Οι επιχειρήσεις αυτές είχαν ως στόχο την κατάργηση της «λατρείας των νεκρών σωμάτων, είτε με την περισυλλογή των λεγομένων “ιερών λειψάνων” και την έκθεσή τους σε Μουσεία, στους τομείς της Αρχαίας Εκκλησιαστικής Τέχνης, είτε με τον ενταφιασμό τους»(11).

Την 30η Ιουλίου του 1920, η Συνέλευση του ανωτάτου οργάνου της Λαϊκής Επιτροπής Δικαιοσύνης συνέταξε και επίσημο έγγραφο σχετικά με την απόφασή της «για εκκαθάριση όλων των λειψάνων στη Ρωσία». Στο έγγραφο αυτό ορίζεται ο σκοπός της σχετικής πρωτοβουλίας: «Να τεθεί τέρμα στους βάρβαρους αναχρονισμούς του παρελθόντος, όπως είναι η λατρεία των νεκρών σωμάτων».

Κατά τη διάρκεια αυτής της επιχείρησης, πολλές φορές οι Επιτροπές ασκούσαν βία σε ιερείς και σε απλούς πιστούς. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να βεβηλώνουν ιερά λείψανα. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρουμε τη δημόσια έκθεση των ιερών λειψάνων του αγίου Σάββα Storozhevski της μονής Savino-Storozhevskij, την 1η Μαρτίου του 1919, όταν ένας από τα μέλη της Επιτροπής έφτυσε την τιμία κάρα του Αγίου, γελώντας δυνατά. Οι άθεοι τοποθέτησαν σε δημόσια θέα τα ιερά λείψανα (την τιμία κάρα και 32 ακόμη τίμια οστά) και με ειρωνικό τρόπο καλούσαν τους ντόπιους να περιεργαστούν «τα σάπια οστά»(12).

Την 8η Αυγούστου του 1919, ο Η΄τομέας της Λαϊκής Επιτροπής Δικαιοσύνης εξέδωσε μυστική διαταγή προς τις Αρχές της Sergiev Posad να μεταφέρουν τα λείψανα του αγίου Σεργίου του Ραντονέζ σε ένα από τα μουσεία της Μόσχας. Η μεταφορά πραγματοποιήθηκε την 31η Μαΐου του 1920, ημερομηνία οριστικής απαγόρευσης τέλεσης εκκλησιαστικών ακολουθιών στη Λαύρα.

Αφίσα Λευκορώσων με τα εγκλήματα των Μπολσεβίκων στην Εκκλησία. Το συνοδευτικό κείμενο δεξιά προέρχεται από την Αποκάλυψη (6, 9-10): “Και όταν άνοιξε την πέμπτη σφραγίδα, είδα από κάτω από το θυσιαστήριο τις ψυχές των σφαγμένων εξαιτίας του λόγου του Θεού, και εξαιτίας της μαρτυρίας που είχαν· και έκραζαν με δυνατή φωνή, λέγοντας: Μέχρι πότε, ω Κυρίαρχε άγιε και αληθινέ, δεν κρίνεις και δεν εκδικείσαι το αίμα μας από εκείνους που κατοικούν επάνω στη γη;”

Η αντίδραση πιστών Ρώσων χριστιανών σε τέτοια γεγονότα προκαλούσε έντονη βία και τρομοκρατία από την πλευρά των Κομμουνιστών. Εκείνη την περίοδο, πάρα πολλοί χριστιανοί, που αντέδρασαν στην πρωτοβουλία αυτή της «λαϊκής αρχής» στη Ρωσία, έχασαν τη ζωή τους. Τα ιερά λείψανα αποτελούσαν εκθέματα σε εκθέσεις Μουσείων, που διοργάνωναν οι αθεϊστικές διευθύνσεις τους και κατόπιν καταστρέφονταν κρυφά. Μονάχα ένα ελάχιστο μέρος από το σύνολο των ιερών λειψάνων έμεινε τελικά στη διάθεση Ρωσικής Εκκλησίας.

Η επιχείρηση της δημόσιας έκθεσης των ιερών λειψάνων είχε, όμως, και έναν άλλο σκοπό. Μετά την κατάσχεσή τους ακολουθούσε το κλείσιμο των Μονών, στα οποία φυλάσσονταν. Το περιοδικό «Επανάσταση και Εκκλησία» δημοσίευε τακτικά, εκείνη την περίοδο, ειδήσεις για το κλείσιμο των «μαύρων φωλιών», δηλαδή των Μονών (!). Πολλές Μονές, τότε, μετατράπηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα οποία οι Κομμουνιστές φυλάκιζαν και βασάνιζαν τους Νεομάρτυρες και Ομολογητές της χριστιανικής πίστης. Το πιο απάνθρωπο στρατόπεδο συγκέντρωσης βρισκόταν στο αρχαίο μοναστήρι Solovetski – СЛОН (Соловецкий лагерь особенного назначения (Solovetski Στρατόπεδο ιδιαίτερων προορισμών) του NKVD.

Πρέπει να σημειωθεί ότι με νόμο που ψηφίστηκε την 19η Φεβρουαρίου του 1918, για κολλεκτιβοποίηση της καλλιεργήσιμης γης, οι Μονές είχαν δικαίωμα να διατηρούν μικρούς αγροτικούς συνεταιρισμούς. Ο νόμος, όμως, απαιτούσε από τις Μονές να μεταρρυθμίσουν τους συνεταιρισμούς αυτούς, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των κομμουνιστικών αρχών περί αγροτικών συνεταιρισμών. Στο τέταρτο άρθρο του ίδιου νόμου αναφέρεται χαρακτηριστικά το εξής: «Το δικαίωμα χρήσης της καλλιεργήσιμης γης δεν περιορίζεται ούτε από το φύλο, ούτε από τη θρησκεία, ούτε από την εθνικότητα, ούτε από την υπηκότητα».

Κατά τα έτη 1918 και 1919, οι αδελφότητες των Μονών και οι χωρικοί, που εργάζονταν στα κτήματά τους, ζήτησαν από τις τοπικές πολιτικές Αρχές, με βάση το νόμο αυτόν, η διαθέσιμη καλλιεργήσιμη γη (земеотделы)) να καταγραφεί ως συνεταιρισμοί, προκειμένου να επιστραφεί σε αυτούς η γη, τα κτίρια και τα εργαλεία. Έτσι, αυτός ο νόμος έδωσε την ευκαιρία σε κάποιες Μονές να διατηρήσουν τους αγροτικούς συνεταιρισμούς τους μέχρι τα έτη 1927-1928. Αργότερα όμως, με την κολλεκτιβοποίηση, χάθηκαν οριστικά για αυτές, με πρωτοβουλία της Κομμουνιστικής Πολιτικής Αστυνομίας (NKVD).

Είπε η γιαγιά αυστηρά: -Χωρίς τον Θεό ούτε μέχρι το κατώφλι! ΟΜΩΣ Ο ΦΩΤΕΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΑΠΕΙΔΕΙΞΕ ΠΩΣ Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!

Το φθινόπωρο του 1921 ό,τι είχε απομείνει από τη σοδειά του καλοκαιριού ήταν ελάχιστο, εξ αιτίας της συστηματικής πολιτικής των τακτικών αρπαγών και επιτάξεων, που ακολουθούσαν οι Μπολσεβίκοι. Συγκεκριμένα, είχαν επιταχθεί περισσότεροι από δέκα δισεκατομμύρια τόννοι σιτηρών(13). Η Κυβέρνηση επίτασσε και τα τελευταία αποθέματα, ακόμη στα οποία συμπεριλαμβάνονταν με υπολογισμούς και αυτά που θα προέρχονταν και από την σοδειά του επόμενου καλοκαιριού. Τον Ιανουάριο του 1921, δεν υπήρχε επάρκεια τροφίμων για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας. Από τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους, άρχισε ο μεγάλος λιμός. Στη Saratovskaiya Gubernia, επίκεντρο του μεγάλου λιμού, η πρακτική ανθρωποφαγίας, που επεκτεινόταν ακόμη και στα σώματα των νεκρών ήταν συχνή(14). Συνέπεια αυτού του τρομερού λιμού ήταν ανυπολόγιστος αριθμός θυμάτων.

Ο λιμός του 1921-1923 υπήρξε μια μεγάλη τραγωδία για τον Ρωσικό λαό και έγινε αφορμή για την επόμενη αντιεκκλησιαστική προπαγάνδα των Μπολσεβίκων. Συγκεκριμένα, επρόκειτο για την κατάσχεση του «εκκλησιαστικού πλούτου» (= εκκλησιαστικών κειμηλίων). Πραγματικά, η Σοβιετική εξουσία, τον πρώτο καιρό της εδραίωσής της, αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα στον τομέα των οικονομικών τους αλλά και της χώρας, γι’ αυτό οι κομμουνιστικές Αρχές ονειρεύονταν «…μερικά δισεκατομμύρια, που βρίσκονταν στους ναούς» (15).

Βέβαια, ό,τι σχεδιαζόταν από τα επιτελεία των κομμουνιστών θα έπρεπε να συμβεί από «την επιμονή των εργάτων» και με «πρωτοβουλία από κάτω». Στη Saratovskaya Gubernia, οι κομμουνιστές οργάνωσαν μεγάλη προπαγάνδα στις εφημερίδες, προκειμένου να παρουσιάσουν την Εκκλησία ως Ιούδα που παρέδωσε το Χριστό, ενώ ο Χριστός βέβαια παρουσιαζόταν, φυσικά, ως ο πεινασμένος λαός. Στα πρωτοσέλιδα του Τύπου δημοσιεύονταν ανώνυμα γράμματα από  δήθεν «χριστιανούς». Σε ένα από αυτά αναφερόταν χαρακτηριστικά: «Θεωρούσα την εαυτή μου ορθόδοξη χριστιανή και πιθανότατα θα παρέμενα τέτοια, αν οι ιερείς δεν ήταν υποκριτές και άπληστοι για χρήματα. Από τη στιγμή αυτή, όμως, μεταπείθομαι και κατηγορώ όλους τους ιερείς, ανεξαιρέτως, ότι εσείς δεν είστε υπηρέτες του Θεού, αλλά του “χρυσού μόσχου”»(16).

Η εφημερίδα γράφει: Κάτω το Πάσχα!

   Όταν οι Αρχές βεβαιώθηκαν ότι η κοινή γνώμη είναι με το μέρος τους, το VTSIK, την 26η Φεβρουαρίου του 1922, έδωσε εντολή για την κατάσχεση των εκκλησιαστικών κειμηλίων. Αμέσως, σε ολόκληρη τη χώρα, άρχισαν αρπαγές αλλά και συγκρούσεις με τον πιστό λαό. Οι Κομμουνιστές αυτό περίμεναν και κατηγόρησαν την Εκκλησία για αντεπαναστατική δραστηριότητα. Στην πόλη Šuya, τη 15η Μαρτίου του 1922, κατά τη κατάσχεση ο λαός αφόπλισε τους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού. Για να αντιμετωπίσουν το εξεγερμένο πλήθος οι Αρχές έστειλαν στρατιωτικό απόσπασμα οπλισμένο με πυροβόλα, το οποίο επέβαλε την τάξη, με θύματα όμως από την πλευρά των αμάχων πέντε νεκρούς και δεκαπέντε τραυματίες. Την ίδια ημέρα επαναστάτησαν οι εργάτες δύο εργοστασίων και έτσι ο Κόκκινος Στρατός δεν μπόρεσε να επιστρέψει στην πόλη μέχρι το βράδυ της ίδιας ημέρας(17).

Όταν ο Λένιν πληροφορήθηκε τα νέα αυτά, έστειλε προσωπική επιστολή στον Β. Μ. Μόλοτωβ και στα μέλη του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚ Ρωσίας, τη 19η Μαρτίου του 1922, στην οποία ανέφερε χαρακτηριστικά: «…Ένας ευφυής συγγραφέας, όταν ρωτήθηκε για τη γραμμή που πρέπει να κρατήσει η κρατική πολιτική, απάντησε ότι, αν για συγκεκριμένους πολιτικούς σκοπούς πρέπει να πραγματοποιηθούν θηριωδίες, αυτές πρέπει να έχουν σύντομη διάρκεια και  δυναμικό χαρακτήρα, επειδή ο λαός δεν θα αντέξει για μεγάλο χρονικό διάστημα τέτοιες  θηριωδίες. Η διεθνής θέση της Ρωσίας, την περίοδο αυτή, δικαιολογεί τη διάπραξη τέτοιων θηριωδιών. Μετά τη Συνάντηση της Γένοβας μπορεί τα σκληρά μέτρα κατά της αντιεπαναστατικής εκκλησιαστικής ιεραρχίας να μην ήταν δυνατά και να ενείχαν κινδύνους για εμάς. Τώρα, όμως, η νίκη μας είναι αδιαμφισβήτητη… Για το λόγο αυτόν προτείνω, χωρίς δισταγμό, να λάβουμε σκληρότατα μέτρα, ακριβώς αυτήν τη χρονική στιγμή, να έρθουμε σε άμεση ρήξη με την εκκλησιαστική ιεραρχία και να τη συντρίψουμε τόσο ανελέητα, ώστε να μας θυμούνται για πολλές δεκαετίες μετά… Όσους περισσότερους εκπροσώπους του Κλήρου και της Μπουρζουαζίας εξοντώσουμε, τόσο το καλύτερο…»(18).

Η θρησκεία είναι δηλητήριο. Προστάτευε τα παιδιά σου!

Έτσι, στο χρονικό διάστημα που ακολούθησε οργανώθηκαν από τις κομμουνιστικές Αρχές δημόσια δικαστήρια και διεξήχθησαν δίκες με κατηγορούμενους κληρικούς, 154 στη Μόσχα και 80 στην Αγία Πετρούπολη (Λένινγκραντ)(19). Στη Μόσχα, καταδικάστηκαν σε θάνατο διά τουφεκισμού οι ιερείς Αλέξανδρος Zaozerski, Βασίλειος Sokolov, Χριστόφορος Nadezhdin, ο ιερομόναχος Μακάριος (Telegin) και ο λαϊκός Σέργιος Tichomirov. Στην Αγία Πετρούπολη (Λένινγκραντ) ο μητροπολίτης της πόλης Veniamin (Kazanski), ο αρχιμανδρίτης Σέργιος (Šeyn), οι λαϊκοί Iurij Novatski και Ιωάννης Kavšarov. Οι υπόλοιποι φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν στη Σιβηρία. Σύμφωνα με το αρχειακό υλικό που μέχρι σήμερα έχει μελετηθεί, το 1922 διεξήχθησαν, στη χώρα, 231 δίκες και καταδικάστηκαν 732 άτομα(20).

            Στην τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα, οι αρχές της Σοβιετικής Ρωσίας προχώρησαν από την περιστασιακή προπαγάνδα, στη συστηματικά οργανωμένη δράση για την τελική εξόντωση της Εκκλησίας, με ευθύνη της «Κοινής Κρατικής Πολιτικής Διοίκησης» (= Объединенное государственное политическое управление // ОГПУ), υπεύθυνος της οποίας για εκκλησιαστικά ζητήματα ήταν ο E. A. Tučkov. Το 1931 ο ίδιος βραβεύθηκε με το παράσημο της «Κόκκινης Σημαίας» για τις υπηρεσίες του στην Πατρίδα. Συγκεκριμένα, βραβεύθηκε για την επιτυχή του δράση με τις εξής επιτυχίες:

  •  Σχίσμα στην Ορθόδοξη Εκκλησία (σε τρία γενικά κινήματα: «Ανανεωτικοί»,  «Οπαδοί του Τύχωνος» και λοιποί).
  •   Κατάσχεση εκκλησιαστικών κειμηλίων.
  •  Οργάνωση δύο εκκλησιαστικών συνόδων (των «Ανανεωτών»), οι οποίες καθαίρεσαν τον πατριάρχη Τύχωνα  και αποφάσισαν την εκκένωση των Μονών, την παραχώρηση των ιερών λειψάνων στις κρατικές Αρχές και τήρηση νομιμοφροσύνης προς τη Σοβιετική εξουσία.
  •   Παρασκηνιακή δραστηριοποίηση στο εξωτερικό, σχετικά με ζητήματα της Εκκλησίας της Ρωσίας.
  •   Ματαίωση και διπλωματική αποτροπή της Σταυροφορίας, που προκήρυξε το 1930 ο Πάπας Ρώμης κατά της Σοβιετικής Ένωσης.
  •   Δραστηριοποίηση, με στόχο αποδοχής στο Στρατό διαφόρων αιρετικών.
  •  Εξουδετέρωση των παράνομων αντεπαναστατικών οργανώσεων, οι οποίες δρούσαν υπό τη σημαία των Σχισματικών («Ζώσα Εκκλησία»)(21).

Η θρησκευτική εκπαίδευση είναι έγκλημα σε βάρος των παιδιών!

Επίσης, στην τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα, η «Κοινή Κρατική Πολιτική Διοίκηση» (ОГПУ) πέτυχε να προκαλέσει μια σειρά σχισμάτων στην Εκκλησία: το «Ανανεωτικό», το «Γρηγοριανό», το «Ιωσηφικό», το «Βικτωριανό», το «Ιαροσλαβικό», το «Δανιηλικό» και άλλα. Παρά το γεγονός ότι οι αφορμές για το καθένα από αυτά ήταν διαφορετικές, όλα υπέσκαπταν την εκκλησιαστική ενότητα σε μια τόσο κρίσιμη εποχή, μεγάλων δοκιμασιών και διωγμών, για την Εκκλησία της Ρωσίας. Σύμβολο της εκκλησιαστικής ενότητας απέμεινε μόνο ο εκτελών χρέη Πατριάρχη (για το διάστημα που η Ρωσική Εκκλησία παρέμενε ακέφαλη) ο μητροπολίτης Πέτρος (Polyanski), ο οποίος όμως συνελήφθη από τις Σοβιετικές Αρχές το 1925. Απαίτηση της Σοβιετικής εξουσίας ήταν η αποκήρυξη της θέσης του, καθώς ήλπιζαν με τον τρόπο αυτό ότι η κρίση στην Εκκλησία θα οξυνθεί περισσότερο, με συνέπεια να παραμείνει οριστικά ακέφαλη.

Ο μητροπολίτης Πέτρος, απαντώντας σε αυτά τα σχέδια, έγραψε από τη φυλακή τα εξής προς τον τότε διοικητή της «Κοινής Κρατικής Πολιτικής Διοίκησης» (ОГПУ): «Ειλικρινά θα σας πω ότι δεν με ενδιαφέρει προσωπικά αυτή η υπόθεση. Οι ημέρες μου είναι μετρημένες και μάλλον έχασα το ενδιαφέρον για τη ζωή, μετά από οκτώ χρόνια στις φυλακές και στην εξορία. Το μόνο που με ανησυχεί είναι ο φόβος μήπως προκαλέσω ταραχή στους πιστούς, με κάποια απερίσκεπτη απόφαση, αντίθετη στα καθήκοντά μου»(22). Την 10η Οκτωβρίου του 1937 και ώρα τετάρτη μεσημβρινή, ο μητροπολίτης Πέτρος εκτελέστηκε διά τουφεκισμού, με την κατηγορία της «συκοφαντίας κατά του Καθεστώτος».

Η περίοδος μεταξύ των ετών 1929-1931 –περίοδος ταχείας κολλεκτιβοποίησης και μαζικών κατασχέσεων (στην ουσία, δηλαδή, ληστείας των εργαζομένων χωρικών) και διώξεων– έμεινε στη Σοβιετική ιστοριογραφία γνωστή ως η «εποχή της μεγάλης καμπής». Αλλά, όπως λέγει ο Α. Ι. Σολζενίτσιν, αυτή είναι η καμπή της σπονδυλικής στηλής του Ρωσικού λαού. Εκείνη την εποχή, έκλεισαν οι περισσότεροι ναοί των χωριών. Η δημιουργία του κολχόζ συνοδεύεται, κατά κανόνα, από σύλληψη του τοπικού ιερέα, ως εχθρού της κολλεκτιβοποίησης. Όλα τα σωζόμενα πρακτικά των δικών, που διεξήχθησαν εκείνη την εποχή, περιέχουν κατηγορίες κατά του τοπικού ιερέα και άλλων πέντε μέχρι δεκαπέντε περίπου ατόμων ανά χωριό, δηλαδή κατά των πιο επιφανών προσώπων των τοπικών κοινωνιών της ρωσικής επαρχίας.

Από αντιθρησκευτικό και αντιεκκλησιαστικό καρναβάλι.

Τη 15η Μαΐου του 1932, η «Ένωση των Πολέμιων Αθεϊστών» –πρόκειται για τη μαζικότερη οργάνωση στη Σοβιετική Ένωση– ανακοινώνει τους στόχους της αντιθρησκευτικής της προπαγάνδας για την επόμενη πενταετία. Συγκεκριμένα προβλεπόταν: για το πρώτο έτος το κλείσιμο όλων των εκκλησιαστικών σχολείων (αυτά των «Ανανεωτών» λειτουργούσαν ακόμη, ενώ των Πατριαρχικών είχαν κλείσει λίγα χρόνια νωρίτερα)· για το δεύτερο έτος μαζικό κλείσιμο ναών, απαγόρευση εκκλησιαστικών εκδόσεων και παραγωγής εκκλησιαστικών αντικειμένων· για το τρίτο έτος εξορία (σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως) όλων των ιερέων· για το τέταρτο έτος κλείσιμο των ναών των άλλων θρησκειών· για το πέμπτο έτος νομική κατοχύρωση όλων των δραστηριοτήτων, που θα ελάμβαναν χώρα τα προηγούμενα τέσσερα έτη. Σύμφωνα με τις επίσημες δηλώσεις της «Ένωσης των Πολέμιων Αθεϊστών», την 1η Μαΐου του 1937 «το όνομα του Θεού θα έπρεπε να έχει ξεχαστεί σε ολόκληρη την επικράτεια της Σοβιετικής Ένωσης».

 Έτσι, μπήκε σε εφαρμογή το σχέδιο για το μαζικό κλείσιμο ναών, ενώ ήδη είχε προηγηθεί, την 5η Δεκεμβρίου του 1931, καταστράφηκε με εκρηκτικά ο ναός του Χριστού Σωτήρος, σύμβολο της Ρωσικής Ορθοδοξίας. Την περίοδο μεταξύ των ετών 1929-1933 τέθηκαν υπό κράτηση 40.000 εκκλησιαστικοί παράγοντες(23). Ένα μέρος αυτών εκτελέστηκε διά τουφεκισμού άμεσα, ενώ οι υπόλοιποι εστάλησαν σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όσοι επιβίωσαν μέχρι τους διωγμούς του 1937, εκτελέστηκαν τότε ως μάρτυρες.

Το 1937, επικεφαλής της αντιθρησκευτικής προπαγάνδας τέθηκε ο υπουργός Εσωτερικών N. I. Ezhov. Οι ανακρίσεις δεν ξεπερνούσαν, κατά κανόνα, τις δύο φορές, ενώ συνοδεύονταν από καταθέσεις μαρτύρων (πολύ συχνά, φυσικά, πλαστογραφημένες). Οι ανακριτές ανάγκαζαν, πολλές φορές, τους μάρτυρες να υπογράφουν σε λευκά φύλλα ή τους ανάγκαζαν με τη βία να ψευδομαρτυρούν. Τριμελής Επιτροπή της Πολιτικής Αστυνομίας (NKVD) ελάμβανε την τελική απόφαση, η οποία ήταν συνήθως η καταδίκη σε θάνατο.

Το φθινόπωρο του 1938 είναι η περίοδος κορύφωσης της αθεϊστικής προπαγάνδας. Η Εκκλησία της Ρωσίας γνώρισε ολοσχερή σχεδόν καταστροφή. Με βάση τα δεδομένα της Κυβερνητικής Επιτροπής «Αποκατάστασης των Θυμάτων του Κομμουνιστικού Καθεστώτος», προκύπτουν τα εξής στοιχεία: το 1937 φυλακίστηκαν 136.900 ορθόδοξοι ιερείς, μοναχοί και εκκλησιαστικοί υπάλληλοι, από τους οποίους 85.300 εκτελέστηκαν ή πέθαναν από τις κακουχίες. Το 1938 φυλακίστηκαν 283.000, από τους οποίους 21.500 εκτελέστηκαν ή πέθαναν από τις κακουχίες(24). Το καλοκαίρι του 1939 βρίσκονταν στη ζωή μόνο τέσσερεις αρχιερείς: ο μητροπολίτης της Μόσχας Σέργιος (Starogorodski) και Πατριαρχικός Επίτροπος, ο μητροπολίτης Λένινγκραντ (πρώην Αγίας Πετρούπολης) Αλέξιος (Simanski), ο αρχιεπίσκοπος Petergof Νικόλαος (Yaruševič) και ο επίσκοπος της επαρχίας Νόβγκοροντ και Πσκωφ Dmitrov Σέργιος (Voskresenski). Ο τελευταίος, από το 1937, εκτελούσε χρέη προκαθημένου του Πατριαρχικού Θρόνου, (λόγου του αδυνάτου εκλογής Πατριάρχη). Ακόμη δέκα αρχιερείς είχαν μείνει ζωντανοί, αλλά ιερουργούσαν ως ενοριακοί ιερείς ή δεν ήταν σε θέση να ιερουργήσουν καθόλου. Το 1937 δεν υπήρχαν πλέον εκκλησιαστικές επαρχίες, ενώ κάποιες ενορίες, που ακόμη λειτουργούσαν, προσπαθούσαν να επιβιώσουν, διατηρώντας, όσο ήταν δυνατόν, επικοινωνία μεταξύ τους.

Από αντιθρησκευτικό και αντιεκκλησιαστικό καρναβάλι των Μπολσεβίκων.

Η κατάσταση άλλαξε τον Σεπτέμβριο του 1939, όταν η Κυβέρνηση, με την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στη Πολωνία και την προσάρτηση της Δυτικής Λευκορωσίας και Δυτικής Ουκρανίας, αντιμετώπισε την πρόκληση να προσαρτήσει περιοχές, στις οποίες υπήρχε ακμαία εκκλησιαστική ζωή. Σύμφωνα με τον ιστορικό M.V. Škarovski, στην έκθεση του επικεφαλής της Επιτροπής Εκκλησιαστικών Υποθέσεων ταγματάρχη G. Karpov προς την Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού  Κόμματος, της 14ης Φεβρουαρίου 1947, πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο λειτουργούσαν στη Σοβιετική Ένωση 3.732 ορθόδοξοι ναοί, από τους οποίους 3.350 βρίσκονταν στα νέα εδάφη και μόνο 350-400 στα παλαιά εδάφη της Σοβιετικής Ρωσίας. Τα αριθμητικά αυτά στοιχεία επιβεβαιώνονται και από τα δεδομένα των επαρχίων(25).

Στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, φαίνεται ότι οι Σοβιετικές Αρχές είχαν πετύχει να εξαφανίσουν ολοκληρωτικά σχεδόν την Εκκλησία. Σε ολόκληρη την επικράτεια της Σοβιετικής Ένωσης απογράφονταν κατά κόρον πόλεις και χωριά με άθεο πληθυσμό, κατά κανόνα. Ωστόσο, η εικόνα αυτή ήταν επιφανειακή. Μελετώντας την ιστορία των διωγμών κατά της Ορθόδοξης πίστης στη Σοβιετική Ρωσία, επαληθεύονται και πάλι τα λόγια του Χριστού: «Καγώ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16, 18).

Παρά τους σκληρούς διωγμούς και τη σχεδόν ολοκληρωτική σχεδόν διάλυση της Εκκλησίας της Ρωσίας, αυτή επιβίωσε ως θεανθρώπινος οργανισμός, για να δώσει στον Ορθόδοξο κόσμο έναν τεράστιο χορό Νεομαρτύρων και Ομολογητών. Σήμερα, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας αρδεύεται και αναγεννάται από το ιερό τους αίμα.

Μετάφραση: Φώτης


(1) Емельянов, Н.Е. Оценка статистики гонений на Русскую Православную Церковь (1917-1952 годы). Электронный ресурс: http:// kuz1. pstbi. ccas.ru/cgibin /code.exe/nmstat4.html?/ans

(2) Цит. по: Кашеваров А. Н. Православная Российская Церковь и советское государство. Москва, 2005, 138.

(3) Дамаскин (Орловский), иером. Мученики, исповедники и подвижники благочестия Русской Православной Церкви XX столетия. Тверь, 1996. Кн. 2, с. 172.

(4) Ibidem, 109–110.

(5) Цит. по: Православие и современность. Электронный ресурс: http://www.eparhia-saratov.ru/ index.php?option=com_content&task=view&id=3413&Itemid=263.

(6) Цыпин Владислав, прот. История Русской Церкви 1917–1997. Москва, 1997, 57.

(7) Цыпин Владислав, прот. История Русской Церкви 1917–1997. Москва, 1997, 64-65.

(8) Алексеев В. А. «Штурм небес» отменяется? Критические очерки по истории борьбы с религией в СССР. Москва, 1992, 23.

(9) Цит. по: Кашеваров А. Н. Православная Российская Церковь и советское государство. Москва, 2005, 192.

(10) Δεδομένα στο περιοδικό «Революцията и църквата» в № 9-12 за  1920 г.

(11) Русская православная церковь и коммунистическое государство, 1917–1941. Документы и фотоматериалы. Москва, 1996, 60.

(12) Вострышев М. Патриарх Тихон. Москва, 1995, 111.

(13) Куртуа С., Верт Н., Панне  Ж.-Л. И др. Черная книга коммунизма. Москва, 2001, 134.

(14) Черная година. Саратов. 1922. № 1-2.

(15) Письмо В. И. Ленина В. М. Молотову для членов Политбюро ЦК РКП(б) 19 марта 1922 г. / Русская Православная Церковь и коммунистическое государство. Москва, 1996, 89.

(16) Саратовские известия. 1922, 10 февраля. №32, c. 3.

(17) Телеграмма губкома г. Иваново-Вознесенска в Политбюро 18 марта 1922 г./ Русская Православная Церковь и коммунистическое государство, 1917–1941, c. 88.

(18) Русская Православная Церковь и коммунистическое государство, 1917–1941, с. 88-91.

(19) Ibidem, 69.

(20) Архивы Кремля. В 2-х кн./ Кн. 1. Политбюро и Церковь. 1922–1925 гг. М.-Новосибирск, 1997, 78.

(21 Русская  Православная  Церковь и коммунистическое государство. Документы и фотоматериалы. Москва, 1996, 290–291.

(22) Цыпин Влад., прот. История Русской Церкви 1917–1997. Москва, 1997, 199. (23) Дамаскин (Орловский), игум. ГОНЕНИЯ НА РУССКУЮ ПРАВОСЛАВНУЮ ЦЕРКОВЬ В СОВЕТСКИЙ ПЕРИОД. Электронный ресурс: http://fond.centro.ru/calendar/about/gonenija.htm

(24) Доклад митрополита Крутицкого и Коломенского Ювеналия, председателя Синодальной комиссии по канонизации святых. Электронный ресурс: http://www.tzar-nikolai.orthodoxy.ru /n2/sobor/dokl.htm

(25)Шкаровский М. В. Русская Православная Церковь при Сталине и Хрущеве. Москва, 2005, 117.


ΠΗΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: https://www.pemptousia.gr/ 

ΠΗΓΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ: leipsanothiki.blogspot.com