ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2023

ΤΟ ΣΕΙΣΜΟ ΤΟΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ Ο ΘΕΟΣ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΣΕΙ ΤΟΥΣ ΑΤΑΚΤΟΥΣ

 

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Στην περίπτωση της Αντιό­χειας που σείσθηκε από σεισμό, ο Θεός έδειξε αισθήματα φιλόστορ­γης μητέρας, η οποία πολλές φορές, όταν κλαίει αδικαιολόγητα το μωρό της που θηλάζει, θέλουσα να του κό­ψει αυτή τη συνήθεια, κουνάει δυ­νατά το κρεββατάκι του, όχι για να το βλάψει, αλλά για να φοβερίσει το νήπιο. Έτσι και ο Κύριος του σύμπαντος τραντάζει την οικουμένη που κρατεί στα χέρια Του, όχι για να καταστρέψει, αλλά για να επαναφέρει στο δρόμο της σωτηρίας τα ά­τακτα παιδιά Του. (Εις τον άγιον Βάσσον 1 MG 50, 121)

     Είδατε τη δύναμι του Θεού, είδατε του Θεού τη φιλανθρωπία; Δύναμι, διότι συγκλόνισε την οικουμένη· φιλανθρωπία, διότι ενώ έπεφτε, την έκανε να σταθή· ή καλύτερα στο καθένα από τα δύο και τη δύναμι και τη φιλανθρωπία· διότι έσεισε τη γη και στήριξε την οικουμένη, διότι, ενώ σαλευόταν και επρόκειτο να πέση, την συγ­κράτησε. Και ο σεισμός βέβαια πέρασε, ο φόβος όμως ας υπάρχη· ο σάλος εκείνος πέρασε, η ευλάβεια όμως ας μη περάση. Κάναμε λιτανεία προς τον Θεό τρεις ημέρες, αλλά ας μη καταργήσουμε την προθυμία· διότι, γι’ αυτό έγινε ο σεισμός, εξ αίτιας της αδιαφορίας μας· δείξαμε αδιαφορία και καλέσαμε τον σεισμό, δείξαμε προθυ­μία και απομακρύναμε την οργή· ας μην αδιαφορήσουμε πάλι, για να μη καλέσουμε πάλι την οργή και την τιμωρία. «Διότι δεν θέλει ο Θεός τον θάνατο του αμαρτωλού, μέχρι που να επιστρέψη και ζήση».

   Είδατε πόσο φθαρτό είναι το γένος των ανθρώπων. Όταν γι­νόταν ο σεισμός, σκεφτόμουν και έλεγα· που είναι οι αρπαγές, που οι πλεονεξίες, που οι τυραννίες; που οι αλαζονείες; που οι δυνα­στείες; που οι καταπιέσεις; που οι λεηλασίες των φτωχών; που οι υπερηφάνειες των πλουσίων; που οι εξουσίες των αρχόντων; που οι απειλές; που οι φόβοι; Μια στιγμή, και όλα θα καταστρέφονταν πιο εύκολα κι’ από την αράχνη, όλα εκείνα θα καταλύονταν, θρήνος θ’ απλωνόταν στην πόλι και όλοι θα έτρεχαν στην εκκλησία. Σκεφθήτε, εάν απεφάσιζε ο Θεός όλα να τα γκρεμίση, τι θα παθαίναμε. Και αυτά τα λέγω, για να είναι ακμαίος μέσα σας διαρκώς ο φόβος αυτών που έγιναν και να στηρίζη τη σκέψι όλων. Έσεισε, αλλά δεν την κατέστρεψε· διότι, αν ήθελε να την καταστρέψη, δεν θα την έσειε· αλλά, επειδή δεν ήθελε, πρόλαβε ο σεισμός σαν κήρυκας, για ν’ αναγγείλει σ’ όλους την οργή του Θεού, ώστε, αφού γίνουμε καλύτεροι εξ αιτίας του φόβου, ν’ αποκρούσουμε την πραγματική τιμωρία.

   Έτσι έκανε και στην περίπτωσι των βαρβάρων. «Ακόμη τρεις ημέρες και η Νινευή θα καταστραφή». Και γιατί δεν την κα­ταστρέφεις; Απειλείς ότι θα την κατασκάψης και γιατί δεν την κατασκάπτεις; Επειδή δεν θέλω να την καταστρέψω, γι’ αυτό απειλώ. Γιατί τότε το λες; Για να μην κάνω αυτά που λέγω, ας προλάβη ο λόγος, κι’ ας εμποδίση το έργο. «Ακόμη τρεις ημέρες και η Νινευή θα καταστραφή», έλεγε τότε ο προφήτης, σήμερα οι τοίχοι φωνά­ζουν. Και αυτά τα λέγω, και δεν θα παύσω να τα λέγω, και στους φτωχούς και στους πλουσίους· σκεφθήτε πόση είναι η οργή του Θεού, πως όλα του είναι δυνατά και εύκολα· και ας σταματήσουμε κάποτε την κακία. Μέσα σε μια μόνο χρονική στιγμή παρέλυσε τη σκέψι και τον νου του καθενός και συγκλόνισε τα θεμέλια της ψυ­χής μας·

   Ας σκεφθούμε τη φοβερή εκείνη ημέρα, που θα διαρκήση όχι μια στιγμή, αλλ’ άπειρους αιώνες, και θα υπάρχουν και ποταμοί πυρός, και διαθέσεις απειλητικές, και δυνάμεις που θα σύρουν στην κρίσι, και βήμα φοβερό, και δικαστήριο αδωροδόκητο, και οι πρά­ξεις του καθενός θα είναι μπροστά στα μάτια μας, και δεν θα υπάρχη κανείς να βοηθήση, ούτε γείτονας, ούτε δικηγόρος, ούτε συγγε­νής, ούτε αδελφός, ούτε πατέρας, ούτε μητέρα, ούτε ξένος, ούτε κα­νείς άλλος, τι θα κάνουμε τότε, πες μου; Προβάλω τον φόβο, για να κατασκευάσω τη σωτηρία· έκανα την διδασκαλία πιο κοφτερή, για να αποβάλη καθένας από σας το σάπιο που έχει. Δεν σας έλεγα πά­ντοτε, και τώρα σας λέγω, και δεν θα παύσω να το λέγω, μέχρι πότε θα είστε προσηλωμένοι στα παρόντα; Προς όλους βέβαια τα λέγω, ιδιαίτερα όμως σ’ αυτούς που είναι ασθενείς και δεν προσέχουν σ’ αυτά που λέμε· ή καλύτερα στον καθένα από τους δύο είναι χρήσι­μος ο λόγος, στον ασθενή για να θεραπευθή, και στον υγιή, για να μην ασθενήση. Μέχρι πότε τα χρήματα; μέχρι πότε ο πλούτος; μέ­χρι πότε τα λαμπρά οικοδομήματα; μέχρι πότε λύσσα για την άψυ­χη φιληδονία; Να, ήλθε ο σεισμός· σε τι ωφέλησε ο πλούτος; Ο κόπος για όλα πήγε χαμένος· το κτήμα χάθηκε μαζί μ’ αυτόν που το είχε, το σπίτι μαζί με τον κατασκευαστή του· κοινός τάφος για όλους έγινε η πόλις, τάφος σχεδιασμένος όχι από χέρια τεχνιτών, αλλά κατασκευασμένος από τη συμφορά. Που είναι ο πλούτος; που είναι οι πλεονεξίες; Βλέπετε ότι όλα είναι πιο ευτελή κι’ από την αράχνη;

Αλλά, θα μου πης, και τι ωφελείς με το να τα λες; Ωφελώ, αυτόν που με ακούει· εγώ κάνω το καθήκον μου· ο σπορέας σπέρνει· «βγήκε αυτός που σπέρνει, για να σπείρη· και άλλοι από τους σπό­ρους έπεσαν επάνω στον δρόμο, άλλοι επάνω στην πέτρα, άλλοι επάνω στα αγκάθια, και άλλοι επάνω στην καλή γη»· τρία μέρη χά­θηκαν και ένα σώθηκε, και δεν απομακρύνθηκε από τη γεωργία, αλλά, επειδή ένα σώθηκε, δεν έπαψε να καλλιεργή τη γη. Αλλά και τώρα είναι αδύνατο σπόρος που σπείρεται με τόση αφθονία να μη βλαστήση στάχυ· κι’ αν όλοι δεν ακούσουν, οι μισοί θ’ ακούσουν· κι’ αν όχι οι μισοί, το ένα τρίτο· κι’ αν όχι το ένα τρίτο, το ένα δέκα­το, κι’ αν ένας από το πλήθος ακούση, ας ακούη. Διότι δεν είναι μι­κρό το να σωθή και ένα πρόβατο· αφού και ο βοσκός εκείνος άφησε τα ενενήντα εννέα πρόβατα, και έτρεξε για το ένα, που είχε πλανηθή.

   Δεν περιφρονώ τον άνθρωπο· κι’ αν είναι δούλος, δεν μου εί­ναι ευκαταφρόνητος· διότι δεν ζητώ το αξίωμα, αλλά την αρετή· δεν ζητώ την εξουσία ούτε τη δουλεία, αλλά την ψυχή· κι’ αν είναι ένας, είναι άνθρωπος, γι’ τον οποίο απλώθηκε ο ουρανός και ο ήλιος φωτίζει και η σελήνη τρέχει και ο αέρας φυσά και οι πηγές αναβλύζουν και η θάλασσα απλώθηκε και οι προφήτες στάλθηκαν και ο νόμος δόθηκε. Αλλά γιατί πρέπει να τα αναφέρω όλα; Γι’ αυτόν ο μονογενής υιός του Θεού έγινε άνθρωπος. Ο Κύριός μου θυσιάσθηκε και έχυσε το αίμα του για τον άνθρωπο, κι’ εγώ θα τον καταφρονήσω; και ποια συγγνώμη θα έχω; Δεν ακούτε ότι μιλούσε με τη Σαμαρείτιδα ο Κύριος και της απηύθυνε άπειρους λόγους; Και δεν την περιφρόνησε, επειδή ήταν Σαμαρείτιδα, αλλά, επειδή είχε ψυχή, της έδειχνε όλη τη φροντίδα του. Δεν παραμελήθηκε επειδή ήταν πόρνη, άλλ’ επειδή επρόκειτο να σωθή και έδειξε πίστι, πολλές φορές απήλαυσε τη φροντίδα.

   Δεν θα παύσω εγώ να λέγω, έστω κι’ αν δεν υπάρχη κανείς που ν’ ακούη· είμαι γιατρός, προσφέρω τα φάρμακα· είμαι διδάσκα­λος, διατάχθηκα να συμβουλεύω· διότι λέγει· «φρουρό σ’ έχω δώσει στον οίκο του Ισραήλ». Δεν διορθώνω κανέναν; Και τι μ’ αυτό; Εγώ όμως έχω τον μισθό μου. Και αυτό που είπα είναι υπερβολικό· διότι είναι αδύνατο μέσα σε τόσο πλήθος να μη διορθωθή κάποιος. Αλλά αυτές οι δικαιολογίες και οι προφάσεις είναι των αδιάφορων ακροατών. Ακούω, λέγει, κάθε μέρα και δεν το κάνω. Άκουε, έστω κι’ αν δεν το κάνης· διότι από το να ακούς, έρχεται το να τα κάνης· κι’ αν δεν τα κάνης, ντρέπεσαι για την αμαρτία· κι’ αν δεν τα κάνης, αλλάζεις γνώμη. Και αυτό, το ότι κατηγορείς τον εαυτό σου, από που προέρχεται; Αυτός είναι ο καρπός των λόγων μου. Όταν πης, ‘αλλοίμονο, άκουσα και δεν το κάμνω’, το ‘αλλοίμονο’ είναι αρχή της αλλαγής προς το καλύτερο.

   Αμάρτησες; έκλαψες; έλυσες την αμαρτία. Διότι λέγει, «λέγε εσύ πρώτος τις αμαρτίες σου, για να δικαιωθής». Κι’ αν γίνης σκυ­θρωπός ή κατηφής, η κατήφεια έχει κάποια σωτηρία, όχι εξ αιτίας της φύσεως της κατήφειας, αλλά χάρις στη φιλανθρωπία του Κυ­ρίου. Γι’ αυτόν που έχει αμαρτίες δεν είναι μικρή παρηγοριά το να λυπάται. Διότι λέγει, «είδα ότι λυπήθηκε και έγινε σκυθρωπός και θεράπευσα τους πόνους του». Πω πω φιλανθρωπία απερίγραπτη, και αγαθότητα που δεν μπορεί να ερμηνευθή! Λυπήθηκε, και τον θεράπευσα. Και τι το μεγάλο, το ότι λυπήθηκε; Ασφαλώς δεν είναι μεγάλο· αλλά εγώ πήρα αφορμή για να του θεραπεύσω τους πόνους του. Είδατε πως μέσα σε μια μόνο στιγμή όλα τα δέχθηκε;

   Διαρκώς λοιπόν να θυμάσθε το βράδυ εκείνο του σεισμού. Διότι όλοι οι άλλοι είχαν φοβηθή εξ αιτίας του σεισμού, εγώ όμως για την αιτία που προκάλεσε τον σεισμό. Καταλάβατε τι είπα; Άλλοι φοβούνταν μήπως πέση η πόλις και πεθάνουν· εγώ όμως φοβή­θηκα, διότι ο Κύριος οργίζεται εναντίον μας. Διότι δεν είναι φοβε­ρό το να πεθάνης, αλλά φοβερό είναι το να εξοργίζης τον Κύριο. Ώστε δεν φοβόμουν για τον σεισμό, αλλά για την αιτία του σει­σμού· διότι αιτία του σεισμού ήταν η οργή του Θεού, και αιτία της οργής είναι οι αμαρτίες μας. Ποτέ να μη φοβάσαι την κόλασι, αλλά την αμαρτία, που είναι μητέρα της κολάσεως.

    Σείεται η πόλις; Και τι μ’ αυτό; Όμως ας μην σαλευθή η δική σου διάνοια· αφού και στην περίπτωσι των ασθενειών και των τραυμάτων δεν θρηνούμε εκείνους που θεραπεύονται αλλά εκείνους που πάσχουν από αθεράπευτες ασθένειες. Ό,τι ακριβώς είναι η ασθένεια και το τραύμα αυτό είναι και η αμαρτία· ό,τι ακριβώς είναι το μαχαίρι και το φάρμακο, αυτό είναι και η τιμωρία.

 ΛΟΓΟΣ ΕΚΤΟΣ -ΣΤΟΝ ΦΤΩΧΟ ΛΑΖΑΡΟ – ΣΤΟΝ ΣΕΙΣΜΟ ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΡΟΗΛΘΕ Η ΔΟΥΛΕΙΑ – ΕΠΕ 25

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ