ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2023

ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΝ ΚΙΝΗΣΙΝ ΚΑΙ ΤΟ Π.Σ.Ε.(*)

Ἀρχιμ. Γεωργίου Καθηγουμένου Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους                                                                                          Τόν 20όν αἰῶνα χαρακτηρίζουν ὡς γνωστόν αἱ προσπάθειαι προσεγγίσεως τῶν διαφόρων χριστιανικῶν κοινοτήτων. Αἱ προσπάθειαι αὐταί ἐντός καί ἐκτός τοῦ Π.Σ.Ε. χαρακτηρίζονται ὡς Οἰκουμενική Κίνησις ἤ ὡς Οἰκουμενισμός. Οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων πρωτεργάται τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἐνεφοροῦντο ὑπό πόθου ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν. Ὅμως ἔνιαι ἐνέργειαι καί θέσεις των μᾶς ἐπιτρέπουν νά διίδωμεν καί τήν ἐπί τινων τοὐλάχιστον ἐξ αὐτῶν ἐπίδρασιν τοῦ ἰσχυροῦ ρεύματος τῆς ἐκκοσμικεύσεως, τό ὁποῖον κατά τόν 20όν αἰῶνα καθιεροῦται εἰς τόν Δυτικόν χριστιανισμόν καί τάς Δυτικάς κοινωνίας. Τό ἐρώτημα λοιπόν, τό ὁποῖον τίθεται, καί διά τήν ἀπάντησιν τοῦ ὁποίου χρειάζεται σοβαρά μελέτη εἶναι τό ἑξῆς:
Μέχρι ποίου σημείου ἡ ἀνάπτυξις τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως γενικῶς, ἀλλά καί ἡ συμμετοχή εἰς αὐτήν τῶν Ὀρθοδόξων εἰδικῶς, ἐπηρεάζεται ἀπό τήν ἐκκοσμικευμένην Θεολογίαν; Εἶναι γνωστόν ἄλλως τε ὅτι καί ἡ Ὀρθόδοξος Θεολογία καί πρό τοῦ 20οῦ αἰῶνος εὑρίσκετο ἐν πολλοῖς ὑπό Δυτικήν ἐπίδρασιν. Ὁ μακαριστός π. Δημήτριος Στανιλοάε μοῦ εἶχεν εἴπει ὅτι εἰς τήν θεολογικήν Σχολήν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, εἰς τήν ὁποίαν ἔλαβε τό διδακτορικόν του δίπλωμα, ἐθαύμαζε τούς Καθηγητάς διά τήν σοφίαν των, ἐν οἷς καί τόν πολύν Ἀνδροῦτσον, ἀλλά τήν Πατερικήν καί γνησίαν Θεολογίαν τήν ὑπερβαίνουσαν τήν Σχολαστικήν Θεολογίαν ἐγνώρισε καί ἔμαθεν, ὅταν ἀργότερον ἀνέγνωσε καί μετέφρασεν εἰς τά Ρουμανικά τήν Φιλοκαλίαν καί τούς Ἁγίους Πατέρας, καί δή τόν ἅγιον Μάξιμον τόν Ὁμολογητήν.

Ἀλλά καί ὁ γράφων, κατά τά ἔτη τῶν σπουδῶν του εἰς τήν Θεολογικήν Σχολήν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν (1953-1957), οὐδέν ἤκουσε περί Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, νηπτικῆς θεολογίας, διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργείας παρά τῷ Θεῷ καί θεώσεως. Ὅθεν εἶναι κατανοητόν ὅτι οἱ ὑπό τοιαύτας συνθήκας εὑρισκόμενοι Ὀρθόδοξοι θεολόγοι θά διεμόρφωναν ἀναλόγως καί τήν συμμετοχήν των εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν. Ἡ ἐκκοσμίκευσις δέν ἀνέχεται ἀπόλυτα μεγέθη καί συνεπῶς οὔτε τήν Ὀρθόδοξον πίστιν ὅτι τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν ἀποτελεῖ μόνον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί συνεπῶς αἱ ἄλλαι “Ἐκκλησίαι” ὡς στερούμεναι τοῦ πληρώματος τῆς Ἀληθείας καί τῆς Χάριτος δέν ἠμποροῦν νά συναποτελοῦν τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν. Ἀκόμη ἡ ἐκκοσμίκευσις δέν δίδει σημασίαν εἰς τά δόγματα, ἀλλά εἰς τήν πρακτικήν συνεργασίαν διά κοινωνικούς σκοπούς. Διά τούς ἐκκοσμικευμένους Χριστιανούς δέν ἔχει σημασίαν τί πιστεύεις· ἀρκεῖ νά πιστεύῃς κάπου. Διαχριστιανικός Συγκρητισμός 
Οὕτως οἱ ἐκκοσμικευμένοι Ὀρθόδοξοι θεολόγοι δέχονται τήν προτεσταντικήν ἐκκλησιολογίαν καί μάλιστα τήν θεωρίαν τῶν κλάδων (Branch Theory). Καρπός τοῦ πνεύματος τῆς ἐκκοσμικεύσεως εἶναι καί ὁ δογματικός μινιμαλισμός, ἤτοι νά συμφωνήσωμεν εἰς τά βασικά καί νά μή δίδωμεν σημασίαν εἰς τά θεωρούμενα δευτερεύοντα. Ὑπάρχουν ὅμως εἰς τήν πίστιν πρωτεύοντα καί δευτερεύοντα; Καί ποῖα εἶναι τά πρωτεύοντα καί ποῖα τά δευτερεύοντα; Οἱ Ἅγιοι Πατέρες λέγουν ὅτι, ἕν νόμισμα ἐάν καί εἰς ἕν μόνον σημεῖον ἔχει κάποιαν ἀλλοίωσιν, εἶναι κίβδηλον. Οὕτω συμβαίνει καί εἰς τήν πίστιν. Συμφώνως πρός τό πνεῦμα αὐτό, σπουδαῖαι δογματικαί διαφοραί, ὡς ἡ τοῦ «Filioque», ὅλον καί περισσότερον θεωροῦνται ὡς δευτερεύουσαι καί δέν συζητοῦνται. Ἐσχάτως μάλιστα ὑποστηρίζεται ἀπό ἐπισήμους Ὀρθοδόξους οἰκουμενιστάς ὅτι αἱ μετά τό Σχίσμα διαφοραί δέν εἶναι βασικαί, ἀλλά συνιστοῦν δύο διαφορετικούς μέν ἀλλά νομίμους τρόπους διατυπώσεως τῆς ἰδίας ἀποστολικῆς πίστεως. Καί μάλιστα αὐτό χαρακτηρίζεται ὡς Φωτιανή παράδοσις. Πρόκειται περί φοβερᾶς διαστρεβλώσεως τῆς Ἀληθείας. Θά ἔκανε ὁ Μ. Φώτιος τόσους ἀγῶνας κατά τοῦ «Filioque», ἐάν τό «Filioque» ἦτο εἷς ἐκ τῶν δύο νομίμων τρόπων διατυπώσεως τῆς ἀποστολικῆς πίστεως;
Οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενισταί ἀποσιωποῦν τούς ἀγῶνας τῶν Ἁγίων Πατέρων διά τήν προάσπισιν τῶν ὀρθοδόξων Δογμάτων. Εἰς θεολογικά συνέδρια π.χ. περί τοῦ Μ. Φωτίου ἀναφέρονται εἰς διάφορα δευτερευούσης φύσεως θέματα περί τοῦ Ἱεροῦ Φωτίου, ἀλλά οὐδείς λόγος γίνεται διά τήν περισπούδαστον ἀντιρρητικήν θεολογίαν τοῦ ἁγίου Φωτίου κατά τοῦ «Filioque». Εἰς τό σημεῖον αὐτό θά ἤθελα νά παραθέσω τάς ἀξιοπροσέκτους παρατηρήσεις τοῦ μακαριστοῦ π. Δημητρίου Στανιλοάε:
«Δημιουργεῖται κάθε τόσο, ἀπό τή μεγάλη ἐπιθυμία γιά ἕνωση, ἕνας εὔκολος ἐνθουσιασμός, πού πιστεύει πώς μπορεῖ μέ τήν συναισθηματική του θερμότητα νά ρευστοποιήση τήν πραγματικότητα καί νά τήν ξαναπλάση χωρίς δυσκολία. Δημιουργεῖται ἀκόμα καί μία διπλωματική συμβιβαστική νοοτροπία, πού νομίζει πώς μπορεῖ νά συμφιλιώση μέ ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις ὡρισμένες δογματικές θέσεις ἤ γενικώτερες καταστάσεις, πού κρατοῦν τίς ἐκκλησίες χωρισμένες. Οἱ δύο αὐτοί τρόποι, μέ τούς ὁποίους ἀντιμετωπίζεται –ἤ παραθεωρεῖται– ἡ πραγματικότητα, φανερώνουν μιά κάποια ἐλαστικότητα ἤ κάποια σχετικοποίηση τῆς ἀξίας πού ἀποδίδεται σ’ ὡρισμένα ἄρθρα πίστεως τῶν ἐκκλησιῶν.
Ἡ σχετικοποίηση αὐτή ἀντικαθρεπτίζει ἴσως τήν πολύ χαμηλή σημασία, πού ὡρισμένες χριστιανικές ὁμάδες –στό σύνολό τους ἤ σ’ ὡρισμένους ἀπό τούς κύκλους τους– δίνουν σ’ αὐτά τά ἄρθρα τῆς πίστεως. Προτείνουν πάνω σ’ αὐτά, ἀπό ἐνθουσιασμό ἤ διπλωματική νοοτροπία, συναλλαγές καί συμβιβασμούς, ἀκριβῶς γιατί δέν ἔχουν τίποτα νά χάσουν μέ αὐτά πού προτείνουν»1.
Διαθρησκειακός Συγκρητισμός
Ἡ σχετικοποίησις τῆς Ἀληθείας ὁδηγεῖ ὄχι μόνον εἰς τόν διαχριστιανικόν συγκρητισμόν, ἀλλά καί εἰς τόν διαθρησκειακόν συγκρητισμόν. Προσφάτως Ὀρθόδοξος οἰκουμενιστής διαλεγόμενος μέ τούς Μουσουλμάνους διετύπωσε μεταξύ ἄλλων συγκρητιστικῶν θέσεων καί τήν ἑξῆς:
«Ἡ προσέγγιση αὐτή μᾶς κάνει ξαφνικά νά ἀποκτήσουμε συνείδηση τοῦ γεγονότος ὅτι, κατά βάθος, μία ἐκκλησιά ἤ ἕνα τέμενος –χῶροι ταπεινώσεως, ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἀναγνωρίζει τήν μηδαμινότητά του– ἀποβλέπουν στήν ἴδια πνευματική καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου»2. Ἕτερος μάλιστα οἰκουμενιστής θεολόγος, ὁ Olivier Clément, προχωρεῖ εἰς συγκρίσεις μεταξύ Ὀρθοδόξου Πίστεως καί ἄλλων θρησκειῶν, πού ὁδηγοῦν εἰς σύγχυσιν καί πανθρησκείαν τύπου Νέας Ἐποχῆς. Διά τόν Μωαμεθανισμόν μεταξύ ἄλλων παραθέτει τήν γνώμην τοῦ Μητροπολίτου Γεωργίου Khodr, μέ τήν ὁποίαν συμφωνεῖ:
«Ὁ Μωάμεθ δέν εἶναι λοιπόν μόνο ἕνας προφήτης πού ὁδηγεῖ ὁλόκληρους λαούς στό στάδιο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά ἕνας ἐξάγγελος τοῦ ἐσχάτου, τῆς ἐπικειμένης Κρίσεως, καί ὁ Θεός, μέσῳ αὐτοῦ, καταλογίζει στούς χριστιανούς “τήν ἐχθρότητα καί τό μῖσος” πού τούς διαιροῦν»3. Παρομοίως ὁμιλεῖ διά τόν Βουδισμόν καί τόν Ἰουδαϊσμόν. Διά τήν Νέαν Ἐποχήν γράφει:
«Ἄς μή βιαστοῦμε νά καταγγείλουμε τόν νεο-παγανισμό, μολονότι ἐδῶ ὁ πειρασμός εἶναι προφανής. Οἱ ἀναζητήσεις τῆς Νέας Ἐποχῆς μᾶς παραπέμπουν στήν ὑψηλή θεολογία (ἐξ ὁρισμοῦ νηπτική) τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»4. Εἰς τήν σχετικοποίησιν τῆς Πίστεως ὁδηγοῦν αἱ συμπροσευχαί Ὀρθοδόξων μετά ἑτεροδόξων καί ἑτεροθρήσκων. Εἰς τήν προσευχήν διά τήν εἰρήνην, πού τελεῖται κατ’ ἔτος εἰς Ἀσσίζην, συμμετέχουν καί ὀπαδοί ἄλλων θρησκειῶν καί μάλιστα εἰδωλολατρικῶν. Ὡς ἐκ τούτου πολλοί Ὀρθόδοξοι ἀνησυχοῦν σοβαρότατα, ὅτι ὄπισθεν τοιούτων ἐκδηλώσεων κρύπτεται τό κίνημα τῆς Νέας Ἐποχῆς, ἡ ὁποία ἀποβλέπει εἰς τόν ἐξοβελισμόν τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως, καί μάλιστα μέ τήν εἴσοδον τῆς τρίτης χιλιετίας, τῆς χαρακτηριζομένης ὡς ἐποχῆς τοῦ Ὑδροχόου. Ὑποθέτω ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι οἰκουμενισταί δέν ὑπηρετοῦν σκοπίμως τό σχέδιον τῆς Νέας Ἐποχῆς, ἀλλά ἐξ ἀγνοίας καί ἀφελείας.
Προβληματική ἡ συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν
Τήν συμμετοχήν τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν καθιστοῦν περισσότερον προβληματικήν σήμερον τά ἑξῆς γεγονότα:
1) Εἰς τό Π.Σ.Ε. δέν ἐπιτρέπεται πλέον νά ὁμιλοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ὡς ἐκπρόσωποι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καταθέτοντες ἰδιαιτέραν δήλωσιν, ὡς ἐγένετο κατά τάς Γενικάς Συνελεύσεις τῆς Λωζάνης (1927), τοῦ Ἐδιμβούργου (1937), τῆς Λούνδης (1952), τοῦ Evaston (1954) καί τοῦ Ν. Δελχί (1961)5. Οὕτω δέν ἀκούεται ἡ φωνή τῆς Ὀρθοδοξίας καί δέν δίδεται ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἡ φωνή τῶν Ὀρθοδόξων χάνεται μέσα εἰς τήν χοάνην τῶν πολυπληθῶν προτεσταντικῶν παραφυάδων.
2) Τό Π.Σ.Ε. καθίσταται ὁσημέραι ὀλιγώτερον “χριστιανικόν”, ἀκολουθοῦν θεολογικάς ἀπόψεις ὀρθολογιστικάς, πανθρησκειακάς καί παγανιστικάς. Εἶναι γνωστόν ὅτι εἰς τήν Γενικήν Συνέλευσιν τοῦ Π.Σ.Ε. ἐν Καμπέρᾳ, Διαμαρτυρομένη θεολόγος ὡμίλησε περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά ἀνιμιστικόν (εἰδωλολατρικόν) τρόπον. Τό ἴδιον συμβαίνει καί μέ τήν Χριστιανικήν Ἠθικήν. Τό τελευταῖον τεῦχος τοῦ ἐπισήμου ὀργάνου τοῦ Π.Σ.Ε. «The Ecumenical Review» ἀσχολεῖται μέ τό θέμα τῆς θέσεως τῶν ὁμοφιλοφύλων εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Εἰς κείμενον σουηδοῦ θεολόγου, ἐκθέτοντος τάς συζητήσεις πού διεξάγονται ἐντός τῆς σουηδικῆς “Ἐκκλησίας” περί τοῦ θέματος αὐτοῦ, δημοσιεύεται καί προσευχή, ἐπί τῇ ἑνώσει ὁμοφιλοφύλων, τήν ὁποίαν καί παραθέτομεν:
«Θεέ, σύ μᾶς δίδεις ζωήν. Πρός σέ ἐρχόμεθα μέ τήν ἀναζήτησίν μας δι’ ὁλοκλήρωσιν καί πλήρωμα εἰς τήν ζωήν μας. Ἐρχόμεθα πρός σέ μέ τήν χαράν μας εἰς τά ἀνθρώπινα πρόσωπα, τά ὁποῖα δύνανται νά ἀγαποῦν ἕκαστον τό ἕτερον καί νά μεταμορφώνουν τόν κόσμον ἐν τῷ φωτί σου. Προσευχόμεθα διά... καί διά... Εὐδόκησον ὥστε ἡ κοινή ζωή των νά χαρακτηρίζεται ἀπό ἐμπιστοσύνην καί σεβασμόν διά τήν μοναδικότητα ἑκάστου. Βοήθησον αὐτούς νά ζοῦν μέ ἀμοιβαίαν κοινωνίαν καί νά εἶναι ἀνοικτοί ὁ εἷς πρός τόν ἄλλον, ὥστε νά ἐκπληροῦν τό θέλημά σου. Ὅταν ἀντιμετωπίζουν δυσκολίας, φέρε αὐτούς πλησιέστερα πρός σέ καί πρός ἀλλήλους. Βοήθησον αὐτούς νά συγχωροῦν ὁ εἷς τόν ἄλλον καί εὐδόκησον ὥστε, ἡμέραν καθ’ ἡμέραν, νά λαμβάνουν χαράν καί δύναμιν παρά τῆς χειρός σου. Θεέ, σύ δίδεις ζωήν καί δύναμιν νά ἀγαπῶμεν. Βοήθησον ἡμᾶς νά ζῶμεν πλησίον σου, πάντοτε. Ἀμήν»6.
Διερωτώμεθα: Ἡ προσευχή αὐτή ἀπευθύνεται πρός τόν Θεόν ἤ πρός τόν διάβολον;
3) Ἡ χειροτονία γυναικῶν ὡς “ἐπισκόπων” καί “ἱερέων” καί ἡ συμμετοχή αὐτῶν εἰς τάς συμπροσευχάς καί συζητήσεις μετά τῶν Ὀρθοδόξων.
Διάλογοι μετά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καί Ἀντιχαλκηδονίων
Ἀλλά καί οἱ μετά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν-Παπικῶν καί Ἀντιχαλκηδονίων διάλογοι φοβούμεθα ὅτι τελικῶς ὡδήγησαν εἰς μείωσιν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ὡς ἀπέδειξαν τά σχετικά κείμενα Ἐκκλησιῶν, τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἄλλων διαπρεπῶν θεολόγων. Καί τοῦτο, διότι διά τοῦ κειμένου τοῦ Balamand οἱ Ὀρθόδοξοι ἀνεγνώρισαν εἰς τόν Παπισμόν ὅτι ἀποτελεῖ πλήρη Ἐκκλησίαν, διά δέ τῶν κοινῶν δηλώσεων Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων ἀνεγνωρίσθη ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων ὅτι οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι εἶναι ὀρθόδοξοι καί ὅτι εἶναι δυνατόν νά προχωρήσουν αἱ δύο “οἰκογένειαι τῶν Ὀρθοδόξων” εἰς μυστηριακήν ἕνωσιν διά τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων ὑπό τῆς ἑκάστοτε ἐκκλησιαστικῆς αὐθεντίας, χωρίς νά διευκρινίζεται ἐάν ἡ ἐκκλησιαστική αὐθεντία εἶναι οἱ Ἀρχηγοί τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἤ αἱ γενικαί Σύνοδοι ὅλων τῶν Ἐπισκόπων τῶν κατά τόπους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, κατόπιν ἐλευθέρου διαλόγου καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι συνδιασκέψεως καί ἀποφάσεως. Ὅμως παρά τάς φιλοφρονήσεις καί ἀγαπολογίας ἡ Οὐνία συνεχίζει τό φθοροποιόν καί ὕπουλον ἔργον της καί ὁ Πάπας μέ ἐπισήμους ἐγκυκλίους ἐνισχύει τό “πρωτεῖον ἐξουσίας” καί τό “ἀλάθητον”, προβαλλόμενος ὡς παγκόσμιος ποιμήν καί ὑπερεπίσκοπος. 
Ἀλλά καί οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι εἰς στιγμάς εἰλικρινείας λέγουν τί πράγματι φρονοῦν. Οὕτως εἰς πρόσφατον βιβλίον τοῦ Πατριάρχου τῶν Κοπτῶν Σενούντα, μεταφρασθέν εἰς τήν ἑλληνικήν ὑπό τόν τίτλον «Ἡ φύση τοῦ Χριστοῦ», φαίνεται ἡ ἐμμονή τῶν Ἀντιχαλκηδονίων εἰς τήν αἱρετικήν ὁρολογίαν των, τήν ὁποίαν αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι κατεδίκασαν καί ἀνεθεμάτισαν. Ρητῶς ὁ Σενούντα ὁμιλεῖ περί μιᾶς φύσεως, μιᾶς θελήσεως, μιᾶς ἐνεργείας τοῦ σαρκωθέντος Λόγου τοῦ Θεοῦ, καί ἀκόμη δηλώνει ὅτι δέν δέχονται τήν Δ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, διότι αἱ ἀποφάσεις της ἐλήφθησαν ὑπό νεστοριανήν ἐπίδρασιν. Συγκεκριμένως ὁ Πατριάρχης Σενούντα γράφει: «Παρά τό γεγονός ὅτι ἡ σύνοδος τῆς Ἐφέσου ἀναθεμάτισε τόν Νεστόριο, οἱ νεστοριανές ρίζες ἁπλώθηκαν καί ἐπέδρασαν στήν σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος, ὅπου ἡ τάση νά διαχωρισθοῦν οἱ δύο φύσεις ἄρχισε νά γίνεται τόσο ὁρατή, ὥστε εἰπώθηκε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι δύο πρόσωπα. Ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος· ὁ ἕνας ἐπιτελεῖ θαύματα καί ὁ ἄλλος ἐπιδέχεται ὕβρεις καί ταπείνωση.Ἀκολουθώντας τήν ἴδια τάση ὁ Λέων, ἐπίσκοπος Ρώμης, παρέθεσε τόν περίφημο Τόμο του, πού ἀπορρίφθηκε ἀπό τήν Κοπτική Ἐκκλησία. Ἡ σύνοδος ὅμως τόν ἀποδέχτηκε καί τόν ὑπερψήφισε, βεβαιώνοντας ἔτσι ὅτι οἱ δύο φύσεις ὑπάρχουν στόν Χριστό καί μετά τήν ἕνωσή τους. Μία θεία φύση πού ἐπιτελεῖ τούς σκοπούς της καί μία ἀνθρώπινη πού ἐκπληρώνει τόν ρόλο της»7.
Ἀνησυχίαι διά τάς μεθόδους προωθήσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ 
Θά ἤθελα τελειώνων νά ἐκφράσω τάς σοβαράς ἀνησυχίας μου διά τάς μεθόδους πού ἀκολουθοῦνται, προκειμένου νά ἐπιβληθοῦν εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν αἱ οἰκουμενιστικαί ἀπόψεις περί ἑνώσεως μετά τῶν ἑτεροδόξων.
α) Αἱ ἀποφάσεις, αἱ ὁποῖαι λαμβάνονται ἀπό τάς μικτάς ἐπιτροπάς τῶν διαλόγων, δέν συζητοῦνται συνήθως ἀπό τάς Συνόδους ὅλων τῶν Ἐπισκόπων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Δέν ἀκούονται αἱ ἀντίθετοι ἀπόψεις. Δέν λειτουργεῖ τό Συνοδικόν σύστημα. Περιωρισμένος ἀριθμός οἰκουμενιστῶν θεολόγων (εἰδικευμένων –σπεσιαλιστῶν– εἰς τόν Οἰκουμενισμόν) εἰσηγεῖται καταλλήλως καί ἐπιτυγχάνει τήν ἔγκρισιν ὑπό μικροῦ ἀριθμοῦ Ἐπισκοπικῶν Συνόδων, ἐν ἀγνοίᾳ ἤ κατόπιν πλημμελοῦς ἐνημερώσεως τοῦ συνόλου τῶν Ἐπισκόπων τῶν Τοπικῶν ἐκκλησιῶν, τῶν πρεσβυτέρων, τῶν διακόνων, τῶν μοναχῶν, τῶν θεολόγων καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ. Πῶς τά πληρώματα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν θά ἀποδεχθοῦν τάς “ἑνώσεις” αὐτάς, διά τάς ὁποίας οὐδέποτε ἐξεφράσθη τό φρόνημά των; Καί ἐννοεῖται ὅτι τό φρόνημα τῶν πιστῶν δέν ἐκφράζουν ὡρισμένοι κοσμικοί δημοσιογράφοι ἐπιστρατευμένοι νά προβάλλουν τά οἰκουμενιστικά ἐπιτεύγματα.
β) Οἱ Ὀρθόδοξοι οἰκουμενισταί ἐπιθυμοῦν σφόδρα τούς διαλόγους μετά τῶν ἑτεροδόξων ὄχι ὅμως καί μετά τῶν Ὀρθοδόξων. Πρός ἀποκλεισμόν τῶν διαφωνούντων Ὀρθοδόξων πρός τά οἰκουμενιστικά των ἀνοίγματα, τούς χαρακτηρίζουν ὡς φανατικούς ἤ φονταμενταλιστάς, προκειμένου νά τούς θέσουν ἐκτός μάχης. Λησμονοῦν ὅμως ὅτι φανατικοί δέν εἶναι μόνον οἱ ἀκραῖοι ἀντιοικουμενισταί, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦν τόν ἀντιοικουμενισμόν διά νά ἀποκτήσουν ὀπαδούς, ἀλλά καί οἱ ἀκραῖοι οἰκουμενισταί, ἐφ’ ὅσον μέ ὁλοκληρωτικόν πνεῦμα προσπαθοῦν νά ἐπιβάλουν τάς ἀτομικάς των ἀπόψεις ἐπί τῆς Ἐκκλησίας, ἀδιαφοροῦντες ἐάν ἕπωνται τοῖς Ἁγίοις Πατράσι καί ἐάν ἐκφράζουν τήν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας. Τά ἀντίθετα ἄκρα ὡς γνωστόν συναντῶνται καί ἀποτελοῦν τάς δύο ὄψεις τοῦ ἰδίου νομίσματος. Σπανίως ἤ οὐδέποτε Ὀρθόδοξος θεολόγος διαφωνῶν πρός τόν τρόπον καθ’ ὅν διεξάγονται σήμερον οἱ διάλογοι καλεῖται νά συμμετάσχῃ εἰς αὐτούς καί ἐάν κατά λάθος συμμετάσχῃ θά φροντίσουν διά τήν ἀντικατάστασίν του. Διοργανοῦνται ἐπίσης οἰκουμενιστικά σεμινάρια, εἰς τά ὁποῖα ἐν συνεργασίᾳ μετά Ρωμαιοκαθολικῶν καί Προτεσταντῶν θεολόγων ἐπιχειρεῖται ὁ ἐπηρεασμός τῶν νέων θεολόγων καί κληρικῶν καί ἡ οἰκουμενιστική των μόρφωσις. Ἀπό τά ἐπίσημα ἐκκλησιαστικά περιοδικά ἀποκλείονται θεολογικά κείμενα κριτικά τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
***
Ἴσως διερωτηθῇ τις: Εἶσθε κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Θά ἀπαντήσω ἀπεριφράστως: Εἴμεθα κατά τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Θά ἐδεχόμεθα ὅμως ἕνα Ὀρθόδοξον Οἰκουμενισμόν, ὑπό τήν ἔννοιαν πού ὁ μακαριστός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ τόν ἐννοεῖ: «Σάν μέλος καί ἱερεύς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία βαπτίσθηκα καί ἀνατράφηκα, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία, ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία. Καί τό πιστεύω γιά πολλούς λόγους: Ἕνεκα προσωπικῆς πεποιθήσεως καί ἕνεκα τῆς ἐσωτάτης βεβαιώσεως τοῦ Πνεύματος, πού πνέει στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καί ἕνεκα τῶν ὅσων εἶναι δυνατό νά γνωρίζω ἀπό τή Γραφή καί ἀπό τήν καθολική παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Εἶμαι ὑποχρεωμένος, λοιπόν, νά θεωρῶ ὅλες τίς ὑπόλοιπες χριστιανικές Ἐκκλησίες ὡς ἐλαττωματικές, καί σέ πολλές περιπτώσεις μπορῶ νά προσδιορίσω αὐτές τίς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Γι’ αὐτό, λοιπόν, ἡ ἕνωσις τῶν Χριστιανῶν, γιά μένα, σημαίνει ἀκριβῶς τήν παγκόσμια ἐπιστροφή στήν Ὀρθοδοξία. Δέν ἔχω καμμία ἀπολύτως ὁμολογιακή πεποίθησι, ἡ πεποίθησίς μου ἀνήκει ἀποκλειστικά στήν Una Sancta (“Μία Ἁγία”)»8. Πιστεύομεν ὅτι τό Πανάγιον Πνεῦμα θά ὁδηγῇ τήν Ἁγίαν μας Ἐκκλησίαν νά δίδῃ τήν μαρτυρίαν της ἐν ἀληθείᾳ καί ἐν ἀγάπῃ κατά τήν παραγγελίαν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «...ἀληθεύοντες δέ ἐν ἀγάπῃ αὐξήσωμεν εἰς Αὐτόν τά πάντα, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή, ὁ Χριστός,...» (Ἐφεσ. δ΄ 15).
------------------------------------------------------------------------------------
(*) Κείμενον συνταχθέν τῇ 23ῃ Ἀπριλίου 1998, μνήμῃ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου. Δημοσιεύεται ὡς καί σήμερον ἄκρως ἐπίκαιρον.

1. Dimitru Staniloae, «Γιά ἕνα Ὀρθόδοξο Οἰκουμενισμό», Ἐκδόσεις
«Ἄθως», Πειραιεύς, 1976, σελ. 19-20.
 

2. Βλ. «Ὀρθοδοξία καί Ἰσλάμ», Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, 1997, σελ. 17.
 
3. Olivier Clément, «Ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς», Ἐκδόσεις «Ἀκρίτας», Νέα Σμύρνη, 1997, σελ. 269. 

4. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 281-282.

5. Βλ. Ἰω. Καρμίρη, «Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας», τόμος Β΄, Graz, 19682, σελ. 962 καί ἑξῆς.
 
6. Ἐκ τοῦ ἐπισήμου ὀργάνου τοῦ Π.Σ.Ε., «The Ecumenical Review»,
τόμος 50, Νο. 1, Ἰανουάριος 1998, σελ. 64.

7. Σενούντα Γ΄ Πατριάρχου τῆς Κοπτορθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας Αἰγύπτου, «Ἡ φύση τοῦ Χριστοῦ», Ἐκδόσεις «Ἁρμός», Ἀθήνα, 1996, σελ. 23.

8. π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας», Ἐκδόσεις «Ἄρτος Ζωῆς», Ἀθήνα, 1973, σελ. 219.

"Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ",  ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, ΑΡ. ΤΕΥΧ. 38, ΕΤΟΣ 2013