Ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος ἀπό τόν Θεό νά εἶναι ὁλοζώντανος. Ἐάν
πέφτει σέ ραθυμία, σέ τεμπελιά, σέ ὀκνηρία, σέ ραστώνη, αὐτό εἶναι ἡ
τελευταία ἄμυνα τοῦ ἐγώ. Κάνει ὅτι δέν μπορεῖ ἡ ψυχή, ὅτι πνίγεται στά
ἀρρωστημένα βιώματά της, ὅτι ὑποφέρει, ὅτι εἶναι δύσκολα τά πράγματα.
Αὐτά εἶναι μιά προσπάθεια νά δικαιολογηθεῖ κανείς.
Ὁ Θεός ὅμως, ὁ ὁποῖος μᾶς ξέρει, τά φέρνει ὅλα ἔτσι, πού σάν νά σέ ρωτάει ὠμά καί, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, προκλητικά:
«Γίνεσαι
δικός μου ἤ δέν γίνεσαι; Ἀνήκεις σ᾿ ἐμένα ἤ δέν ἀνήκεις; Ἰδού, ἐγώ σέ
ἀγαπῶ, σέ περιμένω. Ἅπλωσε τό χέρι σου. Βγάλε τήν ἄχνα σου καί πές τό
ναί».
Σέ καλεῖ. Περιμένει ὁ Θεός. Ἀλλά ἄν τό κάνει κανείς αὐτό, δέν ἔχει
γυρισμό μετά. Δέν μπορεῖς νά δώσεις τόν ἑαυτό σου στόν Θεό καί νά τόν
πάρεις πίσω. Νά
μιά πράξη μέ ἀξία μαρτυρίου: νά ἀκοῦς τή φωνή τοῦ Θεοῦ καί νά ὑπακοῦς. Ὁ
Θεός θέλει πολύ νά σέ ξυπνήσει. Σήκω ἐπάνω καί ἀνταποκρίσου!