ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ ΛΟΥΚΑ (ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ)
μελέτη στό 'Αποστολικό ἀνάγνωσμα
Κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης στό κόσμο συγκρούονται δύο πνεύματα τό κοσμικό πνεῦμα καί τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ σύγκρουση διεξάγεται σέ ὅλα τά ἐπίπεδα καί ὁ χριστιανός ὀφείλει νά ἐπιλέξει μέ ποιό θά συνταχθεῖ.
Ἡ ὕπαρξη ἑκατομμυρίων μαρτύρων στά μαρτυρολόγια τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί οἱ σημερινοί μάρτυρες στήν περιοχή τοῦ Ἰράκ καί τῆς Συρίας ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ χριστιανισμός ἦταν καί εἶναι ἀκόμη σέ διωγμό. Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τόν Γολγοθά χύνεται χριστιανικό αἶμα. Ἀπό τήν μιά ἡ ἀποχριστιανοποίηση τῆς Εὐρώπης καί ἀπό τή ἄλλη ἡ ἄνοδος τοῦ ἀθεϊσμοῦ καί τοῦ ἀγνωστικισμοῦ, μαζί μέ τήν ἐπίθεση τοῦ Ἰσλάμ, κάνουν ἐπίκαιρα τά λόγια τοῦ Ἀπ. Παύλου. Σέ κάθε περίοδο τῆς Ἱστορίας εἴχαμε διωγμούς, αἱρέσεις, βαρβάρους, Σταυροφορίες, Μωαμεθανισμό, νά θλίβουν τούς χριστιανούς καί νά ἀπαιτοῦν πνεύμα ὁμολογιακό καί μαρτυρικό. Ὁ Χριστός μᾶς προειδοποίησε «...ἐν τῷ κόσμῳ θλίψεις ἕξετε... ἀλλά θαρσεῖτε ἐγώ ἐνίκησα τόν κόσμο». Τό κοσμικό πνεῦμα ἔχει ἠττηθεῖ ἀπό τόν ἀρχηγό τῆς πίστης μας, ἀλλά ἀπαιτεῖται ἡ δική μας προσωπική συνέργια, ἡ ὁμολογία τῆς πίστης σέ κάθε ἱστορική περίοδο.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀπαριθμεῖ τίς ἐμπειρίες πού εἶχε διπλα του ὁ νεαρός, ἀλλά ἀγαπημένος, ἐπίσκοπος Ἐφέσσου Τιμόθεος. Ἐσύ, τοῦ ἀναφέρει, παρακολούθησές μου τήν διδασκαλία, τήν ἀρωγή, τήν πίστη, τήν μακροθυμία, τήν ἀγάπη, τήν ὑπομονή, τούς διωγμούς, τά παθήματα, τί μοῦ συνέβη στήν Ἀντιόχεια, στό Ἰκόνιο, στά Λύστρα (ὅπου σχεδόν ἀπέθανε μετά ἀπό λιθοβολισμό) , πόσους διωγμούς ὑπέμεινα! Θεωρεῖ τήν ἀγάπη, τήν ὑπομονή, τά παθήματα, ὁμολογία στόν Χριστό. Ὁ χριστιανός, κατ’ ἐπέκταση, ἐργαζόμενος τίς εὐαγγελικές ἀρετές εἶναι μία διαρκής ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐργασία τῶν ἀρετῶν γίνεται μέ ἀναφορά στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, κατ’ ἐξοχήν δέ τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες πρόγονοί μας καλλιεργοῦσαν τίς ἀρετές ἀπουσίαζε ὅμως ἡ ἀναφορά τοῦ Χριστοῦ. Ὠρισμένοι φιλόσοφοι ὁνομάσθηκαν «πρό Χριστοῦ χριστανοί», γιατί σχεδόν ἄγγιξαν τήν ἔννοια τῆς ἀγάπης. Ὅμως, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεμελίωσαν τό οἰκοδόμημα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς στήν ταπείνωση, τήν μετάνοια καί τήν ἀγάπη. Ἡ ἔλευση τοῦ Μεσσία Χριστοῦ στόν κόσμο ἄλλαξε τά πάντα. Ἡ δική του αὐτοταπείνωση ἔγινε ὁ ὁδηγός συμπεριφορᾶς γιά ἑκατομμύρια ἀνθρώπους. Τό δικό του παράδειγμα θυσίας ἔγινε κίνητρο γιά πολλούς. Τά λόγια του ὅτι «δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀπόδειξη ἀγάπης ἀπό τό νά δίνει κανείς τήν ζωή του γιά τούς φίλους του», πράγμα πού τό ἔκανε πρῶτος πράξη, ἐνέπνευσε μάρτυρες καί ὁμολογητές καί ἀγωνιστές τῆς πίστης μας. Κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, οἱ βασικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ νοῦς, ἡ διάνοια, ἡ δόξα, ἡ φαντασία καί ἡ αἴσθηση. Ὅλα αὐτά πρέπει νά ποτιστοῦν μέ τό νάμα τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης, νά μετεξελιχθοῦν ἀπό δυνατότητες καί δυνάμεις σέ πράξεις καί καταστάσεις. Ἐκεῖ, βοηθάει ἡ ὀρθόδοξη ἄσκηση. Δηλαδή, τό τριμερές τῆς ψυχῆς: γνωστικό, θυμικό, θυμοειδές, νά μεταστραφεῖ ἐν Χριστῷ. Ὁ νοῦς νά φωτισθεῖ ἀπό τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ θυμός νά ἀντικατασταθεῖ μέ τήν ἐν Χριστῷ ἀγάπη καί ἡ ἐπιθυμία νά ἀναπληρωθεῖ ἀπό τήν ἐγκράτεια. Ἡ ἀλήθεια, πλέον, δέν εἶναι φιλοσοφική ἐπιδίωξη, εἶναι πρόσωπο, εἶναι ὁ Χριστός («ἐγώ εἶμαι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή»).
Δοκίμασε νά κάνεις ὑπομονή ὅλη τήν ἡμέρα. Νά μήν ὀργισθεῖς, νά μήν κρίνεις, νά μήν κατακρίνεις. Νά ὑπομείνεις ἄδικα σχόλια καί κατηγορίες «ὡσεί κωφός καί ὡσεί ἄλαλος», χωρίς νά πεῖς τίποτε πίσω. Τό βράδι στήν προσευχή σου θά κυλοῦν στά μάγουλά σου δάκρυα, σημάδι τῆς ἐπίσκεψης τῆς χάρης τοῦ Κυρίου. Ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ προσέλκυση τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ στήν ἀσημαντότητά μας καί αὐτό γίνεται μέ τήν ταπείνωση καί τήν μετάνοια. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δέν ἀγοράζεται ἀκόμα κι ἄν ἔχεις ὅλα τά χρήματα τοῦ κόσμου. Μία, ὅμως, ταπεινή κίνηση συγκινεῖ τόν Θεό καί σοῦ δείχνει τήν εὐαρέσκειά του καί τήν ἀγάπη του γιά τήν θυσία σου. Ἡ θυσία, τελικά, εἶναι συνώνυμη μέ τήν ἀγάπη.
Σέ ἕνα κόσμο σάν τόν σημερινό, ὅπου εἶναι διάχυτη ἡ μυρωδιά τοῦ αἵματος, ὅπου ἔχουμε πολέμους καί ἀκοές πολέμων, ὅπου ἡ «κατοχή τοῦ ἀντιχρήστου σατανᾶ», κατά τόν Ἅγιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, ἑτοιμάζεται καί μοιάζει νά ἑδραιώνεται, καθένας μας ὀφείλει νά ἔχει ξεκάθαρο μέσα στήν ψυχή του: Ὁ Χριστός εἶναι ἡ πρώτη ἀγάπη. Ὅλα τά ἄλλα ἕπονται, ἡ οἰκογένεια, οἱ συγγενεῖς, οἱ φίλοι. Ὁ Κύριος εἶπε: «οὐκ ἦλθον βαλλεῖν εἰρήνην ἀλλά μάχαιραν». «Ὁ ἀγαπῶν πατέρα ἤ μητέρα ...ἤ ἀδελφάς πλέον ἐμοῦ οὐκ ἔστι μου ἄξιος». Μέ ἕνα ἥρεμο τρόπο θά πρέπει νά ἔχουμε ἀξιολογήσει τίς ἀγάπες μας, καί ὁ Χριστός εἶναι ἡ πρώτη καί μεγαλύτερη ἀγάπη. Οἱ ἄλλες ἀγάπες ἕπονται καί αὐτές εἶναι, ὅμως, ἐν Χριστῷ. Τελικά, ὁ Χριστός εἶναι «τά πάντα ἐν πᾶσι».
Εἴθε, ὁ Κύριος νά βάλει στήν καρδιά μας αὐτή τήν ἀγάπη, μέσῳ τῆς ὁποίας νά ὑπομείνουμε κάθε θλίψη.