ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2023

ΟΙ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ

 

π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ (+)

ΔΡ. ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ, ΔΡ. ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ


Εκείνο που χρειάζεται η Εκκλη­σία είναι διαρκής εγρήγορση για την περιφρούρηση της ταυ­τότητάς της και όχι οποιοσδήποτε μορφής «ενίσχυση», «εμπλουτισμό» ή «εκσυγχρονισμό» από υπερομολογιακά νεομεσσιανικά κέντρα κοσμικής εξουσίας με πνευματικό προσωπείο. Πραγματικός εκσυγχρονισμός της Εκκλησίας θα συντελεσθεί όταν αυτή αντιληφθεί σε βάθος το μέγεθος και το ποιόν του εχθρού που επιχειρεί να την διαβρώσει εκ των έσω. Αν δώσει την δέουσα απάντηση, θα κάνει όντως αισθητή την παρουσία της στον σύγχρονο κόσμο και θα αναδειχθεί γνησία πνευματική κιβωτός.


 

   Η εποχή μας είναι εποχή διαλόγου και εναρμονίσεως των πάντων, ακόμη και των διαφόρων θρησκειών, κοσμοθε­ωριών, φιλοσοφικών ομάδων και τάσεων. Αυτός ο διάλογος προβάλλεται σήμερα με κάθε τρόπο και σε κάθε μορφή και έχει επιπτώσεις στην ποιμαντική βάση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είμαστε υποχρεωμένοι να μιλήσουμε γι’ αυτό το θέμα στα πλαίσια αυτού του βιβλίου.

Ιστορική αναδρομή

Οι ρίζες του διαθρησκευτικού διαλόγου βρίσκονται στο Σικάγο. Εκεί, κατά το έτος 1893, με πρωτοβουλία της λεγά­μενης «Νέας Εκκλησίας» ή της «Εκκλησίας της Νέας Ιε­ρουσαλήμ» συνεκλήθη το λεγόμενο «Πρώτο Κοινοβούλιο των Θρησκειών του Κόσμου». Η «εκκλησία» αυτή ιδρύθη­κε από τον Σουηδό αποκρυφιστή Ε.Swedenborg. Βασική δοξασία της ήταν ότι η ιστορία της θείας οικονομίας διέρχε­ται 5 εποχές ή διευθετήσεις. Μία από αυτές είναι και η χρι­στιανική Εκκλησία. Όμως η εποχή αυτής της διευθέτησης πέρασε και τώρα άρχισε η εποχή της «Νέας Εκκλησίας».

Όπως παρατηρεί ο R.Hummel, οι δοξασίες αυτές εναρ­μονίζονταν με την τότε πίστη στην εξέλιξη και στην πρόοδο και δημιουργούσαν ένα κλίμα θρησκευτικής αισιοδοξίας. Βασικό στοιχείο αυτής της αισιοδοξίας ήταν η ελπίδα για την έναρξη μιας νέας εποχής, με νέες αποκαλύψεις, ανταποκρινόμενες στη νέα διευθέτηση.

Αυτή η αισιοδοξία και η πίστη εκφράστηκε με τα ακόλουθα λόγια σε εναρκτήριο ομιλία στο «Κοινοβούλιο των Θρη­σκειών του Κόσμου» κατά το 1893: «Σήμερα ανατέλλει ο ή­λιος μιας νέας εποχής θρησκευτικής προόδου και ειρήνης στον κόσμο και τα σκοτεινά σύννεφα της αιρετικής διαμά­χης διασκορπίζονται… Σήμερα γεννήθηκε στον κόσμο μια νέα αδελφότητα για να προωθήσει την ίδρυση της βασιλείας του Θεού στις καρδιές των ανθρώπων» (βλ. R. Hummel, 1893-1993 Hundertjahrfeier des Weltparlaments der Reli­gionen, Materialdienst der EZW 8/1993, σ. 225-232).

Το «Κοινοβούλιο» του 1893 έγινε η αφετηρία για τις ασιατικές ιεραποστολές στη Δύση. Βασικοί συντελεστές ήσαν ο Anagarika Dharmapala1,  ιδρυτής της βουδιστικής εταιρείας Mahda Bodhi Society (Cylon), ο Shaku Soyen από την Ιαπωνία, ο οποίος κάλεσε στις ΗΠΑ τον μαθητή του D.T. Suzuki, τον απόστολο του δυτικού Zen, P.C. Mozumdar, έξέχουσα προσωπικότητα της οργάνωσης Brahmo Samaj και προ παντός ο σουάμι Vivekananda, ιδρυτής της «Εταιρείας Vedanta» στη Δύση και της «Ιεραποστολής Ραμακρίσνα» στην Ινδία. Ο Dhar­mapala και ο Vivekananda παρέμειναν και μετά το «κοινο­βούλιο» στην Αμερική, μετέστρεψαν Αμερικανούς και ίδρυσαν ινδουιστικές και βουδιστικές οργανώσεις.

Οι ασιάτες αυτοί Ιεραπόστολοι εμφανίστηκαν ως κήρυκες της νέας «διευθετήσεως» ή της νέας εποχής, για την οποία έκαναν λόγο οι εμπνευστές του κοινοβουλίου του Chicago. Η ίδια η κίνησή τους εκλήφθηκε ως η πραγμάτωση της «νέ­ας διευθέτησης». Αυτό διεκήρυξε ο Mozundar για την οργά­νωση Brahmo Samaj. Είναι, έλεγε, η αιχμή του δόρατος της εξέλιξης. Μ’ αυτό τον τρόπο μπορούσε κανείς να διαφορο­ποιηθεί από τη θρησκεία στην οποία ανήκε και από τους πε­ριορισμούς της.

Η νέα θρησκευτικότητα εμφανίζεται εδώ ως υπέρβαση των παλαιών αποκαλύψεων και των θρησκευτικών διαφορών και ως κήρυκας της σύγκλησης των θρησκειών του κόσμου κάτω από το πρίσμα της εξελίξεως και της εναλλαγής των ε­ποχών. Αυτή η βάση του διαθρησκευτικού διαλόγου ταυτί­ζεται με το δόγμα του νεο-ινδουισμού του σουάμι Vivekananda και της «Ιεραποστολής Ραμακρίσνα».

Σ’ αυτά τα πλαίσια ο λεγόμενος διαθρησκευτικός διάλο­γος ταυτίζεται με την ινδουιστική-βουδιστική ιεραποστολή σ’ ολόκληρο το δυτικό κόσμο.

Χαρακτηριστικό και αποκαλυπτικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τον «πύρινο λόγο» του Swami Vivekananda στους φοιτητές στο Mandras κατά την επιστροφή του στην Ινδία, όπου του έγινε αποθεωτική υποδοχή: «Αυτό είναι το μεγάλο ιδανικό που βρίσκε­ται μπροστά μας, και ο καθένας πρέπει γι’ αυτό να οπλισθεί – η άλωση του κόσμου από την Ινδία – τίποτε το λιγότερο από αυτό, και όλοι εμείς πρέπει να οπλισθούμε και να τε­ντώσουμε γι’ αυτό το σκοπό κάθε νεύρο… Σήκω, Ινδία και κυρίευσε τον κόσμο με την πνευματικότητά σου… Αυτό που πρέπει να κυριεύσει τη Δύση είναι η πνευματικότητα…».

«Που θα βρούμε τους ανθρώπους που να είναι έτοιμοι να προωθήσουν σε κάθε χώρα του κόσμου το μήνυμα των με­γάλων σοφών της Ινδίας; Που είναι οι άντρες που είναι έτοιμοι να τα θυσιάσουν όλα, ώστε το μήνυμα να φθάσει σε κάθε άκρη της γης; Τέτοιες ηρωικές ψυχές ζητούνται για να βοηθήσουν στην εξάπλωση της αλήθειας… Τώρα είναι ο καιρός να εργαστούμε για να εισδύσουν οι πνευματικές ιδέ­ες της Ινδίας βαθιά στη Δύση. Γι’ αυτό σεις, νέοι του Mandras, σας παρακαλώ αυτό ακριβώς να σκέπτεσθε. Πρέ­πει να πορευθούμε, πρέπει να κυριεύσουμε τον κόσμο με την πνευματικότητα και τη φιλοσοφία μας. Δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση· το κάνουμε εμείς ή θα πεθάνουμε. Η μόνη προϋπόθεση εθνικής ζωής, μιας αφυπνισμένης και γε­μάτης δύναμη εθνικής ζωής, είναι η κυριαρχία του κόσμου με βάση την ινδική σκέψη».

Το «κοινοβούλιο» του Chicago απετέλεσε τη βάση για τις νέες εξελίξεις στον «διαθρησκευτικό διάλογο». Βασικοί φορείς του είναι τέσσερις οργανώ­σεις:

– Ο «Παγκόσμιος Σύνδεσμος για Θρησκευτική Ελευ­θερία» (International Association for Religious Freedom- ARF). Ιδρύθηκε το 1900 ως «Διεθνές Συνέδριο Ελευθέρων Χριστιανών και άλλων Φιλελευθέρων Θρησκευομένων» και το 1969 πήρε τη σημερινή ονομασία. Η κίνηση εκλαμβάνεται ως «εναλλακτική» έναντι των δογματικών εκκλησιών.

– «Παγκόσμιος Σύνδεσμος των Θρησκειών» (World Congress of Faits-WCF). Ιδρύθηκε το 1936 στην Αγγλία από τον Sir Francis Younghusbad2, ο οποίος διέμεινε στην Ασία επί μακρό διάστημα ως αξιωματικός και ερευνητής και είχε εκεί μια θρησκευτική εμπειρία, που ανεφέρετο στη μυ­στική ενότητα όλων των ανθρώπων. Αυτή ήταν η βάση της θρησκευτικής ενότητας της κίνησης. Σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη ο Θεός αποκαλύπτεται μέσω όλων των θρησκειών. Η κίνηση, ήδη από το ιδρυτικό της συνέδριο (1936) εφάρμοσε στην πράξη διαθρησκευτικές λειτουργίες, που περι­λάμβαναν προσευχές και ψαλμούς.

– «Ναός της Κατανόησης» (Temple of Understanding). Ιδρύθηκε το 1960 από την Juliet Hollister ως «πνευματικός ΟΗΕ», με την υποστήριξη του ιδρύματος Ford, του τότε γε­νικού γραμματέως του ΟΗΕ Uthant και άλλων προσωπικο­τήτων. Η κίνηση είχε ως σκοπό την ίδρυση ναού πλησίον της Washington. Μ’ αυτή την κίνηση συνεργάζονται μεταξύ άλλων ο Pir Vilayat Khan, που προσφέρει μια «Κοσμική Λειτουργία», ο γκουρού Sri Chinmoy, που ισχυρίζεται πως είναι η ενσάρκωση του Θεού και εκπρόσωποι του Βατικα­νού.

– «Παγκόσμιο Συνέδριο των Θρησκειών για την Ειρήνη» (World Conference on Religion and Peace-WCRP). Ιδρύ­θηκε το 1970 στο Kyoto ως φόρουμ επί μέρους προσωπικο­τήτων για διαθρησκευτική συνεργασία και ειρήνη.

Οι οργανώσεις αυτές θεωρητικά απορρίπτουν τη δη­μιουργία μιας «Παγκόσμιας Θρησκείας» και τον συγκρητι­σμό. Αλλά το «πνευματικό έδαφος» στο οποίο έχουν φυτευτεί οδηγεί ουσιαστικά στην υπέρβαση των θρησκευτικών διαφορών και στην εσωτερική εναρμόνισή τους, δηλαδή, ουσιαστικά στην αναίρεση των επί μέρους θρησκειών.

Όπως ορθά παρατηρεί ο R. Hummel, η θρησκευτική ανεκτικότητα μπορεί να ανυψωθεί σε απόλυτη θρησκευτική αξία και σε κεντρικό περιεχόμενο των θρησκειών. Το βασι­κό «δόγμα» των διαθρησκευτικών αυτών κινήσεων διατυπώθηκε στο ιδρυτικό συνέδριο του «Παγκόσμιου Συνέδριου των Θρησκειών για την Ειρήνη» (1970):

«Ανακαλύπτουμε ότι τα πράγματα που μας ενώνουν είναι σπουδαιότερα από τα πράγματα που μας χωρίζουν»!

Σήμερα υπάρχει η τάση ενοποιήσεως των τεσσάρων αυτών μεγάλων οργανώσεων. Αυτό φάνηκε στην οργάνωση του «Β’ Κοινοβουλίου των Θρησκειών του Κόσμου» στο Chicago (28.8-5.9.1993). Για την οργάνωση του νέου κοινο­βουλίου συνεργάστηκαν όλες αυτές οι οργανώσεις.

Στους «χορηγούς» (Co-Sponsors) φέρονται και αποκρυφιστικές οργανώσεις τύπου Brahma Kumaris, Hindu Temple, Μπαχάι, Θεοσοφική Εταιρεία, Συνομοσπονδία Ζωροαστρικών Οργανώσεων, ο γκουρού Sri Chinmoy, αλλά και παράγοντες του χριστιανικού κόσμου.

Και η νέα εκδήλωση υπηρετεί τους σκοπούς των ινδουιστικών-βουδιστικών ιεραποστολών και των ομάδων της λε­γάμενης Νέας Εποχής του Υδροχόου, που θεμελιώνονται στην ολιστική θεώρηση του κόσμου και στην ινδουιστική αντίληψη περί των θρησκειών του σουάμι Βιβεκανάντα. Όλα τα Κέντρα Ραμακρίσνα-Βεδάντα (το αντίστοιχο κέ­ντρο στην Ελλάδα αναπτύσσει δραστηριότητα) στην Ευρώπη και στην Αμερική ιδρύθηκαν με βάση τις παραπάνω δη­λώσεις του Βιβεκανάντα, διευθύνονται από ινδουιστές ιερα­ποστόλους του «Τάγματος Ραμακρίσνα» (Sri Ramakrisna Math, Mandras, India), που έλαβαν ειδική εκπαίδευση και καλλιεργούν επαφές και με εκκλησιαστικούς παράγοντες.

Στα προπαρασκευαστικά κείμενα του «κοινοβουλίου» αναφέρεται ρητά πως σκοπός του είναι να δοθεί η δυνατό­τητα στις διάφορες θρησκείες «να γιορτάσουν την διαφορετικότητά τους σε πνεύμα αρμονίας και κατανοήσεως». Αυτό γί­νεται με «λατρευτικές εκδηλώσεις, διαλογιστικές ενορατικές τελετές, διαλογισμό, αγρυπνίες, θεωρία…». Το νέο «κοινο­βούλιο», πιστό στην παράδοση των εμπνευστών της συνά­θροισης του 1893 διακηρύττει πως μέσα από τη σημερινή «βία», θα γεννηθεί «κάθε καινούριο» και αποκτάται η εμπει­ρία των «οδυνών του τοκετού μιας νέας εποχής». Βλέπουμε δηλαδή την πίστη στην εξέλιξη και στην πρόοδο, με βάση τη θεωρία των διαφόρων διευθετήσεων ή εποχών. Η νέα επο­χή θα έλθει με βάση το «καινούριο» που γεννάται σήμερα, το οποίο θα αποτελέσει την υπέρβαση των πίστεων και των θρησκευτικών διαφορών.

Έτσι τα προπαρασκευαστικά κείμενα του κοινοβουλίου διακηρύττουν πως οι διάφορες εκδηλώσεις αποβλέπουν στη «σύνδεση των πίστεων, που θα οδηγήσει την ανθρωπότητα και τη γη μας στη νέα εποχή της συμφιλίωσης και της ελπίδος». Για το νέο «κοινοβούλιο» δεν υπάρχει η δυνατότητα αξιολογήσεως. Το «κοινοβούλιο» «καλοσορίζει όλους, οποιοσδήποτε κι αν είναι ο δρόμος τους, που θέλουν τη νέα εμπειρία και κατανόηση των πίστεων του κόσμου… Είναι ένα γεγονός για να εμπνεύσει δράση και αλλαγή σ’ όλο τον κόσμο». Κατά την αντίληψη του «κοινοβουλίου» οι διάφο­ρες θρησκείες αποτελούν διαφορετικές έννοιες του ίδιου πράγματος.

Όλα αυτά αποδεικνύουν  πως η όλη προσπάθεια αποβλέπει  στη διάβρωση όλων των θρησκειών και στην επιβολή του «δόγματος» της θρησκείας της «Νέας Εποχής», ότι αυτή συνιστά υπέρβαση όλων των πίστεων και των λατρειών και ανταποκρίνεται απόλυτα στο ανώτερο εξελικτικό επίπεδο της «Νέας Εποχής».

Η σημασία ενός διαθρησκευτικού «διαλόγου»

Από όσα ελέχθησαν γίνεται κατανοητό πως η Ορθόδο­ξη Εκκλησία δεν μπορεί να προχωρήσει σε διάλογο με τις διάφορες θρησκείες, ο οποίος έχει ως σκοπό τον «εορτασμό» της διαφορετικότητας.

Η διαίρεση των ανθρώπων σε διάφορες θρησκείες, που είναι αποτέλεσμα της αυτονομίας του ανθρώπου και καρπός ανθρώπινης αναζήτησης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ευλογία και αιτία εορτασμού.

Ο Χριστός ήλθε δια να ενώσει τα διασκορπισμένα τέκνα του Θεού εις «εν», εντάσσοντάς τα εις το άγιο Σώμα Του. Αυτή την ενότητα εν Χριστώ κηρύττει η Εκκλησία· ο Χρι­στός είναι η «οδός και η αλήθεια και η ζωή· ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ει μη “εν Χριστώ”». Η ενότητα του ανθρώπου «εν Χριστώ» αποτελεί μετοχή στη ζωή του Χρι­στού και επομένως μετοχή στη ζωή του Τριαδικού Θεού εν Χριστώ Ιησού. Δεν υπάρχουν διάφοροι «Οδοί ή ατραποί», που δήθεν οδηγούν στον ίδιο σκοπό, ούτε του Βούδα, ούτε του Κρίσνα, ούτε κάποιου άλλου «θεού».

Μήπως λοιπόν ο διάλογος με πιστούς των διαφόρων θρησκειών είναι εντελώς αδύνατος και γι’ αυτό πρέπει να απορριφθεί εντελώς;

Υπάρχουν περιπτώσεις που ένας διάλογος είναι απαραίτητος, επί παραδείγματι για πρακτικά θέματα, όταν οι χρι­στιανοί ζουν σε θρησκευτικά πολυμορφικές κοινωνίες, τέ­τοια ζητήματα αναφέρονται στην ειρηνική συμβίωση, στην κοινή ευθύνη για τη συντήρηση του κόσμου, για την προ­στασία του περιβάλλοντος κ.ο.κ.

Ένας τέτοιος διάλογος προχωράει αναπόφευκτα και σε θέματα θεολογικά, όπως είναι η αντίληψη για τον άνθρωπο, για τον κόσμο κ.ο.κ. Αλλά στο επίπεδο της πίστεως, ο λε­γόμενος θεολογικός διάλογος, κατά τη χριστιανική αντίληψη, δεν είναι άσχετος με την ιεραποστολή· συμπλέκεται με την απολογητική της Εκκλησίας. Από τον διάλογο μαθαί­νουμε τον κόσμο της πίστεως του άλλου. Αλλά και οι άλλοι έχουν δικαίωμα να μάθουν γιατί εμείς είμαστε χρι­στιανοί.

Απολογητική δεν σημαίνει απλώς την άμυνα ή την επί­θεση, αλλά έκφραση της πίστεώς μας, που προσδιορίζεται και από την Αγία Γραφή. Κάθε χριστιανός οφείλει να είναι έτοιμος σε κάθε στιγμή να δώσει λόγο για την ελπίδα του σε οποίον το ζητήσει (Α’ Πέτρ. γ’ 15). Αυτό, φυσικά θα γί­νει μέσα από ένα διάλογο-μαρτυρία.

Ο Ίδιος ο Χριστός ερχόταν σε «διάλογο» με τους Φαρι­σαίους και χρησιμοποιούσε την Γραφή για να τους μεταδώ­σει το λόγο της αλήθειας. Ταυτόχρονα όμως υπογράμμιζε τη σημασία των «καρπών», οι οποίοι πρέπει να εναρμονίζονται με την αλήθεια.

Για τους αποστόλους ο διάλογος ήταν μία αναγκαιότητα. Ο Απόστολος Παύλος κινείται στο πολιτιστικό-φιλοσοφικό πε­ριβάλλον της εποχής, προκειμένου να πλησιάσει τους ανθρώπους και να τους μεταδώσει το μήνυμα του Χριστού. Αυτό το έκανε στους Ιουδαίους και στους Έλληνες. Αναπτύσσει τα επιχειρήματά του ανάλογα με τους ακροατές του. Διαφορετικά μιλάει στους Ιουδαίους και διαφορετικά στους εθνικούς.

Απευθυνόμενος προς τους Εφεσίους λέγει πως πρέπει να αντιστεκόμαστε στα τεχνάσματα του διαβόλου ενδυναμούμενοι «εν Κυρίω» και ενδυόμενοι «την πανοπλίαν του Θεού». Ο απόστολος μιλάει για «πάλη», η οποία είναι «προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκρά­τορες του σκότους του αιώνος τούτου», με τα πνεύματα της πονηριάς στους ουρανούς. Έτσι η «πανοπλία του Θεού» είναι απαραίτητη για να μπορέσουμε να αντισταθούμε «εν τη ημέρα τη πονηρά».

Μεταξύ του οπλισμού, ο απόστολος συγκαταλέγει την αλήθεια, τη δικαιοσύνη, το ευαγγέλιο της ειρήνης, την πίστη, με την οποία θα μπορέσουμε να σβήσουμε τα φλογερά βέ­λη του πονηρού και τον λόγο του Θεού, που χαρακτηρίζε­ται «μάχαιρα του πνεύματος». Τέλος συνιστά την εμμονή στην προσευχή και στη δέηση, την αγρυπνία «με πλήρη υπομονήν και δέησιν «περί πάντων των αγίων, και υπέρ εμού, ίνα μοι δοθή λόγος εν ανοίξει του στόματός μου, εν παρρησία, γνωρίσαι το μυστήριον του ευαγγελίου… Προ- σεύχεσθαι δια να μιλήσω με θάρρος περί αυτού καθώς πρέ­πει» (Εφεσ. στ’ 10-20).

Σ’ αυτό το κείμενο η απολογητική παίρνει πολεμικό χα­ρακτήρα. Όμως δεν αποτελεί προσπάθεια λογικής αποδείξεως της πίστεως. Αυτό που συντρίβει τα βέλη του πονηρού είναι η πίστη και ο λόγος του Θεού, που λογίζεται «μάχαιρα του Πνεύματος». Ο «λόγος» που χρησιμοποιεί ο απόστολος σ’ ένα τέτοιου είδους διάλογο, δίδεται από τον Θεό, ενώ ο ίδιος ο απόστολος πρέπει ν’ ανοίξει το στόμα του· δηλαδή να μη φοβηθεί, αλλά να μιλήσει με θάρρος. Γι’ αυτό και συνιστάται η αγρυπνία, με πλήρη υπομονή και δέηση.

Η πίστη και το περιεχόμενό της δεν είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης προσπάθειας, αλλά αποκάλυψη του Θεού, απόρροια του ευαγγελίου του Χριστού. Με τον ποιμαντικό διάλογο η πίστη αναζητά μία μορφή, προκειμένου να εκδηλωθεί, μέσα στο πλαίσιο στο οποίο ζει ο άνθρωπος, στον οποίο απευθύνεται. Συνεπώς, ο διάλογος είναι εδώ μέσο μετάδοσης της πίστεως στον σύγχρονο κόσμο. Όπως χα­ρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής Johannes Aagaard, «με τον διάλογο εκφράζουμε το περιεχόμενο της πίστης μας σε μια μορφή προσαρμοσμένη στη μορφή σκέψης του συγχρό­νου κόσμου».

«Ένα άλμα πίστεως είναι θεμελιώδες, αλλά δεν είναι ένα άλμα στα τυφλά. Δεν είναι μια παράλογη και απεγνωσμένη πράξη βουλήσεως, ξεκομμένη από τη λογική. Η λογική λα­τρεία, όπως ο Παύλος προσδιορίζει τη λατρεία ή η λειτουρ­γία της Εκκλησίας στην προς Ρωμαίους ιβ’ 1, χρησιμοποιεί­ται ως έκφραση του λογικού, που θεραπεύεται από την πί­στη. Η πίστη και η λογική ενώνουν τα χέρια, αλλά η πίστη είναι το κυρίαρχο στοιχείο· αυτή καθορίζει την κατεύθυνση της κοινής πορείας τους» (J. Aagaard, Dialog and Apologe­tics, Update and Dialog, 1/1992, σ. 12-14).

Η προσφορά της Εκκλησίας δεν είναι η «γνώση» ή κά­ποιο σύστημα αυτοσωτηρίας. Η σωτηρία δεν λογίζεται κα­τόρθωμα του ανθρώπου. Για το χριστιανό το πρόβλημα δεν είναι η γνώση ή η άγνοια. Η λύση που προσφέρεται σε μας είναι η πίστη στον αναστημένο Ιησού και την αναγνώριση της κυριότητάς Του: «Κοντά σου είναι ο λόγος, είναι εις το στόμα σου και εις την καρδίαν σου. Ο λόγος δηλαδή της πίστεως τον οποίον κηρύττομεν. Εάν ομολογήσας με το στόμα σου Κύριον Ιησούν», δηλαδή ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος, «και πιστέψεις με την καρδιά σου ότι ο Θεός τον ανέστησε εκ νεκρών, τότε θα σωθείς» (Ρωμ. ι’ 8-9).

Αυτή η θεώρηση για τη σωτηρία αποτελεί το μήνυμα της Εκκλησίας και το περιεχόμενο της απολογητικής. Αυτό το μήνυμα οφείλει να εκφράζεται στον ποιμαντικό διάλογο και στον ιεραποστολικό χώρο. Όχι το μήνυμα του συγκρητι­σμού και της εναρμονίσεως των θρησκειών, όπως γίνεται σήμερα στις διαθρησκευτικές εκδηλώσεις και στα λεγάμενα «Κοινοβούλια των Θρησκειών του κόσμου».

Οι ομάδες της λεγόμενης «Νέας Εποχής», που πρωτο­στατούν στο λεγόμενο διαθρησκευτικό διάλογο επιζητούν υψηλότερη συνείδηση ή «διεύρυνση της συνείδησης» και την απόκτηση της «γνώσης», που ταυτίζεται με τη «σωτηρία». Όμως εδώ δεν υπάρχει κοινό σημείο με την Εκκλησία. Τούτο γιατί ο άνθρωπος «ουκ έγνω δια της σοφίας τον Θε­όν». Αντίθετα, ο Θεός «ευδόκησεν δια της μωρίας του κη­ρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας (Α’ Κορ. α’ 21)· «τα του Θεού ουδείς οίδεν ει μη το Πνεύμα του Θεού» (Α’ Κορ. β’ 11). Ο άνθρωπος δεν γνωρίζει τον Θεό με τις δικές του δυνατότητες, αλλά «γνωρίζεται από τον Θεό» (Α’ Κορ. η’ 3γ. Γαλ. δ’ 9).

Όμως ο Θεός δεν βιάζει τη βούληση του ανθρώπου. Έτσι ο άνθρωπος μπορεί να απομακρυνθεί από τον Θεό. Γι’ αυτό και ο ποιμαντικός διάλογος αποβλέπει  στην προτροπή του ανθρώπου να ξαναγυρίσει στον Θεό, να συμφιλιωθεί με τον Θεό εν Χριστώ Ιησού:

«Ώστε εάν είναι κανείς ενωμένος με τον Χριστόν, αυτός είναι καινούριο δημιούργημα. Τα αρχαία επέρασαν, έ­χουν γίνει όλα καινούρια. Όλα δε προέρχονται από τον Θεό, ο οποίος μας συμφιλίωσε με τον εαυτόν του δια του Ιησού Χριστού και μας ανέθεσε την υπηρεσία της συμφιλιώσεως. Δηλαδή, ο Θεός εν Χριστώ συνεφιλίωσε τον κό­σμον με τον εαυτόν του χωρίς να τους καταλογίζει τα αμαρτήματά των, και ανέθεσε σ’ εμάς το άγγελμα της συμφιλιώσεως. Είμεθα λοιπόν πρεσβευταί του Χριστού. Είναι σαν να σας προέτρεπε ο Θεός δια μέσου ημών· «σας παρακαλούμεν εις τον όνομα του Χριστού, συμφιλιωθείτε με τον Θεόν, διότι προς χάριν μας έκανε αμαρτίαν εκείνον που δεν εγνώρισε αμαρτίαν, δια να γίνωμεν εμείς δι’ αυτού δι­καιοσύνη Θεού» (Β’ Κορ. ε’ 17-21). Το μέλημα λοιπόν του διαλόγου συνοψίζεται στους λόγους του αποστόλου: «Υπέρ Χριστού ουν πρεσβεύομεν ως του Θεού παρακαλούντος δι’ ημών δεόμεθα υπέρ Χριστού, καταλλάγητε τω Θεώ»!

Η αποστολή λοιπόν των ποιμένων της Εκκλησίας δεν είναι αποστολή πολέμου, αλλά αποστολή «καταλλαγής» και συμφιλιώσεως με τον Θεό εν Χριστώ Ιησού. «Δεν ζούμε σ’ ένα φρούριο περικυκλωμένο από εχθρούς. Ζούμε με τους ανθρώπους και για τους ανθρώπους, αλλά με πλήρη επίγνωση της κρίσιμης κατάστασης που επικρατεί στον σύγχρονο κόσμο, ο οποίος αποτελείται από ανθρώπους οι οποίοι στρέφονται μακριά από τον Θεό, παρ’ όλο που ο Θεός απλώνει σωτήριο χέρι βοήθειας» (J. Aagaard).

Κατά τον καθηγητή Aagaard η θρησκευτική κατάσταση του σημερινού κόσμου προσδιορίζεται από την προπαγάνδα των ακραίων θρησκευτικών αιρέσεων, η οποία αυξάνει, και από την προπαγάνδα του θρησκευτικού συγκρητισμού. Αυτό κάνει το έργο των ποιμένων της Εκκλησίας δύσκολο, γιατί πρέπει το «πλοίο» μας να το κυβερνάμε ανάμεσα στη «σκύλ­λα του φανατικού φονταμελισμού και στη χάρυβδη του αδιάκριτου συγκρητισμού.

Ο συγκρητισμός ελκύει σήμερα πολλούς, λόγω του ότι o άνθρωπος αρέσκεται στη «σύνθεση» και στην ανεκτική συμπεριφορά. Αυτό δημιουργεί αντίδραση και καλλιεργεί τον ριζικό φονταμελισμό, που εμφανίζεται ως υπερασπιστής της παράδοσης, έναντι στις συγκρητιστικές, ενοποιητικές τάσεις της εποχής. Αλλά ούτε o συγκρητισμός, ούτε o φονταμενταλισμός μπορεί να θεμελιωθεί στην διδασκαλία της Αγίας Γραφής, στη στάση του Χριστού και των Αποστό­λων.

Ο διάλογος, με βάση το πνεύμα της Αγίας Γραφής είναι αναπόσπαστο μέρος της απολογητικής της Εκκλησίας και δεν μπορεί να αποχωριστεί και να ασκηθεί αυτόνομα.

Ο Johannes Aagaard επιχειρεί μια «θεολογία του διαλόγου» και προσδιορίζει ειδικούς «κανόνες» για ένα τέτοιο απολογητικό διάλογο. Αναφέρουμε μερικούς από αυτούς:

  1. «Παρουσιάσατε όλα τα χαρτιά σας στο τραπέζι. Μπο­ρούμε να γνωρίζουμε την πνευματικότητα και τη θρησκεία άλλων ανθρώπων, αν είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε ξε­κάθαρη τη θέση μας. Η ουδετερότητα μπορεί να μας κατε­βάσει στο επίπεδο ενός αμέτοχου θεατή».
  2. Όχι κακόγουστη γελοιοποίηση.
  3. «Να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Ευγενική αποφυγή και στενόμυαλη επιθετικότητα δεν μας άφορά. Η ευθεία ειλικρίνεια είναι ο μόνος τρόπος. Να κυνηγάμε την μπάλα και όχι τον παίκτη».
  4. Πρέπει να σεβόμαστε το δικαίωμα του άλλου να δια­τηρήσει τις πεποιθήσεις του. Αυτός ο σεβασμός δεν σημαί­νει αποδοχή των πεποιθήσεων του άλλου. Όμως «ποτέ να μην ανέχεσθε την κακομεταχείριση της θρησκείας. Πολλοί άνθρωποι και πολλές οργανώσεις κάνουν κατάχρηση της θρησκείας και την χρησιμοποιούν ως προκάλυμμα για την προώθηση δικών τους συμφερόντων η φιλοδοξιών. Η κα­τάχρηση της θρησκείας είναι πολύ συνηθισμένη. Σε τέτοιες καταστάσεις δεν πρέπει να υπάρχει ανοχή. Οι καταχραστές πρέπει να αποκαλύπτονται. Η κακή χρήση της θρησκευ­τικής αυθεντίας δεν πρέπει να γίνεται ανεκτή».
  5. «Οι ανοικτοί λογαριασμοί είναι υποχρέωση. Συχνά παρατηρείται οικονομική εκμετάλλευση και απάτη. Όλες οι θρησκευτικές κοινότητες πρέπει να ενδιαφερθούν, ώστε να μπει ένα τέλος σε μια τέτοια κατάχρηση, δηλώνοντας ότι είναι διατεθειμένες να παρουσιάσουν δημοσίως ανοικτούς λογαριασμούς για όλες τις οικονομικές συναλλαγές τους».
  6. «Η αυτοπαρουσίαση πρέπει να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα». Πολλές ομάδες «εκπληκτικά συχνά δεν είναι καθόλου ειλικρινείς ή ευθείες. Η δημόσια εικόνα είναι συχνά πολύ διαφορετική από την εσωτερική πραγματι­κότητα» των ομάδων αυτών.

Διάλογος με την παραθρησκεία

Η Αγία Γραφή και το ποιμαντικό μας καθήκον επιβάλ­λουν τον ποιμαντικό διάλογο. Συνοψίζοντας όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω λέμε πως ο διάλογος αυτός δεν πρέπει να αποβλέπει  στον συγκρητισμό και στην εναρμόνιση της πίστεώς μας με τις εξωχριστιανικές τάσεις και κοσμοθεωρίες, με την εκτός Χριστού «συνταγή σωτηρίας». Ο διάλογος κι­νείται βέβαια στο πολιτιστικό-φιλοσοφικό χώρο των ανθρώπων στους οποίους απευθυνόμαστε. Όμως δεν γίνε­ται με τις δικές μας δυνατότητες και μ’ ανθρώπινα επιχειρήματα, αλλά με τη δύναμη του Πνεύματος του Θεού και αποβλέπει  στην μετάδοση του μηνύματος της εν Χριστώ σωτη­ρίας.

Πριν μπούμε σ’ ένα τέτοιο ποιμαντικό-απολογητικό διά­λογο είναι ανάγκη να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας πως καλούμεθα σε μία πραγματική «πάλη» και πως αυτή η πάλη α­φορά «τον κοσμοκράτορα του σκότους του αιώνος τούτου, τα πνεύματα της πονηριάς εν τοις επουρανίοις», που χρησι­μοποιούν συχνά τεχνάσματα απάτης. Δεν πρέπει να αγνοούμε το δαιμονικό στοιχείο, που εκφράζεται μ’ αυτό το πνεύμα της απάτης, συνηθισμένο σε πολλές νέες αιρέσεις και παραθρησκευτικές ομάδες. Με την «πανοπλία του Θεού» πρέπει να αρχίσουμε αυτόν τον αγώνα με ένα και μοναδικό σκοπό: Να καλέσουμε τους ανθρώπους να συμφιλιωθούν με τον Θεό· όχι να αναζητήσουμε «κοινά σημεία», θεμελιωμέ­να στην αυτόνομη προσπάθεια του ανθρώπου για «θεογνω­σία» ή για «αυτοπραγμάτωση».

Ήδη αναφερθήκαμε στις ινδουιστικές-βουδιστικές ομά­δες που ασκούν ιεραποστολή στη Δύση και παρ’ όλα αυτά προβάλλουν το διαθρησκευτικό διάλογο και εμφανίζονται προς τα έξω με πνεύμα ανεκτικό για τις άλλες θρησκείες. Όπως αναφέρει ο Detlef Benrath, εδώ πρόκειται για αφύπνιση του εθνικισμού από μέρους του νεο-ινδουισμού. Η δοξασία πως όλες οι θρησκείες συμφωνούν στη βάση τους αποτελεί έκφραση αυτής της νεο-ινδουιστικής τάσης· με βά­ση αυτή τη «φιλοσοφία» επιχειρείται η πνευματική κυριαρχία της Δύσεως. Σήμερα ζούμε μια έξαρση ακριβώς αυτών των θρησκευτικών τάσεων, μια εντατικοποίηση της θρησκείας (Detlef Benrath, Möglichkeit und Grenzen des interreligiösen Dialogs, Lübec 1993, χειρόγραφο).

Ο D. Benrath αναφέρει το παράδειγμα της παγκόσμιας ινδουιστικής οργάνωσης Vishna Hindu Parishad, που καλύ­πτει πνευματικά όλες τις γκουρουιστικές οργανώσεις που δρουν στην Εύρώπη και την επίθεση εναντίον του τζαμιού στο Ahodya, που κόστισε τη ζωή μερικών χιλιάδων Ινδών. Οι οργανώσεις αυτές, σε σύνδεσμο με Ινδουιστικο-φασιστικά κόμματα έδειξαν την αληθινή στάση τους απέναντι σε ανθρώπους διαφορετικής πίστεως και διαφορετικών αντιλήψεων, μια ακραία στρατευμένη αντίληψη και συμπεριφορά, στερημένη εντελώς του πνεύματος της εποχής.

Οι ποικίλες ομάδες για τις οποίες κάνουμε λόγο σ’ αυτό το βιβλίο δεν εργάζονται με τους κανόνες της εντιμότητας και χρησιμοποιούν διπλή γλώσσα, μία εσωτερική και μία εξωτερική, με σκοπό να εξαπατήσουν και να χρησιμοποιή­σουν τη θρησκεία για δικούς τους σκοπούς, τους οποίους συστηματικά αποκρύπτουν. Η «αυτοπαρουσίασή» τους δεν ανταποκρίνεται προς τα πράγματα και, επομένως, δεν αναζητούν τον διάλογο, αλλά μέσω του «διαλόγου» επιδιώκουν την εξαπάτηση.

Οι ομάδες αυτές χρησιμοποιούν τον διάλογο ως μέσο αναγνωρίσεως. Η παρουσία τους και η δραστηριότητά τους στη Δύση αποτελούν κίνδυνο για την κοινωνία μας και τον πολιτισμό μας. Και όμως επιδεικνύουν πραγματική «λαιμαρ­γία» αναφορικά με το διάλογο. Αυτό βλέπουμε στη κίνηση των Χάρε Κρίσνα, στις διάφορες άλλες γκουρουιστικές ομά­δες, όπως στην κίνηση του γκουρού Μαχαρίσι, στην κίνηση του Μουν και στη σαηεντόλοτζυ, που κρύπτεται πίσω από το προσωπείο της θρησκείας, ή της φιλοσοφίας (στην Ελλάδα-ΚΕΦΕ). Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκουν δημόσια αναγνώριση και θετική αξιολόγηση. Επιθυμούν ακόμη μ’ αυτόν τον τρόπο να αποκρύψουν το αληθινό τους πρόσωπο και να συσκοτίσουν τους πραγματικούς σκοπούς τους.

(…)

Ο F.W. Haack, που για την προσφορά του στην έρευνα του σκηνικού των αιρέσεων και της παραθρησκείας τιμήθη­κε με την ανώτατη διάκριση της Ομοσπονδιακής Κυβέρνη­σης της Γερμανίας, υπογράμμισε χαρακτηριστικά ότι: «είναι ανόητο να κάνουμε διάλογο, όταν δεν γνωρίζουμε τον άλλο, όταν με παιδική αφέλεια εξομοιώνουμε τον άλλο με τον εαυτό μας χωρίς να τον γνωρίζουμε. Είναι ανοησία να πιστεύει κανείς ότι ο άλλος έχει τους ίδιους σκοπούς, τις ί­διες κατηγορίες σκέψης και εννοεί τα ίδια πράγματα, όταν χρησιμοποιεί τις ίδιες λέξεις. Διάλογος είναι δυνατός και αναγκαίος μόνο όταν υπάρχει διαλεγόμενος. Διαφορετικά γίνεται κανείς αντίπαλος ή αντικείμενο προσηλυτισμού» (Schonburg 1990).

(…)

Τι διάλογος όμως να γίνει με μια οργάνωση σαν του Μουν, η οποία ανακηρύσσει ρητά τον ιδρυτή της, μεσσία της Νέας Εποχής, Νέο Χριστό; Ποια κοινά σημεία υπάρχουν μεταξύ των παραδοσιακών χριστιανικών ομολογιών, που ομολογούν τον Ιησού Χριστό ως μόνο Σωτήρα και Λυτρω­τή, και μιας οργάνωσης που προβάλλει ένα νέο “Χριστό”;

Όταν ο Μουν κάνει λόγο για ενοποίηση των εκκλησιών και θρησκειών, εννοεί ότι το κοινό σημείο που τις ενώνει θα είναι η υποταγή τους στο νέο μεσσία. Άρα, αν μπορεί να υπάρξει διάλογος, αυτός στην ουσία θα αναφέρεται σ’ αυτό το σημείο, δηλαδή στο κατά πόσο οι εκκλησίες είναι διατεθειμένες να προσκυνήσουν αυτόν τον νέο “Χριστό”. Είναι διατεθειμένη η Εκκλησία και οι θεολόγοι της να συ­ζητήσουν ένα τέτοιο θέμα;…

Βέβαια το πράγμα δεν τίθεται έτσι ωμά από την πλευρά των παραθρησκευτικών οργανώσεων. Ως στόχος του δια­λόγου και της συνεργασίας προβάλλονται κάποιες μεγαλό­σχημες αοριστολογίες!… Έτσι ο συντάκτης του άρθρου στο εσωτερικό Δελτίο της κίνησης του Μουν, Unification News (1/1990), το οποίο αναφέρεται σε συνέδριο που ο Μουν οργάνωσε με συμμετοχή Ελλήνων θεολόγων, υπογραμμί­ζει:

«Τα συνέδρια της Ενωτικής Εκκλησίας (του Μουν) δεν γίνονται για την προώθηση της εκκλησίας αυτής. Μια τέτοια αντίληψη είναι λαθεμένη. Αυτά τα συνέδρια είναι το ειλικρι­νές δώμα του Αιδ. Μουν σε καθεμιά από τις θρησκείες του κόσμου και η ανταπόκριση είναι η ειλικρινής προσφορά των συμφιλοξενούμενων και των συμμετεχόντων που τα παρακο­λουθούν, για να αφιερώσουν τους εαυτούς τους στη ζωτικό­τητα και εσωτερική αρμονία των δικών τους αγαπητών θρη­σκευτικών κοινοτήτων».

Η αοριστολογία, η τελείως κενή περιεχομένου και βιω­μάτων, αποτελεί ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά αυτών των κινήσεων. Ο γκουρού Μαχαρίσι Μαχές γιόγκι, λόγου χά­ρη, ισχυρίζεται ότι με τη βοήθεια της βεδικής επιστήμης και τεχνολογίας, θα πραγματώσει τον ουρανό στη γη!

Αυτή η κενολογία επιχειρείται να γίνει το κοινό σημείο σύγκλισης όλων των εκκλησιών και όλων των λαών! Κα­λούνται, λοιπόν, οι εκκλησίες και οι λαοί να θέσουν στο περιθώριο τη βιωμένη εμπειρία αιώνων, που θεωρείται πλέον καλή μόνο για τους πνευματικά υπανάπτυκτους, και να εναγκαλιστούν το κενό!

Βέβαια η κενή ωραιολογία συμπληρώνεται στην πράξη από πολύ συγκεκριμένες ενέργειες, που περιλαμβάνουν με­ταξύ άλλων την “γενναιόδωρη” εξαγορά ή τον αδίστακτα και ύπουλα μεθοδευμένο βιασμό συνειδήσεων σε παγκόσμια κλίμακα.

Για όσους πάλι διατείνονται ότι δέχονται το διάλογο για να προσφέρουν στις νέες εξελίξεις τη δική τους “μαρτυρία”, στην πραγματικότητα μαρτυρούν για τη δική τους αφέλεια, τουλάχιστον. Μαρτυρία μπορεί να υπάρξει μόνο στα πλαίσια πραγματικού διαλόγου και όχι όταν εκ προοιμίου δυναμιτί­ζονται τα ίδια τα θεμέλια αυτής της μαρτυρίας.

Σ’ αυτή την πρόκληση του κενού και της απάτης, μόνη απάντηση της Εκκλησίας μπορεί να είναι η λόγω και έργω διακήρυξη της μακραίωνης και αδιασάλευτης πραγματικότη­τάς της εν Χριστώ Ιησού. Εκείνο που χρειάζεται η Εκκλη­σία είναι διαρκής εγρήγορση για την περιφρούρηση της ταυ­τότητάς της και όχι οποιοσδήποτε μορφής «ενίσχυση», «εμπλουτισμό» ή «εκσυγχρονισμό» από υπερομολογιακά νεομεσσιανικά κέντρα κοσμικής εξουσίας με πνευματικό προσωπείο. Πραγματικός εκσυγχρονισμός της Εκκλησίας θα συντελεσθεί όταν αυτή αντιληφθεί σε βάθος το μέγεθος και το ποιόν του εχθρού που επιχειρεί να την διαβρώσει εκ των έσω. Αν δώσει την δέουσα απάντηση, θα κάνει όντως αισθητή την παρουσία της στον σύγχρονο κόσμο και θα αναδειχθεί γνησία πνευματική κιβωτός.

 


Ο νεαρός Dharmapala βοήθησε τον συνταγματάρχη Olcott στο έργο του, ιδιαίτερα ενεργώντας ως μεταφραστής του. Ο Νταρμαπάλα έγινε επίσης πολύ κοντά στη Μαντάμ Μπλαβάτσκυ, η οποία τον συμβούλεψε να σπουδάσει Πάλι και να εργαστεί για το καλό της ανθρωπότητας – κάτι που έκανε. Ήταν αυτή τη στιγμή που άλλαξε το όνομά του σε Dharmapala (που σημαίνει “Φύλακας του ΝτάρμαΑναγαρίκα Νταρμαπάλα – Βικιπαίδεια (wikipedia.org)

2  πνευματιστής και «πρόωρος χίπις» που «είχε μεγάλη πίστη στη δύναμη των κοσμικών ακτίνων και ισχυρίστηκε ότι υπάρχουν εξωγήινοι με ημιδιαφανή σάρκα στον πλανήτη Altair». Κατά τη διάρκεια της υποχώρησής του το 1904 από το Θιβέτ, ο Younghusband είχε μια μυστικιστική εμπειρία που τον έπνιξε με «αγάπη για ολόκληρο τον κόσμο» και τον έπεισε ότι «οι άνθρωποι στην καρδιά είναι θεϊκοί».   Αυτή η πεποίθηση ήταν χρωματισμένη με λύπη για την εισβολή στο Θιβέτ, και τελικά, το 1936, βαθιές θρησκευτικές πεποιθήσεις προσκάλεσε μια ομιλία του ιδρυτή στο Παγκόσμιο Συνέδριο των Θρησκειών (σε απομίμηση του Παγκόσμιου Κοινοβουλίου των Θρησκειών). Ο Younghusband δημοσίευσε μια σειρά βιβλίων με θέματα που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει New Age, με τίτλους όπως Η λάμψη: Όντας μια αφήγηση της ζωής της Nija Svabhava, ψευδώνυμο (1923). Μητρικός Κόσμος (στο Δοκιμασία για τον Χριστό που πρόκειται να γίνει) (1924)· και Ζωή στα Αστέρια: Μια Έκθεση της Άποψης ότι σε μερικούς Πλανήτες κάποιων Άστρων υπάρχουν Όντα υψηλότερα από εμάς, και σε ένα ένας Παγκόσμιος Ηγέτης, η Υπέρτατη Ενσάρκωση του Αιώνιου Πνεύματος που εμψυχώνει το Όλον (1927). Το τελευταίο προκάλεσε τον θαυμασμό του Λόρδου Μπάντεν-Πάουελ, ιδρυτή των Προσκόπων. Οι βασικές έννοιες αποτελούνταν από την κεντρική πεποίθηση που θα γινόταν γνωστή ως υπόθεση της Γαίας, πανθεϊσμός και ένας «παγκόσμιος ηγέτης» σαν τον Χριστό που ζούσε στον πλανήτη «Altair» (ή «Stellair»), εξερευνώντας τη θεολογία του πνευματισμού και καθοδήγηση μέσω της τηλεπάθειας. Στο βιβλίο του Μέσα: Σκέψεις κατά τη διάρκεια της ανάρρωσης (1912), ο Younghusband δήλωσε: Εγκαταλείπουμε την ιδέα ότι η Βασιλεία του Θεού βρίσκεται στον Ουρανό και ανακαλύπτουμε ότι η Βασιλεία του Θεού είναι μέσα μας. Εγκαταλείπουμε την παλιά ιδέα ενός εξωτερικού Θεού, πάνω, χωριστά και χωριστά από τον εαυτό μας. Και αναλαμβάνουμε τη νέα ιδέα ενός εσωτερικού πνεύματος που εργάζεται μέσα μας – μια περιοριστική, ενυπάρχουσα επιρροή, μια ζωτική, προωθητική ώθηση που δονείται μέσα από όλους μας, εκφράζεται και εκπληρώνει τον σκοπό της μέσω μας και μας ενώνει σε μια τεράστια πνευματική ενότητα. 

Ο Younghusband ενδιαφέρθηκε για την ανατολική φιλοσοφία και τη θεοσοφία και απέρριψε την ιδέα ενός ανθρωπόμορφου θεού.  Λαμβάνοντας επιρροή από τη Δημιουργική Εξέλιξη του Henri Bergson, πρότεινε σκοπό στο σύμπαν μέσω μιας δημιουργικής δύναμης ζωής. Η φιλοσοφία του Younghusband για την κοσμική πνευματική εξέλιξη σκιαγραφήθηκε στα βιβλία του Η ζωή στα αστέρια (1927) και Το ζωντανό σύμπαν (1933).  Στο τελευταίο βιβλίο πρότεινε την ιδέα ότι το σύμπαν είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Ο Younghusband είχε την άποψη ότι οι πνευματικές δυνάμεις στο σύμπαν κατευθύνουν την εξέλιξη και παράγουν ζωή και νοημοσύνη σε πολλούς διαφορετικούς πλανήτες. Οι ιδέες του Younghusband απορρίφθηκαν από τους επιστήμονες και λίγοι πήραν στα σοβαρά τις ιδέες του. Ίδρυσε το Παγκόσμιο Συνέδριο Θρησκειών για να προωθήσει τον διάλογο μεταξύ διαφορετικών θρησκειών.

 

π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ – ΔΡ. ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ, ΔΡ. ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ: ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ – Προβληματική και Στρατηγική – ΑΘΗΝΑ 1996 – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ (σελ.178-203) ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ

ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ