ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ
«ΤΑ ΤΕΣΣΑΡΑ ΧΡΩΜΑΤΑ»
(Σελίδες 52-54)
Α΄) ΤΟ ΛΕΥΚΟΝ ΧΡΩΜΑ
Τὸ λευκὸν χρῶμα, ὡς δύναταί τις νὰ ἴδῃ εἰς πλεῖστα χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης, λαμβάνεται ὑπὸ τῶν ἱερῶν συγγραφέως πρὸς συμβολισμὸν ἰδεών. Διὰ τοῦ λευκοῦ χρώματος συμβολίζεται ἐν πρώτοις:
Πρὸς αὐτὴν τὴν ἁγνὴν κόρην τῆς
Ναζαρὲτ στρεφομένη ἡ Ἐκκλησία ψάλλει: «Ἁγνείας θησαύρισμα χαῖρε διʼ ἧς
ἐκ τοῦ πτώματος ἡμῶν ἐξανέστημεν˙ χαῖρε ἡδύπνοον κρῖνον, Δέσποινα,
πιστοὺς εὐωδιάζον˙ θυμίαμα εὔοσμον, μῦρον πολύτιμον». Θαυμασταί, ἀλλὰ
καὶ μιμηταὶ τῆς ἁγνότητος τῆς Κεχαριτωμένης Κόρης πρέπει νὰ εἶνε αἱ
χριστιαναὶ νεάνιδες ὄχι μόνον ἐκεῖναι, αἱ ὁποῖαι ὑπεσχέθησαν τῷ Κυρίῳ
ἰσόβιον παρθενίαν, ἀλλὰ καὶ αἱ ἄλλαι, αἱ ὁποῖαι πρόκειται νὰ ἔλθουν εἰς
γάμου κοινωνίαν. Κόρη, ἡ ὁποία μέχρι τῆς ἡμέρας τοῦ γάμου της ἐτήρησε τὸ
σῶμα, τὸ ἑαυτῆς σκεῦος, καθαρὸν ἐκ πάσης ἀκαθαρσίας, μία τοιαύτη κόρη
ἀξίζει κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ γάμου νὰ ἐνδυθῇ μὲ τὴν λευκὴν νυμφικὴν
στολήν, ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς νὰ τεθῇ στέφανος ἐκ λευκῶν τῆς ἀμυγδαλῆς
ἀνθέων καὶ νὰ ἀκούσῃ τὰς ὑπερόχους εὐχὰς τοῦ μυστηρίου. Ἡ δὲ ἀπαίτησις
τῆς μέχρι τοῦ γάμου παρθενικῆς ζωῆς βαρύνει ἐξ ἴσου πρὸς τὴν νέαν καὶ
τὸν χριστιανὸν νεόν, ὅστις ἁγνὸς πρέπει νὰ συνδεθῇ μετὰ νέας ἁγνῆς. Νέε!
Λευκὴν ὡς κρῖνον ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν τῆς σημερινῆς κοινωνίας ζητεῖς τὴν
κόρην. Ἀλλὰ καὶ σὲ ἁγνόν, λευκὸν ὡς κρῖνον σὲ θέλει καὶ σὲ ζητεῖ ἡ
κόρη, ἵνα καὶ σὺ στολισμένος μὲ τὰ εὐώδη τῆς ἁγνότητος, ἄνθη δύνασαι νὰ
εἴπῃς πρὸς αὐτὴν ἐν εἰλικρινείᾳ: «Ἐγὼ ἄνθος τοῦ πεδίου, κρῖνον τῶν
κοιλάδων» ( ᾎσμ. 2, 1).
Φύλαξ τῶν ἀνθέων εἶνε ὁ φράκτης τοῦ κήπου, ἀλλὰ καὶ τῶν νέων
καὶ νεανίδων τῆς ἁγνότητος αὐτῶν φύλαξ εἶνε ἡ αἰδώς. Ἡ αἰδὼς εἶνε ἡ
δύναμις ἐκείνη, ἡ ὁποία δὲν ἔπιτρέπει εἰς τὸν νέον νὰ πράξῃ τι, οὔτε καὶ
νὰ εἴπῃ τι αἰσχρὸν ἐνώπιον τῶν ἄλλων, ἀλλὰ οὔτε καὶ μόνος του ὁ νέος
εὑρισκόμενος νὰ σκεφθῇ καὶ νὰ πράξῃ τι τὸ πονηρὸν ποὺ κηλιδώνει τὴν
παρθενικήν του καθαρότητα. Ἡ αἰδὼς χρωματίζει μὲ τὸ ἰδικόν της χρῶμα τὰς
παρειὰς τῶν νέων καὶ νεανίδων καὶ προσδίδει ἐξαιρετικὴν ὡραιότητα εἰς
τὰ πρόσωπά των. Λέγεται, ὅτι ὅταν ὁ Διογένης ὁ ἀρχαῖος φιλόσοφος εἶδε
νέον νὰ κοκκινίζῃ ἐνώπιον τῶν μεγαλυτέρων ἐξ ἐντροπῆς, εἶπεν εἰς τὸν
πατέρα του˙ «θάρσει, ὁ υἱός σου ἔχει τὸ χρῶμα τῆς ἀρετῆς». Οὕτω καὶ
ἡμεῖς σήμερον δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν. Διατηρεῖ ὁ νέος τὴν αἰδῶ; Συστέλλεται
καὶ ἀποφεύγει τὰ αἰσχρὰ καὶ πονηρά; Γονεῖς χαίρετε! Ὁ υἱός σας ἔχει
ἄθικτον τὸ κρῖνον τῆς ἁγνότητος. Ἀλλὰ ὁ νέος ἀπέβαλε τὴν αἰδῶ; Ἀνοίγει
συζητήσεις μὲ τὸν πρῶτον τυχόντα, ἀστειολογεῖ, γελᾷ, καγχάζει,
ἀισχρολογεῖ, ἀσχημονεῖ ποικιλοτρόπως; Γονεῖς πενθήσατε. Ὁ φράκτης ἔπεσε.
Τὸ κρῖνον τῆς ἁγνότητος ἐκόπη καὶ ἐκυλίσθη εἰς τὸν βόρβορον. Μαζὺ μὲ
τὴν αἰδῶ φεύγει καὶ ἡ ἁγνότης καὶ πᾶσα ἀρετή. Τοῦτο εἶχε παρατηρήσει καὶ
ἡ σοφία τῶν ἀρχαίων προγόνων μας. Ὁ Ἠσίοδος λέγει, ὅτι ἐδῶ εἰς τὴν γῆν
ἐξῆλθον ἐξ οὐρανοῦ καὶ μένουν ὡς ἀπαραίτητοι σύντροφοι τῆς εὐτυχίας καὶ
εὐδαιμονίας τῶν ἀνθρώπων ἡ αἰδὼς καὶ ἡ Νέμεσις (Δικαιοσύνη). Χωρὶς αὐτὰ
δὲν δύναται νὰ σταθῇ ἡ ἀνθρωπίνη κοινωνία. Ἀλλʼ ὅταν ἡ κακία τῶν
ἀνθρώπων τὰς ἐκδιώξῃ, τότε αἰδὼς καὶ Νέμεσις μὲ τὰς λευκὰς στολάς των
πετοῦν καὶ φεύγουν πρὸς τὰ οὐράνια δώματα καὶ τότε οὐαὶ τῷ κόσμῳ.
Σατύρων καὶ μαινάδων πλήθη θὰ κατακλύσουν τὴν γῆν, ἀνθρώπων, δηλαδή, οἱ
ὁποῖοι θὰ λέγουν καὶ θὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν, ἀσχημονοῦντες καὶ
αἰσχροπράττοντες δημοσίᾳ ὡς κύνες καὶ πίθηκοι.
ΕΚΔΟΣΙΣ
ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ»
ΑΘΗΝΑΙ 1955
(Σελίδες 52-54)