ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023

ΚΑΤΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ Ἤ ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ;

Ὁ Σεβ. Νέας Ἰωνίας εἰς τὸν ἑσπερινὸν
διὰ τὰ ὀνομαστήρια τοῦ Αἰτωλοακαρνανίας
προεκάλεσε μὲ τὸ κήρυγμά του (ἱ. ν. Ἁγ. Βαρβάρας Ἀγρινίου, 3.12.2022).

Σεβ. Νέας Ἰωνίας: «Εἶναι λάθος νὰ πιστεύουμε
ὅτι κατὰ τὴν μεταβολὴ τῶν Τιμίων Δώρων κατέρχεται ὁ Χριστός»!

ΚΑΤΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ
Ἤ ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ;

Ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἐπίκλησιν τοῦ λειτουργοῦ
«κατάπεμψον τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον ἐφ᾿ ἡμᾶς
καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα ταῦτα», μετεωρίζεται αἴφνης κάποιος
καὶ μεταβάλλονται αὐτὰ εἰς Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ;

Ἀναγκαία διευκρίνισις

Τὸ τελευταῖο διάστημα,  μετὰ τὴν  4η  Δεκεμβρίου  2022  δέ­χθηκα ἀπὸ ἀρκετοὺς θρησκευόμενους συμπολίτες τὸ ἐρώτημα ποὺ ἀποτελεῖ τίτλο τοῦ  κειμένου ποὺ ἀκολουθεῖ. Ἡ ἀπορία ἐξέφραζε ἔκπληξη μαζὶ καὶ προβληματισμὸ ἐὰν καὶ κατὰ πόσον εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν διδασκαλία καὶ πίστη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἡ ἄποψη ποὺ διατυπώθηκε σὲ κήρυγμα στὸν ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας Ἀγρινίου, στὴν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς 3ης Δεκεμβρίου 2022.

Συγκεκριμένα ὁ γνωστὸς δημοσιογράφος, ἐκδότης τῆς ἐφημερίδας ΜΑΧΗΤΗΣ  Ἀγρινίου κ. Νικόλαος Κανῆς, σὲ κύριο ἄρθρο (ἀριθ. φ 2757/4-12-22) του μὲ τίτλο: «Οἱ ἐχθροὶ ἐμοῦ καὶ τοῦ υἱοῦ μου ἐπλησίασαν» ἀναφερόμενος στὶς «ψυχοκτόνες παναιρέσεις τοῦ οἰκουμενισμοῦ… τῆς πανθρησκείας…» μεταξὺ πολ­λῶν ἄλλων, ἀναφέρει πὼς ὁ ὁμιλητής στὴν ἀκολουθία τῆς 3/12,  εἶπε καὶ τὰ ἑξῆς: «Εἶ­ναι λάθος νὰ πιστεύουμε ὅτι κατὰ τὴν μεταβολὴ τῶν τιμίων δώρων κατέρχεται ὁ Χριστὸς μὲ ἀγγελικὲς δυνάμεις. Δὲν κατέρχεται ὁ Χριστός. Ἐμεῖς ἀναβαίνουμε». Πληροφορήθηκα δὲ ὅτι ἡ φράση αὐτὴ προβλημάτισε πολλοὺς ἀκροατὲς καὶ σχολιάστηκε ἀρνητικά. Παρακλήθηκα  μὲ ἐπιγραμματικὸ τρόπο, στὴν ἴδια ἐφημερίδα, νὰ καταγράψω τὴ σχετικὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀνταποκρινόμενος στὴν ἐπίμονη παράκληση πολλῶν εὐσεβῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, δηλώνω ἀπ’ ἀρχῆς ὅτι: Δὲν παραθέτω «ἀκροβατικὲς» προσωπικὲς ἀπόψεις, ἀλλὰ μεταφέρω αὐθεντικὰ κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων, ποὺ μᾶς λένε τί συμβαίνει μὲ τὸ ὄντως φοβερὸ μυστήριο  τοῦ καθαγιασμοῦ καὶ τῆς «μεταβολῆς» τῶν «Τιμίων Δώρων», στὴν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας. Καὶ ἐπειδὴ θεωρῶ ὅτι τὸ θέμα ἅπτεται τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, γι’ αὐτὸ κρίνω σκόπιμο νὰ δοῦμε πρῶτα:

Τί εἶναι Δόγμα;

Ἡ Ἑλληνικὴ λέξη «δόγμα» σημαίνει ἀλήθεια ποὺ δὲν ἀμφισβητεῖται. Αὐθεντικὴ ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ θέματα πίστεως. Δόγματα εἶναι ὅσα ἔχουν κριθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ «πρεσβυτέρους τῶν ἐν Ἱερουσαλήμ» (Πράξ.16,4). Τὰ δόγματα «ὡς ζωογόνος χυμὸς τῶν Γρα­φῶν ὀφείλουν νὰ  ἐκφράζουν τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων» κατὰ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας. Ἡ Ἐκκλησία ὁμολογεῖ τὰ δόγματα καὶ μαρτυρεῖ γιὰ τὴν ἐξ ἀποκαλύψεως φύση τους. Τὰ δόγματα, ὡς ἀλήθειες, μὲ τὴν ἀπόλυτη ἀξία τους «εἶναι συστατικὰ καὶ κανονιστικὰ στοιχεῖα τῆς πίστεως». Δηλαδὴ εἶναι κανόνες πίστεως. Εἶναι σφραγισμένα μὲ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων, καὶ σχετίζονται μὲ ζητήματα ζωῆς ἢ θανάτου.

Τὸ Δόγμα θέτει τὸ ὅριο ἀνάμεσα στὴν  ἀλήθεια καὶ τὸ ψεῦδος. Δὲν εἶναι ποτὲ φιλοσοφία, δὲν ὁδηγεῖ σὲ ἰδέες, ἀλλὰ στὶς Θεῖες πραγματικότητες. Τὸ σύνολο ἤ «σύνοψη» τῶν δογμάτων εἶναι τὸ ἀποκαλούμενο «Σύμβολο τῆς Πίστεως», τὸ «ΠΙΣΤΕΥΩ».

Δύσκολος ἡ κατανόησις

Ἡ ἐνασχόληση μὲ τὴν κατανόηση καὶ ἑρμηνεία τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεώς μας δὲν εἶναι εὔκολη, ἀκίνδυνη καὶ ἀβασάνιστη. Οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν, γιὰ ἄλλους λόγους βέβαια, ὅτι: «οὐ παντὸς πλεῖν εἰς Κόρινθον». Δὲν εἶναι εὔκολο κάθε θεωρούμενος πιστὸς (κληρικὸς ἢ λαϊκός, ἀνεξαρτήτως ἱεραρχικῆς θέσης) νὰ ἀποφαίνεται μὲ ἀπόλυτο, αὐθεντικὸ τρόπο καὶ λόγο, γιὰ τὸ πραγματικὸ νόημα τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως. Γι’ αὐτὰ μίλησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες μὲ συλλογικὲς –συνοδικὲς ἀποφάσεις ὕστερα ἀπὸ ἐπίμονο ἐξονυχιστικὸ διάλογο. Αὐτὲς τὶς ἀποφάσεις-διδασκαλίες ὑποχρεοῦται, χωρὶς προσωπικὲς ἐπιλογὲς ἤ ἀπόψεις νὰ ἀποδεχθεῖ πλήρως κάθε μέλος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.

Ὁ ἐκκλησιαστικὸς ἱστορικὸς Σῳζόμενος στὴν ἱστορία ποὺ ἔγραψε τονίζει πώς: «Περὶ τῶν δογμάτων κρινέτωσαν, οἷς τοῦτο ποιεῖν θέμις…». Δηλαδὴ ἁρμόδιοι νὰ διατυπώσουν καὶ ἑρμηνεύσουν τὰ δόγματα εἶναι ἐκεῖνοι στοὺς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ἀνέθεσε αὐτὸ τὸ ἔργο. Στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (325 μ. Χ) ποὺ συγκάλεσε ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, κλήθηκε καὶ ὁ αἱρετικὸς ἐπίσκοπος τῶν Ναυατιανῶν Ἀκέσιος, ὁ ὁποῖος διαφωνοῦσε μὲ κάποιες ἀποφάσεις τῆς Συνόδου.  Ἀπαντώντας σ’ αὐτὸν ὁ εὐσεβὴς βασιλιὰς τοῦ εἶπε καὶ τὰ ἑξῆς: «Ὦ Ἀκέσιε, κλίμακα θὲς καὶ μόνος εἰς οὐρανοὺς ἀνάβηθι». Δηλαδή: Ἀφοῦ διαφωνεῖς μὲ τὶς Συνοδικὲς ἀποφάσεις, τότε «Βάλε μία σκάλα καὶ ἀνέβα μόνος στοὺς οὐρανούς», κρατώντας τὶς ἀπόψεις σου. Κάτι ἀνάλογο θὰ μποροῦσε νὰ ἐπαναλαμβάνεται σὲ ὅποιον διαφοροποιεῖται ἀπ’ τὴν ὑγιὰ πίστη καὶ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκ­κλησίας. Ἤ ἀποδέχεσαι τὴν ἀνόθευτη καὶ αὐθεντικὴ ἀλήθεια τῆς πίστεως, τὴν ἱερὴ «παρακαταθήκη» τῶν ἁγίων Πατέρων, ἢ αὐθαιρετώντας μπαίνεις σὲ κίνδυνο ἀποκοπῆς ἀπὸ τὸν Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται.

Πῶς καὶ πότε γίνεται
ὁ «καθαγιασμός»

Εὐθύς, ἀμέσως, τίθεται τὸ ἐρώτημα: Πότε, πῶς, μὲ ποιὰ παρέμβαση ἢ τρόπο γίνεται ὁ «καθαγιασμός», ἡ «μεταβολὴ» τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, ποὺ ὡς ἔκφραση εὐχαριστιῶν καὶ εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεό, γιὰ τὶς δωρεές Του, ἀντιπροσφέρουμε σ’ Αὐτόν, κατὰ τὴν σχετικὴ ἐκφώνηση τοῦ ἱερέα: «Τὰ σά ἐκ τῶν σῶν σοί προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα»;

Κατὰ τοὺς εἰδικοὺς ἑρμηνευτὲς-λειτουργιολόγους, ποὺ ἀκολουθοῦν τὶς πατερικὲς διδαχές: «Ἡ ἐπίσημη στιγμὴ τοῦ καθαγιασμοῦ ἢ ἀναδείξεως… ἢ μεταβολῆς ἢ μεταποιήσεως…ἢ μεταστοιχειώσεως ἢ τελειώσεως τῶν τιμίων δώρων», συντελεῖται κατὰ τὸν χρόνο ποὺ τὸ πλήρωμα τῶν πιστῶν (διὰ τοῦ χοροῦ) ψάλλει ταπεινὰ τὴν πολυσύνθετη εὐχή: «Σὲ ὑμνοῦμεν, Σὲ εὐλογοῦμεν, Σοὶ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε…». Ἐκείνη τὴν φοβερὴ στιγμὴ ὁ ἱερέας «ἔνδοθεν πρὸ τοῦ θυσιαστηρίου ἐπικαλεῖται, μυστικῶς, τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, ἵνα ἐπελθὸν ἐπὶ τὰ προκείμενα μεταβάλη αὐτὰ εἰς Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ».

Αὐτὴ ἦταν καὶ εἶναι, πάντοτε, ἡ ἀδιαφιλονίκητος ἀντίληψη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια κουβαλάει, αἰῶνες τώρα, στὶς πνευματικὲς ἀποσκευές της ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἂς «ἐνωτισθῶμεν» τί σαλπίζουν στὴν μακραίωνη ἱστορία της οἱ ἅγιοι Πατέρες- λειτουργοί τοῦ Ὑψίστου. Ἡ φωνὴ τους βροντώδης καὶ ἀποκαλυπτικὴ εἶναι ἱκανὴ νὰ «ξεβουλώσει τὰ ὦτα τῶν θελόντων ἀκούειν». Κι’ ἀρχίζουμε μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ μεγάλου μύστη, τὸν λαμπρὸ Νικόλαο Καβάσιλα: «Τούτων δὴ (τῶν ρημάτων) εἰρημένων, τὸ πᾶν τῆς ἱερουργίας ἥνυσται καὶ τετέλεσται, καὶ τὰ Δῶρα ἡγιάσθη καὶ ἡ θυσία ἀπηρτίσθη καὶ τὸ μέγα θῦμα καὶ ἱερεῖον, τὸ ὑπὲρ τοῦ κόσμου σφαγὲν ἐπὶ τῆς ἱερᾶς τραπέζης ὁρᾶται κείμενον. Ὁ γὰρ ἄρτος τοῦ Κυριακοῦ Σώματος, οὐκέτι τύπος, οὐδὲ δώρου εἰκόνα, φέρων τοῦ ἀληθινοῦ Δώρου, οὐδὲ γραφὴν κομίζων ἐν ἑαυτῷ τῶν σωτηρίων παθῶν ὥσπερ ἐν πίνακι, ἀλλ’ αὐτὸ τὸ ἀληθινὸν Δῶρον. Αὐτὸ τοῦ Δεσπότου τὸ Πανάγιον Σῶμα, τὸ πάντα ἀληθῶς ἐκεῖνα δεξάμενον τὰ ὀνείδη, τὰς ὕβρεις, τοὺς μώλωπας. Τὸ σταυρωθὲν, τὸ σφαγὲν, τὸ μαρτυρῆσαν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου τὴν καλὴν ὁμολογίαν. Τὸ ραπισθέν, τὸ αἰκισθέν, τὸ ἐμπτυσμάτων ἀνασχόμενον, τὸ χολῆς γευσάμενον. Ὁμοίως καὶ ὁ οἶνος, αὐτὸ τὸ Αἷμα τὸ ἐκπηδῆσαν  σφατομένου τοῦ σώματος. Τοῦτο τὸ Σῶμα, τοῦτο τὸ Αἷμα τὸ συστάν ἐκ πνεύματος ἁγίου, τὸ γεννηθὲν ἀπὸ τῆς ἁγίας παρθένου, τὸ ταφέν, τὸ ἀναστάν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, τὸ ἀνελθὸν εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ πατρός».

Αἰῶνες πρὶν ἀπ’ τὸν Καβάσιλα  ὅσιος Νεῖ­λος παρατηρεῖ: «Οὕτω μοι νόει τὰ θεῖα μυστήρια. Πρὸ μὲν τῆς ἐντεύξεως  (εὐχῆς) τοῦ ἱερέως καὶ τῆς καθόδου τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ψιλὸν (ἁπλὸς) ἄρτον ὑπάρχειν καὶ οἶνον κοινὸν τὰ προκείμενα. Μετὰ δὲ τὰς φοβεράς ἐκείνας ἐπικλήσεις καὶ τὴν ἐπιφοίτησιν τοῦ προσκυνητοῦ καὶ ζωοποιοῦ καὶ ἀγαθοῦ πνεύματος οὐκ ἔστι ψιλὸς ἄρτος καὶ ψιλὸς οἶνος τὰ ἐπιτιθέμενα τῇ ἁγίᾳ Τραπέζῃ ἀλλὰ Σῶμα καὶ Αἷμα τίμιον καὶ ἄχραντον τοῦ Θεοῦ τῶν ἁπάντων».

Πῶς λοιπὸν γίνεται ἡ θαυμαστὴ αὐτὴ μεταβολή; Ἀνεβαίνει κάποιος ἄνθρωπος, γιὰ νὰ συντελεσθεῖ τὸ «φοβερὸ» μυστήριο ἢ «κατέρχεται ὁ Χριστὸς μὲ ἀγγελικὲς δυνάμεις», ὕστερα ἀπ’ τὴν κραυγὴ τοῦ λειτουργοῦ: «Κατάπεμψον τὸ Πνεῦμα σου τὸ ἅγιον ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα ταῦ­τα»; Εἶναι κάποιος ἁμαρτωλὸς ποὺ ξαφνικὰ μετεωρίζεται, ἀνεβαίνει ἢ «Πέμπεται ἄνωθεν ἡ πανσθενουργὸς χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος», καὶ «μεταβάλονται» τὰ προκείμενα ὥς τότε ὑλικὰ στοιχεῖα (ψιλὸς ἄρτος καὶ οἶνος), σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ;  Ἂς ἐνισχύσουμε ὅμως τὸ λόγο καὶ μὲ τὴν μαρτυρία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης: «Ὁ ἄρτος, λέγει, ἁγιάζεται διὰ λόγου Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως…». Ὁ δὲ αὐτάδελφός του Μ. Βασίλειος προσθέτει: «Τὰ τῆς ἐπικλήσεως ρήματα ἐπὶ τῇ ἀναδείξει τοῦ ἄρτου τῆς εὐχαριστίας καὶ τοῦ ποτηρίου τῆς εὐλογίας τὶς τῶν ἁγίων ἡμῖν καταλέλοιπεν;». Ὁ δὲ Κύριλλος ἐπεξηγεῖ πώς: «Μετὰ τὴν ἐπίκλησιν τοῦ ἁγίου Πνεύματος, οὐκέτι ἄρτος λιτός, ἀλλὰ Σῶμα Χριστοῦ».

Ὁ δὲ πράγματι «χαλκέντερος» Ὠριγένης τονίζει: «Τὸ ἁγιαζόμενον βρῶμα διὰ λόγου Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως..». Χρόνια πρὶν ἀπ’ αὐτόν, στὶς ἀπαρχὲς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος, ἐπίσκοπος Λουγδούνου (Λυὼν) διακηρύσσει: «Ἐκκαλοῦ­μεν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὅπως ἀποφήνῃ τὴν θυσίαν ταύτην, τὸν ἄρτον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ποτήριον Αἷμα τοῦ Χριστοῦ..». Θὰ μποροῦσε νὰ ἀναφερθεῖ πλειάδα ἄλλων πατερικῶν διδαχῶν ἀπ’ τὴν μακραίωνη Ἐκκλησιαστικὴ παράδοση «τῶν καθ’ ἡμᾶς φρικτῶν μυστηρίων», ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη ὅτι: Ἡ τελείωση τοῦ μυστηρίου, δηλαδὴ ἡ μεταβολὴ τῶν προσφερόμενων ὑλικῶν στοιχείων γίνεται μὲ τὴν κάθοδο- ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἐπικαλεῖται ὁ κάθε λειτουργός, ἀνεξαρτήτως τῆς προσωπικῆς του καταστάσεως. Ὅπως ἄλλωστε κάθε ἱερέας ὁμολογεῖ: «καὶ μὴ διὰ τὰς ἐμάς ἁμαρτίας κωλύσῃς τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος ἀπὸ τῶν προκειμένων δώρων».

Ἐνδεικτικὴ εἶναι μία  φράση ἀπ’ τὴν παν­άρχαιη λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου, ποὺ ἀπευθύνει ὁ ἱερέας πρὸς τὸν Κύριο: «Καὶ ἐξαπόστειλον ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα ταῦτα τὸ πνεῦμα σου τὸ παν­άγιον… Αὐτὸ κατάπεμψον Δέσποτα… ἵνα ἐπιφοιτῆσαν τῇ ἁγίᾳ καὶ ἀγαθῇ καὶ ἐνδόξῳ αὐτοῦ παρουσίᾳ, ἁγιάσῃ καὶ ποιήσῃ  τὸν μὲν ἄρτον τοῦτον Σῶμα ἅγιον Χριστοῦ, καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο Αἷμα τίμιον Χριστοῦ…». Τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητὲς του τὸ βράδυ τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου: «Τοῦτό ἐστι τὸ σῶμα μου καὶ τοῦτό ἐστι τὸ αἷμα μου…» κατέστησαν στὸ διηνεκὲς γόνιμο τὸ μυστήριο.

Ὁ Θεὸς «ἔγινε ἄνθρωπος διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἥν ἠγάπησεν ἡμᾶς». Αὐτὴ ἡ ἀγάπη κατέβασε τὸ Θεὸ στὴ γῆ  καὶ ἀνέβασε τὸν ἄνθρωπο στὸν οὐρανό.  Ὁ «ἄδυτος ἥλιος» «ἔκλινεν οὐρανοὺς» καὶ κατέβηκε ἐννέα σκαλιά. Ἦρθε στὸ 10ο σκαλοπάτι τῆς ἀνθρώπινης φύσης. «Ἐπὶ γῆς ὤφθη καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη». Ἔτσι προσέλαβε τὴν φθαρμένη καὶ ξεπεσμένη ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν ἀνέβασε ἐννέα σκαλιά.Τὴν ὕψωσε πάνω ἀπ’ τὰ ἐννέα  τά­γματα τῶν Ἀγγέλων. Τὴν ἔφερε στὸν 10ο βαθμὸ τῆς θείας φύσεως καὶ τὴν «ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ πατρός». Μόνο ἔτσι, μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ἄνοδος τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ἔχει προηγηθεῖ ἡ κάθοδος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ εἴσοδός του στὴ ζωή τοῦ ἀνθρώπου.  Ὁ Θεὸς διαρκῶς «ἵσταται ἐπὶ τὴν θύραν (κάθε ψυχῆς) καὶ κρούει». Ὅποιος ἀκούσει καὶ ἀνοίξει τότε ὁ Θεὸς «εἰσελεύσεται πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνεῖ μετ’ αὐτοῦ».

 Καμία ἄνοδος τοῦ ἀνθρώπου δὲν συντελεῖται χωρὶς τὴν ἀποδοχὴ καὶ ἐνίσχυση τῆς θείας χάριτος, ἀφοῦ ὁ Κύριος κατηγορηματικὰ προειδοποιεῖ: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Καί: «Ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς…» (Ἰωάν.6,53). Τότε ἡ ἄνοδος εἶναι πραγματικὴ καὶ ὄχι ἁπλῶς φανταστικὴ ἢ ἐπιθυμητή.

Ἐπίλογος

Ἀπ’ ὅλα τὰ ἀνωτέρω καὶ πλῆθος ἄλλων ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναφερθοῦν προκύπτει ὁλοκάθαρη ἡ ἀληθινὴ πίστη καὶ παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, σύμφωνα μὲ τὴν  ὁποία: «Ὁ ἀπαρτισμὸς καὶ ἡ τελείωσις τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας καὶ ἡ τῶν προκειμένων μεταβολὴ εἰς ἀληθῶς ἐσφαγμένον Πρόβατον, περαίνεται διὰ τῆς ἐπικλήσεως καὶ μετὰ τὴν  ἐπίκλησιν», τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σαφῶς ὁμιλεῖ: «Οὐδὲ ἀν­θρωπίνης φύσεώς ἐστι τὰ προκείμενα Δῶρα, ἀλλ’ ἡ τοῦ Πνεύματος χάρις παροῦ­σα καὶ ἐφιπταμένη τὴν μυστικὴν ἐκείνην καθαγιάζει θυσίαν». Ἐνῷ στὴ συνέχεια σχετίζοντας τὴν θυσία τοῦ προφήτη Ἠλία στὸ Ὄρος Καρμήλιο μὲ τὴ ἀναίμακτη θυσία ποὺ διακονεῖ ὁ ἱερέας τονίζει: «Μετάβηθι τοίνυν ἐκεῖθεν (ἀπ’ τὸν Ἠλία) ἐπὶ τὰ νῦν τελούμενα  καὶ οὐ θαυμαστὰ ὄψει μόνον, ἀλλὰ καὶ πᾶσαν ἔκπληξιν ὑπερβαίνοντα.  Ἔστηκε γὰρ ὁ ἱερεὺς οὐ πῦρ καταφέρων, ἀλλὰ Πνεῦμα ἅγιον, καὶ τὴν ἱκετηρίαν ἐπὶ πολὺ ποιεῖται, οὐχ  ἵνα τις λαμπὰς ἄνωθεν ἀφεθεῖσα καταναλώσῃ τὰ προκείμενα, ἀλλ’ ἡ χάρις, ἐπιπεσοῦσα τῇ θυσίᾳ, δ’ ἐκείνης τὰς ἁπάντων ἀνάψῃ ψυχάς».