Ο «χριστιανικός» οικουμενισμός στην καλύτερη μορφή του μπορεί να φαίνεται σαν να αντιπροσωπεύει ένα ειλικρινές και κατανοητό λάθος από τη μεριά των Προτεσταντών και των Ρωμαιοκαθολικών – το λάθος της αποτυχίας να αναγνωρίσουν ότι η ορατή Εκκλησία του Χριστού ήδη υπάρχει, και ότι αυτοί βρίσκονται έξω από αυτήν. Ο «διάλογος με τις μη χριστιανικές θρησκείες» πάντως, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, που αντιπροσωπεύει μάλλον μια συνειδησιακή αποχώρηση ακόμα και από το μέρος της γνήσιας χριστιανικής πίστης και αντίληψης, το οποίο διατηρούν κάποιοι Καθολικοί και Προτεστάντες. Είναι το προϊόν, όχι απλώς ανθρώπινων «καλών προθέσεων», αλλά μάλλον μιας διαβολικής εισήγησης, που μπορεί να αιχμαλωτίσει μόνο αυτούς που έχουν ήδη φύγει τόσο μακριά από το Χριστιανισμό, ώστε να είναι κατ’ ουσίαν ειδωλολάτρες: λάτρεις του θεού αυτού του κόσμου, του σατανά, (Β’ Κορ. 4:4), και ακόλουθοι της όποιας διανοουμενίστικης μόδας είναι ικανός να εμπνεύσει αυτός ο ισχυρός θεός.
Ο «χριστιανικός» οικουμενισμός βασίζει τη στήριξη των θέσεών του σε ένα ακαθόριστο, αλλά πραγματικό αίσθημα «κοινού Χριστιανισμού» το οποίο μοιράζονται πολλοί που δεν σκέφτονται ή δεν νιώθουν πολύ βαθειά σχετικά με την Εκκλησία, και σκοπεύει κάπως να «οικοδομήσει» μια εκκλησία που να περιλαμβάνει όλους αυτούς τους αδιάφορους Χριστιανούς. Αλλά σε ποιο κοινό υπόβαθρο βασίζεται ο «διάλογος με τους μη Χριστιανούς»; Σε ποιο πιθανό έδαφος μπορεί να βρίσκεται οποιοδήποτε είδος ενότητας, έστω και χαλαρής, ανάμεσα σε Χριστιανούς και αυτούς που, όχι απλώς δεν γνωρίζουν το Χριστό, αλλά – όπως στην περίπτωση των μη χριστιανικών θρησκειών που βρίσκονται σε επαφή με το Χριστιανισμό – απορρίπτουν κατηγορηματικά το Χριστό; Αυτοί που, σαν τον μητροπολίτη George Khodre του Λιβάνου, οδηγούν την εμπροσθοφυλακή των Ορθοδόξων αποστατών (ένα όνομα που δικαιολογείται πλήρως όταν εφαρμόζεται σ’ αυτούς που ξεφεύγουν ριζικά από ολόκληρη την Ορθόδοξη χριστιανική παράδοση), μιλούν
για τον «πνευματικό πλούτο» και την «αυθεντική πνευματική ζωή» των μη χριστιανικών θρησκειών· αλλά μόνο βιάζοντας κατά πολύ την έννοια των λέξεων και διαβάζοντας τις δικές του φαντασιώσεις στις εμπειρίες των άλλων ανθρώπων μπορεί κανείς να φτάσει να πει ότι είναι ο «Χριστός» και η «χάρη» που βρίσκουν στις γραφές τους οι ειδωλολάτρες, ή ότι «κάθε μάρτυρας για την αλήθεια, κάθε άνθρωπος διωκόμενος γι’ αυτό που πιστεύει ως σωστό, πεθαίνει σε κοινωνία με το Χριστό». (Sobornost, καλοκαίρι 1971, σελ. 171). Σίγουρα οι ίδιοι οι άνθρωποι αυτοί (είτε πρόκειται για ένα Βουδιστή που αυτοπυρπολείται, έναν κομμουνιστή που πεθαίνει για το «σκοπό» στον οποίο ειλικρινά πιστεύει, είτε πρόκειται για οποιονδήποτε άλλο), δεν θα έλεγαν ποτέ ότι είναι ο «Χριστός» που δέχονται κι ότι πεθαίνουν γι’ Αυτόν· και η ιδέα μιας υποσυνείδητης ομολογίας ή αποδοχής του Χριστού είναι ενάντια στην ίδια τη φύση του Χριστιανισμού. Αν κάποιος (σπάνιος) μη Χριστιανός ισχυρίζεται ότι έχει εμπειρία του «Χριστού», αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τον τρόπο που περιγράφει ο Σουάμι Vivecananda: «Εμείς οι Ινδουϊστές όχι μόνο ανεχόμαστε απλώς, αλλά ενωνόμαστε με κάθε θρησκεία, προσευχόμενοι στο τζαμί των Μωαμεθανών, λατρεύοντας μπροστά στη φωτιά των Ζωροαστριστών, και γονατίζοντας στο σταυρό των Χριστιανών», δηλαδή, μόνο σαν μια εμπειρία από έναν αριθμό πνευματικών εμπειριών με ίση αξία.
Όχι: Ο «Χριστός», όπως κι αν καθοριστεί ή ερμηνευτεί, δεν μπορεί να είναι ο κοινός παρονομαστής στο «διάλογο με τις μη χριστιανικές θρησκείες», αλλά στην καλύτερη περίπτωση μπορεί μόνο να προστεθεί σαν επακόλουθο σε μια ενότητα που μπορεί να ανακαλυφθεί κάπου αλλού. Ο μόνος πιθανός κοινός παρονομαστής ανάμεσα σε όλες τις θρησκείες είναι η εντελώς αφηρημένη αρχή του «πνευματικού» η οποία πράγματι προσφέρει στους «φιλελεύθερους» θρησκευόμενους σχεδόν απεριόριστες ευκαιρίες για συγκεχυμένη θεολογία.
Η προσφώνηση του μητροπολίτη George Khodre στη συνάντηση της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΣΕ στην Addis Ababa, τον Ιανουάριο του 1971, μπορεί να τεθεί σαν μια πρώιμη, πειραματική προσπάθεια να αναπτυχθεί μια τέτοια «πνευματική» θεολογία στο «διάλογο με τις μη χριστιανικές θρησκείες». (Στο ίδιο Sobornost, σελ. 166-174). Θέτοντας το ερώτημα «αν ο Χριστιανισμός είναι τόσο έμφυτα κλειστός στις άλλες θρησκείες όπως γενικά λέγεται μέχρι τώρα», ο μητροπολίτης, εκτός από τις λίγες μάλλον παράλογες «προβολές» του Χριστού στις μη χριστιανικές θρησκείες, έχει ένα κύριο σημείο: είναι το «Άγιο Πνεύμα», κατανοούμενο ως εντελώς ανεξάρτητο από τον Χριστό και την Εκκλησία Του, που είναι στ’ αλήθεια ο κοινός παρονομαστής όλων των θρησκειών του κόσμου. Αναφερόμενος στην προφητεία «θα εκχύσω το Πνεύμα μου σε κάθε σάρκα» (Ιωήλ 2:28), ο μητροπολίτης δηλώνει: «Πρέπει να θεωρήσουμε ότι αυτό εννοεί μια Πεντηκοστή που είναι παγκόσμια από την πρώτη στιγμή... η έλευση του Πνεύματος στον κόσμο δεν εξαρτάται από τον Υιό... Το Πνεύμα ενεργεί και εφαρμόζει τις ενέργειές Του σε συμφωνία με τη δική Του οικονομία και από αυτή τη σκοπιά μπορούμε να εκτιμήσουμε τις μη χριστιανικές θρησκείες ως σημεία όπου εργάζεται η έμπνευσή Του» (σελ. 172). Πρέπει, πιστεύει, «να αναπτύξουμε μια εκκλησιολογία και μια ιεραποστολολογία στην οποία το Άγιο Πνεύμα να κατέχει κυρίαρχη θέση» (σελ. 166).
Όλα αυτά, φυσικά, συνιστούν αίρεση που αρνείται την ίδια φύση της αγίας Τριάδας, και δεν έχει άλλο σκοπό παρά να υπονομεύσει και να καταστρέψει όλη την ιδέα και την πραγματικότητα της Εκκλησίας του Χριστού. Γιατί, αλήθεια, έπρεπε ο Χριστός να ιδρύσει μια Εκκλησία, αν το Άγιο Πνεύμα δρα εντελώς ανεξάρτητα όχι μόνο από την Εκκλησία, αλλά και από τον ίδιο το Χριστό; Εντούτοις, αυτή η αίρεση είναι ακόμα παρούσα μάλλον προσεκτικά κι επιφυλακτικά, χωρίς αμφιβολία με το σκοπό να δοκιμάσει την ανταπόκριση άλλων Ορθοδόξων «θεολόγων» προτού προχωρήσει πιο κατηγορηματικά.
Στην πραγματικότητα πάντως, η «εκκλησιολογία του Αγίου Πνεύματος» έχει ήδη γραφεί – από έναν «Ορθόδοξο» διανοητή, έναν από τους αναγνωρισμένους «προφήτες» του «πνευματικού» κινήματος των ημερών μας. Γι’ αυτό ας εξετάσουμε τις ιδέες του με σκοπό να δούμε την εικόνα που δίνει για τη φύση και το σκοπό του ευρύτερου «πνευματικού» κινήματος στο οποίο έχει τη θέση του ο «διάλογος με τις μη χριστιανικές θρησκείες».
Ο «χριστιανικός» οικουμενισμός βασίζει τη στήριξη των θέσεών του σε ένα ακαθόριστο, αλλά πραγματικό αίσθημα «κοινού Χριστιανισμού» το οποίο μοιράζονται πολλοί που δεν σκέφτονται ή δεν νιώθουν πολύ βαθειά σχετικά με την Εκκλησία, και σκοπεύει κάπως να «οικοδομήσει» μια εκκλησία που να περιλαμβάνει όλους αυτούς τους αδιάφορους Χριστιανούς. Αλλά σε ποιο κοινό υπόβαθρο βασίζεται ο «διάλογος με τους μη Χριστιανούς»; Σε ποιο πιθανό έδαφος μπορεί να βρίσκεται οποιοδήποτε είδος ενότητας, έστω και χαλαρής, ανάμεσα σε Χριστιανούς και αυτούς που, όχι απλώς δεν γνωρίζουν το Χριστό, αλλά – όπως στην περίπτωση των μη χριστιανικών θρησκειών που βρίσκονται σε επαφή με το Χριστιανισμό – απορρίπτουν κατηγορηματικά το Χριστό; Αυτοί που, σαν τον μητροπολίτη George Khodre του Λιβάνου, οδηγούν την εμπροσθοφυλακή των Ορθοδόξων αποστατών (ένα όνομα που δικαιολογείται πλήρως όταν εφαρμόζεται σ’ αυτούς που ξεφεύγουν ριζικά από ολόκληρη την Ορθόδοξη χριστιανική παράδοση), μιλούν
για τον «πνευματικό πλούτο» και την «αυθεντική πνευματική ζωή» των μη χριστιανικών θρησκειών· αλλά μόνο βιάζοντας κατά πολύ την έννοια των λέξεων και διαβάζοντας τις δικές του φαντασιώσεις στις εμπειρίες των άλλων ανθρώπων μπορεί κανείς να φτάσει να πει ότι είναι ο «Χριστός» και η «χάρη» που βρίσκουν στις γραφές τους οι ειδωλολάτρες, ή ότι «κάθε μάρτυρας για την αλήθεια, κάθε άνθρωπος διωκόμενος γι’ αυτό που πιστεύει ως σωστό, πεθαίνει σε κοινωνία με το Χριστό». (Sobornost, καλοκαίρι 1971, σελ. 171). Σίγουρα οι ίδιοι οι άνθρωποι αυτοί (είτε πρόκειται για ένα Βουδιστή που αυτοπυρπολείται, έναν κομμουνιστή που πεθαίνει για το «σκοπό» στον οποίο ειλικρινά πιστεύει, είτε πρόκειται για οποιονδήποτε άλλο), δεν θα έλεγαν ποτέ ότι είναι ο «Χριστός» που δέχονται κι ότι πεθαίνουν γι’ Αυτόν· και η ιδέα μιας υποσυνείδητης ομολογίας ή αποδοχής του Χριστού είναι ενάντια στην ίδια τη φύση του Χριστιανισμού. Αν κάποιος (σπάνιος) μη Χριστιανός ισχυρίζεται ότι έχει εμπειρία του «Χριστού», αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τον τρόπο που περιγράφει ο Σουάμι Vivecananda: «Εμείς οι Ινδουϊστές όχι μόνο ανεχόμαστε απλώς, αλλά ενωνόμαστε με κάθε θρησκεία, προσευχόμενοι στο τζαμί των Μωαμεθανών, λατρεύοντας μπροστά στη φωτιά των Ζωροαστριστών, και γονατίζοντας στο σταυρό των Χριστιανών», δηλαδή, μόνο σαν μια εμπειρία από έναν αριθμό πνευματικών εμπειριών με ίση αξία.
Όχι: Ο «Χριστός», όπως κι αν καθοριστεί ή ερμηνευτεί, δεν μπορεί να είναι ο κοινός παρονομαστής στο «διάλογο με τις μη χριστιανικές θρησκείες», αλλά στην καλύτερη περίπτωση μπορεί μόνο να προστεθεί σαν επακόλουθο σε μια ενότητα που μπορεί να ανακαλυφθεί κάπου αλλού. Ο μόνος πιθανός κοινός παρονομαστής ανάμεσα σε όλες τις θρησκείες είναι η εντελώς αφηρημένη αρχή του «πνευματικού» η οποία πράγματι προσφέρει στους «φιλελεύθερους» θρησκευόμενους σχεδόν απεριόριστες ευκαιρίες για συγκεχυμένη θεολογία.
Η προσφώνηση του μητροπολίτη George Khodre στη συνάντηση της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΣΕ στην Addis Ababa, τον Ιανουάριο του 1971, μπορεί να τεθεί σαν μια πρώιμη, πειραματική προσπάθεια να αναπτυχθεί μια τέτοια «πνευματική» θεολογία στο «διάλογο με τις μη χριστιανικές θρησκείες». (Στο ίδιο Sobornost, σελ. 166-174). Θέτοντας το ερώτημα «αν ο Χριστιανισμός είναι τόσο έμφυτα κλειστός στις άλλες θρησκείες όπως γενικά λέγεται μέχρι τώρα», ο μητροπολίτης, εκτός από τις λίγες μάλλον παράλογες «προβολές» του Χριστού στις μη χριστιανικές θρησκείες, έχει ένα κύριο σημείο: είναι το «Άγιο Πνεύμα», κατανοούμενο ως εντελώς ανεξάρτητο από τον Χριστό και την Εκκλησία Του, που είναι στ’ αλήθεια ο κοινός παρονομαστής όλων των θρησκειών του κόσμου. Αναφερόμενος στην προφητεία «θα εκχύσω το Πνεύμα μου σε κάθε σάρκα» (Ιωήλ 2:28), ο μητροπολίτης δηλώνει: «Πρέπει να θεωρήσουμε ότι αυτό εννοεί μια Πεντηκοστή που είναι παγκόσμια από την πρώτη στιγμή... η έλευση του Πνεύματος στον κόσμο δεν εξαρτάται από τον Υιό... Το Πνεύμα ενεργεί και εφαρμόζει τις ενέργειές Του σε συμφωνία με τη δική Του οικονομία και από αυτή τη σκοπιά μπορούμε να εκτιμήσουμε τις μη χριστιανικές θρησκείες ως σημεία όπου εργάζεται η έμπνευσή Του» (σελ. 172). Πρέπει, πιστεύει, «να αναπτύξουμε μια εκκλησιολογία και μια ιεραποστολολογία στην οποία το Άγιο Πνεύμα να κατέχει κυρίαρχη θέση» (σελ. 166).
Όλα αυτά, φυσικά, συνιστούν αίρεση που αρνείται την ίδια φύση της αγίας Τριάδας, και δεν έχει άλλο σκοπό παρά να υπονομεύσει και να καταστρέψει όλη την ιδέα και την πραγματικότητα της Εκκλησίας του Χριστού. Γιατί, αλήθεια, έπρεπε ο Χριστός να ιδρύσει μια Εκκλησία, αν το Άγιο Πνεύμα δρα εντελώς ανεξάρτητα όχι μόνο από την Εκκλησία, αλλά και από τον ίδιο το Χριστό; Εντούτοις, αυτή η αίρεση είναι ακόμα παρούσα μάλλον προσεκτικά κι επιφυλακτικά, χωρίς αμφιβολία με το σκοπό να δοκιμάσει την ανταπόκριση άλλων Ορθοδόξων «θεολόγων» προτού προχωρήσει πιο κατηγορηματικά.
Στην πραγματικότητα πάντως, η «εκκλησιολογία του Αγίου Πνεύματος» έχει ήδη γραφεί – από έναν «Ορθόδοξο» διανοητή, έναν από τους αναγνωρισμένους «προφήτες» του «πνευματικού» κινήματος των ημερών μας. Γι’ αυτό ας εξετάσουμε τις ιδέες του με σκοπό να δούμε την εικόνα που δίνει για τη φύση και το σκοπό του ευρύτερου «πνευματικού» κινήματος στο οποίο έχει τη θέση του ο «διάλογος με τις μη χριστιανικές θρησκείες».
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ SERAPHIM ROSE, "Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ και η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ", ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΓΡΗΓΟΡΣΗ