ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2022

ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΕΣ: ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΕΝΑ ΙΕΡΕΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΛΑΪΚΟ ΘΕΟΛΟΓΟ

 

ΜΟΝΑΧΟΥ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ

     Ομολογώ, ότι, παρά την προσωπικήν μου πείραν, ως προς τα πρόσωπα που ηγούνται των παλαιοημερολογιτών, δεν θα μπορούσα να εννοήσω πλήρως τα καταγγελλόμενα υπό του όσιου εκείνου Γερβασίου, εάν κατά αγαθήν συγκυ­ρίαν δεν με επεσκέπτοντο δύο φιλοξενούμενοι στην Ι. Μο­νήν μας, ο ένας ιερεύς και ο άλλος θεολόγος, αμφότεροι προκεχωρημένης ηλικίας. Όπως δε μου είπαν, ήσαν συμφοι­τητές στην Θεολογικήν Αθηνών, και ο μεν ιερώθηκε, ο δε άλλος έμεινε λαϊκός. Οπότε ευκαιρία ήταν να τους θέσω υπ’ όψιν την εν λόγω επιστολήν. Την διάβασαν μαζί, τη βοήθεια των γεροντικών οπτικών γυαλιών των, και με ένα σχεδόν στόμα, είπαν ότι τα ελατήρια των τριών επισκόπων, όπως και των χειροτονηθέντων υπ’ αυτών, είναι πλέον γνω­στά από πολλές πηγές. Μόνον υπάρχει η απορία: Πως άνδρες χριστιανοί και μάλιστα αξιωματούχοι της Εκκλησίας, πως ετόλμησαν να σχίσουν την Εκκλησίαν από εμπάθειαν προς τον αρχιεπίσκοπον Χρυσόστομον;

π. Θεόκλητος: Πράγματι, παρ’ ότι από διασταυρωμένες πληροφορίες έμαθα σχετικώς για τα ανήθικα και ανέντιμα ελατήριά τους, όμως διατηρώ πολλές αμφιβολίες εκ του γεγονότος ότι δεν ήσαν απλώς μέλη της Εκκλησίας, αλλά βιώσαντες ως ιεροδιάκονοι, ιερείς και κατόπιν επί έτη αρχιερείς, ώστε να διερωτώμαι: Δεν είχαν σε κάποιο μέτρον φό­βον Θεού και κάποιες αρετές; Πως, επομένως, δεν ανεστέλλοντο οι ενέργειες των κακών προθέσεων των; Αυτό το ερώτημα με κάμνει να παραμένω στις αμφιβολίες μου.

Ιερέας: Πολυσέβαστε Γέροντα, συγχωρέστε με, είμαι 47 συνεχή έτη Πνευματικός στην Αθήνα και στις επαρχίες. Επιτρέψτε μου να φρονώ ότι έχουν αποτεθεί στην μνήμην μου τόσες εμπειρίες εκ των μεταβολών και κινήσεων των ψυχών στην κλίμακα του κακού, της αμαρτίας, ώστε να γνωρίζω αυθεντικώς τα προβλήματα του ψυχικού κόσμου, οπότε δυσκόλως απατώμαι στις επισημάνσεις και τις «ψυ­χιατρικές» διαπιστώσεις μου.

Και οι Αρχιερείς μπορούν να πλανηθούν

Θεολόγος: Αν αντελήφθην σωστά τις αμφιβολίες σας, φαίνεται ότι αυτές οφείλονται στα υψηλά αξιώματα της αρχιερωσύνης, ως τάχα εμποδιστικά της δράσεως του κα­κού, στις μορφές όχι απλώς των πταισμάτων και των πλημμελημάτων, αλλά και αυτών των εγκλημάτων. Αλλά ποιος ποτέ εδίδαξεν ότι η χάρις της Ιερωσύνης όλων των βαθμών, ως ενισχυτική της ανθρώπινης ασθένειας, ενεργεί χωρίς την προαίρεση ως συνεργία του προσώπου; Σάς θαμ­βώνει η αίγλη του αξιώματος, πάτερ, οπότε χάνετε την ρεα­λιστική παρατήρηση, που βλέπει στην ψυχήν ανεπηρέαστα από τις εξωτερικές λαμπρότητες, που απατούν, οπότε ελεγχόμεθα από τον λόγον του Κυρίου: «Μη κρίνετε κατ’ όψιν».

Ο Εωσφόρος ήτο ο πλέον λαμπρός αρχάγγελος. Ο νους του, όμως, συνέλαβε και απεδέχθη τον υπερήφανου λογι­σμόν. Αυτός ο ίδιος αλλά και η ενδημούσα στην ψυχήν κα­κία, τίκτουν λογισμούς από τους πιο ελαφράς αμαρτίας μέ­χρι τους πιο θανάσιμους. Ουδείς εξαιρείται από αυτήν την αόρατον τραγωδίαν. Παραδείγματα, ότι οι δαίμονες βόσκουν και στις ψυχές των κατά θεωρίαν υψηλοβάθμων «εις τύπον και τόπον Χριστού», είναι άπειρα. Θυμηθήτε τους «επί της Μωσέως καθέδρας», που δεν υπήρξεν έγκλημα της πλέον αποτρόπαιας μορφής, που δεν διέπραξαν. Και στον χώρον της χάριτος, αρκεί ο συνοπτικός εκείνος λόγος του Χρυσο­στόμου: «ουδέν δέδοικα ειμή επισκόπους πλην ολίγων», οπότε τεκμηριούται η δυνατότης να επαναλαμβάνεται αυτό στο διηνεκές, ότι και της ψυχής των επισκόπων δεν φείδο­νται ούτε οι δαίμονες, ούτε τα εγγενή πάθη εξαιρούνται.

Ταύτα λέγων, Γέροντα, δεν θέλω να διαβάλω τους αρχιε­ρείς, τους οποίους πρέπει να βλέπωμεν ως αγίους, δια να οικοδομούμεθα και να μην περιπίπτωμεν σε όχι ανένοχον κατάκριση, αλλά για να απαλλαγήτε από την προκατάλη­ψη, ότι οι ψυχές των αξιωματούχων της Εκκλησίας είναι διαφόρου ποιότητος από τις ψυχές του κόσμου ολοκλήρου.

Το πάθος τους εναντίον του Αρχιεπισκόπου

Επανερχόμενος, λοιπόν, στο θέμα μας, υποστηρίζω και εκ προσωπικής πείρας, ότι τόσον ο πρώην Φλωρίνης και ο Δημητριάδος Γερμανός —ο Ζακύνθου μάλλον παρεσύρθη— διαβρωθέντες από τον πονηρόν στις ψυχές τους, σκοτίσθηκαν τόσον από τα επί έτη δρώντα πάθη των κατά του Αρ­χιεπισκόπου, ώστε ενεργούσαν πλέον ως αθεόφοβοι λαϊκοί, ενώ η ευθύνη τους ήτο ανάλογος προς την αρχιερωσύνην των. Έσχισαν τον άρραφον χιτώνα του Χριστού εν γνώσει των και έδωσαν, παρ’ ότι καθαιρέθησαν, την ψευδαίσθηση στους απλοϊκούς και αμαθείς χριστιανούς, εκκλησιαστικήν υπόσταση, ώστε να θεωρούνται πλέον ως Γ.Ο.Χ.! Και η κα­κοποιός δραστηριότης των συνεχίστηκε με τις άκυρες και αντικανονικές χειροτονίες, για να παρατείνεται το σχίσμα, αλλά και με την ανάληψη υπό του πρώην Φλωρίνης της ηγεσίας των σχισματικών. Τι θα λέγατε, π. Θεόκλητε, σε αυτό που ταπεινώς φρονώ;

π. Θεόκλητος: Φίλοι μου, τα επιχειρήματά σας είναι θε­μελιωμένα όχι μόνον στην επιστήμην των επιστημών, που εξετάζει ορθοδόξως την όλην προβληματολογίαν του ψυχι­κού κόσμου, αλλά και στην καθολικήν εμπειρίαν της ιστο­ρίας της Εκκλησίας. Αποδέχομαι ότι, όταν οι ψυχές των χριστιανών, ασχέτως αξιώματος, καλλιεργούν πονηρούς και εφαμάρτους λογισμούς, επί του τριμερούς της ψυχής (θυμο­ειδές, επιθυμητικόν, λογιστικόν), τότε η χάρις υποχωρεί, γυμνουμένης της ψυχής και ενεργούμενης υπό των πο­νηρών πνευμάτων, οπότε νομοτελειακούς διαπράττει ανεμποδίστως όλες τις αμαρτίες και σε όλην την κλίμακα της εγκληματικότητος μέχρι του σημείου, λόγω του δαιμονικού σκότους, να πραγματούται ο λόγος του Κυρίου: «Έρχεται ώρα καθ’ ην ο αποκτείνας υμάς θα θεωρή ότι προσφέρει λα­τρείαν τω Θεώ». Η Εκκλησιαστική Ιστορία βοά για την επαλήθευση τέτοιων εγκλημάτων. Σεις, κύριε θεολόγε, συμφωνείτε με τις απόψεις αυτές, που σάς βεβαιώνω, δεν θα ήθελα ποτέ να έχουν εφαρμογήν επί του Κλήρου και κυρίως των επισκόπων;

Θεολόγος: Σεβαστέ μου Γέροντα, ας μου επιτραπή να δηλώσω, ότι μόνον ως παραλογισμόν θεωρώ το ενδεχόμε­νον, κατά το οποίον οι ψυχές των κληρικών και δη των επι­σκόπων, δεν υπόκεινται στον κοινόν νόμον όλων των χριστιανών, που, όταν η χάρις του άγιου Πνεύματος υποστέλλεται, δύνανται να διαπράξουν τα πιο απίθανα εγκλή­ματα, της συνειδήσεως μη ελεγχούσης λόγω δαιμονικής πωρώσεως. Και δέχομαι την άποψη του οσίου Γερβασίου ότι οι τρεις επίσκοποι, που, ύστερα από ένδεκα έτη παραμονής των στην Εκκλησίαν, δεν εγνώριζον ότι η διόρθωση του ημερολογίου, ουδεμίαν συνέπειαν είχε επί της Ορθοδοξίας της και ότι εξερχόμενοι αυτής εγένοντο αίτιοι της μεγίστης των αμαρτιών, που ούτε αίμα μαρτυρίου δεν αποπλύνει, την αμαρτίαν του σχίσματος.

Αλλά και χειροτονούντες και χει­ροτονούμενοι, δεν εγνώριζαν ότι δρούσαν παρά τους Ι. Κα­νόνες; Αλλά και όταν ο σχεδόν παρανοϊκός ηγούμενος της εν Κερατέα Μονής, εκήρυττε εκείνες τις εξωφρενικές μω­ρίες, ότι τάχα η Εκκλησία της Ελλάδος έπεσε σε αίρεση, ο πρώην Φλωρίνης δεν ήταν αυτός που ωνόμαζε ασεβέστατον τον ψευδεπίσκοπον Ματθαίον; Ο πρώην Φλωρίνης δεν ήταν αυτός που όταν, ο ημιπαράφρων Ματθαίος, που παραλη­ρούσε «προφητικώς» ότι θα ήταν ο πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, απέθανε και ετάφη, για να ενοποιήση τις δύο σχισματικές παρατάξεις, δεν διεκήρυττε ότι αρνείται όσα έλεγε κατά το παρελθόν και ότι συμφωνεί με τα φρονήματα των Ματθαιϊκών; Σύμφωνα δε με αυτά, «η Εκκλησία της Ελλάδος κατέστη καθαρώς, απροσχηματίστως και αναφανδόν σχισματική και τα Μυστήριά της, τού­του ένεκεν, στερούνται της Θ. Χάριτος. Ο Κύριος αντανείλεν απ’ αυτής το Πνεύμα Αυτού το Άγιον, την κατέ­στησε γυμνήν, της αφήρεσε την πνοήν Αυτού και την παρέδωκεν εστερημένην της θεοσδότου δυνάμεως, εις την αιωνίαν κατάραν, εις την απώλειαν, εις την κόλασιν, εις την λίμνην την καιομένην, εις το φοβερόν και τρομερόν Κριτή­ριον του «Μαράν Αθά»!

Ιδού που μπορεί να οδηγήση έναν θεολόγο και επίσκοπον εις «τόπον και τύπον Χριστού» το αλόγιστον και δαιμονικόν πάθος της εκδικήσεως! Και αυτό το κήρυγμα της προδοσίας και της απάτης, παρ’ ότι δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα —αφού οι Ματθαιϊκοί οπαδοί με τις 300 μοναχές ήθελαν να παραμένουν στην αυτονομίαν των και στην συνεχή φανατική μέθη της αποκλειστικής ιδεοληψίας των—, ουδέποτε απεκηρύχθη επισήμως από τους διαδόχους του της Κάνιγγος 32, όσον και αν δεν το παραδέχονται. Οπότε η απάτη συνεχίζεται και ξεγελούν τους αμαθείς και απλοϊκούς, γιατί δεν δύναται κα­νείς να φαντασθή ότι αυτοί που ηγούνται της παρασυνα­γωγής, αγνοούν ότι η Εκκλησία έχουσα πλήρεις εκκλησια­στικές σχέσεις με όλες τις Ορθόδοξες Τοπικές, είναι αψόγως Ορθόδοξη, παρά τα μεταγενέστερα και ηλίθια επινοήματα περί «δυνάμει» και «ενεργεία», που δεν στηρίζονται πουθενά. Ταύτα είχα να πω ερωτηθείς.

Η πολυδιάσπαση των Παλαιοημερολογιτών

Ιερέας: Θα μου επιτραπή να συμπληρώσω εκ πείρας τα εξής: Αφ’ ότου σφηνώθηκε στην ψυχή τους η πλάνη ότι αυτοί μόνο σώζονται και όπως είπε κάποιος, «εν τω παραλογισμώ της ορθοδοξομανούς θεοβλαβείας των, καταδικάζουν τους πάντας εις το αιώνιον σκότος της κολάσεως», επόμενον είναι, ως μη έχοντες Κανονικά στηρίγματα και βιούντες ένα είδος ιδιοτύπου προτεσταντισμού, να μην συμφωνούν και με­ταξύ των. Και έτσι, έχουμε μέχρι τώρα επτά αρχιεπισκόπους με τις απαραίτητες εξ ηλιθίων και καιροσκόπων συνόδους! Εκεί δε, που κάποτε ήταν ενωμένοι στο ξόανο-Ματθαίον και με την «οσίαν» ηγουμένην Μαριάμ Σουλακιώτου, που απεδείχθη πραγματική μέγαιρα και σαδίστρια, όπως διεπίστωσεν η Δικαιοσύνη, και εστάλη στις φυλακές, όπου και απέθανε. Τώρα, αφού διεσπάσθη η «Ιερά Σύνοδος» των αμαθεστάτων και των εν γεροντική ανοία «επισκόπων» εντός του ιδιομόρφου αυτού «Κρεμλίνου», οι 50 μοναχές, που απέμειναν εκ των 300, έχουν χωρισθεί σε τρία αλληλομισούμενα στρατόπεδα. Και για να μην διαπληκτίζονται, δεν λειτουργείται ο ναός των, αλλά μεταφέρονται σε πλησιόχωρα χωρία για να μεταλάβουν, όπως με πληροφόρησαν. Μεταξύ τους δε, όχι μόνον επικοινωνία δεν υπάρχει, αλλά ούτε χαι­ρετώνται ούτε λένε «Χριστός Ανέστη».

π. Θεόκλητος: Το τελευταίον που είπατε, μου θύμισε κά­τι παρόμοιον που μου έγραψε προ ετών ο όσιος Παΐσιος, ο οποίος παρά την σύστασή μου, πήρε μία ασκητικήν καλύβην, στην άλλοτε ποτέ ανθούσαν έρημον Καψάλαν και τώ­ρα αποτελούσαν κέντρον σχισματικών πάσης προελεύσεως.

Μετά 20ήμερον από την εκεί εγκατάστασή του, μου απέστειλεν επιστολήν, απογοητευμένος από την συμπεριφοράν των ζηλωτών, οι οποίοι «ούτε χαιρετισμόν, ούτε “Χριστός Ανέστη” μου έλεγαν και ότι κάθε καλύβη ήταν και μία ξε­χωριστή Εκκλησία»! Επομένως, ο Σατανάς της πλάνης δεν φείδεται ούτε αρνησικόσμων μοναχών. Παρακαλώ, κ. καθηγητά, συνεχίστε.

Θεολόγος: Τι να προσθέσω; Διερωτώμαι: Δεν είναι χρι­στιανοί, αυτοί που, ως ιερείς και ψευδεπίσκοποι —70 τον αριθμόν— όλων των παρατάξεων, οδηγούν στην απώλειαν τον αμαθή και ευαπάτητον λαόν; Και στα μεν πρώτα χρό­νια, που υπήρχε κάποια σύγχυση και αβεβαιότης, αλλά και ηλπίζετο η επαναφορά του «πατρίου», ίσως να εδικαιολογείτο ο παλαιοημερολογιτισμός. Τώρα, που από χρόνια εκαθάρισεν ο ορίζοντας και εστερεώθη πλέον η πίστη, ότι η Εκκλησία μας είναι εξίσου Ορθόδοξος, όπως όλες οι Τοπι­κές, ποιο νόημα έχει η εμμονή στο σχίσμα; Αν πάντως δεν οφείλεται, ως νομίζω, στην φανατικήν βακχεία των, όμως το πιθανότερον είναι η κατάκτηση θέσεων υπερτέρων των προσόντων των. Δηλαδή, περί βολέματος, που προϋποθέτει αθεοφοβίαν και ασυνειδησίαν, όπως γνωρίζω ωρισμένες πε­ριπτώσεις. Σεις δε, π. Θεόκλητε, έχετε γράψει ένα βιβλιαρά­κι πληροφοριακόν για την αφορισμένη μοναχή της Κοζάνης. Γιατί απεκόπη από τον οικείον επίσκοπον για να ενταχθή  σε μία παρασυναγωγή των Αθηνών και να αποκηρύξει τον άγιον Νεκτάριον Αιγίνης; Η φιλοδοξία της να ακουσθή ως διδασκάλισσα της Ορθοδοξίας, παρά την προσωπικήν της ηθικοπνευματικήν αθλιότητα. Δεν ηξεύρω τι άλλο να ειπώ, γι’ αυτό τα ελλείποντα ας τα συμπληρώση ο πολύπειρος Πνευματικός, που, όπως μου έλεγε, την εγνώρισε.

Πνευματικός: Ναι, αλλά δεσμευόμενος από το απόρρητον της εξομολογήσεως, σιωπώ, ευχόμενος όπως ο Κύριος την ελεήση, που με τα δαιμονικά φρονήματα της, πήρε στο λαιμό της πολλές ψυχές. Ο μακαρίτης φίλος μου π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος τους απογύμνωσε από κάθε ψευδοεπιχείρημα. Εκτός του χαρακτηρισμού της αφωρισμένης ως δαιμονισμέ­νης και ψυχοπαθούς, απέδειξε ότι, ούτε επιτίμια και αναθέματα υπήρξαν ποτέ για το ημερολόγιον, αλλά ότι ο ΙΕ’ κανών της Α’ και Β’ Συνόδου όχι μόνον δεν τους καλύπτει, αλλά αντιθέτως έχει δυνητικόν και όχι υποχρεωτικόν χαρα­κτήρα, και μάλιστα για «αίρεση κατεγνωσμένη» από τους Αγίους Πατέρες, κάτι που εγνώριζαν πάντες οι κατά και­ρούς ηγηθέντες των παρατάξεων των σχισματικών παλαιο­ημερολογιτών. Επίσης, δεν εδιάβασαν στο «Πηδάλιου», στην σελίδα 5, την σημασίαν της διατυπώσεως «καθαιρείσθω» και «αφοριζέσθω», που σημαίνει ότι δεν είναι καθηρημένος, ο αφορισμένος, ο παραβαίνουν τους Ι. Κανόνας κατά τρόπον αυτόματον, αλλά ότι πρέπει κάποια Σύνοδος να αποφανθή; Πολύ περισσότερον, δεν ευνοούνται οι σχισματικές παρασυναγωγές; Και αν με ερωτήσετε τι φρονώ για όλους αυτούς που εμφανίζονται ως ηγέτες αυτών των παρασυνα­γωγών, θα απαντούσα ότι δεν αμφιβάλλω ότι πρόκειται για ασυνειδήτους εκμεταλλευτές της θρησκευτικής αφελείας των απλοϊκών χριστιανών, όπως έγραφε και ο κοσμοκαλόγηρος Παπαδιαμάντης. Και όσα λέγει ο όσιος Γερβάσιος, για τον ασεβέστατον Γερμανόν, που, από την εξουσιομανίαν του, δεν εδίστασε να σχίση την Εκκλησίαν, να καθαιρεθή και παρά ταύτα, να εξακολουθή να πολεμά τον Αρχιεπίσκο­πον σε κάθε ευκαιρίαν, με την ελπίδα να τον ανατρέψη. Δεν γνωρίζω αν αργότερα ωφελήθηκε, εκλιπαρώντας το έλεος της Εκκλησίας. Το ίδιο δύναται να λεχθή και για τον υπερβάντα παν όριον ασεβείας, διακηρύττοντας ότι η Εκκλησία της Ελλάδος είναι αιρετική και να επαναλαμβάνη τις φο­βερές εκείνες εκφράσεις του παρανοϊκού Ματθαίου. Εννοώ, βεβαίως, τον Χρυσόστομον Καβουρίδην.

Και τώρα, υστέρα από 80 χρόνια σχίσματος, και αφού πλέον ουδείς λόγος ψόγου υπάρχει για την Εκκλησίαν, άν­θρωποι, υποτίθεται Χριστιανοί, βολευθέντες παρ’ αξίαν, δια­κωμωδούν το αξίωμα του επισκόπου και διασύρουν την αγιότητα και Ορθοδοξίαν του Σώματος του Χριστού, ούτε Θεόν φοβούμενοι, ούτε ανθρώπους εντρεπόμενοι. Δηλαδή, ό­πως είναι γνωστόν, η αρχική τους πλάνη μετεβλήθη δια του χρόνου, σε προσοδοφόρου επάγγελμα και μέσον ανθρωπίνων τιμών, ως αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι, πρόεδροι των ενισταμένων, αρχιμανδρίτες και οι πλείστοι, ίνα μη είπω σχεδόν το σύνολον, είναι ολιγογράμματοι, προερχόμενοι εκ βαναύσων επαγγελμάτων. Και όσον θα υπάρχουν άπλοι σαν αυτούς τους σκανδαλισθέντες για τα ειδωλόθυτα, ή σαν εκείνους, τους παλαιοπασχίτες, που δημιούργησαν ένα σχίσμα, που κράτησε 100 χρόνια, διότι η Α Οίκουμ. Σύνοδος ώρισε πότε να τελήται το Πάσχα, οι καιροσκόποι και ασυνείδητοι θα ξεγελούν τους ανθρώπους, ίσως και τον εαυτόν των, αφού εξοικειώθησαν να ζουν στην απάτην, στην πλάνην και στην αυταπάτην. Τι άλλο να ειπώ; Σιωπώ.

Σεβαστέ μου Πνευματικέ και κ. Καθηγητά, θα ήθελα να παρατείνωμεν την συζήτηση του έστω ανιαρού, στην ουσία του θέματος, που ζημιώνει την Εκκλησίαν μας και βλάπτει ψυχές, αλλά ο χρόνος της αναχωρήσεώς σας εγγίζει. Σας ευχαριστώ θερμώς για τις φωτεινές απόψεις σας και εύχο­μαι όπως ο Κύριος φωτίση τα τέκνα Του να μην πλανώνται.

  Μετά την αναχώρηση των φίλων μου, έμεινα μόνος, συλλογιζόμενος όσα ελέχθησαν και αφήσας την φαντασίαν μου να ανανεώση τις διάφορες φάσεις που διήλθε το λεγόμε­νον παλαιοημερολογιτικόν, τα δράσαντα πρόσωπα και τον άλογον φανατισμόν των λαϊκών μαζών.

Πράγματι, κατά βάθος, στο όλον Σώμα της Εκκλησίας, εκτός τινών ασυνειδήτων καιροσκοπούν, που δρουν μέσα στην σύγχυση, όπως οι λύκοι στις καταιγίδες, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός πιστών απλοϊκών, που, όπως τους ωνόμασαν Οικουμενικές Σύνοδοι, αποτελούν τους χύδην όχλους, τους αμαθείς, τους ολιγοφρενείς, «τα άτακτα πλήθη», που, παρά ταύτα, λογίζονται αδελφοί του Χριστού, έτοιμοι όμως να εξεγερθούν κατά ορθοδόξων αξιωματούχων κληρικών εκ μιας υποψίας ή από παρανοήσεις ότι τάχα αιρετίζουν! Εάν μελετήση κανείς την φύση και την αφετηρίαν των σχισμά­των —που αποτελούν τόσον μεγάλην αμαρτίαν, ώστε «ούτε αίμα μαρτυρίου δύναται να την αποπλύνη»—, θα διαπιστώση ότι οφείλονται στην αμάθειαν και στην αυτοπεποίθηση και οίηση των απλοϊκών χριστιανών. Κύριος ο Θεός σώζοι την Εκκλησίαν Του!

    Τίποτε το άτοπο δεν υπάρχει στο άλμα των 13 ημερών, παρά μόνον ο άστοχος τρόπος. Στην ουσία, τίποτε δεν μετεβλήθη στην Ορθοδοξία. Γι’ αυτό, «μείζον κρίμα λήψονται» οι ηγέτες του σχίσματος, που από ελατήρια προσωπικών φι­λοδοξιών, παρέσυραν τόσα πλήθη απλοϊκών αδελφών σε πα­ρασυναγωγές.

Ήδη παριστάμεθα μάρτυρες άφωνοι της έριδος μεταξύ των σχισματικών «επισκόπων» τους για πρωτοκαθεδρίες, από ταπεινά πάθη και από την σύντροφον άγνοια που έχουν για το πολίτευμα της Εκκλησίας. Μια τελευταία είδηση που μετέδωσε ο Τύπος είναι οι αθρόες αλληλοκαθαιρέσεις μεταξύ των παλαιοημερολογιτών της μιας μόνο αποχρώσεως. Γιατί αλληλοκαθαιρέσεις μεταξύ διαφόρου χρώματος ομάδων έχουν γίνει προ χρόνων.

Η είδηση αναφέρει για δέκα νέες χειροτονίες σε επισκόπους, πράγμα που προκάλεσε την μήνιν της ομάδος του «αρχιεπισκόπου» των και ηκολούθησαν οι αλληλοκαθαιρέσεις. Κατά μετριωτάτους λοιπόν υπολογισμούς, ο αριθμός των ψευδεπισκόπων ανέρχεται τώρα σε σαράντα! Πλην των τριών αρχιεπισκόπων Αθηνών και πάσης Ελλάδος.

Τυφλωμένοι οι δυστυχείς από φανατισμό και παχυλή αμάθεια, άνθρωποι του δημοτικού σχολείου, ασκούντες προηγουμένως «βάναυσα» επαγγέλματα, ασχημονούν εις βάρος της απλοϊκής ευσεβείας, γινόμενοι αθεόφοβα επίσκο­ποι και αρχιεπίσκοποι. Σαράντα τον αριθμό σε ένα λαό που ακολουθεί το παλαιό σε όλη την Ελλάδα, που δεν υπερβαί­νει τις 50.000. Και η ελλαδική Εκκλησία, για να καλύψη ποιμαντικά τα 10.000.000 πιστών έχει μονάχα 75 Επι­σκόπους. Έτσι, αποδεικνύεται ότι δεν αρκούνται μόνον στον «πορισμό από την ευσέβεια», αλλά η ευσέβεια γίνεται και πηγή εγκοσμίου μεγαλείου, για να διακωμωδείται έτσι η αρχιερωσύνη.

 

ΜΟΝΑΧΟΥ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ, ΑΘΩΝΙΚΑ ΑΝΘΗ, ΤΟΜΟΣ Ι’, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΠΗΛΙΩΤΗ

 ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ