ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022

Ἡ προφητεία τοῦ Βαλαάμ

 

«τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (Ματθ. α΄, 21).

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς περιγράφει μὲ ζωντανὸ τρόπο τὰ τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου μας.

«Κατέβηκε ὁ Θεὸς στὴ γῆ κι ὁ ἄνθρωπος ἀνέβηκε στοὺς οὐρανούς!

Κατέβηκε ὁ Θεὸς στὴ γῆ καὶ πάλι βρίσκεται στὸν οὐρανό!

Ὁλόκληρος εἶναι στὸν οὐρανὸ κι ὁλόκληρος εἶναι στὴ γῆ!

Ἔγινε ἄνθρωπος κι εἶναι Θεός!

Εἶναι Θεὸς κι ἔλαβε σάρκα!

Κρατιέται σὲ παρθενικὴ ἀγκαλιά, καὶ στὰ χέρια του κρατεῖ τὴν οἰκουμένη!».

«Ὄχι πλέον ἄστρο ἀλλὰ τοὺς ἀναλαμβάνει (τοὺς μάγους) ὁ ἄγγελος, ἀφοῦ ἔγιναν ἔπειτα ἀπ’ τὴν προσκύνηση ἱερεῖς, ἀφοῦ ἄλλωστε προσφέρουν καὶ δῶρα».

«Τὸ ἄστρο συνόδευσε τοὺς μάγους. Γιὰ νὰ μάθης κι ἀπὸ αὐτό, ὅτι δὲν ἦταν ἕνα ἀπ’ τὰ πολλὰ ἄστρα, ἐπειδὴ οὔτε ἕνα ἄστρο δὲν ἔχει αὐτὴ τὴ φύση. Καὶ δὲν προχωροῦσε ἁπλῶς, ἀλλὰ τοὺς ἔσυρε ἀπ’ τὸ χέρι καὶ τοὺς καθοδηγοῦσε ἡμέρα μεσημέρι».

  • Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη στὸ βιβλίο τῶν Ἀριθμῶν κδ΄ 3-18 ἀναγράφεται ἡ προφητεία τοῦ Βαλαὰμ περὶ τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρεται:

«Ὅταν ὁ Μωϋσῆς ὁδηγοῦσε τὸν λαὸ τῶν Ἑβραίων πρὸς τὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας κυρίευσε τοὺς Ἀμοραίους καὶ ἐστράφη πρὸς τὴν Ἱεριχώ. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ὁ βασιλιὰς Βαλάκ, ὁ ὁποῖος ὅταν τοὺς εἶδε φοβήθηκε καὶ ἔκαμε συμβούλιο πῶς θὰ γλυτώση ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους. Ἡ ἀπόφαση ἦταν νὰ καλέσουν τὸν Μάντη Βαλαάμ, γιὰ νὰ τοὺς καταρασθῆ. Ὁ Βαλαὰμ ἀπάντησε: «Μείνατε ἐδῶ αὐτὴ τὴν νύκτα καὶ ἐγὼ θὰ ρωτήσω τὸν Θεὸ καὶ ἐὰν μὲ ἀφήση, θὰ ἔλθω μαζί σας». Ὁ Θεὸς ὅμως τοῦ εἶπε νὰ μὴ πάη μαζί τους. Ἐνημέρωσαν τὸν βασιλιὰ γι’ αὐτό, ἀλλὰ καὶ πάλι ἐπέστρεψαν ὑποσχόμενοι πολλὰ δῶρα. Τοὺς εἶπε πάλι ὅτι μείνατε ἐδῶ νὰ ρωτήσω τὸν Θεὸ καὶ ὅ,τι μοῦ εἰπῆ θὰ κάνω. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε «πήγαινε καὶ ὅτι θὰ σοῦ πῶ νὰ κάνης».

Ξεκίνησε ὁ Βαλαὰμ νὰ πάη στὸ Βασιλιὰ μὲ τὸν ἡμίονό του, ἀλλὰ Ἄγγελος Κυρίου στάθηκε μπροστὰ του καὶ δὲν ἄφηνε τὸ ζῶο νὰ περάση. Ὁ Βαλαὰμ μὴ βλέποντας τὸν Ἄγγελο ἄρχισε νὰ κτυπᾶ τὸ ζῶο. Ὁ Θεὸς ἄνοιξε τὸ στόμα τοῦ ζώου καὶ μίλησε μὲ ἀνθρώπινη φωνὴ καὶ τοῦ εἶπε: «Τί ἔχεις μαζί μου καὶ μὲ δέρνεις; Ἄγγελος Κυρίου δὲν μὲ ἀφήνει νὰ περάσω». Τότε εἶδε ὁ Βαλαὰμ τὸν Ἄγγελο καὶ ἀπὸ τὸ φόβο του κατέβηκε καὶ τὸν προσκύνησε. Τοῦ λέγει ὁ Ἄγγελος: «Γιατὶ ἔδειρες τὸν ἡμίονό σου, ποὺ δὲν ἔφταιγε σὲ τίποτα; Ἐγὼ ἤμουν καὶ σκεπτόμουν νὰ σὲ φονεύσω, διότι δὲν μοῦ ἀρέσει ἡ ὁδός σου». Ἔντρομος ὁ Βαλαὰμ τοῦ λέει: «Ἔσφαλα, διότι δὲν γνώριζα ὅτι σὺ ἐμποδίζεις, ἀλλὰ ἐὰν δὲν θέλης δὲν πηγαίνω». «Πήγαινε, τοῦ λέγει ὁ Ἄγγελος, ἀλλὰ ὅ,τι θὰ σοῦ πῶ αὐτὸ θὰ κάνης».

Πράγματι πῆγε ὁ Βαλαάμ στὴν χώρα τοῦ Μωὰβ καὶ εἶπε στὸν Βαλάκ, αὐτὸ ποὺ τοῦ εἶπε ὁ Θεὸς στὴν καρδιά του. «Ὁ Βασιλεὺς Βαλὰκ μὲ ἐκάλεσε ἀπὸ τὴν Μεσοποταμία, νὰ καταρασθῶ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς τοὺς Ἑβραίους, καὶ νὰ εὐλογήσω τοὺς Μωαβίτες. Πῶς ὅμως νὰ καταρασθῶ αὐτοὺς ποὺ εὐλόγησε ὁ Θεός, ἤ πῶς νὰ εὐλογήσω ἐκείνους, τοὺς ὁποίους καταράσθηκε; Πολὺ εἶναι στὸ σπέρμα τοῦ Ἰακὼβ καὶ κατάρα δὲν δέχεται, διότι τὸ εὐλόγησε ὁ Θεός».

Τότε τοῦ λέγει ὁ Βαλὰκ «Ἐγὼ σὲ ἔφερα νὰ τοὺς καταρασθῆς καὶ σὺ τοὺς εὐλογεῖς;». Τοῦ ἀπάντησε ὁ Βαλαὰμ «Ἐγῶ σοῦ εἶπα, πὼς ὅ,τι μοῦ πῆ ὁ Θεός μου, αὐτὸ θὰ σοῦ πῶ». Δὲν τολμῶ νὰ μὴ κάνω αὐτὸ ποὺ μοῦ εἶπε ὁ Θεός».

Σὰν νὰ εἶδε ἀπὸ μακρυὰ τὰ στρατεύματα τῶν Ἑβραίων, ἄκουσε φωνὴ Κυρίου, ποὺ τοῦ ἔλεγε: «Μέλλει νὰ γεννηθῆ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ γένος αὐτὸ (τῶν Ἑβραίων), ὁ ὁποῖος θὰ κυριεύση πολὺ κόσμο, ὡς λέων θὰ πέση νὰ κοιμηθῆ1 καὶ ποιὸς θὰ τολμήση νὰ τὸν ξυπνήση; Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι θὰ τὸν ὑμνοῦν θὰ εἶναι εὐλογημένοι, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ θὰ τὸν καταριοῦνται θὰ εἶναι καταραμένοι. Ἄστρο θὰ ἀνατείλη καὶ ἄνθρωπος θὰ γεννηθῆ, ὁ ὁποῖος θὰ συντρίψη τοὺς βασιλεῖς, ποὺ δὲν θὰ τὸν προσκυνοῦν».

Ἐπέστρεψε μετὰ ὁ Βαλαὰμ στὸν τόπο του καὶ οἱ Ἑβραῖοι μετὰ λίγες μέρες ἐκυρίευσαν τὸν τόπο τοῦ Βαλαάκ…

Ἀπὸ τότε οἱ μάντεις στὴν Περσία, ὅσοι καὶ ἄν γεννήθηκαν περίμεναν νὰ δοῦν τὸ ἀστέρι, γιὰ νὰ καταλάβουν ὅτι γεννήθηκε ὁ Μέγας Βασιλεύς, αὐτὸν ποὺ εἶχε προφητεύσει ὁ μάντης Βαλαάμ, ὁ προπάτοράς τους. Πέρασαν ἀπὸ τότε χίλια ὀκτακόσια ἑβδομῆντα χρόνια, (κατ’ ἄλλους 1300) μέχρι ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός. Οἱ Μάγοι τότε κατὰ αὐτὸν τὸν καιρὸ καὶ γιὰ νὰ δοῦν τὴν ἀλήθεια τοῦ Βαλαάμ, πῆραν  δῶρα καὶ ἀκολούθησαν τὸ ἀστέρι, γιὰ νὰ βροῦν τὸν Βασιλιά. Καὶ τὸν βρῆκαν στὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Οἱ Μάγοι προσέφεραν ὡς δῶρα χρυσό, ποὺ ἔδειχνε ὅτι εἶναι βασιλιάς, λίβανο ὡς Θεό καὶ σμύρνα γιὰ τὴν τριήμερη ταφὴ τοῦ Κυρίου, ὅπου τὸν ἄλειψαν μὲ σμύρνα.

  1. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν προφητεία (Ἀριθ. Κδ΄ -9) ἐμπνεύσθηκε ὁ μέγας ἁγιογράφος τοῦ ΙΕ΄αἰῶνος Ἐμμανουὴλ Πανσέληνος τὴν σύνθεση τῆς περιφήμου εἰκόνος του· «Ὁ Ἀναπεσών».