Κάθε πρωὶ ἔπρεπε νὰ περιμένω τη Γερόντισσα Γαλακτία νὰ περάσει μὲ πολὺ
εὐλάβεια ὅλες τὶς εἰκόνες. Προσκυνοῦσε καὶ κουβέντιαζε στοὺς Ἁγίους.
Μετὰ
ἔπαιρνε ἕνα δίφυλλο εἰκόνισμα καὶ περνοῦσε τὸ ΠΙ ποὺ κρατοῦσε ἀπὸ πάνω
μέχρι κάτω γιὰ νὰ μὴν τὸ ἀκουμπᾶνε οἱ δαίμονες. Τοὺς ἔβλεπε ποὺ τὴν
πείραζαν καὶ ἤθελαν νὰ τὴν ρίξουν. Σταύρωνε τὸ κρεβάτι της μὲ τὸ σταυρὸ
τοῦ παπποῦ της καὶ ὅλα τὰ βασικὰ σημεῖα τοῦ σπιτιοῦ.
Ἀκουμποῦσε
τὸ κεφάλι πάνω στὸ τραπέζι τοῦ μεσαίου δωματίου καὶ ἄκουε μὲ πολλὰ
δάκρυα τὸν ἀπόστολο καὶ τὸ εὐαγγέλιο ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ραδιόφωνο.
Εἰδικὰ ὅταν ἔλεγε γιὰ τὸν πρωτομάρτυρα Στέφανο ξεσποῦσε σὲ λυγμούς:
«Στεφανιό μου, Στεφανιό μου, Στεφανιό μου».
Εἶχε
δεῖ ζωντανὰ πολλὰ ἀπὸ τὰ ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα. Τὴν συγκλόνιζε ὁ
λιθοβολισμὸς τοῦ Στεφάνου καὶ μᾶς περιέγραφε μὲ κλάματα κάθε
λεπτομέρεια…
κ. Ριρίκα Χρονάκη για την Γερόντισσα Γαλακτία