ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2022

Η ΑΓΑΠΗ ΣΕΙΕΙ ΤΗΝ ΓΗ: θεολογικό δοκίμιο για τους σεισμούς

 

 ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ

  ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Οι σεισμοί που πλήττουν κατά καιρούς και την Ελλάδα, είναι φυσικό να προκαλούν απορίες και συζητήσεις ως προς την προέλευσή τους. Είναι βέβαια επόμενο, οι υλιστές να μη δέχονται άλλη εξήγηση από την ηυξημένη σεισμογένεια κάποιων περιοχών. Αλλά και οι πιστοί χριστιανοί, ευρισκό­μενοι σε μια διαβάθμιση πίστεως και γνώσεως και ανάλογα με τον επηρεασμό, που υφίστανται από όσα γραπτά διαβάζουν των διαφόρων σεισμολόγων, σχηματίζουν ασαφείς ή υλόφρονες θεωρίες.

Η Εκκλησία όμως έχει σαφή γνώση και διδασκα­λία, που αντικατοπτρίζεται στα λειτουργικά κείμε­νά της, στους λόγους των Αγίων Πατέρων και στις Αγίες Γραφές. Αλλά παρά ταύτα αρκετά από τα όργανά της, κληρικοί και θεολόγοι, ενώ φυσικά δεν θεωρούν απόντα εντελώς, από τις πάσης φύσεως συμφορές και πειρασμούς ατόμων, ομάδων και λα­ών τον Θεόν, όμως αισθάνονται άνεση να δίνουν μια κάπως φιλελεύθερη ερμηνεία στα φαινόμενα αυ­τά. Η συνέπεια όμως των ποικίλων προσωπικών ερμηνειών, που δεν αναγνωρίζουν σαν ποιητικόν αί­τιο των «θεομηνιών» την αμαρτία, είναι φοβερά ε­πιζήμια για το λαό μας, αφού δεν θεωρεί και τους σεισμούς σαν αφυπνιστικά μηνύματα του Θεού εξ αγάπης, κι επομένως δεν υπάρχει λόγος να στρα­φεί προς θεραπεία του κακού δια της μετανοίας.

Εξ αφορμής των τρομακτικών, αν μη και πρωτο­φανών, σεισμών της Θεσσαλονίκης, όπως στη συ­νέχεια γράφω, με παρεκάλεσαν κάποιοι φίλοι Χρι­στιανοί να γράψω κάτι ως προς τους σεισμούς, αφού ήταν δεδομένο, ότι οι πολλοί διατελούσαν σε μια σύγχυση που επετείνετο και από τις φωνές τής επιστήμης. Κι έτσι, μαζύ με τις εν θλίψει προσευ­χές μας υπέρ των σεισμοπλήκτων αδελφών, υπα­κούσαμε στις παρακλήσεις.

Το βιβλιαράκι αυτό, αμέθοδο και χωρίς θεολογι­κές ή επιστημονικές αξιώσεις, αποτελεί την έκφρα­ση των πεποιθήσεων του συγγραφέως του, που, ό­πως φρονεί, θεμελιώνονται επάνω στη διδασκαλία και την πράξη της Εκκλησίας.

Στα πλαίσια της θεόπνευστης διδασκαλίας τής Εκκλησίας, εκείνο που καταφατικά μεν ονομάζου­με παντοδυναμία και αγαθότητα του Θεού, υπεροχικά δε υπεραγαθότητα και υπερπαντοδυναμία, α­ποτελεί και το κυρίως κέντρο τής μικρής αυτής πραγματείας.

Πράγματι, στηρίζουμε αποδεικτικά και συλλογι­στικά τον ισχυρισμό, ότι ο Θεός ως παντοδύναμος μεν, ελέγχει μέχρι λεπτομερείας όχι απλώς μόνο το αστεράκι – γη, αλλά και όλα τα εκατομμύρια και τρισεκατομμύρια των ηλίων και γαλαξιών. Ως υπεράγαθος δε και πλήρης αναλοίωτης αγάπης, μιας ασύλληπτης αγάπης από τα γνωστικά μας όργανα, «αγκαλιάζει» ερωτικά ολόκληρη την νοερή και νοη­τή κτίση, όλους τους κόσμους τής δημιουργίας Του. Προ παντός όμως κενώνει την αγάπη του στον άν­θρωπο, για τη σωτηρία του οποίου «έως άρτι εργά­ζεται».

Στο μικρό αυτό πόνημα υπογραμμίζεται επίσης, η αδιάλειπτη αγαπητική πρόνοια του Θεού με τις άκτιστες ενέργειές Του, έτσι, ώστε να βρισκόμαστε πάντοτε κάτω από την προστατευτική ομβρέλλα του Αγίου Πνεύματος, όπως αισθητά φανερώθηκε στον Άγιο Σεραφείμ του Σαρώφ, συνομιλούντα με το μαθητή του Μοτοβίλωφ, και σ’ άλλες περιπτώσεις.

Υπό τις σκέψεις, λοιπόν, αυτές, είναι αδύνατο να αποδώσουμε στην άλογη φύση τους τρομακτικούς σεισμούς τής Θεσσαλονίκης, χωρίς να αμφισβητηθεί η κατευθύνουσα τα πάντα Θεία Πρόνοια, η παν­τοδυναμία και η άπειρη αγάπη του Θεού, κυρίως, προς τα Ορθόδοξα, πλην αμαρτωλά, παιδιά του.

Και οι σεισμοί, με όλες τις θλιβερές συνέπειές τους, δεν είναι τίποτε άλλο από αγάπη σε θλίβουσα παιδευτική μορφή, πάντως αγάπη και μάλιστα αγάπη Θεού, που στοργικά όσο και απαραίτητα μας βοηθάει να ξυπνήσουμε από το λήθαργο της αμαρ­τίας σε μετάνοια, σε αλλαγή νου, σκέψεων και πρά­ξεων. Και είναι σαν να μας λέει: «έγειρε ο καθεύδων και ανάστα εκ των νεκρών και επιφαύσει σοι ο Χριστός» (Εφεσ. ε’, 14). Γι’ αυτό και δώσαμε για τίτλο του βιβλιαρίου «Η αγάπη σείει την γη». Όντως. Αν είχαμε αγάπη στην ψυχή μας,  θα αισθανόμαστε και θα καταλαβαίναμε την παρουσία της αγάπης του Θεού. Αφού όμως δεν έχουμε, τουλάχιστο ας πιστέψουμε τη διδαχή της Εκκλη­σίας. Γιατί το αίτιο της αγνωσίας για τα θεία πράγ­ματα, είναι η έλλειψη αγάπης.

Άγιον Όρος, της Θείας Μεταμορφώσεως

1978, Θεόκλητος Διονυσιάτης

Μοναχός

theoklitos dion

 

Μαζύ με τρεις ησυχαστές

Φίλοι και αδελφοί εν Χριστώ Θεσσαλονικείς, με παρακάλεσαν να γράψω τις σκέψεις μου, αναφορικά με τους τρομακτικούς σεισμούς της πόλεώς των, προκειμένου να τις δημοσιεύσουν προς διαφώτιση του λαού.

Βέβαια ένας πιστός και μάλιστα μοναχός της Ορθοδόξου Εκκλησίας που βρίσκεται σχεδόν αδιάλειπτα σε μυστική σχέση με τον Θεό και που ζει με πνευματική αίσθηση την παρουσία της θείας Προνοίας, δεν έχει καμμιά αμφιβολία, ότι τα πάντα γίνονται υπό την αδιάκοπη άκτιστη ενέργεια και εποπτεία του Θεού, κατά το προηγούμενο θέλημα της ευδοκίας Του ή κατά το επόμενο της παραχωρήσεως.

Παρά τη σαφή βεβαιότητά μου όμως σ’ αυτά τα θέματα, σκέφτηκα να καταφύγω σε φίλους μου Ησυχαστές, που ευλαβούμαι για την αγιότητά τους, τη σοφία τους, την εσωτερική και την θεολογική τους παιδεία, ώστε κι εγώ ν’ απαλλαγώ από την ευθύνη της προσωπικής μου γνώμης, αλλά και το υπόψη θέμα να κατοχυρωθεί από κάθε πλευρά.

Πράγματι πήρα το καστανένιο ραβδί μου «όρθρου βαθέος» και ανεχώρησα από τις δασώδεις περιοχές των Καρυών για τα ερημικότερα μέρη του Αγίου Όρους. Σε δυο περίπου ώρες έφθασα στην ασκητική καλύβα των παλαιών φίλων μου Ησυχαστών.

Ύστερα από τις αδελφικές περιπτύξεις, άνοιξα χωρίς περιστροφές το θέμα στους τρεις μονάχους – Ησυχαστές, που η όψη τους, η θεά τους μαρτυρούσε ότι ήταν λυτρωμένα πλάσματα του Θεού, ελευθέρα από ανάγκες, ψηλότερα από μεταβολές των ανθρωπίνων, χαρούμενα, σεμνά, ωραία, αγνά, αγιασμένα, φωτισμένα, γεμάτα αγάπη Θεού και αγάπη στους ανθρώπους, αληθινοί θεολόγοι.

Πρώτη, σαν από προηγούμενη συμφωνία, αντίδρασή τους ήταν και οι τρεις να μειδιάσουν με καλοκαγαθία. Ύστερα με κοιτούσαν με τα καθαρά και στο βάθος λυπημένα μάτια τους. Βέβαια, εγώ εγνώριζα από χρόνια τη γλαφυρή και τόσο σοφή γλώσσα των ματιών των αγίων Γερόντων και θα ήθελα να μη σταματήσει ποτέ αυτή η σιωπηλή «φλυαρία» τους, που είναι τόσο διδακτική στους μυημένους. Αλλά εμένα ενδιέφερε το συγκεκριμένο θέμα και το ήθελα αρθρωμένο στο θεολογικό λόγο. Γι’ αυτό επανήλθα στο ερώτημά μου με παρακλητικό τόνο.

Ο χειμαζόμενος λαός μας

Αφού εξακολουθούσαν να με κυττάζουν επίμονα οι Ησυχαστές, μπροστά στην επιμονή μου, ο πιο γηραλέος απάντησε:

– Αδελφέ Θεόκλητε, θέλετε να γράψετε «προς Θεσσαλονικείς» για τους σεισμούς σαν φαινόμενο φυσικό, ποια σχέση μπορούν να έχουν με τον Θεόν, πως συμβιβάζονται με την αγάπη Του, αφού προκαλούν τόσες καταστροφές, ή πρόκειται απλώς για ένα  αποτέλεσμα νομοτελών λειτουργιών στα έγκατα της γης, που διαφεύγουν από τον έλεγχο του Θεού;

Όπως θα προσέξατε απέφυγα να απαντήσω αμέσως, σκεπτόμενος σε πόσο δεινή θέση θα ευρεθείτε, αν θελήσετε να γράψετε την αλήθεια. Αν πάλι, για να αποφύγετε τις δυσκολίες, γράψετε ψέματα, ποιά θα είναι η ωφέλεια;

– Σας παρακαλώ πάτερ, απάντησα, τί θέλετε να πήτε με αυτά; Γιατί να μη γράψω την αλήθεια; Για ποιες δυσκολίες μιλάτε;

– Αδελφέ Θ., γίνομαι πιο σαφής. Θέτετε ευθέως το ερώτημα ως προς την προέλευση των σεισμών και την σχέση τους με την Πρόνοια του Θεού. Ειλικρινώς φρονείτε, ότι σεισμοί σαν αυτούς της Θεσσαλονίκης, είναι ποτέ δυνατόν να ευρίσκονται έξω από την Πρόνοια του Θεού; Γιατί τα ερωτήματά σας εκεί οδηγούν, αφού είπατε ότι είναι ενδεχόμενο να είναι αποτέλεσμα νομοτελών φυσικών λειτουργιών στα έγκατα της γης, που διαφεύγουν από τον έλεγχο του Θεού.

– Ο Κύριος να με σκεπάσει, Γέροντα, απάντησα, από μια τέτοια φοβερή άγνοια που ισώνεται με βλασφημία κατά του Θεού. Νομίζω πως δεν υπάρχει μοναχός, που να φρονεί ή ότι οι προκαλούμενες καταστροφές και οι θάνατοι ανθρώπων δεν συμβιβάζονται με την αγάπη του Θεού ή ότι είναι θεολογικώς παραδεκτό, πως όλα αυτά μπορεί να γίνονται ερήμην του Θεού, ανέλεγκτα και αδιάφορα. Τα ερωτήματά μου διατύπωσα όχι σαν δικές μου απορίες, αλλά σαν απόψεις που επικρατούν στη συντριπτική πλειοψηφία των «πιστών» και μεταξύ ακόμη θεολόγων, με το σκοπό να χρησιμοποιήσω τις απαντήσεις σας καταλλήλως.

– Τώρα ησύχασα, αδελφέ Θ., όπως και οι παραδελφοί μου. Όμως μένει η άλλη ανησυχία μου. Πώς θα μπορέσετε να γράψετε προς ένα λαό, που σε μεγάλη έκταση έχασε την πίστη του στο Θεό, ότι οι σεισμοί, που του προκάλεσαν τόσες ταλαιπωρίες, είναι μια μορφή παρουσίας της αγάπη Του γι’ αυτόν τον λαό, χωρίς να τον εξεγείρετε εναντίον του Θεού; Να γιατί σας είπα ότι περιέρχεσθε σε δεινή θέση, αφού είσθε αποφασισμένος κι εσείς από αγάπη να του πήτε την αλήθεια.

– Πραγματικά αυτό είναι ένα πρόβλημα, που δεν είχα σκεφθεί, απάντησα. Κι όμως είναι βασικώτατο όχι μόνο να πει κανείς την αλήθεια, αλλά πως να την πει. Λοιπόν τι θα είχατε να μου πείτε άγιοι Γέροντες, τόσο για τα αποδεικτικά στοιχεία, όσο και για την επιλογή της μεθόδου;

– Τί να πούμε στο χειμαζόμενο λαό μας, χειμαζόμενο όχι τόσο για την οχληρή περιπέτειά του, όσο για την τραυματισμένη πίστη του; Πολύ φοβάμαι, είπε ο Γέροντας, ότι δεν έχουμε καταλάβει ακόμα την τρομακτική αλλοίωση της ψυχής των εν Χριστώ αδελφών μας από την επίδραση των καταλυτικών συνθηκών, μέσα στις οποίες ζει ολόκληρες δεκαετηρίδες. Πάντοτε βέβαια, ο λαός του Θεού σε όλες τις εποχές παρασύρετο από τα διαβολικά τεχνάσματα, άλλοτε πολύ, άλλοτε λίγο. Αλλά η απομάκρυνσή του από τον Θεόν, για μικρό ή μεγάλο διάστημα, δεν του διέστρεφε την ψυχή, γιατί δεν την θεμελίωνε με θεωρητικά, αλλά ούτε και με πρακτικά ερείσματα.

– Ποιά εννοείτε, Γέροντα, διέκοψα, θεωρητικά και πρακτικά ερείσματα της αποστασίας από τον Θεόν;

– Εννοώ τις διάφορες θεωρίες και τα συστήματα, που δικαιολογούν όλες τις μορφές της αμαρτίας σαν επιταγή βιολογική, σαν αξίωση της επιστήμης και του πολιτισμού. Η πρακτική λοιπόν εφαρμογή ξέρετε που οδηγεί; Στην εκτέλεση κάθε αμαρτίας με «ελαφρά» συνείδηση. Οπότε η διαστροφή της συνειδήσεως συντελείτε χωρίς ανασταλτικότητα και επομένως γίνεται και ραγδαία και σταθερά οπότε παγιώνεται.

Οι παλαιοί χριστιανοί κι εμείς

Η άποψη αυτή, Γέροντα, παρατήρησα, είναι πραγματικά σοφή. Αμάρταναν οι παλαιοί χριστιανοί, αλλά επειδή στην εποχή τους δεν υπήρχαν διαβολικές θεωρίες να δικαιώνουν επιστημονικά ή «θεολογικά» ή φιλοσοφικά τις ποικιλόμορφες αμαρτίες, είχαν την συνείδηση της ενοχής. Αυτό, όπως καταλαβαίνεται, δεν άφηνε την αμαρτία να ριζώσει στην ψυχή κι επομένως δεν την διέστρεφε. Και έτσι, υπό τον έλεγχο της συνειδήσεως, μετανοούσε εύκολα και γρήγορα ο χριστιανός. Μπορώ να ισχυρισθώ ότι οι χριστιανοί, πριν «ανοίξουν τα μάτια τους» στην ψευδολάμψη του δυτικού «πολιτισμού» ποτέ δεν έμεναν μόνιμα στην αμαρτία οποιασδήποτε κατηγορίας, αλλά μετανοούσαν το ταχύτερο, αν και η δυναστική βία των παθών δεν τους άφηνε για πολύ νικητές. Ενώ σήμερα;…

– Σήμερα; αποκρίθηκε ο σοφός Γέροντας. Έχω θετικές πληροφορίες, αδελφέ Θ., ότι όχι μόνο οι Θεσσαλονικείς δεν κατάλαβαν τίποτα από το μήνυμα του Θεού, στην μέγιστη πλειονότητά τους, αλλά ούτε και ο υπόλοιπος ελληνορθόδοξος χώρος για να μην αναφερθώ στον λοιπό κόσμο. Αν εξαιρέσουμε τα όργανα της εκκλησίας, τους ιερωμένους –που κι αυτοί δειλιούν να μιλήσουν καθαρά– και ελάχιστες χιλιάδες πιστών λαϊκών, ο μέγιστος αριθμός των 700.000 κατοίκων της βυζαντινής μεγαλουπόλεως παραμένει στο σκοτάδι της αγνοίας. Οι άνθρωποι δίνουν όλες τις ερμηνείες και, παρ’ ότι είναι ορθόδοξοι χριστιανοί, μόνο μεταφυσική ερμηνεία δεν δέχονται. Να γιατί οι ιερείς μας κάνουν παρακλήσεις στον Θεόν, αλλά αποφεύγουν να πουν σε ένα λαό έτοιμο, από την σκληροκαρδία του, να βλασφημήσει, ότι οι σεισμοί του είδους αυτού είναι αφυπνιστικά σήμαντρα, που κρούει ο Θεός.

– Λοιπόν, Γέροντα, μήπως πρέπει να σιωπήσουμε για να μην προκαλέσουμε και ν’ αφήσουμε τον σατανά στις διάφορες εκδόσεις του να αλωνίζει στις ψυχές του αποπλανημένου λαού του Θεού; Εάν η Εκκλησία, οι ιερείς και οι μοναχοί δεν προσπαθήσουν να πάρουν την πρωτοβουλία και την δράση από τον εχθρό, που κάνει το παν για να κολάσει τα παιδιά του Θεού, τότε τί λόγο θα δώσουμε στον Κριτή και ποιά διέξοδο πρέπει να βρουν ο πόνος μας ο αδελφικός και η κατά Χριστόν αγάπη μας; Τί με συμβουλεύετε, είπα, οσιώτατε πάτερ μου;

– Δεν διανοούμαι καν να αδρανήσουμε ή να δεχθούμε μοιρολατρικά, απάντησε ο Γέροντας, την θλιβερή κατάσταση, που δημιούργησε ο σεισμός, στις ψυχές των δυστυχών αδελφών μας εν Χριστώ. Αλλά θέλει θείο φωτισμό κανείς για να βρει τον τρόπο να τους προσεγγίσει, κι αυτό, γιατί απωθούν βίαια οι καρδιές τους ερμηνείες που αρχίζουν από τον Θεόν. Είπαμε ότι οι αδελφοί μας, στην μεγάλη πλειονότητά τους, χάλασαν τις ψυχές τους.

Η αμαρτία και οι σεισμοί

Θυμηθείτε, αδελφέ Θ., συνέχισε ο Ησυχαστής, τι άμεση ανταπόκριση βρήκε, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, στις ψυχές των πιστών, ύστερα από ένα καταστροφικό σεισμό που έγινε στην Αντιόχεια, όταν ακόμα ήταν απλός πρεσβύτερος. Ο σεισμός προκάλεσε έντονο φόβο. Κι επειδή οι χριστιανοί είχαν πίστη στον Θεόν, απέδωσαν τον σεισμό στις αμαρτίες τους, μετενόησαν και ζήτησαν συγχώρηση από τον φιλάνθρωπο Κύριον. Σ’ αυτήν την ψυχική κατάσταση, ο Χρυσόστομος, εξεφώνησε τον γνωστό λόγο του «Μετά τον σεισμόν» και τα λόγια του έπεφταν σαν δροσερή βροχή στην διψασμένη γη της καρδιάς τους. Βέβαια υπήρχαν και τότε οι ακολουθούντες τα σατανικά θελήματα. Αλλά αυτοί ήσαν ολίγοι. Οι πολλοί έκαναν ευχαριστήριες αγρυπνίες στις εκκλησίες, έψαλλαν και ευχαριστούσαν τον Κύριον εν μετανοία, τόσον, ώστε ο άγιος Πατέρας να τους λέγει, ότι κι αυτοί καθαρίστηκαν και την πόλη εκαθάρισαν με την ευωδία των προσευχών τους από τους σπίλους της αμαρτίας. Και στη συνέχεια τους λέγει καθαρά κάτι που θα πρέπει όλοι μας να το γνωρίζουμε: «Σας είπα και χθες ότι είναι μεγάλο το κέρδος από τους σεισμούς. Είδατε φιλανθρωπία του Παντοδυνάμου, που σείει την πόλη και στερεώνει το νου στην πίστη; Σαλεύει τα θεμέλιά της και σταθεροποιεί στο αγαθό τα φρονήματα; Ερειπώνει την πόλη και δυναμώνει την προαίρεση στο καλό; Καταλάβατε την φιλανθρωπία του Θεού, έσεισε λίγο (την πόλη) και την στερέωσε για πάντα στην πίστη. Ο σεισμός κράτησε δυο ημέρες, αλλά η ευλάβειά σας πρέπει να μένει σ’ όλη τη ζωή σας. Λυπηθήκατε λίγο, αλλά ριζωθήκατε παντοτεινά στην ευσέβεια……».

Και αφού ο θείος διδάσκαλος απαριθμεί τα καλά που προκάλεσε ο σεισμός με την μετάνοια που έδειξαν οι χριστιανοί της Αντιόχειας, τους λέγει: «Σταθεροποιήσατε την πόλη (από τους σεισμούς) για να σταματήσετε την οργή του Θεού. Εγώ όμως χαίρομαι όχι γιατί στάθηκε η πόλη, αλλά γιατί στάθηκε με τις προσευχές σας και οι ψαλμωδίες σας έγιναν θεμέλια της πόλεως. Από πάνω ήλθε η οργή κι από κάτω ανέβαινε η ικεσία σας. Ανοίχτηκαν οι ουρανοί και κατέβηκε βαρειά η απόφαση του Θεού και το σπαθί ήταν έτοιμο, ακονισμένο. Η πόλη θα κατεδαφίζετο, γιατί η οργή ήταν αδυσώπητη. Αλλά είχαμε ανάγκη μονάχα από μετάνοια, από δάκρυα και στεναγμούς κι έτσι οι απειλές του Θεού ανεστάλησαν. Ο Θεός είχε αποφασίσει την καταστροφή, αλλά σεις με τις προσευχές και την μετάνοιά σας δυσωπήσατε τον Θεόν. Γι’ αυτό δεν θα κάνει λάθος κανείς αν σας πει ότι είστε οι σωτήρες της πόλεως…».

 

Έσχατες ημέρες;

Αυτή η τόσο εκτεταμένη αναισχυντία της αμαρτίας, με κάνει αδελφέ Θ., απάντησε ο Γέροντας να σκέφτομαι πολλές φορές μήπως βρισκόμαστε χρονικά σ’ ένα πρόλογο των εσχάτων, μήπως περνάμε την κρίση που θα παρουσιάσουν οι έσχατες ημέρες προ της Δευτέρας του Κυρίου Παρουσίας. Αλλά πάλι μου αναστέλλουν την απαισιοδοξία πολλά φαινόμενα καλού, το «μικρόν ποίμνιον», οι αγαθές προαιρέσεις πολλών, η γρηγορούσα συνείδηση μέσα σ’ αυτά τα αντιπνευματικά κυκλώματα της εποχής, η νικηφόρα αναμέτρηση με το σατανά από μεγάλο αριθμό χριστιανών, η στρατευόμενη Εκκλησία, ο Μοναχισμός μας, οι προσευχές, η καλή δραστηριότης, έστω και χωρίς συντονισμό και χωρίς την μαρτυρία των υψηλών επαγγελιών της Ορθοδοξίας.

Όλα αυτά, συνέχισε ο Γέροντας, μετριάζουν τον πόνο μου και μου δίνουν κάποιες ελπίδες μιας στροφής στις ορθόδοξες πηγές μας, για να ξαναβρούμε σαν «έθνος άγιον και βασίλειον ιεράτευμα» την βυζαντινή φυσιογνωμία μας, να γιατρευτούμε από τη δυτική αρρώστεια μας και να αναβιώσει μέσα στις ψυχές του λαού μας η παραδοσιακή εν Χριστώ ζωή. Αλλά πάλι, αδελφέ, απελπίζομε όταν ησυχαστής εγώ, με αδιάλειπτη σχεδόν κίνηση του νου και της καρδιάς προς τα ανέκφραστα και αιώνια αγαθά, που περιμένουν όσους αγάπησαν τον Θεόν, βλέπω νοερώς την τραγωδία του λαού μας, που δεν συνίσταται τόσο στη φρικαλέα καταδυνάστευσή του από τον διάβολο και την αμαρτία, όσο από τις σύγχρονες συνθήκες που καταδικάζουν την ψυχή σε μια αφόρητη δουλεία, δια των αισθήσεων και από την θεσμοθέτηση, όπως ξαναείπα, της πολύσχημης αμαρτίας οπότε πώς μπορεί κανείς, να ελπίσει σε μετάνοια για κάτι που δεν θεωρείται κακό; Και πώς κανείς να λυτρωθεί από την καταδυναστεία των συνθηκών, όταν η ψυχή κολυμπάει με ευχαρίστηση σ’ αυτές, που αποτελούν το «απαραίτητο» περιβάλλον της, που εκμεταλλεύεται συνεχώς ο σατανάς;

– Συμφωνώ απόλυτα με τις σοφές διαπιστώσεις σας, είπα. Βάσει λοιπόν αυτών, τί πρέπει και τί μπορούμε να πούμε στους αδελφούς μας της Θεσσαλονίκης; Πώς πρέπει να γράψω κάτι ωφέλιμο, υπακούοντας στους φίλους της σεισμόπληκτης πόλεως, αλλά και στη θλίψη μας από την προσωπική μετοχή μας στην «δοκιμασία» του λαού του Θεού;

– Αδελφέ Θ., ήδη ανέφερα ωρισμένες δυσκολίες. Τώρα φρονώ, ότι η διαφορά καταστάσεων ψυχικών, ποικίλων διαθέσεων και τοποθετήσεων, μεταξύ των σεισμοπαθών, δημιουργούν άλλες δυσκολίες. Πώς θα πήτε πράγματα, που θα είναι σωστά για κάποιους, αλλά δεν αρμόζουν σε άλλους; Πώς θα μιλήσετε την ίδια γλώσσα σε ανθρώπους που βρίσκονται σε τόσο ανόμοια πνευματικά κλίματα;

– Πραγματικά, σεβάσμιε πάτερ, είπα, βρίσκεται κανείς σ’ ένα τραγικό αδιέξοδο, προκειμένου να μιλήσει σ’ ένα τόσο κακοποιημένο λαό του Θεού και μάλιστα τόσο επηρεασμένο από υλιστικές θεωρίες. Άλλωστε το δυστύχημα είναι ότι ο λαός μας δεν βρίσκεται στην παιδική εκείνη απλότητα των παλαιών, αλλά η διανοητική καλλιέργεια, σε συνδυασμό με μια αντιευαγγελική ζωή, τον έχουν φουσκώσει έτσι, ώστε να αποδέχεται άνετα τα σαθρά συμπεράσματα της ψευδεπιστήμης και να μη ακολουθεί την παναληθή διδασκαλία της Εκκλησίας. Πώς λοιπόν θα πεισθεί, ότι οι σεισμοί, αποτελούν έργο αγάπης του Θεού και όχι φαινόμενο της σεισμογένειας του εδάφους, όταν διάσημοι σεισμολόγοι -παρά τις διαψεύσεις και τις αντιφάσεις τους– τους διαβεβαιώνουν για την δεύτερη εκδοχή;

– Ευλογημένε αδελφέ Θ., απάντησε τότε ο Γέροντας΄ το άριστο θα ήταν σ’ αυτές τις περιπτώσεις, να αντιμετωπίσει κανείς το μωσαϊκό των απόψεων, που σήμερα επικρατούν, με ζωντανό προφορικό διάλογο. Αφού όμως αυτό δεν είναι δυνατό, τότε γράψτε σχετικά με το θέμα με πατερική μεθοδολογία και χρησιμοποιήστε όλα τα είδη του εκκλησιαστικού λόγου: κατηχητικού, απολογητικού, θεολογικού, πνευματικού. Με άλλα λόγια «ποίησον έργον ευαγγελιστού». Και προσευχηθείτε θερμά για να βρείτε ανταπόκριση. Το αποτέλεσμα εμπιστευθείτε το στον φιλάνθρωπο Κύριό μας, που κι αυτός «εξήλθε του σπείραι τον σπόρον αυτού», αλλά την καλλιέργειά του την άφησε σε μας. Και μη λησμονάτε, ότι ο σπόρος δεν κάρπισε παντού. Αλλά εμείς οφείλουμε να σπέρνουμε.

Από το σημείο αυτό ο σοφός Ησυχαστής άρχισε να μου μιλάει για το θέμα των σεισμών σε συνάρτηση με την δημιουργία του κόσμου και των φυσικών λεγομένων κακών, τονίζων την άπειρη αγάπη του Θεού προς τους ανθρώπους. Αφού η διδαχή του κράτησε περισσότερο από τρεις ώρες, μια διδαχή ορθοδοξότατη, που απλώθηκε σε ψηλές θεωρίες, ευχαρίστησα τον Γέροντα και τους άλλους δύο Ησυχαστές, που από πολύ σεβασμό στον μεγάλο Γέροντα σιωπούσαν διακριτικά, ανεχώρησα από το ερημητήριο για να επιστρέψω στη βάση μου και να συντάξω σε ένα ενιαίο κείμενο όσα άκουσα. Όσα ακολουθούν λοιπόν, αποτελούν μια σύνθεση της σοφίας και της εν Χριστώ πείρας ενός σεβάσμιου Ησυχαστού, του οποίου ο νους και η καρδιά είναι από την τρυφερή ηλικία του στραμμένα προς τον Θεόν, όπως το ηλιοτρόπιο ακολουθεί την πορεία του ηλίου…

Ο Θεός και ο κόσμος

Ότι υπάρχει ο Θεός το γνωρίζουμε. Το πως είναι, τι είναι, μας είναι ακατάληπτο και το μόνο καταληπτό του είναι η ακαταληψία του. Εάν η ουσία του Θεού είναι άγνωστη, όμως είναι γνωστές οι ενέργειές του. Όλη η δημιουργία των νοητών κόσμων και των αισθητών φανερώνει, αποκαλύπτει την παντοδυναμία του Θεού, την σοφία του, την αγαθότητά του. Ο Θεός «κακόν ουκ εποίησε». Όλη η δημιουργία των αΰλων κόσμων ήταν αγαθή, δηλαδή τα αναρίθμητα τάγματα των Αγγέλων δημιουργήθηκαν σαν φωτεινά και άγια πνεύματα. Πουθενά κακό. Αλλά οι άγγελοι παρά την κατά χάρη αγαθότητά τους, είχαν ένα μέγιστο δώρο: την αυτεξουσιότητα, δηλ. την δυνατότητα να στραφούν και στο κακό. Κακό στη ουσία δεν υπάρχει, ούτε είναι δυνατό να υπάρξει. Κακό είναι στέρηση του καλού. Στα πλαίσια της δυνατότητας να αρνηθούν οι Άγγελοι το αγαθό, ένας λαμπρότατος Αρχάγγελος, ο Εωσφόρος, υπερηφανεύτηκε για τη δόξα του κι αμέσως έγινε από φως σκοτάδι και παρέσυρε και πλήθος μεγάλο Αγγέλων. Είναι πλέον ο σατανάς, ο διάβολος, ο δαίμονας με τους ομοίους του. Έκτοτε ο Εωσφόρος είναι ο «αντικείμενος», ο εναντιούμενος στο αγαθό θέλημα του Θεού.

Όπως ο Θεός από άπειρη αγάπη και αγαθότητα δημιούργησε τα αναρίθμητα πνεύματα των Αγγέλων, έτσι θέλησε να κατασκευάσει και ένα αλλιώτικο όν, μια σύνθεση αΰλου και υλικού, τον άνθρωπο, για να τον καταστήσει «θείας φύσεως κοινωνό». Κι έτσι, πριν ο Θεός προβεί στην πλάση του ανθρώπου, εδημιούργησε τους ορατούς και αοράτους υλικούς κόσμους εκ του μηδενός με κέντρο, όπου θα ανεπτύσσετο η ζωή, τη γη.

Οι πρωτόπλαστοι και η πτώση

Αφού ο Θεός δημιούργησε τη γη, τις θάλασσες, τους ουρανούς, το φυτικό και ζωικό βασίλειο, έπλασε και τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν». Δηλαδή τον έκαμε λογικό, ελεύθερο και αθάνατο κατά χάρη, όπως ο Θεός κατά φύση και του έδωσε τη δυνατότητα να γίνει όμοιος, πάλι κατά χάρη, στην αγαθότητα και την αγιότητα. Στην αρχή έπλασε τον Αδάμ και ύστερα την Εύα. Αφού τους εγκατέστησε σε ένα πανέμορφο κι θειότατο κήπο, στον Παράδεισο, όπου ζούσαν με άπειρη ειρήνη, χαρά και μακαριότητα, με παιδική αθωότητα και με αδιάλειπτη μυστική επαφή με τον Θεόν, τους έδωσε μια εντολή: να μετέχουν στην ευφροσύνη της ζωής του Παραδείσου, τρώγοντας από τους καρπούς όλων των δένδρων πλην ενός, του δένδρου της γνώσεως.

Ο σατανάς όμως που φθονούσε τους πρωτοπλάστους, με την μορφή ενός φιδιού, που το θεωρούσαν σαν το φρονιμότερο απ’ όλα τα ζώα του Παραδείσου, τους απάτησε και έφαγαν από τον απαγορευμένο καρπό, με την υπόσχεση τάχα, ότι θα εγίνοντο κι αυτοί σαν θεοί. Μόλις έφαγαν, η ψυχή τους έχασε τη χάρη και νεκρώθηκε, αυτοί έγιναν θνητοί, εμπαθείς και έχασαν την αδιάλειπτη επαφή με το Θεό, όπως τους είχε προηγουμένως ειδοποιήσει αν παρέβαιναν την εντολή. Τραγωδία απερίγραπτη. Οι πρωτόπλαστοι αρρώστησαν ψυχικά και πνευματικά,  διεστράφη το «κατ’ εικόνα» και εδιώχτηκαν από τον Παράδεισο. Η ζωή τους στην συνέχεια ήταν μια ατελείωτη θλιβερή περιπέτεια, αφού ο Θεός τους καταράστηκε για την απείθειά τους.

Αλλά ο Θεός είναι αναλλοίωτα αγαθός, είναι αγάπη. Γι’ αυτό, όχι μόνο υποσχέθηκε στους δυστυχείς πεπτωκότες την επαναφορά τους στο «αρχαίο αξίωμα» ύστερα από πολλούς αιώνες, αλλά τους φρόντιζε και τους περιέθαλπε σαν αποστατήσαντα παιδιά του, των οποίων εσέβετο την ελευθερία εκλογής, με την οποία τα στόλισε. Έτσι, ενώ με την θεληματική απομάκρυνσή τους από την αγάπη του Θεού πέρασαν μέσα στο κύκλωμα των σατανικών επιρροών, όμως ο Θεός κατά τρόπο ακατάληπτο, δεν επέτρεπε στον σατανά να ενεργήσει όλη τη μισανθρωπία του, ενώ παράλληλα δεν έθιγε την ελευθερία τους να κάνουν ότι θέλουν.

Ο παλαιός κόσμος

Η ζωή των πρωτοπλάστων –μάλλον η ζωή μέσα στον πνευματικό τους θάνατο, θα πρέπει να λέμε– ήταν βιολογική, με όλα τα γνωρίσματα της μεταβολής από το «κατά φύση» στο «πάρα φύση». Γι’ αυτό, μαζύ με την αναπαραγωγή τους επλήθαινε και η κακία των ανθρώπων με πολύ σπάνιες εξαιρέσεις. Με εγκατεστημένη την δαιμονική ενέργεια στις καρδιές τους και τη χάρη του Θεού σε αφασία, δεν υπήρξε κακία που να μην την κάνουν, μέχρι φόνους και ειδωλολατρείες, δηλαδή τέλεια αγνωσία και διαστροφή.

Όταν πλέον έφτασε το κακό να γενικευθεί και οι άνθρωποι, ενώ είχαν πλασθεί «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν», κατάντησαν μονάχα σάρκες, δεν υπήρχε λόγος και να ζουν. Και ο Θεός απεφάσισε από οίκτο να τους εξαφανίσει από τη γη, για να σταματήσουν να αμαρτάνουν. Με το πρόσταγμα του παντοδυνάμου Θεού, άνοιξαν από τη γη οι πηγές της αβύσσου και από τον ουρανό άνοιξαν οι καταρράκτες του. Τα στοιχεία, που με τη θέληση του Θεού συνεκρατούντο σε μια ισορροπία, με την παντοδύναμη βούλησή Του ανεστάλησαν. Κατακλυσμός. Τα φυσικά στοιχεία υπάκουσαν στον δημιουργό του. Ολόκληρος ο γνωστός τότε κόσμος πνίγηκε μέσα στο νερό και μόνο ο δίκαιος Νώε με την 7μελή οικογένειά του σώθηκε μέσα στην Κιβωτό του, όπως και όλα τα είδη των ζώων για τη διαιώνιση του είδους των. Να ένας υδάτινος σεισμός, που καταστρέφει όχι μόνο μία ή δύο πόλεις, αλλά ολόκληρο το ανθρώπινο και ζωικό βασίλειο, με την αναστολή της λειτουργίας των φυσικών νόμων, που αδιάλειπτα ρυθμίζει η θεία Πρόνοια.

Ο μέσος κόσμος

Η ζωή, υπό την άμεση εποπτεία και τη χάρη του Θεού, έβρισκε πάλι το φυσικό ρυθμό της. Οι άνθρωποι «ηυξάνοντο και επληθύνοντο», όπως και η άλογη κτίση. Πάλι όμως με την αύξηση των ανθρώπων αυξανόταν και η κακία τους. Παρουσιάζεται ένα κρούσμα προκλητικότατης υπερηφάνειας. Οι άνθρωποι αποφάσιζαν να χτίσουν ένα πύργο που να φτάνει στον ουρανό. Ο Θεός μετά τον κατακλυσμό είχε υποσχεθεί να μην καταστρέψει πλέον τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο και σε τόση έκταση. Γι’ αυτό τους σύγχυσε τις γλώσσες, ώστε να μη μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, όπως γίνονταν προηγουμένως. Άλλος σεισμός αυτός, σεισμός γλωσσικός, που προκλήθηκε από την άρση της χάρης του Θεού. Σε μια στιγμή, όπως πέφτει μια πόλη από ένα σεισμό, ανατρέπεται «φύσεως τάξις» με μόνη τη βούληση του Θεού και το σατανικό επηρμένο έργο ματαιώνεται.

Ένα όχι πιο λίγο τρομακτικό παράδειγμα κολασμού της αμαρτίας είναι η αποτέφρωση μιας πολυανθρώπου μεγαλουπόλεως, των Σοδόμων. Ήταν τόση δε η σοδομική αποκληθείσα αμαρτία, ώστε όχι μονάχα δεν ευρίσκοντο στις χιλιάδες των κατοίκων της πέντε καθαροί άνθρωποι,  αλλά και όταν δυο Άγγελοι του Θεού εφιλοξενούντο στο σπίτι του δικαίου Λώτ, οι Σοδομίτες «περιεκύκλωσαν την οικίαν από νεανίσκου έως πρεσβυτέρου άπας ο λαός άμα» -ασύλληπτος οίστρος ακολασίας!- και αξίωναν να τους παραδώσει τους αγίους Αγγέλους –οι οποίοι ασφαλώς θα ήσαν πάγκαλοι- «ίνα συγγενώμεθα αυτοίς»! Σε πρώτη φάση, ο Θεός ανέστειλε την άκτιστη ενέργειά του, δια της οποίας χαρίζει την όραση και έτσι έμειναν οι Σοδομίτες τυφλοί με ανοιχτά μάτια. Στην συνέχεια οι Άγγελοι πληροφορούν τον Λωτ, ότι θα καταστρέψουν την πόλη και τις περιοχές της, και να φροντίσει να ειδοποιήσει τους συγγενείς του. Ήταν όμως τόση η πώρωσή τους από τη συμμετοχή τους ίσως στα ειδεχθή αμαρτήματα, ώστε, -όπως σχεδόν και πλήθη ολόκληρα της Ορθοδόξου Ελλάδος- να μη υποπτεύονται ότι ήσαν ανάξιοι πλέον να ζουν σαν σάρκες, που κατάντησαν. Μάταια προσπαθούσε ο δίκαιος Λωτ να τους πείσει, ότι ο Θεός θα κατέστρεφε με φωτιά την πόλη των. Η Αγία Γραφή λέγει, ότι «έδοξε γελοιάζειν εναντίον των γαμβρών αυτού». Ενόμιζαν ότι αστειευότανε ο πεθερός τους. Και ο Θεός έβρεξε από τον ουρανό φωτιά με θειάφι και έκαψε τις πόλεις Σόδομα και Γόμορρα, τα περίχωρά τους και όλους τους κατοίκους. Σώθηκαν μονάχα ο Λωτ με τη γυναίκα του και τις δυο κόρες του, αν και η γυναίκα του έγινε σαν στήλη από αλάτι για την, από εμπάθεια ίσως, παρακοή της στους Αγγέλους, να μη γυρίσει να δει τις καιόμενες πόλεις.

Κι εδώ έχουμε μια άλλη μορφή «σεισμού». Καταστροφή με φωτιά ανθρώπων, που δεν ήσαν πλέον παρά μονάχα σάρκες, οπότε δεν είχε κανένα νόημα η ζωή. Βέβαια, αν σήμερα, με την τόση επιστημονική γνώση (!) που έχουμε, συνέβαινε η βροχή αυτή από θειάφι και φωτιά, θα δίναμε όλες τις πιθανές υλιστικές εξηγήσεις και μονάχα για την παρέμβαση του Θεού δεν θα υποπτευόμαστε καθόλου, αφού για πνευματικές πραγματικότητες είμαστε τυφλοί. Όσοι πηγαίνουν σήμερα στην Παλαιστίνη, βλέπουν στον τόπο της πενταπόλεως, που ήσαν οι πυρίκαυτες πόλεις με τα περίχωρά τους, μια νεκρή θάλασσα, που δεν έχει στους κόλπους της ίχνος ζωής. Αλλά και αυτό το τόσο απτό λείψανο του κολασμού της αμαρτίας, γι’ αυτούς που είναι νεκροί στην ψυχή, είναι απλώς ένα θέαμα θλιβερό.

Προευαγγελική περίοδος

Στο σημείο αυτό της αφηγήσεως του Γέροντα τον είχα διακόψει για να ερωτήσω γιατί κάνει αυτήν την αναδρομή σε τόσο μακρυνό παρελθόν, προκειμένου να πει τι φρονεί περί του φαινομένου των σεισμών της συγχρόνου εποχής;

– Πάτερ Θ., μου απάντησε αυτό το κάνω για δυο λόγους. Πρώτον, γιατί από την περίοδο της δημιουργίας των κόσμων και της πλάσεως του ανθρώπου, αποκαλύπτεται δια της Αγίας Γραφής η αγάπη του Θεού στη δημιουργία του όλη και δεύτερον διδάσκεται ο πιστός τις σχέσεις του Θεού με τα πλάσματά του, την φροντίδα του γι’ αυτά και τις παιδαγωγικές τιμωρίες του στους αμαρτάνοντας ή δια των ανθρώπων ή δια φυσικών στοιχείων. Άλλωστε η προ της Καινής Διαθήκης περίοδος ήταν παιδαγωγική και κορυφώθηκε με τη νομοθεσία του Μωυσέως και τους Προφήτες. Γι’ αυτό λέει και ο Απόστολος Παύλος, ότι «ο νόμος παιδαγωγός ημών γέγονεν εις Χριστό» (Γαλ. γ’, 24). Πρέπει δε να σημειωθεί, συνέχισε ο Γέροντας, ότι τόσο οι άμεσες παιδαγωγικές ενέργειες του Θεού στον περιούσιο λαό του Ισραήλ, όσο και τα κείμενα των Προφητών, τα σχετικά με τον κολασμό των παραβάσεων και παρακοών, είναι πολύτιμες πηγές για το θέμα μας. Βεβαιώνουν, ότι ο Θεός είναι αγάπη και από αγάπη χρησιμοποιούσε την παιδευτική ράβδο του, που έπαιρνε πολλές φορές και χαρακτήρα τιμωρητικό.

Εάν θέλαμε να επεκταθούμε στο θέμα της αγάπης του Θεού προς τον αγαπημένο και εκλεκτό λαό του Ισραήλ και στις διάφορες φάσεις της οδυνηρής πολλές φορές παιδαγωγίας του, θα βλέπαμε ότι και σήμερα ο από ανενόητη σε μας αγάπη παιδαγωγών Θεός, τα ίδια μέσα χρησιμοποιεί όπως και τότε, αν και κάπως προσαρμοσμένα μέσα στο χώρο της χάρης, ενώ τότε εδέσποζε το γράμμα του Μωσαϊκού νόμου.

Ύστερα από τα στοιχεία αυτά, συνέχισε ο Ησυχαστής, γίνεται φανερή η αγάπη του Θεού στα πλάσματά του, η στοργή του, η φροντίδα του, που εκφράζονται σε τόσο τρυφερές διατυπώσεις με τη γλώσσα των Προφητών, όπως: «Και αν η γυναίκα λησμονήσει τα τέκνα της, εγώ όμως δεν θα σας λησμονήσω ποτέ». Ή εκείνο από την ωδή του Μωϋσή. «Σαν αετός -ο Θεός- σκεπάζει τη φωληά του και επόθησε να θερμάνει τα πουλάκια του. Άνοιξε τα φτερά του και τα πήρε επάνω του για να τα μεταφέρει».

Η κορύφωση της θείας αγάπης

Τώρα «παρήλθε η σκιά του νόμου της χάριτος ελθούσης» και δεν είμαστε πλέον «υπό νόμον αλλ’ υπό χάριν» (Ρωμ. ς’, 14). Πρέπει πρώτα πρώτα να σημειώσουμε για τη φανέρωση της άπειρης αγάπης του Θεού, με τη Σάρκωση του Λόγου, που αποτελεί την κορύφωσή της και την πραγμάτωση «της αρχαίας βουλής» του Θεού, η οποία συνοψίζεται στην σωτηρία του πλάσματός Του. Ο άνθρωπος πλέον δεν είναι «τεκνόν φύσει οργής», αλλά «συμπολίτης των αγίων και οικείος του Θεού». …

Η θεολογία της Σαρκώσεως είναι ατελείωτη. Είναι το πλήρωμα της ασύλληπτης και άρρητης αγάπης του Θεού προς τους ανθρώπους. Το μέτρο της κατανοήσεως της αγάπης αυτής το έδωσαν οι Απόστολοι, οι Μάρτυρες, όλοι οι Άγιοι της Εκκλησίας, αλλά κι αυτοί όσο «εχώρουν», αφού και τα πάνσοφα, σχετικώς, Αγγελικά πνεύματα, δεν κατενόησαν με πληρότητα το μυστήριο της Σαρκώσεως και το πέλαγος της θείας αγάπης. Γι’ αυτό Άγγελοι και πνευματοφόροι άνθρωποι μετουσιώνουν, οι μεν πρώτοι, την αγάπη τους και τη γνώση τους, σε θαυμασμό και αδιάλειπτες δοξολογίες, ερωτικά περιδονούμενοι μέσα στο άκτιστο φως, που εκπέμπουν οι θείες ενέργειες του Θεού, οι δε δεύτεροι, σε ευγνωμοσύνη, σε ύμνους, σε ευχαριστήριες δοξολογίες και δάκρυα αγάπης και λατρείας.

Τόση λοιπόν η αγάπη του πανάγαθου και υπεράγαθου και παντοδύναμου Θεού προς το πολυτιμώτατο πλάσμα Του, τον άνθρωπο που με τη Θυσία τη Σταυρική του Χριστού, τη μετάδοση της χάρης της Αναστάσεώς Του και με τη χάρη και μετοχή στο τεθεωμένο Σώμα και Αίμα Του, έγινε το πιο πολύτιμο πλάσμα σ’ όλη την κτίση επίγεια και ουράνια, ορατή και αόρατη.

Ο Χριστός, η σωτηρία κι εμείς

Με την ένσαρκη Οικονομία του Θεού, σώθηκε οριστικά ο άνθρωπος; Όχι. Του προσφέρθηκαν απλώς οι προϋποθέσεις σωτηρίας. Ο κλεισμένος Παράδεισος άνοιξε, ο άνθρωπος επανέρχεται στον Πατέρα του (καταλλαγή) και, όπως λέει ο ύμνος, «ο Άδης ηχμαλώτισται, ο Αδάμ ανακέκληται, η κατάρα νενέκρωται, η Εύα ηλευθέρωται, ο θάνατος τεθανάτωται, και ημείς εζωοποιήθημεν…». Αλλά η σωτήρια είναι θέμα της βουλήσεως του ανθρώπου. Γι’ αυτό ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει θεόπνευστα: «Εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον. Όσοι δε έλαβαν αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσία τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού» (Ιωάν. α’, 11-12). Όσοι λοιπόν δεν δέχονται τον Χριστόν ως Σωτήρα τους δεν σώζονται. Αλλά και αυτοί που τον πιστεύουν, δεν τηρούν όμως τις εντολές Του, με τις οποίες η ψυχή ελευθερώνεται από τα πάθη και γίνεται θεοειδής, φυσικά κρίνονται σαν μη πιστεύοντες και δεν σώζονται.

Ύστερα απ’ αυτά, γίνεται κατανοητό, ότι ο Χριστός έσωσε αντικειμενικά όλο τον κόσμο, αλλά χωρίς τον υποκειμενικό παράγοντα, χωρίς την συνεργία και του ανθρώπου δεν είναι δυνατή η σωτήρια. Η διαφορά μεταξύ του προ της Σαρκώσεως κόσμου και του μετά την Σάρκωση, είναι ότι η σωτήρια τότε ήταν αδύνατη, ενώ τώρα είναι δυνατή. Και ενώ τότε ο άνθρωπος διατελούσε υπό την ενέργεια του σατανά, εξουσιαστικά, η χάρη δεν ενεργούσε στην ψυχή και η θέληση ήταν εξασθενημένη για να στραφεί προ το αγαθό, τώρα η χάρη κυριάρχησε, του σατανά η δύναμη μειώθηκε στο ελάχιστο, η θέληση για το αγαθό δυνάμωσε και ο άνθρωπος επανέρχεται «στο αρχαίον απλούν», στην προπτωτική κατάσταση. Κι έμεινε στον άνθρωπο, που βαφτίζεται Ορθόδοξα, μονάχα μια τάση προς την αμαρτία σαν κατάλοιπο της κακοποιημένης από την παράβαση φύσεως του.

Εδώ θα έπρεπε να σημειωθεί, ότι η σωτηρία του κόσμου με την Ανάσταση του Χριστού, επεξετάθη και σ’ όλη την κτίση, αφού «χαράς τα πάντα πεπλήρωται, της αναστάσεως την πείραν ειληφότα». Αλλά όπως στον άνθρωπο έμεινε σαν κατάλοιπο της πτώσεώς του η κλίση προς την αμαρτία, έτσι και «πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν», αφού κι αυτή, κατά τους θεολόγους Πατέρας, είχε μετάσχει των συνεπειών της πτώσεων του βασιλέως της ανθρώπου. Και τώρα «περιμένει και η κτίση να ελευθερωθεί από τη φθορά, όταν τα τέκνα του Θεού αποκατασταθούν στην ελευθερία της δόξας τους» (Ρωμ. η’, 19-21).

Αναγκαίες διευκρινήσεις

Όταν ο σοφός Γέροντας μου εξέθετε τη θεολογία της Σαρκώσεως και τις συνέπειές της, πάλι τον ρώτησα να μου εξηγήσει, γιατί στο συγκεκριμένο θέμα των σεισμών παρεμβάλει θεολογικά στοιχεία, που φαίνονται άσχετα και ενδέχεται να κουράσουν τον αναγνώστη;
Και μου έδωσε την εξής απάντηση: Νομίζετε, αγαπητέ αδελφέ Θ., ότι λέω πράγματα άσχετα με το περιορισμένο θέμα σας; Βέβαια, ήταν δυνατό να δοθεί ολιγόλογη απάντηση: Σεις λέτε, ότι οι σεισμοί είναι άσχετοι με την Πρόνοια και την αγάπη του Θεού; Κι εμείς απαντάμε, όχι, έχουν αμεσώτατη σχέση. Αλλά με αυτό τον τρόπο δεν δείχνουμε αγάπη προς τους πλανωμένους. Χρειάζεται θεολογική θεμελίωση η ορθή και αληθινή άποψη της Εκκλησίας. Άλλωστε έγινε δεκτό, ότι απευθύνεσθε σε ένα μωσαϊκό αντιλήψεων και νομίζω, ότι πρέπει να έχετε υπόψη σας, ότι και πιστοί και θεολογούντες και θεολόγοι ακόμη, υπό την επίδραση της υλόφρονος «σεισμολογίας», αποκλείουν τον Θεόν ως αιτία άμεση ή έμμεση των σεισμών και των άλλων καταστροφικών φαινομένων, που ονομάζονται, ορθώς υποθέτω, θεομηνίες ή θεήλατες μάστιγες.

Αν λοιπόν, αδελφέ Θ., δεν ανατρέξουμε στη θεολογία, που αντικατοπτρίζει τον Θεόν και τις ενέργειές Του, τις σχέσεις Του με τους ανθρώπους, όπως διαμορφώθηκαν κάπως διαφορετικά στην Καινή Διαθήκη σε σχέση προς την Παλαιά και δεν υπογραμμισθεί, ότι με το Αίμα του Χριστού έχουμε αγορασθεί –«τιμής ηγοράσθητε» (1 Κορ. ς’, 20)- και ότι δεν ανήκουμε στον εαυτό μας –«ουκ εστέ εαυτών» (1 Κορ., ς’, 19)- είναι αδύνατο να σκεφτόμαστε Ορθόδοξα για κάθε πρόβλημα που έχει σχέση με τον Θεό και τον άνθρωπο.

Πρέπει, έλεγε ο Γέροντας, να συνειδητοποιήσουμε, ότι από τη Θυσία του Χριστού επάνω στο Σταυρό και την πανένδοξη Ανάστασή Του, από τη χάρη που παίρνουμε στο Βάπτισμα και τη μετοχή μας στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού, η ελευθερία μας να κάνουμε ότι θέλουμε έχει περιορισθεί στο ελάχιστο, για να μην μπω ότι την κατάργησε η αγάπη του Χριστού.

Διάλογος με το Χριστό

– Δηλαδή, παρετήρησα τότε, ο χριστιανός δεν είναι ελεύθερη προσωπικότης;

– Είναι, αδελφέ Θ., απάντησε ο Γέροντας, αλλά η ελευθερία του οφείλει να δουλώνεται στο θέλημα του Χριστού. Αφού είναι αγορασμένος με θεϊκό αίμα, πως μπορεί να κάνει ότι θέλει; Την ελευθερία δεν την έχει να κάνει ότι θέλει, αλλά για να έχει την δυνατότητα να την υποτάσσει στα πόδια του Χριστού, που καρφώθηκαν γι’ αυτόν. Με αλλά λόγια, αφού ο Χριστός λύτρωσε τον άνθρωπο από τον τύραννό του με τόσης ασύλληπτης αξίας τίμημα – λύτρο, του λέει: Σε αγόρασα με το αίμα Μου. Τώρα ανήκεις ολοκληρωτικά σ’ Εμένα. Εγώ βέβαια δεν έχω ανάγκη να σε έχω δούλο -είμαι ανενδεής,- αλλά η ζωή σου, η μακαριότης σου, η αθανασία σου εξαρτώνται ακριβώς από την δουλεία σου. Αλλά όταν η ψυχή σου φτάσει στο «κατά φύσιν», δεν θα έχει το αίσθημα της δουλείας, αλλά της ελευθερίας, θα θέλει με πόθο τη δουλεία, γιατί σ’ αυτή μέσα θα βρίσκει την ελευθερία της, τη χαρά της, τη λύτρωσή της, την ευτυχία της, οπότε δεν είσαι πλέον δούλος, άνθρωπε, αλλά και φίλος μου και αδελφός μου.

Αλλά θα με ρωτήσεις –συνεχίζει ο Χριστός– γιατί σε εξαγόρασα; Είναι σαν να ερωτάς΄ γιατί σ’ εδημιούργησα; Απαντώ, από αγάπη, για να σε κάμω κοινωνό και συμμέτοχο στη δόξα μου και την αιώνια μακαριότητά μου. Σε έπλασα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν» μου για να είσαι ένα εντελώς πολυτιμώτατο ον, κτήμα αναφαίρετο δικό μου. Αλλά ίσως πάλι με ερωτήσεις: γιατί με έπλασες; μ’ ερώτησες αν ήθελα να υπάρχω; ή αφού με έπλασες, γιατί δεν με αφήνεις ελεύθερο να κάμω ότι θέλω; Θα μου απαντήσεις, ότι με αγόρασες κι έτσι, σαν δούλος, δεν μου αναγνωρίζεις το δικαίωμα να ζω όπως θέλω. Γιατί δεν με αφήνεις να κάνω ό,τι μ’ ευχαριστεί;

– Τα ερωτήματά σου -απαντάει ο Χριστός- φανερώνουν, ότι η ψυχή σου είναι άρρωστη. Εάν ήταν υγιής, θα σου ενέπνεε άλλες σκέψεις. Γιατί η υγεία της ψυχής, ο φωτισμός της από το Άγιο Πνεύμα, θα γεννούσαν χαρά, ευχαριστία, ευγνωμοσύνη, δοξολογία και αδιάλειπτες στροφές λατρείας στο δημιουργό της. Αφού η ψυχή θα κολυμπούσε σε μια ανέκφραστη ηδονή από τις θεϊκές ενέργειές μου, πως δεν θα φτερούγιζε ερωτικά γύρω από το πρόσωπό μου, όπως η πεταλούδα γύρω στο φως;

Αν ο νους σου, παιδί μου, έπαιρνε φως από το Άγιο Πνεύμα, δεν θα ρωτούσες γιατί σε έπλασα, ούτε γιατί δεν σ’ ερώτησα αν ήθελες να υπάρχεις. Θα το καταλάβαινες και θα μ’ αγαπούσες με μια πύρινη αγάπη, που θα σε δυνάμωνε να θυσιάζεσαι για μένα ευχαρίστως κάθε ημέρα, αφού θα αισθανόσουν την υπέρτατη αίσθηση της ευδαιμονίας από την ενότητά μας΄ εγώ εντός σου κι εσύ εντός μου. Το ότι πάλι μου μιλάς μ’ αυτό τον τρόπο, που φανερώνει την εκτροπή της ψυχής από την περιοχή της χάρης μου, αποδείχνει ότι σε αφήνω ελεύθερο τόσο, όσο να μπορείς να ενεργείς ελεύθερα μέσα στα πλαίσια των αδιόρατων περιορισμών που σου θέτω, για να μη χαθείς με την ορμή σου προς εκείνα που σ’ ευχαριστούν, αλλά μέσα τους όμως κρύβουν το θάνατό σου…

Η αξία του είναι

Αυτά τα τελευταία που είπατε, Γέροντα, διέκοψα, δεν αποτελούν αντίφαση; Τί θα πει ελευθερία μέσα σε πλαίσια αδιόρατων περιορισμών;

– Μη ξεχνάτε αδελφέ Θ., ότι το θέμα της ηθικής ελευθερίας και της σχέσεώς της με την χάρη είναι από τα πλέον πολύπλοκα. Αλλά θα προσπαθήσω να γίνω όσο το δυνατό σαφέστερος.

Ο πλασματικός διάλογος του Χριστού με τον άνθρωπο, παρουσιάζει ένα επαναστατημένο κατά του Θεού δυστυχισμένο πλάσμα, που ρωτούσε διαμαρτυρόμενο με αναισχυντία, γιατί να το δημιουργήσει και γιατί δεν το αφήνει ελεύθερο. Αλλά το ναυαγισμένο αυτό πλάσμα δεν μπορεί να εκπροσωπεί όλο το ανθρώπινο γένος. Σ’ όλες τις γενεές υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι, που δε ρωτάνε, ούτε διαμαρτύρονται για την ύπαρξή τους. Αντίθετα, ευγνωμονούν, το Θεό γιατί υπάρχουν. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, είναι δίκαιο να στερηθούν δισεκατομμύρια ανθρώπων από κτίσεως κόσμου μέχρι συντελείας των αιώνων, την αιώνια μακαριότητα, επειδή από δική τους υπαιτιότητα χάνονται επίσης δισεκατομμύρια ψυχές; Άλλωστε, νομίζετε, ότι είναι μικρότερη τραγωδία η ανυπαρξία από την εν αθλιότητι ύπαρξη; Εάν υπήρχε δυνατότης να ερωτήσει κανείς τις «εν βασάνοις» ψυχές, αν προτιμούσαν να εξαφανισθούν και να πέσουν στο μηδέν –απ’ όπου γεννήθηκαν– τί φρονείτε ότι θα απαντούσαν;

– Νομίζω, είπα, ότι θα περιήρχοντο σε κατάσταση αμηχανίας, σε δίλημμα. Γιατί φαντάζομαι κι εγώ ότι η ύπαρξη, με όλες τις θλίψεις της, είναι προτιμότερη από την ανυπαρξία, έστω και μέσα στην κόλαση.

– Είμαστε σύμφωνοι, παρετήρησε ο Γέροντας. Αφήνω τώρα το ζήτημα, ότι η κόλαση είναι το έσχατο στάδιο μιας σφαλερής πορείας του ανθρώπου, συνεχώς από το Θεό παιδαγωγουμένου να αλλάξει κατεύθυνση, γι’ αυτό και υπεύθυνου, κι έρχομαι στο πρόβλημα της παιδαγωγίας, που αυτόματα ανακύπτει άλλο σοβαρό πρόβλημα΄ της ελευθερίας του ανθρώπου. Παρακαλώ, αδελφέ Θ., εντείνετε την προσοχή σας και παρακολουθήστε τη σκέψη μου, που ελπίζω ότι ερμηνεύει τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Εάν ο Θεός είναι δημιουργός του ανθρώπου, κι αν τον παράγει, με το δημιουργικό Του πρόσταγμα από το μηδέν της ανυπαρξίας, στο είναι της υπάρξεως, για να τον κάμει κοινωνό της αιώνιας δόξας Του, –επειδή είναι το τελειότερο ον της σοφία και της αγαθότητός Του– και αν, ακόμα, είναι αντικείμενο της θεϊκής αγάπης Του, όπως τεκμηριώνεται τόσο πειστικά στην Σταυρική Θυσία Του, τότε δεν είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε, ότι ο Θεός παρακολουθεί με ασύλληπτη από μας πατρική στοργή τον άνθρωπο, από τη στιγμή που γεννιέται μέχρι τον σωματικό του θάνατο – για να παραλείψω το γεγονός, ότι μας γνωρίζει όχι μόνο «όντας εν τη οσφύι του πατρός μας», αλλά και προαιωνίως;

– Είναι διδασκαλία της Εκκλησίας όσα είπατε, διέκοψα, αφού και Άγγελο φωτεινό έχουμε φύλακα από τότε που βαπτιζόμαστε στο όνομα της Αγίας Τριάδος και στο ζωηφόρο θάνατο του Χριστού.

Παιδευτικές παραχωρήσεις

Η στοργή και η αγάπη του Θεού εκδηλώνονται με ποικίλες μορφές, ανάλογα με τα πρόσωπα και τις περιστάσεις, συνέχισε ο Γέροντας. Αλλοιώς συμπεριφέρεται ο Θεός στον δίκαιο κι αλλοιώς στον ρέποντα στις αμαρτίες. Είναι βέβαια, ένα απέραντο θέμα το πως διαμορφώνονται στην ψυχή οι ροπές, η προαίρεση, οι διαφέρουσες ικανότητες διακρίσεως του καλού από το κακό, ο βαθμός έλξεως της ψυχής από τις πολύμορφες αμαρτίες και τις πολύμορφες αρετές. Γίνεται πάντως φανερό, ότι τους μεν φορείς αγαθής προαιρέσεως, που έχουν σαν γνώμονα της ζωής τους την φωτισμένη συνείδησή τους, ο Θεός, παιδαγωγεί κατά τρόπο που να τους αυξάνει τις αρετές, την ταπείνωση, την αγάπη κτλ., ώστε να γίνονται και πιο δεκτικοί των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος. Τους δε φορείς αποκλίσεων προς τις διάφορες αμαρτίες μεταχειρίζεται σαν γιατρός τον άρρωστο με τα ανάλογα οδυνηρά φάρμακα. Και ενώ στους καλοπροαίρετους, ο Θεός, βρίσκει σύμφωνη εκ προτέρου τη διάθεση για αύξηση των αρετών κι επομένως δεν επηρεάζει την ελευθερία τους, αντίθετα στους κακοπροαίρετους, επιτρέποντας διαφόρους πειρασμούς και θλίψεις, κατά ένα τρόπο, που διασώσει τη δικαιοσύνη του Θεού, τους επηρεάζει την ελευθερία τους, πράγμα που μόλις φαίνεται, γιατί επηρεασμός δεν θα πει καταναγκασμός, οπότε αίρεται η ελευθερία τελείως.

– Δηλαδή, Γέροντα, είπα, έτσι συνδυάζεται η διατήρηση της ελευθερίας με τους αδιόρατους περιορισμούς, που θέτει ο Θεός χάρη του πλάσματός του και περιορισμοί πρέπει να νοηθούν οι παραχωρούμενοι πειρασμοί;

– Ακριβώς, απάντησε ο Ησυχαστής. Φαντασθήτε, αδελφέ Θ., τον Θεόν σαν πατέρα γεμάτο αγάπη, να παρακολουθεί το παιδί του σ’ όλες τις λεπτομέρειες της ζωής του, να το κατευθύνει προς το αγαθό, να το αποτρέπει από το κακό και να μη του δίνει καν την αίσθηση μιας δυναστεύουσας την ελευθερία του παρουσίας… Σκυμμένον επάνω στο πολύτιμο παιδί του να του δείχνει αδιόρατα την πνευματική του τροφή, το σωστό δρόμο και να του θυμίζει συνεχώς ότι είναι παιδί του Θεού και πρέπει μόνο σ’ αυτόν να κατευθύνεται, γιατί γι’ αυτόν μοναχά πλάστηκε, μ’ αυτόν μόνο συγγενεύει, αυτός είναι ο μόνος υπάρχων, κι έξω απ’ αυτόν δεν υπάρχει τίποτα άλλο από ματαιότητα, οδύνη, σκοτάδι, χάος, θάνατον αιώνιον. Και όταν, παρά ταύτα, αντί να στρέφεται προς τον Πατέρα του, ελκύεται από το δέλεαρ του σατανά και των αθλίων παθών, ο Θεός με την ίδια αναλλοίωτη αγάπη του επιτρέπει να υφίσταται κάποιους οδυνηρούς πειρασμούς, που οι άγιοι Πατέρες ονομάζουν παιδευτικές παραχωρήσεις ή επιφορές. Οι παιδευτικές παραχωρήσεις έχουν τη θέση φαρμά κων και είναι ανάλογες σε μορφή και οδυνηρότητα με το είδος της αρρώστειας και τη σοβαρότητά της. Εξ αυτού, προκύπτει, ότι η από αγάπη του Θεού παιδαγωγία ενεργεί ανασταλτικά στις πραττόμενες αμαρτίες, αν φυσικά δεν αντιδρά ο αμαρτάνων, οπότε χρησιμοποιούνται δριμύτερα φάρμακα έως ότου ή συνεργεί με το Θεό για τη θεραπεία του ή εγκαταλείπεται στο «έλεος» των δαιμόνων, αλλά και τότε ο Θεός καθορίζει τα όρια του βασανισμού του ανθρώπου.

Οι δαίμονες και η δύναμή τους

Στο σημείο αυτό ρώτησα τον Γέροντα, ποιός είναι ο ρόλος των δαιμόνων, πώς ενεργούν επάνω στον χριστιανόν; Ενεργούν μόνοι τους αυθαίρετα ή κατόπιν αδείας του Θεού και μέχρι ποιου σημείου φθάνει η κακοποιός δράση τους; Γιατί αθέλητα πήγε ο νους μου σε κάποιους παληούς αιρετικούς, που επρέσβευαν, ότι ο Θεός είναι ο αίτιος των κακών στον κόσμο.

– Αδελφέ Θ., είπε ο Ησυχαστής, γνωρίζετε καλά από την διδασκαλία της Εκκλησίας, ότι η δύναμη του διαβόλου εξασθένησε τόσο πολύ με την Θυσία τη Σταυρική και την Ανάσταση του Χριστού, ώστε να γίνεται παίγνιο των χριστιανών, όπως ήδη σας εξέθεσα. Βέβαια, η κακοποιά διάθεση ή μάλλον η παγίωση στο κακό του σατανά δεν μετεβλήθη. Έχασε μόνο την κυριαρχία επάνω στον χριστιανό άνθρωπο. Η κακότης του, οι μεθοδείες του, ο φθόνος του για τον χριστιανό παραμένουν αμετάβλητα. Καταργήθηκε «ο το κράτος έχων του θανάτου», αλλά «η πάλη ημών είναι προς τις αρχές και εξουσίες του σκότους». Η αδυναμία του είναι αντιστρόφως ανάλογη με τη δύναμη εκάστου χριστιανού και η δύναμή του προσδιορίζεται από την αδυναμία μας. Είναι ανίσχυρος ο διάβολος, όσο εμείς βρισκόμαστε υπό την σκέπη της χάρης, μέσα στη χάρη, όσο είναι μέσα μας η χάρη και τη διατηρούμε με τη μνήμη του Θεού, με την ταπείνωση και την αγάπη, με την αδιάλειπτη προσευχή και τον καθαρό βίο. Όταν απομακρυνόμαστε όμως από το Χριστό με την αμέλεια, τη ραθυμία, τους πονηρούς λογισμούς, τα πάθη, τις αμαρτίες, τότε μπαίνουμε στο δαιμονικό κύκλωμα. Οπότε; Ο δαίμονας χωρίς να είναι ισχυρός, φαίνεται σαν ισχυρός και δυνάστης. Και όσο βρισκόμαστε κάτω από την επιρροή του, τόσο σκοτιζόμαστε, ρυπαινόμαστε, πληγωνόμαστε και γινόμαστε «ημιθανείς», σαν εκείνο που κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ. Αλλά ο φιλάνθρωπος Πατέρας μας δεν αφήνει τον σκοτεινό εχθρό του να κακοποιεί το πλάσμα Του, χωρίς ελπίδα ανανήψεως. Το έργο των δαιμόνων είναι να πολεμούν τους ανθρώπους όλους, αλλά κυριώτατα αυτούς που έχουν τις προϋποθέσεις σωτηρίας, δηλαδή τους έχοντας «σφραγίδα Θεού ζώντος», τους βαπτισμένους, που είναι μέλη της Εκκλησίας. Υπάρχει μία παρα-ορθόδοξη θεωρία, που ισχυρίζεται ότι ο Θεός δεν είναι παντοδύναμος, από το γεγονός της υπάρξεως των δαιμόνων, οι οποίοι, αν δεν ματαιώνουν ολοκληρωτικά το έργο του Θεού, όμως προκαλούν αναμφιβόλως φθορά!

Η αντίληψη αυτή, τόνισε ο Γέροντας, είναι στη βάση της άσοφη για τον απλούστατο λόγο, ότι αν ο Θεός ήθελε να καταδικάσει σε ανυπαρξία τους δαίμονες θα το πραγματοποιούσε σε χιλιοστό στιγμής, όπως συνέβη και με την «σαν αστραπή» πτώση τους από τον ουρανό. Η μη καταστροφή των δαιμόνων είναι βέβαια ένα από τα μυστήρια της θείας σοφίας, που τώρα ποτέ δεν θα καταλάβουμε εμείς οι σαρκοφόροι. Λένε όμως κάποιοι θεολόγοι Πατέρες, πως ο Θεός τους αφήνει στην ύπαρξη γιατί σέβεται την ελευθερία τους. Πάντως η Ορθόδοξη διδασκαλία δέχεται υποθέτω τον διάβολο υπηρέτη του Θεού. Ενώ δηλαδή κατάργησε ο Χριστός την δύναμή του, τον άφησε να δρα σαν αρνητικό στοιχείο μέσα στο χώρο της οικονομίας Του για την σωτήρια των ανθρώπων. Είναι ένα είδος κακού διακόνου, που ενώ δεν είναι εντεταγμένος στις τάξεις του Θεού, αθέλητα υπηρετεί τον Θεόν. Όπως το κατάλοιπο της πτώσεως, η αμαρτητική κλίση, αφέθηκε από τον Θεό για να συμβάλει στη σωτήρια των πιστών, έτσι αφέθηκε και ο τέως πολυδύναμος σατανάς άνευρος, αδύναμος, δουλικά τρέμων τους αγίους και τους Αγγέλους, για να συντελεί, άθελά του, στην αγιοποίηση και αγγελοποίηση των ανθρώπων. Αυτός από την καθ’ έξη κακότητά του ορμάει κατά των χριστιανών, αλλά τα όρια του πολέμου και το βαθμό της κακώσεως τα καθορίζει ο Θεός κατά λόγον δικαιοσύνης, προς το συμφέρον της ψυχής.

 

«Όταν δε ιδής πόλιν επικατασεισθείσαν»

Να τι λέγει αδελφέ Θ., ο Μ. Βασίλειος στο λόγο του, «ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός»: «…Κάθε κακό δεν είναι κακό. Κακά είναι οι αμαρτίες΄ κακά δεν είναι όσα μας προκαλούν οδύνη στο σώμα, όπως είναι οι αρρώστειες και τα τραύματα του σώματος, η φτώχεια, οι ταπεινώσεις, οικονομικές ζημίες, θάνατοι συγγενών, τα οποία ενεργεί (κατά παραχώρηση) προς το συμφέρον της ψυχής ο σοφός και αγαθός Κύριος. Ο οποίος αφαιρεί τον πλούτο από αυτούς που τον μεταχειρίζονται αμαρτωλά, για να καταστρέψει έτσι το μέσο του κακού. Παραχωρεί αρρώστειες, σ’ αυτούς που συμφέρει να είναι το σώμα τους δεμένο με τις νόσους, παρά να είναι ελεύθερο για ν’ αμαρτάνει. Παίρνει με θάνατο εκείνους, που τους συμφέρει ο θάνατος παρά η παράταση της ζωής. Επίσης, προκειμένου να σταματήσει ο Θεός τις εκτεταμένες αμαρτίες, φέρνει πείνα, ξηρασίες, κατακλυσμιαίες βροχές, που αποτελούν μάστιγες κοινές πόλεων και ολόκληρων εθνών…..».

Ο Μ. Βασίλειος, συνέχισε ο Γέροντας, παραλληλίζει το Θεόν με τον γιατρό: « Και οι δυο ενεργούν ευεργετικά στους αρρώστους. Κι ενώ τον γιατρό, που θεραπεύει τα σώματα, ονομάζεις ευεργέτη και τον πληρώνεις μάλιστα, αντίθετα κανείς, όταν δεις να καταρρέει μια πόλη επάνω στους κατοίκους της από σεισμό ή ένα πλοίο να καταποντίζεται με τους επιβάτες του΄ τότε σπεύδεις να βλασφημήσεις τον αληθινό γιατρό και σωτήρα… Γιατί όταν η ασθένεια καταντήσει ανίατη, τότε είναι συμφέρουσα η αλλοτρίωση του μέλους που πάσχει για να μη μεταδοθεί και στ’ άλλα. Αυτό συμβαίνει και με τον αφανισμό των πόλεων, που ξεπέρασαν κάθε μέτρο αμαρτίας…».

Αφού, συνέχισε ο Γέροντας, ο Μ. Βασίλειος υποστηρίζει ότι και όλα τα δεινά των πολέμων έρχονται σύμφωνα με τη δίκαιη κρίση του Θεού, για να τιμωρηθούν οι αμετανόητα αμαρτάνοντες, ερωτά: «ή συ ήθελες να μη κατακαούν τα Σόδομα, ύστερα από τις πανάθλιες εκείνες αμαρτίες; ή να μη καταστραφούν τα Ιεροσόλυμα, ούτε να ερημωθεί ο ναός μετά το φρικτό και άθλιο παραλογισμό των Ιουδαίων κατά του Κυρίου;…». Βλέπετε, αδελφέ Θ., ότι και τα ατομικά δεινά και οι κοινές και καθολικές συμφορές δεν είναι άσχετες με το θέλημα του Θεού, είπε ο Γέροντας, αλλά τα πάντα κατευθύνονται κατά την δίκαιη και φιλάνθρωπη κρίση Του; Βέβαια, εκείνος που δεν παραδέχεται, ότι το μόνο κακό είναι η αμαρτία, τα δε άλλα λυπηρά είναι απλώς τα φάρμακα για την αναίρεση της αμαρτίας, επόμενον είναι να θρηνεί για τη στέρηση εξωτερικών αγαθών, αδιαφορών για την ωφέλεια της ψυχής. Όλοι οι άγιοι Πατέρες τα αυτά λέγουν με τον ουρανοφάντορα Βασίλειο, ο οποίος επαναλαμβάνει: «Οι αρρώστειες των πόλεων και των εθνών, οι ξηρασίες και οι αφορίες της γης, όπως και οι ατομικές θλίψεις ανακόπτουν την αύξηση των κακών. Αυτά τα ήδη των μη πραγματικών κακών ενεργούνται από το Θεό, για ν’ αναιρέσουν την ενέργεια των αληθινών κακών, που είναι οι αμαρτίες. Επομένως ο Θεός αναιρεί το κακό (που είναι η αμαρτία) αλλά το (όντως) κακό δεν κατάγεται από το Θεό. Όπως ο γιατρός που δεν εισάγει την νόσο, αλλά αφαιρεί την νόσο από το σώμα. Οι αφανισμοί των πόλεων, οι σεισμοί και οι νεροποντές, οι καταστροφές στρατευμάτων και τα ναυάγια και όλες οι πολυάνθρωπες συμφορές, που ενεργούνται από τη γη, από τη θάλασσα, από τον αέρα, από τη φωτιά ή από οποιαδήποτε αιτία, γίνονται για τον σωφρονισμό των επιζώντων από το Θεό, που με εκτεταμένες μάστιγες ανακόπτει την πάνδημη αμαρτωλότητα…

«Εάν μη μετανοήσητε… απολείσθε»

Στο σημείο αυτό είχα ρωτήσει τον άγιο Γέροντα να μου πει τη γνώμη του, γιατί ο Θεός παρεχώρησε αυτή την παιδαγωγική θλί­ψη στη Θεσσαλονίκη κι’ όχι σε άλλη πόλη της Ορθοδόξου Ελλάδος;

— Αδελφέ ευλογημένε Θ., απάντησε, δεν επιτρέπεται σ’ εμάς να ερευνούμε τα θεία κρίματα, αλλά να δοξάζουμε τον Θεό και ακόμα μέσα στις παιδαγωγικές επεμβάσεις του από την αγάπη, που έχει για μας. Είναι αρκετό να ξεύρουμε, ότι ο Θεός μας αγαπάει με ασύλλη­πτη αγάπη και σαν στοργικώτατος πατέρας, χρησιμοποιεί στον κατάλληλο καιρό τα κατάλ­ληλα παιδευτικά μέσα για το καλό όλων των παιδιών του. Επειδή ο Θεός είναι αγάπη, ό,τι κάνει, όσο κι’ αν είναι πικρό σ’ εμάς, είναι προς το συμφέρον μας.

Ρωτάτε, γιατί ο Θεός διάλεξε τη Θεσσαλονίκη για την χειρουργική του επέμβαση, συνέχι­σε ο Γέροντας. Εδώ θα μπορούσα να απαν­τήσω με τον λόγο του Κυρίου προς τους Ιου­δαίους, «εκείνοι οι δέκα και οκτώ, εφ’ ούς έπεσεν ο πύργος εν τω Σιλωάμ και απέκτεινεν αυ­τούς, δοκείτε ότι ούτοι οφειλέται εγένοντο πα­ρά πάντας τους ανθρώπους τους κατοικούντας εν Ιερουσαλήμ; Ουχί, λέγω υμίν, αλλ’ εάν μη μετανοήσητε, πάντες ομοίως απολείσθε» (Λουκ. 13, 4—5). Όταν, λοιπόν, ο Θεός παραχωρεί διάφορες παιδευτικές θλίψεις σε μια αμαρτωλή πόλη, δεν ρωτάει κανείς, γιατί επιλέγεται αυτή και όχι μια άλλη που είναι εξ ίσου αμαρτωλή; Την εξήγηση την έδωσε ήδη ο Κύριος. Παιδεύ­εται προς μετάνοια και η ίδια η αμαρτάνουσα πόλη, αλλά και ειδοποιούνται συγχρόνως όλοι οι αμετανόητα αμαρτάνοντες. Βέβαια, συμπλή­ρωσε ο σοφός Ησυχαστής, η εξήγηση της σεισμογένειας του εδάφους και εν προκειμένω της λίμνης Βόλβης, είναι απαραίτητη για τους μη πιστεύοντες σε Θεό. Όπως για τους ημίπιστους είναι ικανοποιητική η ερμηνεία, ότι αφ’ εαυτής εξεγείρεται η κτίση κατά των αμαρτανόντων ανθρώπων. Οπότε ο Θεός, που από αγάπη παι­δαγωγεί στον κατάλληλο χρόνο με τα ανάλογα μέσα, πρέπει να περιμένει την άλογη φύση να διαμαρτυρηθεί όσο θέλει και όποτε θέλει κατά της αμαρτίας! Πόσο ανόητο! Κατά βάση δε διαφωνούμε με την επιστήμη σε ό,τι έχει σχέση με σεισμογενείς περιοχές, που φυσικά παρουσιάζουν ηυξημένη «ευαισθησία» και σείουν τις πλησιόχωρες πόλεις. Η διαφωνία μας αρχίζει από τό­τε, που οι σεισμοί ανεβαίνουν απειλητικά την κλίμακα Ρίχτερ και  προκαλούν  καταστροφές. Γιατί οι επιστήμονες, μη αναγνωρίζοντες το Θεό ως παράγοντα αποφασιστικό, ακολουθούν την αιτιοκρατική ερμηνεία τους, αν και οι στατιστι­κές των, στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, αν­ετράπησαν. Οι πιστοί όμως δεχόμαστε, ότι η α­πελευθέρωση ηυξημένων ενεργειών των φυσι­κών φαινομένων, γίνεται με το θείο βούλημα, το ίδιο που κρατάει όλη τη δημιουργία σε αρ­μονική ισορροπία. Αλλ’ ευτυχώς, που ο Θεός άνοιξε το στόμα ενός Τούρκου επιστήμονος… Η Γραφή είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγμα­τα!..

Αχ, αδελφέ, στέναξε ο Γέροντας, είμαστε βυθισμένοι μέσα στην απιστία και γυμνοί από την αίσθηση της αγάπης και της εγγύτητος του Θεού και δεν το αισθανόμαστε. Γι’ αυτό και ε­πιτρέπουμε στον εαυτό μας να ερμηνεύει τα πάντα χωρίς συστολή και χωρίς επιφύλαξη, ε­νώ παράλληλα χάσαμε την αίσθηση της αμαρ­τίας και αγιότητας. Και φυσικό είναι να αναρωτιώμαστε: είναι δυνατό ο Θεός να καταστρέ­φει ανθρώπους και πόλεις, να προκαλεί θρήνους και πανικό, να κατεδαφίζει σπίτια και να δημι­ουργεί ατέλειωτα δράματα; Κι’ υστέρα ποιές και πόσες είναι οι αμαρτίες μας, ώστε να χρειαζόμαστε μετάνοια ή παιδαγωγικές μάστιγες; Αλλά και τα παιδιά μας και τα νήπια τί φταί­νε να υποφέρουν στο ύπαιθρο μακρυά από τις ε­στίες τους;

Αλλά τί να πούμε, τί απόκριση να δώσει κα­νείς, συνέχισε ο Γέροντας, σ’ αυτούς τους γε­μάτους αγνωσία αδόκιμους λόγους; Νομίζω ότι οι σκεπτόμενοι με αυτή την λογική, βρίσκον­ται μέσα σε πηχτό και ψηλαφητό πνευματικό σκοτάδι, αφού δεν βλέπουν την τρομακτική α­ποστασία από το Θεό, που αποτελεί τον λόγο έκτακτης παιδευτικής παρεμβάσεώς του. Εάν αδιαφορούσε για το ότι βρισκόμαστε στο κύ­κλωμα της σατανικής αμαρτίας, αυτό θα σή­μαινε ότι δεν έχει αγάπη στα παιδιά του, ότι δεν προνοεί για τη σωτηρία μας. Η απιστία, αδελφέ, είναι μια τύφλωση. Πώς κανείς θα δει το Θεό, που βρίσκεται τόσο κοντά μας, όταν εί­ναι τυφλός; Ή πώς θα καταλάβει κανείς τι εί­ναι αμαρτία, όταν δεν έχει γευθεί την αρετή, που καθαρίζει τα μάτια τής ψυχής, κι’ έτσι βλέπουν τον Θεό; Και αν μέτρο για όλα είναι ο Θεός, εκείνος που δε γνώρισε το Θεό «γνωστώς», πώς μπορεί να έχει μέτρο για τα θεία και τ’ ανθρώ­πινα;..

 

Χωρίς αγάπη και παντοδυναμία, Θεός δεν υπάρχει

Ο Θεός, λοιπόν, είναι για τον άνθρωπο ένας Ήλιος, που φωτίζει και θερμαίνει και μετέχεται έτσι η ενέργειά Του. Κι ενώ τον φυσικό ήλιο μπορεί κανείς αν θέλει να τον αποφύγει, όμως την ευεργετικότητα των ακτίνων του Ηλίου – Θεού κανείς δεν μπορεί να αποφύγει. Και αυτό είναι το άφατο μεγαλείο του Θεού μας, ότι όσο και να μεταβάλλεται ο άνθρωπος σ’ όλες τις μορφές του κακού, ο Θεός όμως παραμένει αμετάβλητος, αυτός που είναι: Αγάπη. Γι’ αυτό και θέλει και τα πλάσματά του να γίνουν αμετάβλητα στο αγαθό, ευλογούντα τους καταρωμένους, αγαπώντα τους εχθρούς των, αγαθοποιούντα τους μισούντας και προσευχόμενα υπέρ των  βλαπτώντων και καταδιωκόντων αυτά, όπως ο Πατέρας τους ο ουράνιος «τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. ε’, 45).

Και τώρα τίθεται φυσιολογικώτατα το ερώτημα: είναι δυνατό να συμβαίνουν στους πιστούς μεμονωμένα, ομαδικά και σε έκταση πόλεων, μεγαλουπόλεων και εθνών διάφορα «δυστυχήματα», θλιβερά γεγονότα μέχρι συμφορών σ’ όλη την κλίμακά τους ερήμην του Θεού; Γιατί αν γίνει δεκτό, ότι τα πάντα ενεργούνται ή μέσα στο χώρο της αιώνιας διαλεκτικής του δαιμονικού πολέμου, της άρρωστης φύσεως, του ανταγωνισμού και της συγκρούσεως των ανθρώπων ή στο περιθώριο μιας άλογης φύσεως, ατίθασης από την «πτώση», που «συστενάζει και συνωδίνει» κ.λ.π., τότε ανακύπτει λογικά, στα πλαίσια της πίστεως, το συντριπτικό ερώτημα: Τί λείπει από το Θεό; Μήπως η αγάπη; Μήπως η παντοδυναμία; Αν ο Θεός πάσχει από ατέλειες, τί Θεός είναι; Αλλά δόξα στην άπειρη αγαθότητά Του, δόξα στην παντοδυναμία Του, δόξα στην αγάπη Του, που, σαν άκτιστες ενέργειες, ενεργούν αδιάλειπτα στην μεν γη σε ποικίλες παιδαγωγικές μορφές ή μετέχονται κατ’ αναλογία από τους αξίους΄ στον δε Παράδεισο, σαν άκτιστο θείο φως και στην Κόλαση σαν βασανιστική φωτιά. Ο ίδιος αναλλοίωτος Θεός, μετεχόμενος και γευόμενος σύμφωνα με την ποιότητα των αισθήσεων της ψυχής.

Επιλεγόμενα

Η εξασθένηση της πίστεως των Ορθοδό­ξων Χριστιανών μας, σε μεγάλη κλίμακα, κα­θιστά προβληματική τη στάση τους στα εκδηλώματα του Θεού. Σε παρελθούσες εποχές τα πράγματα ήσαν πιο φυσικά, απλά και αλη­θινά. Η με απλότητα πίστη του λαού μας προς την παντοδυναμία και παναγαθότητα του Θε­ού, δεχότανε τα διάφορα δεινά και τις θεήλατες μάστιγες σαν παιδαγωγικές ενέργειες τον Θεού προς τα αγαπημένα παιδιά Του, που έ­φευγαν από κοντά Του.

Τώρα, που «εψύγη η αγάπη των πολλών δια το πληθυνθήναι την ανομίαν», είναι προ­βληματικό να μιλήσει κανείς, συνδέοντας τους σεισμούς με το Θεό και τις από αγάπη ενέρ­γειές Του. Και όχι μόνο αυτό, αλλά κινδυνεύεις να προκαλέσεις όχι απλώς ειρωνείες, αλ­λά και αγανάκτηση και βλασφημίες. Όταν η ψυχή χάσει την επαφή της με το Θεό για ό­λα είναι ικανή, όπως βλέπουμε όμοια περίπτω­ση, «Και εβλασφήμησαν τον Θεόν του ουρανού εκ των πόνων αυτών… και ου μετενόησαν εκ των έργων αυτών» (Αποκ. 16, 11).

Οι άνθρωποι βέβαια πάντοτε αμάρταναν, αν όχι και σε τόση έκταση, αλλά μετανοούσαν. Τώρα θεμελιώνουν τις αμαρτίες και θεωρητι­κά, οπότε δεν υπάρχει ελπίδα μετανοίας. Το θέαμα του λαού της Θεσσαλονίκης, σε ευρεία έκταση, υπήρξε απογοητευτικό. Φαίνεται ότι δεν κατάλαβε τίποτε η μαστιχθείσα γη της Θεσσαλονίκης. Και εκείνο που έγινε αισθητό, ήταν μια σπουδή για επάνοδο στον πρώτο ρυθ­μό της, απαράλλακτα. Η Εκκλησία καλεί σε μετάνοια, αλλά οι καρδιές των πολλών «επαχύνθησαν».

Η τραγωδία βρίσκεται κυρίως στο γεγο­νός, ότι ο σατανικός μηχανισμός, που λειτουρ­γεί υπό μορφή πολιτισμού στην Ορθόδοξη Ελλάδα, ξαναβρήκε το ρυθμό του στη Θεσσα­λονίκη, οπότε οι σεισμοί και οι αγωνίες, που γεννούσαν κάποια ελπίδα αυτοκριτικής, κατε­βαίνουν στο βυθό του υποσυνειδήτου σαν κά­ποιο δυσάρεστο και εφιαλτικό όνειρο! Κι’ έ­τσι ζούμε άνετα στην ψευδαίσθηση άλλου α­πατηλού ονείρου, χωρίς να υποπτευόμαστε ότι έχουμε αλλοτριωθεί από το ελληνορθόδοξο ή­θος και ότι εχάσαμε την ευγένεια της εθνικής υποστάσεώς μας, «μιγέντες τοις έθνεσι».

Και τώρα έχουμε πάλι ανάγκη χριστιανικής κατηχήσεως και απολογητικής, ένα έργο ε­ξαιρετικά δύσκολο, αφού οι κατηχούμενοι τε­λούν υπό τις επιδράσεις αρνητικών ρευμάτων, που ματαιώνουν έτσι τις προσπάθειες. Γι’ αυ­τό, μαζύ με το έργο τής Εκκλησίας, φροντί­ζουμε να εκθέσουμε τις πηγές, τις ρίζες, τις αρχές τής μόνης αληθινής χριστιανικής πί­στεως, ώστε να είναι δυνατή η διδασκαλία τής Σαρκώσεως του Θεού – Λόγου και να εξηγεί­ται η αναγκαιότης του Σταυρού και της Α­ναστάσεως.

Επίσης εκρίθη απαραίτητο να υπομνησθούν τιμωρητικές ενέργειες του Θεού, όταν είχε ε­ξαφανισθεί πλέον και η τελευταία ελπίδα με­τανοίας, για να θεμελιωθούν επάνω στην ιε­ρή Ιστορία οι παιδευτικές έκτακτες παρεμβάσεις του Θεού.

Άλλωστε η συνεχής παιδαγωγία του Θεού επάνω στον εκλεκτό λαό του Ισραήλ και οι προφητικές προαγγελίες μελλοντικών δεινών του, παραχωρουμένων προς μετάνοια, τεκμη­ριώνουν την σχέση του Θεού, στις ενέργειές Του, με τις διάφορες εθνικές συμφορές, μετα­ξύ των οποίων και οι σεισμοί, προαναγγελόμενοι! (Πρβλ. Ιώβ 9, 5 – 10. Αμώς 9, 5. Ναούμ 1, 5. Ησαΐας 13, 13΄ 24, 19-20. Ιερεμίας 23, 19΄ 28, 29).

Η Σάρκωση του Κυρίου ανοίγει νέα περίο­δο στις σχέσεις του Θεού με τον άνθρωπο, ο οποίος επανέρχεται πλέον στην πρώτη δόξα του, αγοράζεται, καθαρίζεται, φωτίζεται, νουθετείται, σώζεται, γίνεται κατοικητήριο της Αγίας Τριάδος. Έτσι ο άνθρωπος αποβαίνει πολυτιμώτατο  πλάσμα του Θεού, για το οποίο φροντίζει με ασύλληπτη στοργή. Στους τρό­πους εκδηλώσεως αγάπης χάρη της σωτηρίας του, ο Θεός χρησιμοποιεί και την παιδευτική του ράβδο. Στα παιδευτικά μέσα, σε κλίμακα ευρεία, είναι και οι σεισμοί, νόσοι, φυσικές α­νωμαλίες, ποικίλοι πειρασμοί, αιχμαλωσίες, πόλεμοι, λιμοί, ξηρασίες κ.λ.π.

Τόσο, βέβαια, οι σεισμοί, όσο και άλλες μορ­φές φυσικών ανωμαλιών, που προκαλούν ζη­μίες, θανάτους, τραυματισμούς κ.λ.π. αποτε­λούν φαινόμενα φυσικά, που σε μια ισόρροπη λειτουργία τους αποβαίνουν ευεργετικά για τη ζωή. Ο παράγων, που ανατρέπει την ισορρο­πία της λειτουργίας των φυσικών φαινομέ­νων, είναι ο Θεός, κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας. Κι’ αυτό, όπως ήδη εσημειώθη, ενεργείται από την αγάπη του Θεού για να διεγείρει τα παιδιά του σε «εργασία των εντο­λών του».

Στις ενέργειες της Προνοίας του Θεού, φαίνεται πως καταπιέζεται ή επηρεάζεται η ελευθερία του ανθρώπου. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο εκτίθενται ενδεικτικά τα όρια των σχέσεων Θεού και ελευθερίας του ανθρώπου, όπως και η αξία του είναι.

Επειδή δε θίγεται το πρόβλημα των ποικί­λων πειρασμών, που παραχωρούνται με παι­δευτικό σκοπό από το Θεό, ήταν απαραίτητο να καθορισθεί η θέση του διαβόλου και τα ό­ρια της κακοποιού δράσεώς του, που τελικά, από ορθή αντιμετώπιση των πειρασμών απο­βαίνουν ωφέλιμοι, αφού χάρη ωφελείας επι­τρέπονται από το Θεό. Κυρίως διατυπώνεται η αλλαγή σκηνικού, σε ό,τι αφορά στο σατανά και τη δύναμή του. Γιατί πραγματικά, μετά την Ανάσταση του Χριστού, ο μεν άνθρωπος έγινε δυνατώτερος, ο δε σατανάς ασθενέστε­ρος. Κι’ αυτό, πάλι κατ’ αναλογία με την συμπεριφορά του ανθρώπου, απέναντι στο Λυτρωτή Χριστό.

Πάντως είναι πολύ διαφωτιστική η προσ­φυγή στα κείμενα που υποδεικνύονται στο κεφ. 18 του βιβλιαρίου, ως προς τη φύση, το σκοπό και τη λειτουργία των πειρασμών. Οι δε λόγοι των Αγίων Πατέρων στις περι­πτώσεις καθολικών συμφορών, μας χαρίζουν την σωστή και ζωοποιό και σώζουσα ερμη­νεία, που στηρίζεται, βέβαια, στην ατράντα­χτη αυθεντικότητα των Αγίων Γραφών.

Ο Ησυχαστής, που υπέδειξε τα απαραίτη­τα στοιχεία για το θέμα μας, εισάγει στο τέ­λος ένα θεολογικό ογκόλιθο, όχι απλώς την α­γάπη του Θεού — που και δεν καταλαβαίνουμε πολλές φορές, αλλά και τείνει να γίνει ένα τετριμμένο είδος, από την επιπολαιότητα με την οποία σκεφτόμαστε για την κορυφαία «α­ρετή» του Θεού — αλλά εισάγει την Πρόνοια του Θεού, σαν ερωτική εκστατική κίνηση προς όλη την κτίση, που έλκει ερωτικά τα όν­τα προς εαυτόν και έλκεται από αυτά, κατά τη Μυστική Θεολογία της Ορθοδοξίας.

Με την ανάδειξη, λοιπόν, της ερωτικής α­μοιβαίας κινήσεως Θεού και όντων σαν κυρι­άρχου σχέσεως, αναιρείται κάθε φανταστική εκδοχή, ότι η κτίση είναι παραδομένη σε ψυ­χρούς νόμους (Καρτέσιος), ή ότι άγεται και φέρεται κατά υλιστική ντετερμινιστική νομο­τέλεια, ή πάλι, κατά την ημίπιστη άποψη, ότι η κτίση «συστενάζουσα» και «συνωδίνουσα» κ.λ.π. εκδηλώνει με αγριότητα τις ιδιοτροπίες της!

Γι’ αυτό και υποστηρίζεται με το βιβλιαράκι αυτό, ότι «χωρίς αγάπη και παντοδυναμία, Θεός δεν υπάρχει», και ότι η απόδοση των τρο­μακτικών σεισμών της Θεσσαλονίκης στην ά­λογη φύση, οδηγεί κατ’ ευθείαν στην αμφι­σβήτηση της παντοδυναμίας και της άπειρης αγάπης του Θεού, τις διαστάσεις των οποίων έζησαν οι Άγιοι Πατέρες. Και με την εν Αγίω Πνεύματι πείρα αυτή έμαθαν «δια μακα­ρίου πάθους» τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών και «ερεύνησαν τα βάθη του Θεού».

Ας παρακαλούμε τον Θεόν να «φωτίσει το σκότος» μας, για να τον γνωρίσουμε περισσό­τερο και να τον αγαπήσουμε, οπότε θα μάθου­με πόσο μας αγαπάει. Και τότε θα τα μάθουμε όλα. Έως ότου όμως γίνει αυτό, οφείλουμε να προσφεύγουμε στους Αγίους Πατέρας μας, που, σαν σκεύη του Αγίου Πνεύματος, μας διδάσκουν το συμφέρον της ψυχής μας και μαρτυρούν για την απερίγραπτη αγάπη του Θεού προς όλη τη δημιουργία του.

Άγιον Όρος, της Θείας Μεταμορφώσεως, 1978, Θεόκλητος Διονυσιάτης Μοναχός.

Αποσπάσματα από θεολογικό δοκίμιο μετά τους σεισμούς στην Θεσσαλονίκη.

Γ΄ΕΚΔΟΣΙΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΠΗΛΙΩΤΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Σολωμού 3, Τ.Κ. 10683

alopsis.gr