ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022

Εξομολόγηση

 

π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ

      Η ιερή εξομολόγηση ήταν πράξη γνωστή στην Παλαιά Διαθήκη (Λευϊτ. ε’ 5-6. Άριθ. ε’ 5-7. Παροιμ. κη’ 13). Γι’ αυτό και οι άνθρωποι προσέρχονταν στον Ιωάννη τον Πρόδρομο και εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους, ενώ εκείνος πιστοποιούσε την μετάνοιά τους με το βάπτισμα (Ματθ. γ’ 5-6. Μάρκ. α’ 4-5).

   Η πράξη αυτή συνεχίσθηκε και στη χριστιανική Εκκλησία- «πολλοί των πιστευσάντων ήρχοντο εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών και φανερώνοντες τας πράξεις αυτών» (Πράξ. ιθ’ 18) με αποτέλεσμα να συγχωρούνται από τούς αποστόλους, σύμφωνα με την υπόσχεση του Κυρίου, πώς θα δινόταν στους αποστόλους η εξουσία αυτή (Ματθ. ιστ’ 19. ιη’ 18). Αυτό εκπληρώθηκε μετά την ανάσταση του Χριστoύ. Η συγχώρηση δεν βασιζόταν φυσικά στη δύναμη των απoστόλων, αλλά «εν τω αίματι» του Κυρίου (Ιω. κι’ 21-23. Α’ Ιω. α’ 7).

  Ο εξομολόγος χρησιμοποιείται ως όργανο, ως υπηρέτης του Χριστού και οικονόμος των μυστηρίων του Θεού (Α’ Κορ. δ’ 1. πρβλ Τίτ. α’ 7. Α’ Ιω. α’ 9- β’ 2).

Στην αρχαία Εκκλησία η εξομολόγηση γινόταν δημόσια στην ιερή σύναξη των πιστών, όπου βέβαια ήταν και το ιερατείο και ο επίσκοπος, ο οποίος έδινε την άφεση. «Όλους όσοι μετανοούν τούς συγχωρεί ο Κύριος, εάν μετανοήσουν εις ενότητα Θεού και εις συνέδριον επισκόπου», λέγει χαρακτηριστικά ο άγιος Ιγνάτιος (Ιγν., Φιλαδ. 8,1), ενώ η «Διδαχή» προτρέπει: «Εν Εκκλησία εξομολογήση τα παραπτώματά σου, και ου προσελεύση επί προσευχή σου εν συνειδήσει πονηρά, αύτη εστίν η οδός της ζωής» (Διδ. 4,14).

Ο άγιος Κυπριανός τονίζει πώς ο αμαρτωλός γίνεται πάλι δεκτός στην εκκλησιαστική κοινωνία, δηλαδή στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας «δια της επιθέσεως των χειρών του επισκόπου και του ιερατείου», αφού προηγουμένως εξομολογηθεί (Κυπρ. επιστ. 16,2), δεν επιτρέπει την θεία κοινωνία σε κανένα, «εάν προηγουμένως ο επίσκοπος και το ιερατείο δεν επιθέσουν την χείρα επάνω του» (επιστ. 18,2), η «άφεση», λέγει, πού έγινε «δια των ιερέων» είναι «αρεστή στον Κύριο» (De lapsis 29).

Ο Ωριγένης θεωρεί σαν φυσικό επακόλουθο, «σύμφωνα με την εικόνα εκείνου πού έδωσε την ιεροσύνη στην Εκκλησία, να αναδέχονται και οι λειτουργοί και ιερείς της Εκκλησίας τα αμαρτήματα του λαού και μιμούμενοι τον Διδάσκαλο, να παρέχουν στο λαό την άφεση των αμαρτιών»(Ωριγ., Εις Λευίτ., Ομιλ ν, 3).

Ο Μ. Βασίλειος αναφέρεται στην εξομολόγηση κατά την απoστoλική Εκκλησία (Πράξ. ιθ’ 18) και συμπεραίνει πώς «είναι ανάγκη να εξομολογούμεθα τα αμαρτήματα εις τούς εμπεπιστευμένoυς την οικονομίαν των μυστηρίων του Θεού» (Α’ Κορ. δ’ 1), επειδή και οι πρώτοι χριστιανοί «εξομολογούντο εις τούς αποστόλους, οι οποίοι και εβάπτιζον άπαντες» (Μ. Βασιλ, Όροι κατ’ επιτ. 288).

Ο άγιος Ιωάννης ο Xρυσόστoμoς αναφέρει για τούς ιερείς: «Ενώ κατοικούν και περιφέρονται ακόμη εις την γην, ανέλαβον την διεύθυνσιν ουρανίων υποθέσεων με εξουσίαν πού δεν έδωσεν ο Θεός ούτε εις τούς αγγέλους, ούτε εις τούς αρχαγγέλους. Δεν είπε πραγματικά προς τούς αγγέλους, … ο δεσμός όμως των ιερέων εγγίζει την ιδίαν την ψυχήν και διαβαίνει προς τούς ουρανούς, και όσα ενεργούν κάτω οι ιερείς, τα επικυρώνει άνω ο Θεός. Ο Δεσπότης εγκρίνει την απόφασιν των δούλων. Μήπως δεν τούς έδωσεν ολόκληρον την ουράνιον εξουσίαν; Τούς είπεν, όποιων τας αμαρτίας κρατήσετε, θα είναι κρατημέναι» (Χρυσ., Περί Ιερωσ. Λόγος γ’ 5).

Η Ορθόδοξη λοιπόν Εκκλησία συνεχίζει αυτή την πρωτοχριστιανική παράδοση της εξομολόγησης ενώπιον του πνευματικού.

 

Από το βιβλίο: ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΙΡΕΣΕΩΝ & ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ