ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2022

ΤΑ ΤΕΣΣΑΡΑ ΧΡΩΜΑΤΑ (2)

Tessera-Xr.

Ἀπo ΒΙΒΛΙΟ «ΤΑ ΤΕΣΣΑΡΑ ΧΡΩΜΑΤΑ»
Του Μητροπολιτου Φλωρινης Αυγουστινου Καντιωτου, σελίδες 13-16

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄.

Πρὸς ὅλην τὴν εἰκόνα. – Ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ, ὡς εἴπομεν, προτιθέμεθα νὰ ἑρμηνεύσωμεν τὴν περικοπὴν ἐκείνην τῆς Ἀποκαλύψεως, ἡ ὁποία ὁμιλεῖ περὶ τῶν τεσσάρων χρωμάτων (Ἀποκ. 6, 1-8). Ἀλλὰ βασικὸς κανὼν τῆς ἑρμηνείας τῶν Ἱερῶν κειμένων εἶναι ὅτι οὐδεμία περικοπὴ πρέπει νὰ ἑρμηνεύεται χωρὶς νὰ συσχετίζεται καὶ νὰ παραλληλίζεται πρὸς ἄλλα χωρία τὰ ὁποῖα ρίπτουν περισσότερον φῶς ἐπὶ τῆς Ἑρμηνευομένης περικοπῆς. Ἡ Γραφὴ διὰ τῆς Γραφῆς. Συνεπῶς καὶ οἱ περὶ τῶν τεσσάρων διαφόρου χρώματος ἵππων θαυμασία περικοπὴ δὲν δύναται νὰ νοηθῇ καὶ ἑρμηνευθῇ μεμονομένως. Τὴν περικοπὴν πρέπει νὰ συσχετίσωμεν ἐν πρώτοις με τὰ προηγούμενα. Πρέπει νὰ τὴν θεωρήσωμεν ὡς ἕνα κρῖκον μιᾶς χρυσῆς ἀλύσεως ἰδεῶν. Πρέπει νὰ τὴν ἴδωμεν μέσα εἰς τὴν ὅλην εἰκόνα. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος, ὅστις ἵσταται ἐνώπιον μιᾶς πολυσυνθέτου εἰκόνος μεγάλου ζωγράφου καὶ θέλει νὰ κατανοήσῃ τὴν εἰκόνα, πρέπει πρῶτον νὰ ρίψῃ ἕν βλέμμα εἰς τὴν ὅλην εἰκόνα καὶ νὰ συλλάβῃ τὴν κεντρικὴν ἰδέαν, ἡ ὁποία ἐκίνει τὸν χρωστῆρα τοῦ ζωγράφου καὶ ἔπειτα νὰ στρέψῃ τὴν προσευχήν του καὶ νὰ ἐξετάσῃ ἕν ἕκαστον σημεῖον τῆς εἰκόνος, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐδῶ πρέπει νὰ πράξωμεν.

Πρέπει νὰ ἴδωμεν προηγουμένω συνολικῶς τὴν εἰκόνα, ἐκ τῆς ὁποίας ἐλήφθῃ ἡ περικοπὴ τῶν τεσσάρψν χρωμάτων, ἵνα μὴ πάθωμεν καὶ ἡμεῖς ὅ,τι ἔπαθεν ἀμαθής τις, ὅστις, ὅταν τῷ παρουσιάσθῃ ἡ λαμπρὰ εἰκὼν τοῦ μυστικοῦ δείπνου, δὲν ἐπρόσεξε τὴν ὅλην εἰκόνα, δὲν προσήλωσε τοὺς ὀφθαλμούς του εἰς τὸ κύριον πρόσωπον, τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, οὔτε εἶδε κἄν ἔνα ἐκ τῶν 12 μαθητῶν καὶ ἀποστόλων, ἀλλʼ ὅλην τὴν προσοχήν του ἔστρεψε, παρατηρῶν καὶ θαυμάζων ἕν ὠραῖον πινάκιο, ὅπερ ἐπὶ τῆς Τραπέζης εἶχε ζωγραφήσει ὁ περίφημος ζωγράφος. Ἀλλὰ ὁ ζωγράφος δὲν ἐκοπίασεν ἡμέρας καὶ νύκτας διὰ νὰ θαυμάζουν οἱ ἄνθρωποι τὸ πινάκιον. Τὸ πινάκιον ἦτο μία λεπτομέρεια, ἀναγκαία διὰ τὴν σύνθεσιν τῆς εἰκόνος, ἀλλὰ πρὸς αὐτὴν μόνον τὴν λεπτομέρειαν τῆς εἰκόνος δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ στραφῇ ὁλόκληρος ἡ προσοχὴ τοῦ θεατοῦ. Τὸ πρόσωπον τοῦ Κυρίου θὰ ἔπρεπε νὰ ἐλκύσῃ τὴν προσοχήν του καὶ πᾶν ὅ,τι ἄλλο πρόσωπον ἤ πρᾶγμα ἐν τῇ εἰκόνι ἔβλεπε, ἔπρεπε νὰ τὸ βλέπῃ οὐχὶ μεμονωμένος, ἀλλὰ πάντοτε ἐν σχέσει μὲ τὸν Κύριον.
Δυστυχῶς ἐν τῇ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας παρουσιάζεται τὸ θλιβερὸν φαινόμενον: Ἄνθρωποι νʼ ἀνοίγουν τὴν Ἁγίαν Γραφήν, ἀλλὰ ἐξ ὅλων τῶν σελίδων αὐτῆς νὰ λαμβάνουν ἕν καὶ μόνον χωρίον καὶ μάλιστα χωρίον προφητικὸν καὶ δυσνόητον, καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἐξετάσουν μὲ ἄλλα παράλληλα χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, χωρὶς νὰ ἐρωτήσουν τοὺς μεγάλους Διδασκάλους καὶ Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, πῶς τὸ ἡρμήνευσαν φωτιζόμενοι ἀπὸ τὰς ἀκτίνας τοῦ παναγίου Πνεύματος, αὐτοὶ διὰ τῆς διανοίας των καὶ μόνον ζητοῦντες νὰ ἑρμηνεύσουν τὸ ἀπομεμονωμένον χωρίον τὸ παρερμηνεύουν, τὸ διαστρεβλώνουν τελικῶς καὶ ἐπὶ μιᾶς τοιαύτης παρερμηνείας καὶ διαστροφῆς, ὡς ἐπὶ ἀληθείας, στηριζόμενοι κτίζουν ὁλόκληρα οἰκοδομήματα πλάνης καὶ αἱρέσεως φοβερᾶς. Ἐπὶ παρερμηνειῶν καὶ διαστραβλώσεων μεμονωμένων περικοπῶν καὶ χωρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὅλαι αἱ πλάναι καὶ αἱρέσεις, αἱ συνταράξασαι τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Παράδειγμα ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας ἔχομεν τοὺς χιλιαστὰς ἤ τοὺς σπουδαστὰς τῶν Ἁγίων Γραφῶν ἤ τοὺς μάρτυρας τοῦ Ἰεχωβᾶ ἤ ὅπως ἄλλως ὀνομάζουν ἑαυτοὺς οἱ αἱρετικοὶ οὗτοι οἱ ἀλλάσσοντες ὀνόματα πρὸς ἐξαπάτησιν τῶν πολλῶν*. Αὐτοὶ ἐστήριξαν τὸ ὅλον οἰκοδόμημα τῶν πλανῶν καὶ τῶν αἱρέσεών των καὶ ἐπὶ ἄλλων μὲν παρερμηνειῶν καὶ διαστρεβλώσεων ἁγιογραφικῶν χωρίων, ἀλλὰ κυρίως ἐπὶ περικοπῆς τῆς Ἀποκαλύψεως (κεφ. 20, στιχ. 2-6), τῆς ὁμιλούσης περὶ χιλιετοῦς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὴν περικοπὴν ταύτην ἑρμηνεύοντας κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ὑλόφρονος αὐτῶν καρδίας φαντάζονται ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ἐγκαθιδρύσῃ ἐν τῷ κόσμῳ κραταιὰν Ἑβραϊκὴν κοσμοκρατορίαν μὲ πρωτεύουσαν τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ μὲ πρωθυπουργὸν καὶ ὑπουργοὺς τοὺς Πατριάρχας τῆς Π. Διαθήκης!!
* Ὡς πρόδρομοι τῶν χιλιαστικῶν δοξασιῶν δύνανται νὰ χαρακτηρισθοῦν ἐκ τῶν ἀρχαίων αἱρετικῶν ὁ Νέπως καὶ ὁ Κήρινθος. Ὁ ἐκκληστ. Ἱστορικὸς Εὐσέβιος περὶ μὲ τοῦ πρώτου λέγει, ὅτι ἡρμήνευε τὴν Ἀποκάλυψιν ἐπὶ τὸ «Ἰουδαϊκώτερον» καὶ ἐφαντάζετο τὴν χιλιετηρίδα ὡς ἐπίγειον βασιλεῖαν τοῦ Ἰησοῦ, τῆς ὁποίας τὰ ἀγαθὰ θὰ ἦσαν καθαρῶς ὑλικῆς φύσεως, περὶ δὲ τοῦ Κηρίνθου λέγει, ὅτι οὗτος ἦτο «φιλοσώματος καὶ πάνυ σαρκικὸς» καὶ οὐδὲν ἄλλο ἔβλεπεν ἐν τῇ περιόδῳ τῶν 1000 ἐτῶν εἰμὴ συνεχῆ τρυφὴν αἰσθήσεων, ὑλικὰς ἑορτὰς καὶ πανηγύρεις, ἐκλεκτὰ φαγηὰ καὶ ποτά, σαρκικὰς ἐνώσεις καὶ ἀπολαύσεις καὶ ἐν γένει πλήρωσιν πάσης ἐπιθυμίας τῆς γαστρὸς καὶ τῶν ὑπογαστρίων ἐπιθυμιῶν! Ὁποία διαστροφὴ τῶν ὐψηλῶν ἰδεῶν τῆς Ἀποκαλύψεως!
Διὰ τῶν αἱρετικῶν τούτων ὁ ὑλισμὸς παρουσιάζετο οὐχὶ γυμνός, ὡς παρὰ τοῖς ἀθέοις, ἀλλʼ ἐστολισμένος μὲ τὴν χλαμύδα τῆς θρησκευτικῆς διδαχῆς καὶ ἐγένετο διὰ τοῦτο εὐπροσδεκτότερος εἰς τοὺς ἔχοντας παχυλὴν τὴν καρδίαν. Τοιοῦτον ὑλικὸν παράδεισον ἐδίδαξε καὶ ὁ Μωαμεθανισμὸς καὶ εἴ τι ἄλλο πολιτικὸν ἤ θρησκευτικὸν σύστημα τῶν παλαιοτέρων καὶ τῶν νεωτέρων χρόνων, ὅπερ ἀγνοεῖ τὴν φύσιν τῆς ἐν Χριστῷ νέας, μακαρίας καὶ ἀθανάτου ζωῆς, καὶ περιορίζει τὸ ἰδανικὸν τῆς εὐτυχίας εἰς τό: «ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά˙ ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Ἀλλʼ ὁ τοιοῦτος παράδεισος, τὸν ὁποῖον πλάθει ἡ νοσηρὰ φαντασία τῶν «φιλοσωμάτων καὶ πάνυ σαρκικῶν ἀνθρώπων», ἀπέχει ἀπὸ τὴν ἀληθινὴν ἔννοιαν τοῦ παραδείσου ὅσον ἡ γῆ τοῦ οὐρανοῦ. Ὡς κηρύττει «τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς» ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν: «οὐκ ἔστιν ἠ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις, ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν πνεύματι ἁγίῳ» (Ρωμ. 14, 17).
Πρὸς τοὺς ὁπαδοὺς τῶν αἱρέσεων καὶ μάλιστα τῆς δεινοτέρας ὅλων τῶν αἱρέσεων, ὡς εἶνε ἡ αἵρεσις τῶν συγχρόνων χιλιαστῶν, ἡ ὁποία ἀνέμιξε πᾶν εἶδος αἱρέσεως καὶ κατεσκεύασε τὸ τερατωδέστερον τῶν τεράτων τῆς πλάνης, ἡ συμπεριφορὰ τῶν Ὀρθοδόξων πρέπει νὰ εἶνε ὁποία ἦτο ἡ συμπεριφορὰ τοῦ συγγράψαντος τὴν Ἀποκάλυψιν Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, περὶ τοῦ ὁποίου λέγεται, ὅτι ὄταν κάποτε εἰσῆλθεν εἰς βαλανεῖον (δημόσια λουτρά) καὶ ἐπληροφορήθη, ὅτι ἐντὸς τοῦ βαλανείου εὑρίσκετο καὶ ὁ Κήρινθος δὲν ἐστάθη οὐδὲ στιγμήν, ἀλλ ἀπεπήδησε καὶ ἔφυγε καὶ εἶπεν εἰς τοὺς περὶ αὐτὸν τὸ περίφημον ἐκεῖνο: «Φύγωμεν, μὴ καὶ τὸ βαλανεῖον συμπέσῃ, ἔνδον ὄντος Κηρίνθου, τοῦ τῆς ἀληθείας ἐχθροῦ».
Διὰ νʼ ἀποφύγωμεν λοιπὸν τὸν κίνδυνον τῆς παρερμηνείας μεμονωμένης περικοπῆς, πρὶν ἤ εἰσέλθωμεν εἰς τὴν πρακτικὴν ἑρμηνείαν τῆς περικοπῆς τῶν 4 χρωμάτων πρέπει νὰ ρίψωμεν ἕν βλέμμα εἰς τὰ προηγούμενα αὐτῆς καὶ νὰ ἴδωμεν τὴν συμβολικὴν εἰκόνα, τὴν ὅρασιν.
Ἀλλὰ τίς ἡ ὅρασις, εἰς τὴν ὁποίαν, ὡς εἰς ἰδιαίτερον ἀστερισμὸν ἰδεῶν, ἀνήκει καὶ ἡ περικοπὴ τῶν 4 χρωμάτων; Ἡ ὅρασις αὐτὴ εἶναι μία ἐκ τῶν μεγαλοπρεπεστέρων ὁράσεων, τὰς ὁποίας περιέχει τὸ προφητικὸν βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως. Καταλαμβάνει δύο κεφάλαια αὐτῆς, τὸ Δ΄ καὶ τὸ Ε΄ κεφάλαιον. Ἄς ρίψωμεν λοιπὸν ἐπʼ αὐτῆς τὸ βλέμμα.

Σχόλιο εἰσαγωγὴ(*)

_______________________________________________________

(*) Χάριν τῶν ἀναγνωστῶν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι θὰ ἤθελον νὰ μελετήσουν ἐπιστημονικώτερον ὁλόκληρον τὴν Ἀποκάλυψιν καὶ νὰ ἴδουν τὴν ποικιλίαν τῶν ἑρμηνευτικῶν μεθόδων ποὺ ἐφηρμόσθησαν διὰ τὴν κατανόησιν τῶν δυσκόλων χωρίων τοῦ ἱεροῦ τούτου βιβλίου, σημειώνομεν, ὅτι ἐκτὸς τῶν ἀρχαίων ἑρμηνευτῶν Ἀνδρέου καὶ Ἀρέθα, ἐπισκόπων Καισαρείας, ὡς καὶ τοῦ Οἰκουμενίου, ἐπισκόπου Τρίκκης τῆς Θεσσαλίας, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν πρὸ τῆς πρώτης χιλιετηρίδος καὶ διὰ τῶν σπουδαίων ἑρμηνευτικῶν ὑπομνημάτων πρῶτοι διήνοιξαν τὴν ὁδὸν τῆς ἑρμηνείας, κατὰ τοὺς νεωτέρους χρόνους σχετικῶς μὲ τὴν ἑρμηνείαν τῆς Ἀποκαλύψεως ἐξεδόθησαν τὰ ἑξῆς συγγράμματα: 1) Ἑρμηνεία εἰς τὴν Ἱερὰν Ἀποκάλυψιν τοῦ ἁγίου ἐνδόξου καὶ πανευφήμου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου συντεθεῖσα ὑπὸ τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἀνθίμου, ἐκδοθεῖσα ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Κυρίλλου – Ἑν Ἱεροσολύμοις ἐκ τῆς τυπογραφίας τοῦ Παναγίου Τάφου – 1856. 2) Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ὑπὸ Ἀποστ. Μακράκη – Ἀθῆναι πρώτη ἔκδοσις 1882, ἔκδοσις δευτέρα Ἀθῆναι 1929. 3) Ἡ Ἑπτάφωτος Λυχνία, ἤτοι ἑρμηνεία τῆς Ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ὑπὸ Ἀντίπα Μοναχοῦ – Πατμίου – Ἀθῆναι 1923. 4) Ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννου ὑπὸ τοῦ καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Παν. Μπρατσιώτου – Ἀθῆναι 1950 καὶ 5) Ἑρμηνεία Ἀποκαλύψεως ὑπὸ ἀρχιμ. Ἰωὴλ Γιαννακοπούλου Καλάμαι – 1950.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ