ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2022

Ἡ ἀρετή τῶν ἁγίων μεταδίδεται στήν ἄλογο φύση

 

Ψυχοφελή

π.Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος

    Ὁ ἄνθρωπος πού μένει πιστός στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί πού ἀνταποκρίνεται σ’ αὐτή μέ τή δική του ἀγάπη, δέχεται τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ χάρη ξεχύνεται σέ ὅλο τό περιβάλλον τοῦ ἁγίου ἀνθρώπου καί τό καθιστᾶ εὐλογημένο. Οἱ ἅγιοι αἰσθάνονται τότε βαθύτατα τόν σύνδεσμο τῆς ἀγάπης ὄχι μόνο μέ τούς συνανθρώπους, ἀλλά καί μέ ὁλόκληρη τή δημιουργία. Αὐτόν τό σύνδεσμο ἐκφράζουν στήν ζωή τους μέ πολλούς τρόπους.

ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος ἔλεγε πώς ὁ ἐλεήμων ἄνθρωπος «προσεύχεται κάθε στιγμή μέ δάκρυα καί γιά τήν ἄλογο κτίση και γιά τούς ἐχθρούς τῆς ἀλήθειας καί γι’ αὐτούς πού τόν βλάπτουν, ὥστε νά διαφυλαχθοῦν καί νά συγχωρηθοῦν. Προσεύχεται ἀκόμη καί γιά τά ἑρπετά, μέ τή μεγάλη του ἐλεημοσύνη, πού κινεῖται μέσα στήν καρδιά του χωρίς μέτρο, ἔχοντας τήν ὁμοιότητα πρός τόν Θεό».

Οἱ ἅγιοι αἰσθάνονται ἑνωμένοι μέ ὁλόκληρο τόν κόσμο. Νιώθουν προσωπική εὐθύνη γιά τή δημιουργία καί ζητοῦν νά μεταμορφώσουν τά πάντα, νά τά ἐπαναφέρουν στήν πρωταρχική τους ἑνότητα καί ἁρμονία (πρβλ. Ἰώβ ε΄22).

«Πλησιάζει ὁ ταπεινόφρων ἄνθρωπος εἰς τά καταστρεπτικά θηρία», λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, «καί μόλις τόν δοῦν, ἀμέσως ἡμερεύει ἡ ἀγριότης των καί τόν πλησιάζουν ὡς ἀφέντην των καί κουνοῦν τό κεφάλι καί τοῦ γλύφουν τά χέρια καί τά πόδια του, ἐπειδή αἰσθάνονται ἐπάνω του ἐκείνη τήν εὐωδία τήν ὁποίαν ἐσκόρπιζεν ὁ Ἀδάμ πρό τῆς παρακοῆς. Καί αὐτό τό ὁποῖον μᾶς ἀφηρέθη τότε, μᾶς τό ἔδωσε καινούργιον ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τήν παρουσίαν Του εἰς τήν γῆν καί ἀρωμάτισε μέ εὐωδίαν τό ἀνθρώπινο γένος…. Ἀλλά ἀκόμη καί οἱ δαίμονες μέ ὅλην των τήν θρασύτητα καί τήν πίκρα καί μέ ὅλην των τήν ὑπερηφάνειαν, ὅταν πλησιάζουν τόν ταπεινόφρονα γίνονται ὡς χῶμα καί ὅλη των ἡ κακία μαραίνεται καί ὅλα τά τεχνάσματα καί ἡ πανουργία δέν ἔχουν πλέον καμμίαν δύναμιν».

Συγκινητικά εἶναι τά παραδείγματα τῶν ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν τό σύνδεσμο τῆς ἑνότητας καί τῆς ἀγάπης καί μέ αὐτά ἀκόμη τά ἄγρια θηρία.

Ὅταν ἡ ἡγεμόνας τῆς Καππαδοκίας ἔστειλε ἱππεῖς νά συλλάβουν τόν ἅγιο Μάμαντα, ἐκεῖνος προεγνώρισε τό γεγονός αὐτό μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἐξῆλθε νά τούς προϋπαντήσει.

«Συναντηθέντες δέ καί μη γνωρίζοντες οἱ στρατιῶται τόν ἅγιον, ἠρώτησαν αὐτόν ἄν γνωρίζη ποῦ εὑρίσκεται ὁ Μάμας. Ὁ δέ μάρτυς εἶπεν εἰς αὐτούς:

-Κατά τό παρόν, ὧ φίλοι, πρέπει νά ἀναπαυθῆτε. Κατεβῆτε, ὅθεν, ἀπό τούς ἵππους σας καί ἔλθετε μετ’ ἐμοῦ νά γευθῶμεν τροφῆς, κατόπιν δέ ἐγώ θέλω σᾶς δείξει τόν Μάμαντα.

Ἐφιλοξενοῦντο, ὅθεν, οὗτοι ἀπό τόν ἅγιο διά τυροῦ καί ἄρτου καί ἔτρωγον μέ μεγάλην ὄρεξιν, ἐκεῖνα τά ὁποῖα τούς προσέφερε ὁ καλός φιλευτής.

Ἦλθον δέ τότε κατά τήν συνήθειαν καί τά ἄγρια ζῶα διά νά ἀμελχθοῦν ἀπό τόν ἅγιο, τά ὁποῖα εὐθύς ὡς εἶδον οἱ στρατιῶται ἐφοβήθησαν κατά πολύ καί ἐγκαταλείποντες τό φαγητόν προσέδραμον εἰς τὸν μάρτυρα διά νά τούς βοηθήση, ὁ δέ ἅγιος τούς ἐνεθάρρυνεν. Εἶτα δέ θέλων  νά τούς ἄπαλλάξη καί ἀπό κάθε φροντίδα τούς εἶπε:

-Ἐγώ εἶμαι ὁ Μάμας, τόν ὁποῖον ζητεῖτε. Ὅθεν σᾶς παρακαλῶ ἐπιστρέψατε εἰς Καισάρειαν καί ἐγώ ἔρχομαι ἀμέσως ταχέως».

Ἐπίσης ὁ ἅγιος Γεράσιμος εἶχε ἕνα λιοντάρι σάν πιστό ἀκόλουθο, στό ὁποῖο μάλιστα ἀνέθεσε νά φροντίζει τό γαϊδουράκι του.

Τέτοια περιστατικά βρίσκουμε καί στήν ἁγία Γραφή. Γιά τόν Δαυΐδ π.χ. ἀναφέρεται πώς στή νεανική του ἡλικία «ἔπαιζε μέ τούς λέοντες ὡσάν μέ τά ἐρίφια· καί μέ τάς ἄρκτους ὡσάν μέ τά ἀρνία τῶν προβάτων»(Σοφ. Σειρ. μζ΄ 3, πρβλ. Α΄ Βασιλ. ιζ΄34-37). Γνωστή εἶναι καί ἡ ἱστορία τοῦ Δανιήλ, πού ἐρρίφθη στό λάκκο τῶν λεόντων καί ἔμεινε τελείως ἄθικτος μιά ὁλόκληρη νύχτα. Ὅμως τά ἴδια ἐκεῖνα θηρία κατασπάραξαν ἀμέσως τούς συκοφάντες του, πρίν ἀκόμη φθάσουν στό βυθό τοῦ λάκκου.

Ὁ Δανιήλ περιφρόνησε τήν ἀπαγόρευση τοῦ Βασιλέα τῶν Περσῶν Δαρείου καί προσευχόταν καθημερινά στόν Θεό. Οἱ δόλιοι ἄρχοντες, πού παρέσυραν τόν Βασιλέα νά ἐκδόσει τή διαταγή νά ἐξοντώσουν τόν Δανιήλ, ἐπρόδωσαν τόν πιστό δοῦλο τοῦ Θεοῦ στό Δαρεῖο. Ὁ Βασιλιᾶς λυπήθηκε εἰλικρινά καί μιά ὁλόκληρη ἡμέρα προσπάθησε νά βρεῖ τρόπο νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν καταδίκη ὁ Δανιήλ. Ὅμως οἱ πονηροί ἄνθρωποι τοῦ εἶπαν:

«-Ἔχε ὑπ’ ὅψιν σου, βασιλεῦ, ὅτι συμφώνως πρός τόν νόμον τῶν Μήδων καί τῶν Περσῶν, κανένα διάταγμα, καμμία ἀπαγόρευσις ἐκδιδομένη ὑπό τοῦ βασιλέως δέν τροποποιεῖται.

Τότε ὁ Βασιλεύς διέταξε καί ἔφεραν τόν Δανιήλ καί τόν ἔρριψαν εἰς τόν λάκκον τῶν λεόντων. Εἶπε δέ ὁ βασιλεύς εἰς τόν Δανιήλ:

-Ὁ Θεός σου, τόν ὁποῖον σύ λατρεύεις πάντοτε, αὐτός θά σέ γλιτώση ἀπό τόν κίνδυνο.

Καί ἔφεραν λίθον καί τόν ἔθεσαν εἰς τό ἄνοιγμα τοῦ λάκκου καί ὁ βασιλεύς τόν ἐσφράγισε μέ τό δακτυλίδι του καί μέ τό δακτυλίδι τῶν μεγιστάνων του, διά νά μή γίνη καμμία τροποποίησηις ὑπέρ τοῦ Δανιήλ.. Ὅταν ἦλθεν ἡ πρωΐα καί ἐφώτισεν ἡ ἡμέρα, ἠγέρθη ὁ βασιλεύς καί ἔτρεξεν εἰς τόν λάκκον τῶν λεόντων. Καθώς δέ ἐπλησίαζεν εἰς τόν λάκκον, ἐφώναξεν μέ φωνή ἰσυχράν:

-Δανιήλ, δοῦλε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ Θεός τόν ὁποῖον σύ  πάντοτε λατρεύεις ἠμπόρεσε νά σέ σώση ἀπό τό στόμα τῶν λεόντων;

Τότε ὁ Δανιήλ ἀπήντησεν εἰς τόν βασιλεά:

-Βασιλεῦ, εἰς τούς αἰῶνας νά ζήσης. Ὁ Θεός μου ἔστειλε τόν ἄγγελόν Του καί ἔκλεισε τά στόματα τῶν λεόντων καί τοιουτοτρόπως κανείς ἀπό αὐτούς δέν μέ ἔβλαψε, διότι ἐγώ ἔπραξα ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ μου τό ὀρθόν καί εὐθές. Ἀλλά καί ἀπέναντί σου, βασιλεῦ, δέν διέπραξα κανένα σφάλμα.

Τότε ὁ βασιλεύς ἐδοκίμασε μεγάλην χαράν καί διέταξε νά τόν ἀνασύρουν ἀπό τόν λάκκο. Πράγματι τόν ἀνέσυραν ἀπό τόν λάκκον καί τόν εὗρον ἀβλαβῆ, διότι ἐπίστευεν εἰς τόν Θεόν του.

Ὁ βασιλεύς διέταξε τότε καί ἔφεραν τούς ἄνδρας, οἱ ὁποῖοι ἐσυκοφάντησαν τόν Δανιήλ καί τούς ἔρριψαν εἰς τόν λάκκον τῶν λεόντων, αὐτούς καί τά παιδιά των καί τά γυναίκας των. Καί δέν πρόφθασαν νά φθάσουν εἰς τόν βυθόν τοῦ λάκκου καί οἱ λέοντες τούς ἥρπασαν καί συνέτριψαν ὅλα τά κόκκαλά των» (Δανιήλ 6, 14-24).

Τά παραδείγματα αὐτά ἀπό τή ζωή τῶν ἁγίων ἀνθρώπων μᾶς φανερώνουν, ὅτι ἡ ἀρετή καί ἡ ἀγάπη τῶν γνησίων παιδιῶν τοῦ Θεοῦ μεταδίδεται καί βρίσκει ἀνταπόκριση σ’ ὁλόκληρο τό περιβάλλον των, καί σ’ αὐτά ἀκόμη τά ἄγρια θηρία. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο οἱ ἅγιοι ἄνθρωποι ζοῦν ἤδη ἀπό αὐτή τή ζωή τή συμφιλίωση μέ ὁλόκληρη τή δημιουργία.

Αὐτή ἡ ἑνότητα τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ θά ὁλοκληρωθεῖ στούς ἔσχατους καιρούς, ὁπότε «οἱ λύκοι καί τά ἀρνιά θά βόσκουν μαζί καί ὁ λέων θά τρώγη ἄχυρον ὡσάν τό βόϊδι, τό δέ φίδι θά τρώγη τήν γῆν ὡσάν ψωμί. Δέν θά προξενήσουν πλέον καμμίαν βλάβην καί κανένα κακόν εἰς τό ἅγιον ὄρος μου, λέγει Κύριος» (Ἡσ. 65,25).

Ἡ Ὀρθοδοξία μας – π.Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος  Δρ. Θεολογίας, Δρ. φιλοσοφίας