ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2022

Η ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

 

ΝΙΚΟΛΑΟΥ   Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ

 Έκδοση 8η-Αθήνα 1989

Η κατηγορία

ΠΟΛΛΟΙ αρνήθηκαν τη μοναδικότητα του Χριστιανισμού· δε δέχθηκαν, ότι ο Χριστιανισμός είναι «αλήθεια εξ αποκαλύψεως» με μοναδική προσφορά στον άνθρωπο και πρόβαλαν διάφορα επιχειρήματα.

Ένα από τα πιο διαδεδομένα είναι κι αυτό που λέει, πώς ο Χριστιανισμός είναι τάχα σύνθεση, ανάπτυγμα και μεταμόρφωση προηγούμενων φιλοσοφιών. Κι επειδή η ηθικιστική φιλοσοφία της Στοάς έχει στοιχεία, που δείχνουν κάποια ομοιότητα με εκείνα της Ευαγγελικής αλήθειας, επιμένουν πώς ο Χριστιανισμός είναι κυρίως ανάπτυγμα τούτης της φιλοσοφίας. Έφθασαν μάλιστα να ονομάσουν τον Σενέκα (από τους κύριους εκπροσώπους της Στοάς)… «θείο του Χριστιανισμού»! «Πατέρας» του Χριστιανισμού, λένε, είναι ο Εβραίος πλατωνιστής φίλων ο Αλεξανδρεύς, που εκπροσωπεί τον μεσσιανισμό της διασποράς. Οι χαρακτηρισμοί «πατέρας» και «θείος» του Χριστιανισμού ανήκουν στον περασμένο αιώνα και είναι εφεύρεση του υλιστού Ένγκελς.1

Η… «εφεύρεση» αυτή πιπιλίζεται από τότε σαν καραμέλα από όλους τους πολέμιους του Ευαγγελίου. Ο άθεος Γ. Κορδάτος για παράδειγμα γράφει: «Ο στωικισμός δάνεισε τα περισσότερα φιλοσοφικά καλούπια στον εξωπαλαιστινιακό Χριστιανισμό (…). Ο Παυλιανισμός (…) δεν είναι τίποτε άλλο στο δογματικό μέρος παρά ένα ανακάτεμα Ιουδαϊσμού και στωικισμού. Πολλές φορές μάλιστα δανείζεται στο κήρυγμα του και φράσεις ολόκληρες από τις στωικές διδασκαλίες». Κρίνοντας δε την θαυμάσια ιστορική ομιλία του Απ. Παύλου στον Άρειο Πάγο. Παρατηρεί: «φράσεις ολόκληρες είναι παρμένες από στωικούς φιλοσόφους (…). Με το πέρασμα όμως του χρόνου και ο νεοπλατωνισμός της Αλεξανδρινής Σχολής επηρέασε (…) το Χριστιανισμό».2

Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι ν’ απαντήσουμε πρώτα στην πιο πάνω ασύστατη κατηγορία του Ιστορικού υλισμού. Ύστερα θα προχωρήσουμε για να υπογραμμίσουμε τη μοναδικότητα και την ανυπέρβλητη αξία και προσφορά του Χριστιανισμού. Αναιρώντας όμως την κατηγορία θ’ αποδεικνύουμε ταυτόχρονα πώς το ευαγγελικό κήρυγμα είναι Καινή Διδαχή. Και ότι το αγιοπνευματικό περιεχόμενο της Κ. Διαθήκης δεν συμπληρώνει μονάχα την Π. Διαθήκη, αλλά προσφέρει και στοιχεία ολωσδιόλου νέα και άγνωστα ως τότε.

  • Σύγκριση Χριστιανισμού και Στωικισμού

ΕΙΝΑΙ αλήθεια πώς ορισμένα από εκείνα που κηρύττει ή γράφει ο Απ. Παύλος δίνουν την εντύπωση πώς ο θείος Απόστολος αναφέρεται στην ηθική διδασκαλία της Στοάς ή σε άλλους φιλοσόφους της αρχαιότητος, τους οποίους φαίνεται ότι γνωρίζει. Αλλ’ αυτό ήτανε φυσικό. Γιατί ο απ. Παύλος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ταρσό της Κιλικίας, μια πόλη καθόλου άσημη σ’ εκείνα τα χρόνια (Πράξ. κα’ 39′ κβ’ 3), και ήταν προωρισμένος από τον Θεό να κηρύξει στα έθνη και να γίνει απόστολος και φως των εθνών (Πράξ. ιγ’4?· κβ’21· κστ’ 17, 23 Εφεσ. γ’ 1,8 κ.ά.). Στην Ταρσό είχε πάρει μόρφωση όχι μόνο Ιουδαϊκή, αλλά και Ελληνική. Ήταν, όπως γράφει ο W. Barclay (Μπάρκλεϋ), ο άνθρωπος των δυο κόσμων ο άνθρωπος που ήταν γνήσια Ιουδαίος, αλλά κι εκείνος που ήξερε τους Ρωμαίους και τους Έλληνες τόσο καλά, όσο ελάχιστοι υπό τους Ιουδαίους.3 Ωστόσο η γνώση των φιλοσοφικών ιδεών από τον απόστολο Παύλο δεν σημαίνει και επίδραση της κοσμικής φιλοσοφίας στον θεοκίνητο Απόστολο, «απλώς ο Παύλος χρησιμοποιεί όρους, που κυκλοφορούσαν μεταξύ των συγχρόνων του «χάριν των εξ Ελλήνων αναγνωστών του, τους όρους όμως τούτους επλήρωσε δια νέου περιεχομένου, χριστιανικού».4 Όταν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ή ο απ. Παύλος έκαναν χρήση φιλοσοφικών όρων για να εκφράσουν την θεία διδασκαλία του Ευαγγελίου, υποχωρούσαν σε ανθρώπινη ανάγκη. Όμως στις λέξεις που δανείζονταν έδιναν καινούργιο νόημα και βάθος. Τα αρχαία υλικά μεταπλάθονταν, όταν επρόκειτο να εκφράσουν τη νέα χριστιανική ιδέα.

Ας μιλήσουμε συγκεκριμένα. Ο απ. Παύλος στην Πνύκα είπε: 

Ο Θεός ώρισε «προστεταγμένους καιρούς» και τας οροθεσίας της κατοικίας» των εθνών (Πράξ. ιζ’ 26). Εδώ, λένε οι κατήγοροί μας, είναι ολοφάνερη η πρόνοια των Στωικών. Ο Απόστολος όμως δεν είχε ανάγκη να διδαχθεί τη διδασκαλία αυτή από τους Στωικούς. Το Λευιτικό, γραμμένο 1.500 περίπου χρόνια π.Χ., έλεγε στους Ιουδαίους: «Μνήσθητε ημέρας αιώνων (…) ότε διεμέριζεν ο Ύψιστος έθνη, ως διέσπειρεν υιούς Αδάμ, έστησεν όρια εθνών» (Λευϊτ. λβ’ 7,8). Αλλά και στό βιβλίο του Ιώβ (1.520 χρόνια περίπου π.Χ.) είχε γραφή: Ο Θεός είναι ο «πλανών έθνη και απολλύων αυτά, καταστρωννύων έθνη και καθοδηγών αυτά» (Ιώβ ιβ’ 23).

Είπε επίσης στον Άρειο Πάγο ο Απόστολος· «ο Θεός ο ποιήσας τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ…» (Πράξ. ιζ’ 24). Οι Στωικοί όμως δίδασκαν, ότι όλα είναι «σώμα και εκπύρωσις».5 Ενώ στον Αποστολικό λόγο έχουμε Θεό ζώντα, προσωπικό, δημιουργό, αληθινό, αγαθό προνοητή. Στην Κ. Διαθήκη η πρόνοια είναι ολότελα διάφορη από εκείνη, που δίδασκαν οι Στωικοί.

Είπε ακόμη ο Απόστολος στους Αθηναίους· «του γαρ (του Θεού) και γένος εσμέν» (Πράξ. ιζ’ 28). Το χωρίο αυτό το συναντούμε πράγματι και στους Στωικούς Άρατο και Κλεάνθη. Αλλά η έννοια του χωρίου σ’ αυτούς είναι και πάλι ολωσδιόλου διαφορετική από εκείνη που δίνει ο Απόστολος στη συγγένεια του άνθρωπου με τον Δημιουργό – Θεό.6

Άλλοι πάλι υποστηρίζουν πώς ο απ. Παύλος στην διδασκαλία του περί «ελευθερίας των τέκνων του Θεού» δέχτηκε την επίδραση της Στοάς, που είχε δώσει στη λέξη «ελευθερία» περιεχόμενο ηθικοφιλοσοφικό.7 Τι διδάσκει όμως ο Κύριος περί ελευθερίας; «Γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιω. η’ 32)· και όπως είναι γνωστό «η αλήθεια» είναι ο ίδιος ο Χριστός (Ιω. ιδ’ 6). Και άλλοτε ο Κύριος είπε καθαρά: «Εάν ο υιός υμάς ελευθερώση, όντως ελεύθεροι έσεσθε» (Ιω. η’ 36).

Που βρίσκεται λοιπόν το δάνειο του Χριστιανισμού από την Στοά;

Ας δεχθούμε όμως προσωρινά τον πιο πάνω ισχυρισμό. Τι έλεγαν για το πρόβλημα της ελευθερίας οι Στωικοί; Έλεγαν πώς ελευθερία είναι η ανεξαρτησία από κάθε τι, που έρχεται να υποδουλώσει τον άνθρωπο απ’ έξω· ότι ο άνθρωπος πρέπει να ελευθερωθεί ιδιαίτερα από τα πάθη του. Γίνεται δε πραγματικά ελεύθερος, όταν αναγνωρίζει τον αιώνιο νόμο της φύσεως και υποτάσσεται σ’ αυτόν. Γι’ αυτούς αληθινά ελεύθερος είναι ο σοφός, γιατί αυτός δεν μπορεί να θέλει παρά μονάχα το ορθό και το σύμφωνο προς τη φύση του. Χαρακτηριστικά δε του αληθινά ελεύθερου ανθρώπου είναι η «εξουσία», η «αυτάρκεια», η «αιδώς» και «πίστις και ευστάθεια, απάθεια, αλυπία, αφοβία, αταραξία, απλώς ελευθερία».8

Τι λέει όμως ο Χριστιανισμός στο θέμα της ελευθερίας; Ο Χριστιανισμός θεωρεί ελεύθερο τον άνθρωπο που δεν λογαριάζει τις κρίσεις και τις αντιλήψεις των ανθρώπων. Γράφει ο απ. Παύλος- «μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων» (Α’ Κορ. ζ’ 23). Το Ευαγγέλιο ονομάζει ελεύθερο τον άνθρωπο, που δεν εξουσιάζεται από τα σαρκικά πάθη, όπως κι εκείνον που ζει χωρίς να επηρεάζεται από εξωτερικές καταστάσεις. Γι’ αυτό ελεύθερος μπορεί να ‘ναι κι αυτός ακόμη ο δούλος· «ο γαρ εν Κυρίω κληθείς δούλος απελεύθερος Κυρίου εστίν» (Α’ Κορ. ζ’ 22 κλπ.). Ελεύθερος ακόμη είναι ο «αυτάρκης» (Β’ Κορ. θ’ 8 κ.ά..).

Η χριστιανική ελευθερία διαφέρει ουσιαστικό από εκείνη των Στωικών. Ο Επίκτητος δίδασκε, πώς ο άνθρωπος δεν είναι έργο, αλλά τμήμα του Θεού.9 Είναι ολοφάνερο πώς η πανθεϊστική δοξασία αρνείται την αυτονομία και την ελευθερία του ανθρώπου. Οι Στωικοί έλεγαν, πώς η ελευθερία είναι «δεδομένη» στον άνθρωπο με το «είναι» και τον «λόγο». Το Ευαγγέλιο του Χριστού όμως διδάσκει, πώς ο άνθρωπος ύστερα από την πτώση είναι πουλημένος σαν σκλάβος στην αμαρτία (Ρωμ. ζ’ 14). Ώστε για τον Χριστιανισμό το πρόβλημα της ανθρώπινης ελευθερίας αρχίζει ακριβώς από ‘κει, όπου τελειώνει για τη Στοά. Ο Χριστιανισμός τονίζει, πώς ο άνθρωπος γίνεται Ελεύθερος, μόνον όταν ελευθερωθεί από την αμαρτία. Κι αυτό δεν το επιτυγχάνει με τις δικές του μονάχα δυνάμεις. Η ελευθερία είναι κυρίως δωρεά της αγάπης του Θεού· μας προσφέρεται «κατά χάριν»· με το αίμα της σταυρικής θυσίας του Υιού του. Οι πιστοί έχουμε εξαγορασθεί με τίμημα βαρύ – το ατίμητο αίμα του Σωτήρος Χριστού – κι εγίναμε «απελεύθεροι Χριστού» (Α’ Κορ. στ’ 20· ζ’ 22, 23). Η ελευθερία της Στοάς είναι αυτόνομη, εγωκεντρική· ενώ η ευαγγελική ελευθερία είναι Χριστοκεντρική.10 Άλλωστε τι διδάσκει ο Κύριος περί ελευθερίας; Είπε- «γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιω. η’ 32)· και όπως είναι γνωστό, «η αλήθεια» είναι ο ίδιος ο Χριστός (Ίω. ιδ’ 6). Άλλοτε πάλι είπε καθαρά· «εάν ο υιός υμάς ελευθερώσει, όντως Ελεύθεροι έσεσθε» (Ίω. η’ 36). Ώστε «όντως», αληθινά, πραγματικά, ουσιαστικά ελεύθερος είναι μονάχα εκείνος που ζει «κατά Θεόν», που ζει «εν Χριστώ Ιησού». Μακρυά από τον Ιησού υπάρχει στυγνή δουλεία και τίποτ’ άλλο! Δουλεία στα πάθη, στα είδωλα, στους ανθρώπους… Που βρίσκεται λοιπόν το δάνειο του Χριστιανισμού;

Λένε οι Στωικοί: Ο άνθρωπος γίνεται ελεύθερος, όταν επιστρέψει στα «εφ’ ημίν» και επιτύχει το «κατά φύσιν ζην». Ο Χριστιανισμός όμως διδάσκει, πώς ο άνθρωπος γίνεται ελεύθερος, όταν επιτύχει αυτό που πέτυχε ο απ. Παύλος ομολογώντας: «Χριστώ συνεσταύρωμαι· ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. β’ 20). Δηλαδή ο άνθρωπος γίνεται ελεύθερος, όταν ελευθερωθεί από το φυσικό του «εγώ» και υποταχθεί ολόψυχα στον Χριστό. Όταν πετύχει να ζει όχι ζωή φυσική, αλλά υπερφυσική· ζωή αγία, που δεν είναι υποδουλωμένη σε τίποτε το φθηνό και το ευτελές. Οι φιλόσοφοι της Στοάς υποστηρίζουν πώς ο άνθρωπος γίνεται ελεύθερος, όταν ζει σύμφωνα προς τη φύση («κατά φύσιν ζην»). Αλλά προς ποια φύση; Εκείνη που είχαμε πριν από την πτώση, όπως την έπλασε ο Θεός; Ή τη φύση, τη μολυσμένη από την αμαρτία, την παραμορφωμένη από τα κατώτερα πάθη, που κυβερνάται από τα ζωικά ένστικτα και κατευθύνεται από τον ανθρωποκτόνο δαίμονα; Αυτή όμως τη νεκρωμένη ουσιαστικά φύση ήλθε ν’ αναστήσει, να ξεκαινουργώσει και να λυτρώσει από την αμαρτία ο Χριστός, για να την εξαγιάσει, να την ετοιμάσει για την αιώνια βασιλεία Του. Γι’ αυτό μονάχα όποιος ζει τη νέα «εν Χριστώ» ζωή, αποκτά το αρχαίο και πρωτόκτιστο κάλλος της ψυχής· γίνεται νέα δημιουργία, αληθινά ελεύθερος άνθρωπος (Β’ Κορ. ε’ 17- Ιωάν. η’ 36).

Ακόμη η ελευθερία του Στωικού είναι πάντοτε δέσμια στην τύχη, τη φυσική νομοτέλεια. Είναι πάντοτε κλεισμένη μέσα στο χώρο του παρόντος κόσμου. Για τον Χριστιανό όμως η ελευθερία είναι δώρο του Θεού χάρις στο «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωσιν», με τα οποία επροίκισε ο Δημιουργός το λογικό πλάσμα του. Η ελευθερία του ανθρώπου παραμένει αδέσμευτη μέσα στην απύθμενη αγάπη του φιλάνθρωπου Θεού, που είναι η πηγή κάθε αγαθού.

Ο Στωικός μπορούσε να πει με τον Απόστολο «πάντα υμών έστιν»· δεν μπορούσε όμως ποτέ να προσθέσει «υμείς δε Χριστού» (Α’ Κορ. γ’ 22, 23). Μπορούσε να πει: Όλα είναι στην εξουσία μου, εγώ όμως δεν θα εξουσιαστώ και δεν θα γίνω δούλος σε τίποτε (Α’ Κορ. στ’ 12) · δεν μπορούσε όμως να συνεχίσει λέγοντας: Όλα έχω εξουσία να τα πράττω, αλλά δεν συμφέρουν ούτε είναι όλα ωφέλιμα σε μένα. Όλα δεν οικοδομούν τον πλησίο μου. Κανείς ας μη ζητάει εγωιστικά ό,τι του αρέσει ή ότι του συμφέρει, αλλ’ ο καθένας ας ζητάει το συμφέρον και την πνευματική ωφέλεια του άλλου (Α’ Κορ. Γ 23, 24).

Ακόμη οι Στωικοί δεν δέχονται την άσκηση της αγάπης προς «τον πλησίον», στον βαθμό που την απαιτεί ο Χριστός. Γι’ αυτούς είναι ακατανόητος ο λόγος : Σεις έχετε κληθεί από τον Κύριο για να είσθε ελεύθεροι από κάθε λογής δουλεία. Μόνο προσέξετε μήπως εκλάβετε την ελευθερία σαν πρόφαση για να ζήτε σύμφωνα με τις σαρκικές επιθυμίες. Αντίθετα· σεις πρέπει να γίνεσθε δούλοι μεταξύ σας ο ένας στον άλλο με την άσκηση της Χριστιανικής αγάπης, που δεν κοιτάζει το συμφέρον της (Γαλ. ε’ 13). Αυτός ο λόγος, αυτό το νέο βίωμα είναι η αβυσσαλέα απόσταση, που χωρίζει τη Στοά από το Ευαγγέλιο του Χριστού. Αλλά για τη χριστιανική αγάπη, της οποίας «μείζον αγαθόν ούτ’ ήλθεν ούτε ήξει ποτέ τω θνητώ γένει», θα κάνουμε λόγο στη συνέχεια.
 

  • Προμηθευτής Υλικών

Από όσα γράψαμε ως τώρα γίνεται φανερό πώς η Πρωτοτυπία, η μοναδικότητα κι η υπεροχή του Χριστιανισμού σε σύγκριση προς τη Στωική φιλοσοφία είναι φαεινότερη κι από τον ήλιο. Η οποιαδήποτε κοσμική φιλοσοφία είναι κάτι το ενδοκόσμιο (immanent), κάτι που περικλείεται στα στενά όρια της φύσεως. Ενώ η διδασκαλία του Ευαγγελίου είναι κάτι το transcendental· κάτι που υπερβαίνει τα όρια του παρόντος κόσμου και εισχωρεί στη σφαίρα του «επέκεινα», του Θεού και της Χάριτος. Η δύναμη της πίστεώς μας, γράφει ο Απ. Παύλος, δεν στηρίζεται στην ασταθή σοφία των ανθρώπων, αλλά στην ακλόνητη δύναμη του Θεού. Ωστόσο μεταξύ εκείνων, που είναι πνευματικά ώριμοι και προωδευμένοι, διδάσκουμε και σοφία· όχι όμως τη σοφία των ανθρώπων, που έχουνε τα αμαρτωλά φρονήματα «του αιώνος τούτου», ούτε τη σοφία των αρχόντων του κόσμου τούτου, που έχουνε προσωρινή εξουσία, η οποία μια μέρα θα καταργηθεί. Εμείς διδάσκουμε και αναπτύσσουμε σοφία, της οποίας χορηγός είναι ο Θεός. Σοφία μυστηριώδη, που δεν μπορεί ο περιωρισμένος νους μας να την ανακαλύψει μόνος του· σοφία, που και τώρα ακόμη, που μας έχει αποκαλυφθή από τον Θεό, μένει κρυμμένη ατούς αφώτιστους και ξένους προς τον Χριστό· σοφία, την οποίαν, πριν ακόμη δημιουργηθεί ο κτιστός κόσμος, είχε προαποφασίσει και προκαθορίσει ο πάνσοφος Θεός να μας την αποκαλύψει, ώστε μ’ αυτήν να μας δοξάσει. Αυτή τη σοφία δεν την έχει γνωρίσει κανένας από τους άρχοντες τούτου του κόσμου (Α’ Κορ. β’ 5 – 7).

Ώστε η ελληνορωμαϊκή φιλοσοφική σκέψη – σκέψη καθαρά κοσμική – έπαιξε απλώς τον ρόλο προμηθευτού υλικών. Τα υλικά αυτά η Χριστιανική σκέψη χρησιμοποίησε για τις δικές της απαιτήσεις. Για να εκφράσει αυτό που ήθελε να πει στον τότε κόσμο, που ήτανε εξοικειωμένος με τους ορούς εκείνους. Έτσι οδηγούσε τους παραπλανημένους εθνικούς στον δρόμο της σωτηρίας (πρβλ. Β’ Κορ. ι’ 5).
 

  • Οι Πατέρες και η κοσμική φιλοσοφία

ΑΛΛΩΣΤΕ η φωτισμένη αγιοπνευματική πίστη των εκκλησιαστικών συγγραφέων και θεοφόρων Πατέρων καθιστούσε τη σκέψη τους, την καθαρισμένη από την αυλή φωτιά του Παρακλήτου, ικανή να συλλάβει τα ουσιαστικά και βαθύτερα αιτήματα του χριστιανικού κηρύγματος κι έτσι ν’ αντιπροβάλει τις χριστιανικές θέσεις στις πλανεμένες σκέψεις και στις σοφιστικές θέσεις της κοσμικής σοφίας. Ακόμη η πλούσια και άρτια ελληνική τους μόρφωση, συνδυασμένη με το χριστιανικό τους κριτήριο και τις προσωπικές τους μυστικές εμπειρίες, τους έδινε τη δυνατότητα ν’ αποκρούουν τις φιλοσοφικές πλάνες και ν’ αποκαλύπτουν τα ελάχιστα σπέρματα της αλήθειας που υπήρχαν στις διάφορες φιλοσοφίες. Οι θεοφόροι Πατέρες ήξεραν να κατοχυρώνουν την Ευαγγελική αλήθεια με τον καθαρό και λαμπρό τους λόγο, χωρίς να την προδίδουν. Τούτο δεν ήταν εύκολο, γι΄ αυτό κι οι αδέξιοι γίνονταν θύματα των φιλοσοφικών θέσεων και μεθόδων και αντί να εργάζονται για την κατανόηση της Ευαγγελικής αλήθειας, μετέτρεπαν την χριστιανική πίστη σε κοσμική φιλοσοφική διδασκαλία αμφίβολης αξίας. Το αποτέλεσμα ήταν να οδηγούνται στην αίρεση ή να βυθίζωνται ολοκληρωτικά στο νεοπλατωνισμό, τον πιο επικίνδυνο αντίπαλο του Χριστιανισμού.
Κατά συνέπεια οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς κι οι άγιοι Πατέρες μεταχειρίστηκαν τη φιλοσοφική ορολογία μόνο και μόνο «ως βοηθητικόν μέσον» για την καλύτερη κατανόηση και την καταληπτότερη διατύπωση των αληθειών της πίστεως. Πηγή δε και βάση της διδασκαλίας τους είχαν μονάχα την Αγ. Γραφή και την Ιερή Παράδοση. Από τις δυο αυτές πηγές είχαν απόλυτη εξάρτηση. Έτσι ο Μ. Βασίλειος, όπως κι άλλοι Πατέρες, χρησιμοποίησαν στην κοσμολογία τους όρους της ελληνικής φιλοσοφίας, τους ερμήνευσαν όμως κάτω από το φως της Αγ. Γραφής.
 

  • Ο Χριστιανισμός επηρέασε τη φιλοσοφία

Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ όχι μόνο επιδράσεις δε δέχθηκε, αλλά αντίθετα, επηρέασε ο ίδιος τη φιλοσοφική σκέψη. Και να με ποιο τρόπο:

Πότε έζησαν ο Σενέκας κι ο Επίκτητος; Όταν ο Χριστιανισμός είχε πια παρουσιασθή και σκορπούσε τη διδασκαλία του στον κόσμο και μάλιστα σ’ αυτό ακόμα το ανάκτορο του Ρωμαίου αυτοκράτορος. Ο Σενέκας έζησε κατά τη βασιλεία του Νέρωνος (37 -68 μ.Χ.), ο Επίκτητος το 50 – 130 μ.Χ. Τότε όμως οι Επιστολές των θεοπνεύστων Αποστόλων και ιδιαίτερα του Παύλου ήτανε καθημερινό εντρύφημα των πιστών, στη Ρωμαϊκή επικράτεια. Κι ο ηρωισμός των Χριστιανών, όπως κι η πίστη τους, ήτανε αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Άλλωστε ο Σενέκας, σαν υπουργός του Νέρωνος, είχε προσωπική αντίληψη της ζωής και της διδασκαλίας των Χριστιανών.
Ο Τάκιτος, μιλώντας για τους Χριστιανούς της Ρώμης, τότε που ο Σενέκας ήτανε σύμβουλος του Νέρωνος, αναφέρει πώς οι πιστοί αποτελούσαν «μέγα πλήθος». Κάθε φορά δε που οι αυτοκράτορες προσπαθούσαν να καταστείλουν την εξάπλωση του Χριστιανισμού, αυτός σαν άλλος χείμαρρος «υπερεξεχείλιζεν εκ νέου».11 Γύρω στα τέλη του β’ αιώνος το κράτος είχε κατακλυσθεί από τους Χριστιανούς. Γράφει ο Τερτυλλιανός (περί το 200 μ.Χ.)· «κάθε ηλικία, κοινωνική τάξη και βαθμός προσέρχονται κοντά μας. Είμαστε μόλις χθεσινοί, αλλά γεμίζουμε κιόλας τον κόσμο».12

Επομένως το ισχυρό μεταρρυθμιστικό και αναγεννητικό πνεύμα του Χριστιανισμού ήταν πολύ φυσικό να επηρεάσει τις ιδέες των φιλοσόφων που αναφέραμε. Ο Χριστιανισμός «περιετύλιξε τον Σενέκαν δια της ατμοσφαίρας του» και «εν αυτώ την έκτασιν των Στωϊκών ιδεών»,13 ώστε από τα συγγράμματα του ν’ αντανακλάται φως νέο, άγνωστο στη Στοά.

Θα θέλαμε να ρωτήσουμε τους κατηγόρους του Ευαγγελίου. Γιατί ο Επίκτητος εκφράζεται συχνά με χριστιανική ορολογία; Γιατί μιλάει για χριστιανικές αρετές όπως π.χ. την ταπεινοφροσύνη, που ήταν όχι μόνο σαν αρετή, αλλά και σαν ιδέα ακόμη ξένη και άγνωστη στη Στοά; Κάποιοι, για να δώσουν απάντηση, ισχυρίσθηκαν πώς ο Επίκτητος είχε τάχα μυηθεί στον Χριστιανισμό από τον κύριο του, τον Επαφρόδιτο, για τον οποίο κάνει λόγο ο απόστολος Παύλος (Φιλιπ. β’ 25′ δ’ 18). Ο W. Durant, πάλι, στην κατακλείδα του κεφαλαίου της Ιστορίας του για τον Επίκτητο, αναφερόμενος στην ομοιότητα της διδασκαλίας του Στωικού φιλοσόφου με εκείνη του Χριστιανισμού, διερωτάται: «Ποιος γνωρίζει, μήπως ο Επίκτητος είχεν αναγνώσει κατά τίνα τρόπον τους λόγους του Ιησού και ήτο Χριστιανός χωρίς να το γνωρίζη.».14

Αλλ’ είτε έτσι είτε αλλιώς, γεγονός είναι πώς την ιδέα περί ταπεινοφροσύνης την είχε δανεισθεί από το Ευαγγέλιο. Αφού ο Χριστιανισμός είχε κάνει ουσιαστικές κατακτήσεις σε έκταση και σε βάθος· αφού η κοινωνία δεχότανε το ζωογόνο φως του Χριστού, δεν ήτανε δυνατό η φιλοσοφία να μείνει ανεπηρέαστη. Και η επίδραση του Χριστιανισμού ήταν αισθητή και ψηλαφητή. Γι’ αυτό πολλοί μιλούσαν τη γλώσσα των Χριστιανών νομίζοντας πώς λαλούνε τη γλώσσα της Στοάς!…

Το ίδιο συνέβη και με τον ΜΑυρήλιο (121 – 180 μ.Χ.), του οποίου η ηθική είναι ανώτερη από εκείνη του Επικτήτου. Έγινε δε μεγάλη εκμετάλλευση του ονόματος του, γιατί η ηθική του έχει αρκετά στοιχεία της Χριστιανικής ηθικής. Αλλά κι αυτό έχει την εξήγηση του, διότι, καθώς προχωρούμε, η επίδραση του Ευαγγελικού φωτός στον κόσμο ολοένα πληθαίνει. Άλλωστε ο Στωικός αυτοκράτορας έβλεπε καθημερινά τους Χριστιανούς. Τους είχε στα ανάκτορα του, τους είχε στο στρατό του. Τη νίκη του εναντίον των Μαρκομάννων (ήταν ισχυρός λαός της ανεξάρτητης Γερμανίας, άνδρες συνόρων, ακρίτες) την είχε αποδώσει στον «κεραυνοβόλο λόχο» του στρατού του, που τον αποτελούσαν αποκλειστικά Χριστιανοί. Ακόμη ο Μ. Αυρήλιος μπορούσε με το φιλοσοφικό του αισθητήριο να διαισθανθεί τη χριστιανική διδασκαλία. Γι’ αυτό, όπως έγραψαν πολύ επιτυχημένα, είχε επηρεαστεί από τους Χριστιανούς – χωρίς να το ‘χει συνειδητοποιήσει – τόσο, ώστε στις σκέψεις του ήταν Χριστιανός περισσότερο από ό,τι νόμιζε. Γι’ αυτό άλλοτε καταδίωκε τους Χριστιανούς, σαν γνήσιος Ρωμαίος, που πίστευε στην ιδέα της Ρωμαϊκής κοσμοκρατορίας και δεν ανεχόταν Ανατολικά «κινήματα», που προέρχονταν από «Ιουδαϊκές αιρέσεις»· και άλλοτε προστάτευε τους Χριστιανούς, χωρίς να γνωρίζει τον βαθύτερο λόγο της ενεργείας του αυτής!15 Ακόμη το σύγγραμμα του «Εις Εαυτόν» περιέχει ηθικές αλήθειες, τις οποίες γνώριζε και τις οποίες βίωνε κάθε Χριστιανός, είτε ήταν δούλος είτε ήταν φιλόσοφος είτε ήταν δέσμιος. Γενικά δε θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η πρόοδος που παρατηρείται στον χαρακτήρα του Αντωνίνου του Ευσεβούς, αλλά και του Μ. Αυρηλίου (ο οποίος τελικά είχε απογοητευθεί από την εποχή του και είχε συμμορφωθεί με τον διεφθαρμένο κόσμο των ημερών του), η ολωσδιόλου ξένη προς την ως τότε αρετή της Στοάς, είναι απόδειξη της δυνατής αντανακλάσεως του Ευαγγελίου πάνω στη, σκέψη τους.

Οι Στωικοί είχαν σκεφθεί αρκετά λογικά. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος επαινεί «της Στοάς το νεανικόν τε και μεγαλόνουν». Αλλά το ζήτημά μας δεν είναι πώς είχαν σκεφθεί ή τι είπαν αλλά τι επέτυχαν!…
 

  • Πλεονασμός ζωής

Ερχόμαστε τώρα να υπογραμμίσουμε όχι γενικώς την προσφορά του Χριστιανισμού (αυτό είναι άλλο θέμα), αλλά την προσφορά εκείνη που είναι μοναδική και ανυπέρβλητη. Αυτά δηλαδή, που τονίζουν την ειδοποιό διαφορά του από όλους όσοι προηγήθηκαν πριν απ’ αυτόν. Όσοι ακολούθησαν μετά Χριστόν, απλούστατα τον… αντιγράφουν.

Για να μη θεωρηθούμε άδικοι και αρνηταί της προσφοράς της προχριστιανικής φιλοσοφίας, πρέπει να πούμε, ότι εκτιμούμε την προσφορά της ελληνικής φιλοσοφίας στον άνθρωπο. Μιλάμε πάντα για την ελληνική (ή την ελληνορρωμαϊκή) φιλοσοφία, δηλ. τη «θύραθεν» φιλοσοφία. Κανένας άλλος, έξω από τον χώρο της θείας Αποκαλύψεως, (η Ιουδαϊκή σκέψη ήτανε μέσα στον χώρο της θείας Αποκαλύψεως, όπως αυτή είχε προσφερθεί στούς Προφήτας), δεν βοήθησε τον άνθρωπο τόσο πολύ, όσο η ελληνική σκέψη. Όμως από τον άνθρωπο των ελληνορωμαϊκών χρόνων έλειπε «το ζωοποιούν πνεύμα». Εκείνος ο φαινομενικά άγρυπνος κόσμος ήταν ουσιαστικά βυθισμένος σε βαρύ λήθαργο. Του το είπε ο σπερματικός λόγος με το στόμα του Σωκράτους· «καθεύδοντες διατελοίτ’ αν, εί μη τίνα άλλον ο θεός υμίν επιπέμψειε κηδόμενος υμών».16 Και το φοβερό ήταν ότι εκείνο τον κόσμο τον έσκιαζε πηκτό σκοτάδι, τον πίεζε η απειλή του θανάτου. Βουτηγμένος στην ειδωλολατρία είχε γίνει πια ανίσχυρος κι έρημος, ταυτόχρονα κατρακυλούσε ολοένα και πιο γρήγορα στην εξαθλίωση.

Αναφέρεται, πώς όταν οι Έλληνες αντίκρισαν το αριστούργημα του Φειδίου, το περίφημο άγαλμα του Διός, τόσο πολύ είχαν εκπλαγεί, ώστε διερωτήθηκαν μήπως κατέβει ο Θεός κι έδειξε τον εαυτό του στον Φειδία; Το ανήσυχο εκείνο ερώτημα πήρε αργότερα την απάντησή του από τον Ευαγγελιστή. Ναι· κατέβει ο Θεός! «Ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιωάν. α’ 14). Ο Θεός απεκάλυψε πια τον εαυτό του όχι σε μεμονωμένες φυσιογνωμίες ή σε κάποια εκλεκτή (elite) μειοψηφία, αλλά σε κάθε ανθρώπινη ψυχή. Η σωτηρία προσφερόταν πια στον κάθε άνθρωπο «κατά χάριν».17

Ύστερα από την θεία αυτή Αποκάλυψη κι ο απλοϊκώτερος των ανθρώπων, όπως λέει ο Τερτυλλιανός, διδάχθηκε τη γνώση του Θεού. Γνωρίζει για τον εαυτό του όλα όσα πρέπει να ξέρει ο άνθρωπος. Με τον Χριστιανισμό έγινε αυτό που σημειώνει επιγραμματικά ο Λατίνος απολογητής του Χριστιανισμού και κάτοχος της ελληνικής φιλοσοφίας, Μινούκιος ΦήλιξΝομίζει κανείς, ότι όλοι οι Χριστιανοί υπήρξαν αληθινοί φιλόσοφοι ή ότι οι φιλόσοφοι έγιναν Χριστιανοί.

Ορθά αποφαίνεται ο R. Livingstone (Λίβινγκστων): Με τον Χριστιανισμό «έχουμε μια μεγάλη στροφή στο αντίκρυσμα της ζωής. Με το να υψώσει ο Χριστιανισμός την αγάπη στη θέση της πρώτης αρετής, έβαλε στη θέση του παλαιού αριστοκρατικού ιδανικού ένα καινούργιο δημοκρατικό ιδανικό, κι έτσι άνοιξε τις πόρτες σ’ εκείνους, που ο ελληνισμός τους είχε αφήσει απ’ έξω, αλλά έδωκε και στους λίγους ένα πλούτο ζωής, που ο ελληνισμός δεν τον είχε δώσει».18
Πλούτο ζωής! Ή ορθότερα πλεονασμό ζωής. Το είπε ο Κύριος· «εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσι» (Ιωάν. Ι’ 10). Ο ενυπόστατος Λόγος «ενεφύσησε» στη νεκρή ανθρωπότητα «περίσσειαν ζωής». Επλούτισε και εχαροποίησε τη ζωή της γης με τη βέβαιη ελπίδα της μελλούσης ζωής. Προσέφερε την απέραντη στοργή του και στους μεγαλύτερους αμαρτωλούς. Όταν αυτοί έτρεξαν με μετάνοια και συντριβή κοντά του. Έδωκε στα κατακουρασμένα πνεύματα απαντήσεις, που ικανοποιούν απόλυτα την ψυχή, που νοιώθει πια μια πρωτόγνωρη πνευματική ανακούφιση. Εχάλκευσε γνήσιους, ακατάλυτους δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων. Με τον Σταυρό και την Ανάσταση του ο Υιός του Θεού «έδωκε δόματα (χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος) τοις ανθρώποις» (Εφεσ. δ’ 8) και έτσι τους έκαμε βατό τον δρόμο όχι προς τα Ολύμπια, αλλά προς τα Ουράνια δώματα. Με μια φράση: Ο Κύριος Ιησούς έκανε ζωντανή πραγματικότητα εκείνο, που οι αρχαίοι Έλληνες εποθούσαν, αλλά υπέθεταν σαν απίθανη πιθανότητα.

Ο Σενέκας, που είχε προαισθανθεί τον θρίαμβο του Χριστιανισμού, είπε σε κάποια στιγμή: «Ω, πόσον χαμερπής είναι ο άνθρωπος, εάν δεν υψωθεί υπεράνω της ανθρωπότητας»! Ο λόγος του αυτός είναι παραδοχή της αδυναμίας της φιλοσοφίας του και αναγνώριση του Χριστιανικού θριάμβου. Διότι ο Χριστιανισμός, ο μόνος που διέθετε την ανυψωτική δύναμη για την οποία μιλούσε ο Σενέκας, επήρε τον λιπόθυμο άνθρωπο από τα χέρια του ψυχρού Στωικισμού και της διαφθοράς των Επικούρειων, επλήρωσε το ηθικό κενό της ψυχής του και τον εθέρμανε με τη θαλπωρή της θείας αγάπης. Στον άνθρωπο, τον κουρασμένο από την τυραννία, τη σκληρότητα, την καταπίεση και το σεξουαλικό χάος, έφερε μια νέα ηθική. Κι αφού έσκυψε, του έπλυνε τις πληγές με το ατίμητο αίμα των πληγών του Εσταυρωμένου και του «ενεφύσησε» νέα ζωή. Ύστερα τον ώπλισε με την ελπίδα, η οποία «ου καταισχύνει» (Ρωμ. ε’ 5), και αφού τον έκανε «καινόν άνθρωπον», τον ύψωσε πάνω από την… ανθρωπότητα, τον ανέβασε στον ουρανό και τον έκανε «κοινωνόν θείας φύσεως» (Β’ Πετρ. α’ 4).

Ώστε ο Χριστιανισμός δεν υπήρξε μονάχα πρόοδος σε σχέση μ’ αυτά που συνάντησε, όταν ήλθε στον κόσμο ο Θεάνθρωπος. Σαν η μόνη εξ αποκαλύψεως θρησκεία είναι «καθολική προτροπή μόνη και προς όλον δηλαδή τον βίον» σε κάθε εποχή, σε κάθε περίσταση της ζωής, που αποβλέπει «προς το κυριώτατον τέλος, την ζωήν».19

 


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Πρβλ. Βασ. Π. Στογιάννου, Η καταγωγή του Χριστιανισμού κατά τας απόψεις των μαρξιστών. Περιοδ. «θεολογία». Τόμ. 43 (1972), τεύχη 1 – 2, σσ. 369 – 370.
2. Γ. Κορδάτου, ‘Αρχαιες θρησκείες και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήναι, ΣΣ. 303 – 305.
3. W. Barclay, The Mind of St.Paul, 1977, σελ. 25.
4. Παν. Χ. Δημητροπούλου, «Στωϊκή Φιλοσοφία», στη θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 11, σελ. 511.
5. Πρβλ. Κ. Δ. Γεωργούλη, Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας εκδ. Δ.Ν. Παπαδήμα, τόμ. Α’, Αθήναι 1975, σσ. 373 – 381.
6. Πρβλ. Π. Ν. Τρεμπέλα. Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, Αθήναι 1955, σελ. 494.
7. Παν. Χρ. Ανδριοπούλου. Ο άνθρωπος της αμαρτίας και της Χάριτος κατά τον απ. Παύλον, Αθήναι 1969, σελ. 286.
8. Επικτ. Διατριβαί II 26, IV 1.1 και 3,7. Πρβλ. και II 1.21.
9. Επικτ. Διατριβαί Ι 17, 27.
10. Π. Χρ. Ανδριοπούλου. Ο άνθρωπος της αμαρτίας…. σσ. 289 – 290.
11. Tacit. Annales . βιβλ. XV 44.
12. Τερτυλ. Απολογητικός, XXXVII, 4.
13. Αύγ. Νικολάου, Φιλοσοφικαί Μελέται περί Χριστιανισμού, μτφρ. Βρ. Αρμένη – Α. Μαυρομμάτου, Τόμ. Α’. εκδ. Β’. εν Κέρκυρα 1864. σελ. 179.
14. W. Durant. Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, μτφρ. Ν.Κ. Παπαρρόδου, εκδ. Αφοι Συρόπουλοι – Κ. Κουμουνδουρέας, Αθήναι, Τόμ. Γ, σελ. 576.
15. Επικρατεί και η γνώμη πώς «οι τοπικοί διωγμοί κατά των Χριστιανών στο χρόνια της βασιλείας του δεν είχαν πιθανό την έγκρισή του»: Πρβλ. F.H. Sandbach, The Stoics, Chatto & Windus, London 1975, σελ. 172.
16. Πλάτ. Απολογία Σωκράτους XVIII, 31Α.
17. F.H. Sandbach. The Stoics…. σελ. 177.
18. R. Livingstone, Ελληνικά Ιδανικά καί Σύγχρονη ζωή, μτφρ. Δ. Χόνδρου εκδ. «Αποστ. Διακονίας», Αθήναι, σελ. 107.
19 Κλήμ. Αλεξ. Προτρεπ. XI ΒΕΠΕΣ 7, 73 (18 – 20).