ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2022

Πνευματικα τυφλοι, κουφοι, αλαλοι

++

Κυριακὴ Ζ΄ Ματθαίου (Ματθ. 9,27-35)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιωτου

Θὰ ἔπρεπε, ἀγαπητοί μου, ὁ γέροντας ἐγὼ ἐπίσκοπος νὰ παύσω νὰ ὁμιλῶ. Ἀλλὰ θὰ τολμήσω νὰ κάνω ἕνα μικρὸ κήρυγμα.
Πῶς νὰ μιλήσω; Νὰ μιλήσω ἁπλᾶ; δὲν θὰ ἱ­κανοποιηθοῦν οἱ κάπως μορφωμένοι· νὰ μιλή­­σω λίγο ὑψηλότερα; δὲν θὰ μὲ καταλάβουν οἱ ἁπλοϊκοί. Θὰ προσπαθήσω νὰ συμβιβάσω τὶς δύο ἀπαιτήσεις. Παρακαλῶ τὸ Θεό, νὰ μοῦ δώ­σῃ φώτισι καὶ δύναμι νὰ κηρύξω, καὶ σ᾽ ἐ­σᾶς νὰ δώσῃ προθυμία ἀκροάσεως.

* * *

Δύο θαύματα διηγεῖται τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 9, 27-35).
Τὸ ἕνα θαῦμα. Καθὼς ὁ Χριστὸς περπατοῦ­σε, ἀκούει μιὰ φωνὴ σπαρακτική· «Ἐ­λέησον ἡ­μᾶς, υἱὲ Δαυΐδ»· Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Δαυΐδ, ἐλέησέ μας (βλ. ἔ.ἀ. 9,27). Αὐτὸ τὸ «ἐλέησέ μας» τὸ λέμε κ᾽ ἐμεῖς· στὴν θεία Λειτουργία ἀ­πὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός…» μέχρι τὸ «Δι᾽ εὐ­χῶν…» –μετρῆστε– πενήντα φορὲς λέμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον»· ἀλλὰ ψυχρά. Ἡ φωνὴ αὐτὴ ὅμως ἔβγαινε σὰν φωτιά. Ποιός φώναζε; Δυὸ δυστυχισμένοι. Ἦταν τυφλοί· εἶχαν χάσει τὸ φῶς τους, ζοῦσαν στὸ σκοτάδι. Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὠκεα­νὸς ἀ­γάπης, ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν, γυρίζει καὶ τοὺς λέει· –Πιστεύετε, ὅτι μπο­ρῶ ἐγὼ νὰ σᾶς κάνω καλά; –Ναί, Κύριε, ἀπαν­τοῦν. Τότε ὁ Χριστὸς –ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄ­πιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε– μὲ τὰ δάχτυλά του ἄγγιξε τὰ μάτια τους λέγον­τας· –Ὅπως πιστεύετε, ἔτσι νὰ γίνῃ σ᾽ ἐ­σᾶς. Κι ἀμέσως τὰ μάτια τους ἄνοιξαν! Μὲ ὅση εὐ­κολία ἐμεῖς πατοῦ­με ἕνα κουμπὶ κι ἀνάβει φῶς, μὲ τόση κι ἀ­κόμη μεγαλύτερη ὁ Κύριος τοὺς χάρισε τὸ φῶς. Καὶ ἐνῷ τοὺς εἶπε αὐ­στηρὰ νὰ μὴν τὸ ποῦν σὲ κανένα, αὐτοὶ βγῆ­καν καὶ τὸν διαφήμισαν παντοῦ τριγύρω.
Αὐτὸ εἶνε τὸ ἕνα θαῦμα· τὸ δεύτερο ποιό εἶνε.

Τὴν ἴδια ὥρα φέρνουν μπροστά του ἕ­ναν ἄλ­λο δυστυχισμένο. Αὐτὸς ἦταν κουφὸς καὶ ἄ­λα­λος ἀπὸ ἐνέργεια δαιμονίου, ποὺ τοῦ εἶχε ἀ­φαιρέσει τὴν ἀκοὴ καὶ τὴ λαλιά. Ὁ Χριστὸς ἀμέσως τὸν θεράπευσε· ὁ κουφὸς ἄκουσε καὶ ὁ ἄλαλος μίλησε. Αὐτὰ εἶνε τὰ δύο θαύματα.
Γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ σχολεῖο, ὅτι ἔχουμε πέν­τε αἰσθήσεις. Ὅλες σπουδαῖες, ἀλλὰ σπου­δαιότερη εἶνε ἡ ὅρασις· μὲ τὰ μάτια κυρίως λαμβάνουμε γνῶσι τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου. Τί εἶνε τὸ μάτι; μία τέλεια φωτογραφικὴ μηχα­νή. Καὶ ὅπως γιὰ τὴ φωτογραφικὴ μηχανὴ ξέρουμε ὅτι κάποιος τεχνίτης τὴν κατασκεύασε, ἔ­τσι καὶ τὰ μάτια νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι τὰ δημιούργησε ὁ Θεός. Φτάνει καὶ ἕνα μάτι, ναὶ ἕ­να μάτι, νὰ μᾶς δείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός!
Μία αἴσθησις λοιπὸν ἡ ὅρασις· ἡ ἄλλη ἐπίσης σπουδαία αἴσθησις εἶνε ἡ ἀκοή. Τί εἶ­νε τὸ αὐτί· ἕνα ῥαντάρ. Ἐπάνω στὸ Βίτσι ὑ­πάρχει ῥαν­τάρ, ἕνα μεγάλο τεχνικὸ αὐτί, ποὺ ἐὰν –μὴ γένοιτο– ἐχθρικὰ ἀεροπλάνα περάσουν τὰ σύνορα, αὐτὸ ἀμέσως εἰδοποιεῖ· Λάβετε τὰ μέτρα σας! Δὲν εἶνε τίποτα ὅμως τὸ ῥαντὰρ αὐτὸ μπροστὰ στὸ αὐτὶ ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς. Ἐ­ὰν πῇ κάποιος ὅτι τὸ ῥαντὰρ ἔτσι μόνο του φύ­τρωσε ἐκεῖ στὴν κορυφὴ τοῦ Βιτσίου, θὰ ποῦ­με ὅτι τρελλάθηκε. Κι αὐτὸ τὸ ἄλλο τέλειο ῥα­ντάρ, τὸ αὐτὶ στὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ποιός τὸ ἔ­φτειαξε; Γι᾽ αὐτὸ νὰ εἴμαστε εὐ­γνώμονες στὸ Θεὸ διότι βλέπουμε καὶ ἀκοῦ­με. Ἕνας δικός μας ποιητὴς, ὁ Ἰωάννης Πολέμης, λέει·
«Ὅταν τριγύρω βλέπω τῆς φύσεως τὰ κάλλη,
τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τ’ ἄστρα τὰ φωτεινά,
τὴ θάλασσα, π’ ἀφρίζει κι’ ἁπλώνεται μεγάλη,
τοὺς ποταμούς, τὰ δένδρα, τοὺς κάμπους, τὰ βουνά,
καὶ τ’ ἄνθη ποὺ στολίζουν ἀγροὺς καὶ μονοπάτια,
Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾽δωκες τὰ μάτια».
Ἀλλοίμονο ἐὰν δὲν πῇς ἕνα εὐχαριστῶ.
«Κι᾽ ὅταν ἀκούω τὸ φλοῖσβο στὴ ἥσυχη ἀμμουδιά,
κι᾽ ὅταν ἀκούω στὸ δάσος τὸ ζηλεμένο ἀηδόνι,
κι᾽ ὅταν ἀκούω τ᾽ ἀγέρι στοῦ δένδρου τὰ κλαδιά,
κι᾽ ὅταν ἀκούω ἀκόμη τοὺς στεναγμοὺς τοῦ γκιόνη
καὶ τὴ φωνὴ του γρύλου στὴ σκοτεινὴ νυχτιά,
Σ᾽ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾽δωκες τ᾽ αὐτιά».
Τὸ λέμε ἐμεῖς αὐτὸ τὸ εὐχαριστῶ, ἢ εἴμαστε ἀχάριστοι; Ἡ θεία Λειτουργία λέει· Σ᾽ εὐ­χαριστοῦ­­με, οὐράνιε Πατέρα, «ὑπὲρ πάν­των», γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες σου, ὑλικὲς καὶ πνευματικές, φανερὲς καὶ ἀφανεῖς (βλ. εὐχ. ἁγ. ἀναφ.).
Προχωροῦμε τώρα. Μὲ τὶς πέντε αἰσθήσεις λαμβάνουμε μιὰ ἰδέα τοῦ φυσικοῦ καὶ ὁρατοῦ κόσμου. Γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· ἐκτὸς τοῦ κόσμου αὐτοῦ δὲν ὑπάρχει ἄλλος κόσμος; Οἱ ὑ­λισταὶ λένε· Ὕλη καὶ μόνο ὕλη ὑπάρχει. Δὲν εἶ­νε ἔτσι. Ἡ πραγματικότης, ἡ παρατήρησις, ἡ ἔ­ρευνα, ἡ μελέτη, ὡδήγησαν σοφοὺς ἐπιστή­μονες καὶ συγγραφεῖς στὴν πεποίθησι ὅτι ὑ­πάρχει καὶ ἄλλος κόσμος, ἀόρατος, ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ· οἱ ἅγιοι, οἱ ἄγγελοι, οἱ δαίμονος, ἡ κόλασι, ὁ παράδεισος, ἡ αἰώνιος ζωή.
Παιδιὰ στὸ σχολεῖο μαθαίναμε γιὰ τὸ Ἐνύ­πνιον τοῦ Σκιπίωνος (Somnium Sciρionis). Σ᾽ αὐτὸ ὁ περίφημος Κικέρων λέει, ὅτι ὁ Σκιπίων εἶδε τὴν εὐτυχισμένη μετὰ θάνατον ζωή, διαπιστώνει πόσο μικρὴ εἶνε αὐτὴ ἡ Γῆ μέσα στὸ σύμπαν καὶ συμπεραίνει, ὅτι ἀξίζει κανεὶς νὰ περιφρο­­νῇ τὴ ματαιότητα τῶν γηίνων καὶ νὰ στραφῇ στὴν οὐράνια δόξα· πετάει πάνω ἀπὸ τὸν φυσικὸ κόσμο καὶ βλέπει τὸν ἀόρατο κόσμο.
Δὲν σοῦ φτάνει ὁ Κικέρων; διάβασε ἔργα τοῦ Πλάτωνος· τὸν Κρίτωνα, τὸν Εὐθύφρονα, τὸν Φαίδωνα, τὴν Ἀπολογίαν. Νὰ δῇς τὶς τελευ­­ταῖες ἡμέρες καὶ ὧρες τοῦ Σωκράτους, τότε ποὺ ἡ ψυχή του παίρνει φτερὰ μεγάλα καὶ πετάει στὸν ἄλλο κόσμο.
Περισσότερο ὅμως ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα αὐ­τὰ ἔργα ἐγὼ συνιστῶ ν᾽ ἀνοίξετε τὴν Καινὴ Διαθήκη, στὴν πρὸς Κορινθίους Δευτέρα ἐπιστολή, κεφάλαιο δωδέκατο. Ἐκεῖ θὰ δῆτε τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ πετάῃ, νὰ φτάνῃ μέχρι «τρίτου οὐρανοῦ». Δὲν εἶνε πλάσμα καὶ φαν­τασία, δὲν εἶνε ὄνειρο καὶ φιλοσοφικὸς στο­χασμός· εἶνε ἡ πραγματικότης. Ἐκεῖ στὸν κό­σμο ἐκεῖνον εἶδε καὶ ἄκουσε πράγματα «ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι», ποὺ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ τὰ πῇ (Β΄ Κορ. 12,2-4). Τέτοια μεγαλεῖα! Ὅσο εἶσαι βέβαιος ὅτι ὑπάρχει ἥλιος, γῆ, ἀστέρες καὶ γαλαξίες, τόσο κι ἀκόμη περισσότερο νὰ πιστεύῃς, ὅτι ὑπάρχει ἄλλη ζωὴ τὴν ὁποία λαχταροῦμε. «Οὐ γὰρ ἔ­­χομεν ὧδε μένουσαν πό­λιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. 13,14). Νά σὲ τί διαφέρουμε οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τοὺς μαρξιστάς· ἐκεῖνοι λένε ὕλη, ἐμεῖς λέμε πνεῦ­μα! καὶ ὅτι ὁλόκληρο τὸ ὁρατὸ τοῦτο σύμπαν εἶ­νε μικρὸ μπροστὰ στὸ ἀόρατο ἐκεῖνο σύμ­παν τοῦ πνευματικοῦ κόσμου.
Λοιπόν, προχωρῶ ἀκόμη. Ἐὰν τὸν φυσι­κὸ κόσμο τὸν αἰσθανώμαστε μὲ τὶς πέντε αἰ­σθήσεις, πῶς θὰ αἰσθανθοῦμε ὅτι ὑπάρχει ἀ­όρατος κόσμος; Ὑπάρχει μιὰ ἄλλη αἴσθησις. Ὤ ἡ ἄλλη αἴσθησις! Μέσ᾽ στοὺς χίλιους ἕνας τὴν ἔ­­χει – μακάριος αὐ­τός. Τὴν ὀνομάζουν ἕ­κτη αἴ­­σθησι, καὶ κατ᾽ αὐ­τὴν διαφέρει ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πὸ τὰ ζῷα, ποὺ πέντε αἰσθήσεις ἔ­χουν κι αὐτά (μερικὰ μάλιστα νικοῦν τὸν ἄν­θρωπο στὶς αἰ­σθήσεις· ὁ ἀετὸς βλέπει πιὸ μακριά, ὁ σκύλος ἀκούει πιὸ καθαρά, κ.τ.λ.).
Ἐκεῖνο ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ὑπερέ­χῃ εἶνε ὁ νοῦς. Ὄχι ὁ ὁποιοσδήποτε νοῦς, ἀλλ᾽ ἐκεῖνος ποὺ φωτίζεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο καὶ φτάνει στὴν πίστι. Ἡ πίστις ὁπλίζει τὸ νοῦ καὶ τότε ὁ ἄνθρωπος ἀνέρχεται στὰ οὐ­ράνια, βλέπει τὰ ἀόρατα, ἀγγίζει τὰ ἄψαυστα.

* * *

Τὸν 4ο αἰῶνα ζοῦσε τὴν Ἀλεξάνδρεια ὁ Δίδυ­μος ὁ τυφλός, διδάσκαλος τῆς κατηχητι­κῆς σχολῆς. Ὅταν τὸν συνάντησε ὁ μέγας Ἀν­τώνιος τοῦ εἶπε· Σὲ μακαρί­ζω· στερήθηκες μὲν τὰ σωματικὰ μά­τια, ἔχεις ὅμως μάτια πνευματικά, ἔχεις πίστι, καὶ βλέπεις ὅσα ἄλλοι δὲν βλέπουν.
Ὁ ἄπιστος εἶνε τυφλός. Τὸ εἶπε κάποτε ὁ Χριστός· μάτια ἔχουν μὰ δὲν βλέπουν, αὐτιὰ ἔχουν μὰ δὲν ἀκοῦνε (βλ. Μᾶρκ. 8,18). Αὐτὴ τὴν κατάστασι περιέγραψαν ὁ Πλάτων στὸ Σπήλαιό του καὶ ὁ Ντοστογιέφσκυ στὸ Ὑπόγειό του.
Ἡ ἐποχή μας καυχήθηκε γιὰ τὰ πολλά της γράμματα… Ἐγὼ π.χ. γεννήθηκα σ᾽ ἕνα νησά­κι τῶν Κυκλάδων, οἱ ὁ­ποῖες τότε εἶχαν μόνο ἕ­να γυμνάσιο, τὸ Γυμνάσιο Σύρου, καὶ τώρα μα­θαίνω ὅτι ἔχουν πενήντα γυμνάσια! Γέμισε ὁ κόσμος σχολεῖα. Καὶ ἡ Ἑλλάδα, ἐκεῖ ποὺ εἶχε ἕ­να πανεπιστήμιο, τώρα ἔχει δέκα! Φουρνιὲς πτυχιούχων βγαίνουν. Δὲν κατηγορῶ τὴν ἐπιστημο­νικὴ μόρφωσι, συμβαίνει ὅμως μία ἐκ­τροπή. Ἡ πολλὴ γνῶσις χωρὶς Θεό, τὰ ἄθεα γράμματα, ποὺ εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, εἶνε με­γάλη συμφορά. Ὁ κόσμος κινδυνεύει ὄχι ἀπὸ τὸ βοσκὸ καὶ τὸ γεωργό, ἀλλ᾽ ἀπὸ ἐ­πιστήμονες ποὺ θὰ πατήσουν ἕνα κουμπὶ καὶ θὰ φέρουν τὴν καταστροφή. Ἕ­νας Γερμανὸς συγγραφέας εἶπε· Ἰδοὺ ἐ­γώ, μὲ τόσα φῶτα, τυφλός ὅπως καὶ πρῶτα. Μᾶς τύφλωσε ἡ φιλαργυρία, ἡ φιληδονία, ἡ φιλοδο­ξία, ὁ ἐγωισμός, ἡ ἀπάτη, τὸ μῖσος. Μέσα στὸ σκοτάδι ἀδελφὸς σκοτώνει τὸν ἀδελφό, ὁ Κάιν σκοτώνει τὸν Ἄβελ. Σήμερα, ποὺ ἀκούσαμε αὐ­τὸ τὸ εὐαγγέλιο, ἂς ποῦμε μιὰ προσευχή·
Κύριε, εἴμαστε τυφλοί, δός μας νὰ δοῦμε τὸ φῶς σου! εἴμαστε κουφοί, δός μας ν᾽ ἀκούσουμε τὴ φωνή σου! εἴμαστε ἄλαλοι, κάνε τὴ γλῶσσα μας νὰ γίνῃ κιθάρα καὶ νὰ ψάλλῃ μέρα – νύχτα τὰ μεγαλεῖα σου· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Πρώτης – Φλωρίνης τὴν 10-8-1986 πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 20-6-2022.

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=96748