ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Η ΗΜΕΡΑ ΚΥΡΙΟΥ

 

(+) Μητροπολίτου Νικοπόλεως  ΜΕΛΕΤΙΟΥ

 Η Κυριακή

Κάθε Κυριακή πηγαίνομε στην Εκκλησία. Για να εορτάσομε την Ανάσταση του Χριστού. Γιατί η Κυριακή δεν είναι σαν τις άλλες ημέρες. Είναι η ημέρα του Κυρίου. Ημέρα αφιερωμένη στον Κύριό μας· στον Ιη­σού Χριστό.

Την Κυριακή εορτάζομε το πιο μεγάλο γεγονός στην ζωή του Χριστού και στην παγκόσμια ιστορία. Εορτάζομε την Ανάσταση του Χριστού. Ψάλλομε για την ανάσταση του Χριστού. Και μιλάμε για την ανάσταση του Χριστού. Και για την δική μας ανάσταση.

Τι είναι η Κυριακή για μας;

Η ανάσταση του Χριστού έγινε μια φορά στην ιστορία. Μα δεν είναι ένα απλό ιστορικό γεγονός, σαν π.χ. τον θάνατο του Μεγάλου Ναπολέοντα. Ο Χριστός απέθανε για μας. Και αναστήθηκε για μας. Για να μας αναστήσει και να μας χαρίσει την αιώνια ζωή. «Έπαθε δια τας αμαρτίας ημών και ανέστη δια την δικαίωσιν ημών» (Ρωμ. 4,25).

Γι’ αυτό και εμείς την ανάσταση του Χριστού δεν την εορτάζομε μόνο μια φορά τον χρόνο, όπως όλες τις άλλες εορτές. Την εορτάζομε κάθε Κυριακή. Γιατί; Γιατί το πιο απαραίτητο από όλα για μας είναι: να περάσει στην ζωή μας το μήνυμα της Αναστάσεως του Χριστού.

Η κάθε Κυριακή που περνάει, είναι για μας ένα σκαλοπάτι που πρέπει να το ανεβούμε, αν θέλουμε να φθάσωμε εκεί, που μας περιμένει ο Χριστός.

Καμμιά ημέρα δεν μας δίνει ο Θεός άσκοπα και τυχαία. Πολύ περισσότερο Κυριακή! Και στον καθένα μας ο Θεός δίνει τόσες Κυριακές, όσες του χρειάζονται για να αναστηθή και να φθάσει κοντά Του. Και γι’ αυτό οι κανόνες της Εκκλησίας επιβάλλουν αυστηρά επιτίμια σε εκείνους που δεν πηγαίνουν την Κυριακή στην Εκκλησία. Γιατί η κάθε Κυριακή, η κάθε εορτή της ανάστασης του Χριστού, είναι σαν ένα σκαλάκι στην σκάλα, που μας ανεβάζει στην δική μας ανάσταση, που θα μας φέρει κοντά στον Χριστό.

  • Για φαντασθήτε μια σκάλα με αραιά σκαλιά. Πόσο είναι δύσκολο να την ανεβούμε!
  • Για φαντασθήτε μια σκάλα, που της λείπουν πέντε ή δέκα ή περισσότερα σκαλιά στην σειρά.

Είναι δυνατό να την ανεβούμε; Είναι εύκολο να πηδήσωμε όλα τα σκαλάκια που της λείπουν;

Αν το επιχειρήσομε, θα το κατορθώσωμε;

Και αλλοίμονό μας, αν δεν το κατορθώσωμε!

  • Μα τρισαλλοίμονό μας, αν δεν το επιχειρήσομε καν!

Γιατί, πως τότε θα φθάσωμε στην ανάσταση;

Πρέπει λοιπόν να κάνωμε τα αδύνατα δυνατά

  • να πηγαίνωμε στην Εκκλησία κάθε Κυριακή και
  • να διορθώσωμε τα λάθη και τις παραλείψεις μας.

Με τι πικρία που αναλογιζόμαστε μερικές φορές, πόσο ζημιωθήκαμε από κάποια αμέλειά μας! Και λέμε περίλυποι: Τι ανόητος, που ήμουν! Και ελεεινολογούμε τον εαυτό μας, που ακολουθήσαμε το σύνθημα της «ήσσονος προσπάθειας» και φοβηθήκαμε μην κουρασθούμε άδικα!…

Υπάρχει άλλη ζωή;

Είμαστε θνητοί. Θα πεθάνουμε. Όλοι. Άλλοι αργά. Άλλοι πιο γρήγορα. Όμως εδώ παρατηρούμε κάτι το παράξενο! Ενώ πεθαίνομε όλοι, ανεξαιρέτως όλοι, κανείς δεν θέλει να πεθάνει. Και κανείς ποτέ δεν παύει να σκέπτεται: Γιατί έζησα; Γιατί μου είχε δοθή η ζωή; Τι θα γίνω τώρα; Μετά τον θάνατο πηγαίνομε στο μη­δέν, ή μένει κάτι;

Το θέμα αυτό πρόβαλε το 1966 στο τεύχος 33 του περιοδικού «Διτερατούρναγια Ρωσσία». Συζητούν δυο σοβιετικοί «σοφοί»: ο Ηλία Σελβίνσκι και ο Λέβ Όζερωφ. Και καταλήγουν: «Το θέμα αυτό είναι πολύ σοβαρό είναι ένα πολύ μεγάλο φιλοσοφικό, ιστορικό και ιστορικολογοτεχνικό πεδίο έρευνας, με πολύ μεγά­λο μέλλον!».

Με άλλα λόγια, οι δύο αυτοί σοβιετικοί λόγιοι, λένε:

— Είναι πολύ αφελείς εκείνοι που λένε δογματικά: «δεν υπάρχει ψυχή», «δεν υπάρχει αιώνια ζωή»!

Τι αστείο, αλήθεια! Ο άνθρωπος, όντας ον λογι­κό,

  • να δέχεται, ότι η νεκρή ύλη είναι αιώνια και αθάνατη·
  • και ταυτόχρονα να βρίσκει αδύνατο, ότι μπορεί να έχει και ο ίδιος κάτι το αιώνιο και αθάνατο!

Θέλω να ζήσω!

Μια γυναίκα ζούσε ευτυχισμένη. Έτσι εφανταζόταν. Γιατί ζούσε, όπως της άρεσε. Και έκανε ό,τι της άρεσε. Είχε υγεία. Είχε «επιτυχίες». Είχε χρήματα. Γλεντούσε. Τα είχε όλα.

Μα να ξαφνικά της ήλθε και ο καρκίνος. Και τι καρκίνος! Κατάσταση ανίατη! Και με πόνους φρικτούς!

Μέχρι τότε το «πιστεύω» της ήταν: Ο άνθρωπος πεθαίνοντας ξαναγίνεται μηδέν γυρίζει στο μηδέν στην ανυπαρξία. Δεν μένει τίποτε! Και έλεγε και για τον εαυτό της: Και εγώ έτσι θα σβήσω. Θα πάψω να υπάρχω!

Μα τώρα δεν συμφωνεί. Τώρα φωνάζει:

  • Θέλω να ζήσω! Σώστε με! Θέλω να ζήσω!

Έκαναν το παν οι δικοί της να την πείσουν – με ψέματα! – ότι τάχα θα γινόταν καλά. Ότι θα ζούσε. Μα ο θάνατος όλο και επλησίαζε. Και η ίδια – γυναίκα μορφωμένη – το καταλαβαίνει! Μα δεν χαμογελάει – έστω και πικρά -, αλλά σκούζει! Σκούζει με φωνή, που στο άκουσμά της ραγίζουν και οι πέτρες ακόμη!

  • Θέλω να ζήσω! Θέλω να ζήσω!

Έτσι συνήθως φωνάζουν εκείνοι, που έζησαν στη γη όπως τους άρεσε!…

2.   Ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΑ’ (14611483), σε ηλικία 60 ετών κατάλαβε ότι δεν πάει καλά, είπε στους εμπίστους φίλους του, που τον παρά­στεκαν:

  • Δίνω 10.000 δουκάτα (20.000 χρυσές λίρες) για την υγεία μου! Τρέξετε να μου βρήτε τον καλλίτερο γιατρό! Να με κάμει καλά!… Όπου κι αν είναι!…

Του είπε τότε ένας από τους φίλους του:

  • Ω βασιλιά μου, τι καλά που θα ήταν, αν έδινες τα μισά λεφτά, και είχες την μισή φροντίδα, για την ψυχή σου!…

3.   Η βασίλισσα Ελισάβετ Α’ (1558-1603) της Αγ­γλίας ήταν πολύ μεγάλη γυναίκα. Μα δεν έζησε καλά. Όταν ήλθε η ώρα του θανάτου της δεν άρχισε να σκούζει! Δεν είχε τον θυελλώδη χαρακτήρα της προηγουμένης γυναίκας. Μα είχε ανάλογες ιδέες. Να τι έλεγε:

  • Έχω πολλά πλούτη. Θα έδινα το μισό βασίλειο για μια ημέρα ζωή! Το έδινα ολόκληρο το βασίλειο για λίγη ζωή! Τι κι αν δεν ζήσω πια στα ίδια παλάτια; Ας ζήσω πιο απλά! Ω, πόσο σας ζηλεύω, σας που δεν έχετε παλάτια και χρυσάφια, μα έχετε υγεία και ζωή! Ταλαίπωρη ψυχή μου, που θα πας τώρα;

4.   Και ένας «σοφός», πολυδιαβασμένος, την ώρα του θανάτου του είπε:

  • Ταλαίπωρο κεφαλάκι μου, που τόσο σε εβάρυνα με τις τόσες γνώσεις, που θα γείρεις τώρα;

Ένας Θεωρητικός της αθεΐας

Να ένας μεγάλος αξιωματούχος. Στο πέρασμά του όλοι έσκυβαν. Γιατί ήταν σκληρός.

Ήταν και άθεος. Δεδηλωμένος. Και το διεκήρυττε. Και κανείς δεν τολμούσε να του αντιμιλήσει. Γιατί όλοι τον έτρεμαν.

Μα τώρα είναι άρρωστος. Κατάκοιτος. Καλεί την υπηρέτρια του, μια αγράμματη γυναίκα, κοντά του. Και την ρωτάει με αγωνία:

—Τι λες, κυρά Μαρία; Υπάρχει άλλη ζωή;

Η κυρά Μαρία τα χάνει! Τον κοιτάζει στα μάτια και λέγει:

  • Και γιατί ερωτάς έμενα, μια αγράμματή γυναίκα; Ρώτα την γυναίκα σου!
  • Και τι να μου ειπή αυτή; Είναι και αυτή άθεη, σαν κι εμένα!

Ήσαν και οι δυο τους «προοδευτικοί». Και διάβα­ζαν βιβλία μόνο «προοδευτικά». Γραμμένα για την «διαφώτιση» του λαού. Και γελούσαν εις βάρος εκείνων που πιστεύουν στον Χριστό και στην αιώνια ζωή. Μα τώρα, που ήρθε ο θάνατος κοντά του, ο «σοφός» «προοδευτικός», ανοίγει στα σοβαρά διάλογο με μία αγράμματη γριούλα. Μέχρι πριν λίγο την θεωρούσε κατάλοιπο του μεσαίωνα. «Αυτή έχει σκοτάδι!», έλεγε. Και να τώρα την καλεί κοντά του. Γεμάτος αβρότητα, ευγένεια και τρυφερότητα. Και την ρωτάει, όπως ρωτάει ο μαθητής τον καθηγητή!

  • Συ τι λες, κυρά Μαρία; Υπάρχει άλλη ζωή;

Τι σημαίνει αυτό;

Ο άνθρωπος ποτέ δεν το παραδέχεται, ότι μετά τον θάνατό του δεν μένει πια τίποτε! Όσο και αν του το λένε άλλοι τάχα σοφοί. Όσο και αν το λέγει και ο ίδιος στον εαυτό του.

Ακόμη και οι μαρξιστές που το διακηρύττουν ότι δεν πιστεύουν σε ψυχή, σε παράδεισο και σε κόλαση, λένε για τους ηγέτες τους:

  • Ο Μάρξ ζη!
  • Ο Λένιν ζη!
  • Ο Στάλιν ζη!
  • Είναι αθάνατοι!

Τους ερωτάμε:

  • Που και πως;

Μας απαντούν:

  • Ζουν στα έργα τους!
  • Ζουν στην μνήμη των ερχόμενων γενεών!
  • Ζουν στα λουλούδια που βάζουν στα μνημεία τους!

Μα την ώρα του θανάτου αυτές οι ψευτοφιλοσο­φίες τελειώνουν! Τελειώνουν τα ψέματα! Και το «γιατί» το καταλαβαίνετε και μόνοι σας! Γιατί αυτά είναι παρα­μύθια! Ναι, παραμύθια είναι! Όσο και αν τα παρου­σιάζουν οι μαρξιστές σαν την τελευταία λέξη της επι­στήμης και της προόδου! Γιατί τα έργα τους μπορεί να υπάρχουν για λίγο ακόμη. Και τα λουλούδια, που αποθέτουν στον τάφο τους, για πιο λίγο! Αυτοί, που υπάρ­χουν; Πως ζουν;

Μα ο ετοιμοθάνατος δεν έχει πια λόγο να προσποι­είται ότι πιστεύει στα παραμύθια! Θέλει να ζήσει. Δεν θέλει να πάει στο μηδέν στην άνυπαρξία- στο τίποτε!

Αυτά μπορούσε και τα έλεγε άλλοτε. Πλανώντας και πλανώμενος. Μα δεν μπορεί πια να τα λέγει – και μάλιστα στον εαυτό του – τώρα!

Και ξαναρωτάει με αγωνία:

  • Ειπέ μου, κυρά Μαρία: Υπάρχει ζωή εκεί;

Και η απλή γυναίκα του απαντάει:

  • Εγώ πιστεύω, ότι η ζωή είναι εκεί.

Και φεύγει να πάει να συνεχίσει την δουλειά της. Ήρεμα. Χωρίς να ταραχθή από την μνήμη του θανά­του. Γιατί όποιος πιστεύει στον Χριστό, είναι πάντοτε γεμάτος ειρήνη.

Τι διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο αυτόν και στον άνθρωπο που πιστεύει στον Χριστό!

Οι άνθρωποι που πιστεύουν στον Χριστό δεν έχουν αγωνία για τον θάνατο. Τον περιμένουν. Φτιάχνουν τον τάφο τους. Ετοιμάζουν τα σάβανά τους. Και τον περι­μένουν. Ήρεμα. Και γαλήνια. Και όταν έλθει, πεθαί­νουν ήρεμοι, ήσυχοι και γαλήνιοι.

Δεν σκούζουν: «θέλω να ζήσω»!

Γιατί ξέρουν, ότι η ζωή δεν είναι εδώ.

Η ζωή είναι εκεί!

Ο φιλόσοφος Φεόντωρωφ

Λίγο πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση ζούσε στην Μόσχα ο φιλόσοφος Νικολάι Φεόντωρωφ (1828-1903). Την φιλοσοφική του σκέψη την είχε συγ­κεντρώσει στο ερώτημα:

  • Πως θα αναστηθούμε; Πως θα αναστήσομε τους προπάτορές μας;

Όταν τον ερωτούσαν, γιατί ασχολείται με το θέμα αυτό, απαντούσε:

  • Αν σ’ αυτό αστοχήσομε, τι θέλομε και ζούμε;

Και τι θα μας ωφελήσουν τότε όλα τα επιτεύγματα των επιστημών και της σύγχρονης τεχνικής; Τι καλό μας προσφέρουν, όταν δεν υπηρετούν την ανάστασή μας;

Εμείς σήμερα ξεχάσαμε την ανάσταση. Και θέλο­με, όλα όσα κάνομε να υπηρετούν την επίγεια ζωή! Και όλα τα στρέψαμε στην διασκέδαση! Το κάθε πράγμα το θεωρούμε καλό, μόνο όταν μας δίνη επίγεια χαρά, όταν μας διασκεδάζει!

Μα ο Φεόντωρωφ ήθελε, όλα να υπηρετούν την πορεία προς την ανάσταση!

Το ζήτημα έχει πια λυθή

Το ζήτημα της αιώνιας ζωής δεν μπορεί να το λύσει ούτε η χημεία, ούτε η αστρονομία, ούτε η βιολο­γία, ούτε η ηλεκτρονική, ούτε καμμιά άλλη επιστήμη.

Οι επιστήμες μελετούν την ύλη. Μα ούτε η ψυχή, ούτε η αιωνιότητα είναι ύλη!

Από τις επιστήμες στο θέμα αυτό δεν περιμένουμε τίποτε. Και δεν μπορούν να ειπούν τίποτε. Ούτε θετικά. Ούτε αρνητικά.

Οι επιστήμονες μπορούν είτε να πιστεύουν (π.χ. Πασκάλ, Λαβουαγιέ, Νεύτων, Κοπέρνικος, Φλέμιγκ, Χάιζενμπεργκ, Πλάνκ, Φόν Μπράουν, κ.α.)· είτε να μη πιστεύουν (δεν τολμώ να αναφέρω σαν άθεο κανένα, γιατί μπορεί να πιστεύη. Και άρα, να τον αδικώ). Τε­λευταία ένας ρώσσος κληρικός, ο στάρετς Σαμψών, μας λέει ότι ο περίφημος βιολόγος ερευνητής Ιβάν Παύ- λωφ (1849-1936), που οι σοβιετικοί τον παρουσίαζαν σαν άθεο-υλιστή, όχι μόνο πίστευε, αλλά και εξομολογείτο σ’ αυτόν και κοινωνούσε… στα μυστικά βέ­βαια!

Όμως το ζήτημα της αιώνιας ζωής δεν είναι βυθι­σμένο στο σκοτάδι. Έχει λυθή.

Με την ανάσταση του Χριστού.

Και πλέει στο φως. Με την ανάσταση του Χριστού τα πάντα πεπλήρωνται φωτός: ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια.

  • Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας· και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος.
  • Χριστός Ανέστη εκ νεκρών απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο· πρωτότοκος εκ των νεκρών.

Απαρχή ο Χριστός· έπειτα οι του Χριστού εν τη Παρουσία Αυτού (Α’ Κορ. 15,23).

Χρειάζεται να κάμωμε εμείς κάτι;

Όταν θα έλθει η Παρουσία του Χριστού θα αναστηθούν όλοι: Οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής. Και οι τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως (Ευαγγέλιο Ιωάννου 5,29).

Η ανάσταση εξαρτάται από τον Χριστό.

Όλους θα μας αναστήσει ο παντοδύναμος λόγος Του. Μα όχι δηλοίς για να κληρονομήσωμε την αληθινή ζωή κοντά Του!

Η αιώνια ζωή κοντά Του εξαρτάται από εμάς.

Κοντά στον Χριστό θα πάνε μόνο οι τα αγαθά ποιήσαντες.

Ποια είναι αυτά τα «αγαθά»; Τι πρέπει να κάμωμε εμείς;

Να πιστεύωμε

Πρώτα, χρειάζεται να πιστεύωμε στον Χριστό. Ότι είναι η ζωή. Ότι είναι το φως. Ότι είναι η ανάσταση.

Είπε ο Ιησούς στην αδελφή του Λαζάρου, που έκλαιγε τον νεκρό αδελφό της:

  • Θα αναστηθή ο αδελφός σου!

Του απάντησε η Μαρία:

  • Το ξέρω. Θα αναστηθη, στην ανάσταση που θα γίνει λίγο πριν από την συντέλεια του κόσμου!

Της είπε ο Ιησούς:

  • Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Όποιος πι­στεύει σε Εμένα και αν ακόμη πεθάνει, δεν θα πάψει να ζη την αληθινή ζωή. Και όποιος είναι πνευματικά ζωντανός και πιστεύει σε Μένα, δεν θα πεθάνει ποτέ!…. Το πιστεύεις αυτό;

Του απάντησε:

  • Ναι, Κύριε. Εγώ το έχω βάλει βαθειά μέσα μου ότι Συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, που ήλθες να σώσεις τον κόσμο (Ίω. 11, 23-27).

Χρειάζεται να πιστεύωμε στον Χριστό. Χρειάζεται να έχωμε πίστη. Αλλά όχι πίστη νεκρή. Είναι ποτέ δυνατό, πίστη νεκρή να οδηγήσει στη ζωή; Πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή.

Χρειάζεται λοιπόν και να πιστεύωμε. Αλλά και να κάνωμε κάτι.

Μα μόνη της η πίστη, όπως είπαμε, δεν φθάνει!

Πρέπει να ανοίξωμε την ζωή μας στο μήνυμα της ανάστασης και της αιώνιας ζωής.

Το μήνυμα αυτό είναι δεμένο με την Εκκλησία και με την λειτουργία της Κυριακής. Χωρίς την Εκκλησία και την λειτουργία είναι πολύ δύσκολο να βρη ο άν­θρωπος την πίστη στην ανάσταση. «Το φαιδρόν» (= το χαροποιό) της αναστάσεως κήρυγμα» αντηχεί στις εκ­κλησίες. Και μας γεμίζει δύναμη, χαρά και ειρήνη.

Να γιατί δεν πρέπει να απουσιάζωμε ποτέ από την Εκκλησία ημέρα Κυριακή.

  • Να γιατί μια φορά, ένας άγγελος είπε για ανθρώπους που κοιμόνταν ημέρα Κυριακή την ώρα της θείας λειτουργίας: Κύριε, ως όνοι κοιμώνται οι άνθρω­ποι ούτοι εν ημέρα Κυριακή!

Να λοιπόν η πρώτη σου υποχρέωση:

  • Αύξησε την πίστη σου.
  • Δυνάμωσε την πίστη σου.
  • Στερέωσε την πίστη σου.

Και μετά;

Γίνε πλησίον

Ένα παράδειγμα;

Περιπατείς στον δρόμο σου. Και βρίσκεις έναν άνθρωπο πεσμένο κάτω.

Σκύβεις να τον σηκώσεις; Κοπιάζεις για χάρη του; Τι λες: Ο παλιομεθύστακας! Ο χασικλής! … Άφησέ τον! Και τράβα τον δρόμο σου!…

Για την ανάσταση

Μια άλλη περίπτωση.

Ένα νεαρό αμούστακο παιδί έκαμε μια τρέλλα: Εφέρθη με αναίδεια και θράσος σε ένα σεβάσμιο γέρον­τα. Το βλέπουν, και ορμούν όλοι επάνω του. Να του δείξουν! Ευρήκαν την ευκαιρία να ενδιαφερθούν για το κακό! Να το περιστείλουν. Να το διορθώσουν!…

  • Βρε, για το όνομα του Θεού! Με το παιδάκι το βάλατε!…
  • Και τι ήθελες να κάμωμε; Να σταυρώσωμε τα χέρια; Να τον αφήσωμε να ασχημονή; Δεν επιτρέπεται!… Κάτι πρέπει να κάμωμε!…

— Ναι. Να κάμωμε. Μόνο που, όταν κάνωμε κάτι, πρέπει να έχωμε την συνείδηση, ότι το κάνομε για την ανάσταση των «νεκρών». Χωρίς αυτόν τον πόθο, χωρίς αυτή την προϋπόθεση, δεν θα κάμεις τίποτε. Γιατί πολε­μάς το κακό με το κακό, τον θάνατο με τον θάνατο· την νέκρα με την νέκρα!… Ποια ωφέλεια, όταν ξεσπά­σει η κακία που έχεις μέσα σου, σε ένα ανόητο παιδί, που άφησε την κακία που είχε μέσα του να ξεσπάσει σε ένα γέρο; Αν πονείς για το κακό, πρέπει να φρον­τίσεις να νικήσεις το κακό να θανατώσεις το κακό να το κάνεις να πάψει να υπάρχει! Και για να γίνει αυτό πρέπει να εργασθής για την ανάσταση της ψυχής του νεαρού από το νεκρό φρόνημα και τα νεκρά έργα. Πρέπει να τον βοηθήσεις να «αναστηθή»! Αυτό είναι το χρέος σου.

Η κοινωνία είναι ένα κομμάτι από την Εκκλησία. Γι’ αυτό, όταν έξω στην κοινωνία ενεργείς σωστά, για την ανάσταση, στην Εκκλησία προσεύχεσαι πιο θερμά· και φωτίζεσαι πιο βαθειά…

Ο Πρύτανις

Λένε, ότι ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Θ’ (1560-1574) είχε ένα γελωτοποιό, που κάθε ημέρα έ­λεγε και έκανε τόσα «χαζά» αστεία, ώστε ο βασιλιάς και οι αυλικοί του ξεκαρδίζονταν στα γέλια διασκεδά­ζοντας με την «χαζομάρα» του, χωρίς να σκέπτωνται, ότι ένας άνθρωπος που ξέρει και κάνει κάθε ημέρα καινούργια «χαζά» αστεία, δεν μπορεί να είναι τόσο χαζός, όσο φαίνεται. Ενθουσιασμένος λοιπόν από τα «χαζά» του αστεία ο βασιλιάς, του απένειμε τίτλο ευγενείας! Τον ωνόμασε «πρύτανη των ηλιθίων». Του έδωκε μάλιστα και σαν διάσημο ένα ειδικό σκήπτρο! Και του είπε:

  • Σε αναγορεύω «πρύτανη των ηλιθίων». Και σαν σύμβολο του τίτλου σου, που τον απέκτησες επάξια με τις τόσες χαζομάρες σου, σου δίνω και αυτό το σκή­πτρο. Κράτησέ το. Σου ανήκει δικαιωματικά. Μα αν βρης άλλον άνθρωπο πιο χαζό από σένα, του το δίνεις!

Πέρασε καιρός από τότε. Και να, ο βασιλιάς είναι βαριά άρρωστος. Πεθαίνει. Κοντά του είναι διάφοροι αξιωματούχοι του. Και ο «πρύτανις των ηλιθίων». Και αρχίζει ο διάλογος·

  • Τι κάνεις, Μεγαλειότατε;
  • Φεύγω, αγαπητέ «πρύτανη»!
  • Για που, βασιλιά μου;
  • Δεν ξέρω για που! Μα για πολύ μακρυά!…
  • Και πότε αναχωρείς;
  • Δεν ξέρω πότε ακριβώς!
  • Και πότε θα γυρίσεις;
  • Ποτέ πια! Θα μείνω εκεί για πάντα!…
  • Και τι θα βρης, εκεί;
  • Δεν ξέρω! Τίποτε!
  • Τουλάχιστον ειδοποίησες; Σε περιμένουν εκεί φίλοι;
  • Όχι, κανένας!…
  • Έκαμες τουλάχιστον τις απαραίτητες προετοιμα­σίες και προμήθειες για ένα τέτοιο ταξίδι;
  • Όχι. Τίποτε!…

Έξυσε το κεφάλι του ο γελωτοποιός και είπε:

  • Τότε, βασιλιά μου, να μου επιτρέψεις να σου δώσω το σκήπτρο του «πρύτανη των ηλιθίων»! Σου ανήκει. Δικαιωματικά. Εγώ δεν θα έκανα ποτέ τέτοια χαζομάρα. Είσαι πιο χαζός από μένα. Είσαι ο πιο χα­ζός άνθρωπος που έχω συναντήσει στην ζωή μου!

Αλήθεια, υπάρχει πιο μεγάλη ανοησία από το να μην ετοιμάζεται ο άνθρωπος για την μετάβασή του στην αιώνια ζωή;

Ο άνθρωπος χωρίς πίστη

Τι είναι ο άνθρωπος χωρίς πίστη; Το είδαμε πριν από λίγο, που μιλήσαμε για μια γριά, που (με φωνές που ράγιζαν ακόμη και την πιο πέτρινη καρδιά!) εφώναζε:

  • Θέλω να ζήσω!…
  • Με τι να ζήσεις, γιαγιά, χωρίς πίστη; Πως να ζήσεις;…

Λέγει ο Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι:

«Η αγάπη για τον άνθρωπο μας είναι εντελώς αδύνατη και ακατανόητη χωρίς την πίστη στην αθανα­σία της ψυχής.

Εκείνοι που σβήνουν μέσα τους την πίστη στην αθανασία και θέλουν να την αντικαταστήσουν με την αγάπη για τον άνθρωπο, σηκώνουν τα χέρια τους εναντίον του ίδιου του εαυτού τους.

Και τελικά θα διαπιστώσουν ότι, αντί για την αγάπη για τον άνθρωπο, στις καρδιές εκείνων που έχασαν την πίστη στην αθανασία κυριαρχεί το μίσος και η κα­κία».

Θυμηθήτε, πόσους εξόντωσε ο Στάλιν. Και με τι ευκολία διάταξε πυρ εναντίον των άμαχων ο Ν. Τσαουσέσκου!

 Χωρίς πίστη, όλα επιτρέπονται, γράφει ο Θ. Ντοστογιέφσκι.

 Χωρίς πίστη, πως και που θα φρονιμέψει ο εγκληματίας; Στην φυλακή; Στο αναμορφωτήριο; Μα από εκεί συνήθως βγαίνουν χειρότεροι, από ό,τι εμπήκαν!

Στέλνομε τα παιδιά μας στο Σχολείο, να μάθουν γράμματα· να μορφωθούν για να ζήσουν καλλίτερα! Και εκεί κάποιος πολύ «προοδευτικός» δάσκαλος ή κα­θηγητής τους ξερριζώνει το μοναδικό τους όπλο για την ζωή: την πίστη. Και τα σπρώχνει στη διαφθορά. Και στο έγκλημα.

Μα εμείς τα στείλαμε να πάρουν μόρφωση. Να αποκτήσουν γνώσεις!

Όμως τίποτε δεν αναπληρώνει εκείνο που έχασαν. Γιατί «έχασα την πίστη» σημαίνει «τα έχασα όλα»!…

Τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο, αν κερδίσει τον κό­σμο όλο, αλλά ζημιωθή η χάση την ψυχή του; (Μάρκ.8,36).

Η πιο μεγάλη ελεημοσύνη

Και όμως όλοι αυτοί είναι τέκνα του Θεού. Σαν τον ληστή. Και περιμένουν κάποιον να τους βοηθήσει να βρουν την πίστη στον Χριστό και στην αθανασία. Για να σωθούν!

Θα γίνεις πλησίον τους; Θα γίνεις καλός Σαμαρεί­της; Θα πλύνεις τις πληγές της ψυχής τους με το κρασί και το λάδι της πνευματικής συμβουλής σου; Θα τους οδηγήσεις στην πίστη στην ανάσταση;

  • Μεγάλη είναι η ελεημοσύνη, που βοηθεί το σώ­μα (νερό, φαγητό, φάρμακο, ρούχο).
  • Μα πιο μεγάλη είναι η ελεημοσύνη που σώζει την ψυχή, ελευθερώνοντάς την από το σκοτάδι της αγνωσίας και της απιστίας.

Αξίζει λοιπόν να ξεπεράσωμε κάθε εμπόδιο, για να εμπνεύσομε την πίστη στην ανάσταση και στον αναστάντα Ιησούν Χριστό!…

Χωρίς την πίστη στην ανάσταση και στην αιώνια ζωή ο άνθρωπος διαλύεται: Έγκλημα. Διαζύγια. Διάλυ­ση οικογενείας. Πορνεία. Διαστροφές. Ληστεία. Μέθη. Ναρκωτικά. Και άλλα…. Όλα είναι καρποί απιστίας. Έργα άπιστων.

Η κοινωνική σήψη έχει φθάσει στο απροχώρητο. Η ανάσταση του Χριστού είναι το φάρμακο. Το μόνο φάρμακο.

Μα για να ενεργήσει σε μας το φάρμακο, πρέπει όχι απλώς να το πάρωμε, αλλά να το παίρνωμε τακτικά και πάντοτε σύμφωνα με συνταγή του Μεγάλου Ιατρού.

Μπροστά στην αρρώστια της ψυχής

Μια ημέρα επήγαν στον Χριστό ένα παραλυτικό στο ξυλοκρέββατο.

Και ο Ιησούς είπε στον Παράλυτο:

  • Θάρσει τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου. Ακούνε οι φίλοι του τα λόγια αυτά του Χριστού και τους πιάνει τρέλλα!
  • Χριστέ μου, ο παράλυτος θέλει να γίνη καλά!

Σωματικά καλά! Κάμε τον καλά και άφησε την κουβέν­τα για τις αμαρτίες του!

Μα σαν να μη φθάνει η δυσαρέσκεια των φίλων, νάσου και οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι! Αυτοί διαλο­γίζονται:

  • Ούτος βλασφημεί!

Να, που φθάνει το κακό! Τον πόλεμο κατά της αμαρτίας, τον θεωρούμε ασπλαχνία! Σκληρότητα εναν­τίον του ανθρώπου! Αδιαφορία!…

Μα εμείς τους «γραμματείς και Φαρισαίους» δεν πρέπει να τους κατακρίνωμε. Γιατί δεν ξέρουν τι κά­νουν!

Ο Χριστός περιορίστηκε να τους ειπή:

  • Γιατί σκέπτεσθε πονηρά;

Όλα στη ζωή μας έχουν κάποια σχέση με την α­μαρτία. Με την αμαρτία μας. Γι’ αυτό, αν απαλλαγούμε από την αμαρτία μας, θα βρούμε και υγεία σώματος, και ανάσταση, και ζωή αιώνια.

Ο πόλεμος εναντίον της αμαρτίας πρέπει να είναι στην πρώτη γραμμή.

Μα να μη το ξεχνάτε ποτέ. Πόλεμος κατά της αμαρτίας χωρίς την πίστη στον Χριστό και την δύναμη του Χριστού δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα.

Είναι σαν να θέλεις να σβήσεις το έγκλημα με τις αναμορφωτικές φυλακές, όπου οι τρόφιμοι συνήθως γίνονται χειρότεροι.

«Και για να το καταλάβετε, ότι ο Υιός του Ανθρώπου έχει εξουσία να συγχωρεί τις αμαρτίες και να τις θεραπεύει, είπε ο Χριστός στον παραλυτικό: Σήκω, πά­ρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου».

Τα λόγια αυτά μας λένε:

Μόνο με τον Χριστό μπορεί ο άνθρωπος

  • να αντιπολεμήσει την αμαρτία­ να καθαρισθή από την αμαρτία του­ να εύρει την υγεία του να φθάσει στην ανάσταση και στην ζωή.

Και να. Ο παραλυτικός σηκώθηκε. Πήρε το κρε­βάτι του. Και επήγε στο σπίτι του. Και ο λαός είδε το θαύμα. Και δόξασε ολόψυχα τον Θεό, που έδωσε τέτοια χάρη στους ανθρώπους (Μάρκ. 2, 1-12).

Βιαστήτε

Πόσο θα θέλαμε να συνέβαινε και ανάμεσά μας ένα τέτοιο θαύμα! Θα πηγαίναμε τότε όλοι στο σπίτι μας, στον δρόμο μας, στην δουλειά μας, πρόθυμοι να μιλάμε παντού για τον Θεό και τα έργα Του.

Και ερωτώ:

Αν εμείς δοξάζαμε τον Θεό που μας έδωκε άφε­ση των αμαρτιών μας, δηλαδή υγεία και ανάσταση ψυ­χής, τι λέτε, θα μείνει παραλυτικός (από την αμαρτία) που θα ακούσει το θαύμα του Χριστού σε μας και δεν θα θελήσει να τρέξει κοντά Του για να γίνει υγιής;

Ένας άγιος, ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, λέγει:

Μην αργείτε! Μην αναβάλλετε ποτέ το καλό! Κάμε­τε γρήγορα! Τρέξατε! Βιαστήτε να φθάσετε στην ανάσταση! Γιατί, αν αναβάλλετε, διατρέχετε τον κίνδυνο να φθάσετε λίγο πιο αργά από ό,τι πρέπει! Κατόπιν εορτής! Όταν πια θα έχει κλείσει η πόρτα!…

 


(+) Μητροπολίτου Νικοπόλεως  ΜΕΛΕΤΙΟΥ

Β’ Έκδοση- Ιερής Μονής Προφήτου Ηλιού – Πρέβεζα 1991

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ