Μοναχού Αρσενίου Βλιαγκόφτη
πτυχ. Θεολ. – πτυχ. Φιλοσ.
Το θέμα το οποίον ουσιαστικώς ετέθη εξ αφορμής της προσπαθείας εκ μέρους των χιλιαστών (ή: καθώς παραπλανητικά αυτοαποκαλούνται «Χριστιανοί Μάρτυρες του Ιεχωβά») να ιδρύσουν «ευκτήριο οίκο» στην Κασσάνδρεια Χαλκιδικής («αίθουσα βασιλείας» τη λένε στη δική τους γλώσσα), είναι το θέμα της θρησκευτικής ελευθερίας και της ανοχής απέναντι στο διαφορετικό.
Επάνω εις αυτό το πολύ σημαντικό θέμα η Μετοχική Εταιρεία «Σκοπιά» του Μπρούκλιν (=χιλιαστές) προβάλλει απόψεις που εξυπηρετούν την ίδια, δεν έχουν όμως καμμία σχέοη με την αλήθεια και την πραγματικότητα. Ας σημειωθεί ότι η οργάνωση του Μπρούκλιν χαρακτηρίζεται από ειδικούς μελετητές, διεθνώς, μαζί με άλλες παρόμοιες σύγχρονες επικίνδυνες οργανώσεις, ως «καταστροφική λατρεία» ή «ψυχοναρκωτικό» ή «ελευθεροκτόνος οργάνωοη». Μάλιστα ο τελευταίος όρος χρησιμοποιείται για πολλές τέτοιες οργανώσεις από την έκθεση της ειδικής επιτροπής της Γαλλικής Βουλής (1995-1996), η οποία περιέλαβε στις νεοφανείς καταστροφικές λατρείες («σέκτες») και τους λεγομένους «μάρτυρες του Ιεχωβά». Οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται, διότι η Εταιρεία «Σκοπιά» χρησιμοποιεί μεθόδους «διανοητικού χειρισμού» (=πλύσεως εγκεφάλου) και μετατρέπει τους οπαδούς – θύματά της από ελεύθερους ανθρώπους σε ανθρώπους – ρομπότ που βρίσκονται κάτω από ολοκληρωτική εξάρτηση από την οργάνωση, η οποία (οργάνωση) αντιπροσωπεύει, καθώς ισχυρίζεται, τη μόνη νόμιμη εξουσία στον κόσμο (όλες οι άλλες είναι του σατανά, λέγει η Εταιρεία «Σκοπιά», ασκώντας έτσι πνευματική τρομοκρατία στα μέλη της).
Έρχονται, λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι διεκδικούν μόνον δικαιώματα σε κάθε οργανωμένη κοινωνία που ζουν, ενώ αρνούνται την εκπλήρωση στοιχειωδών υποχρεώσεων προς το κοινωνικό σύνολο (στρατιωτική θητεία, συμμετοχή στο εκλέγειν και εκλέγεσθαι) και κατηγορούν αυτή την κοινωνία ότι δεν σέβεται τη θρησκευτική ελευθερία ή δεν ανέχεται το διαφορετικό. Ποια είναι όμως η αλήθεια;
Οι φωνασκούντες χιλιαστές και οι υπόλοιπες παραθρησκευτικές οργανώσεις, ξεχνούν ότι το άρθρο 13 του Ελληνικού Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει πλήρως τη θρησκευτική ελευθερία στην παράγραφο 1, έχει και την παράγραφο 2 όπου τίθενται τα όρια της θρησκευτικής ελευθερίας.
Τα όρια αυτά είναι τα εξής: κατοχυρώνεται η ελευθερία στην άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων για τα μέλη των γνωστών θρησκειών (που έχουν γνωστά δόγματα και ανοικτή λατρεία), που δεν έρχονται σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη, τη δημόσια τάξη και την εθνική ασφάλεια και που δεν ασκούν προσηλυτισμό. Επίσης, για να δοθεί άδεια λειτουργίας ναού ή ευκτηρίου οίκου σε οποιαδήποτε γνωστή θρησκεία με την ανωτέρω έννοια, θα πρέπει αυτή να έχει και ικανόν αριθμό πιστών στη συγκεκριμένη περιοχή.
Η ελληνική νομοθεσία (νόμος 1363/38 όπως συμπληρώθηκε μεταγενεστέρως), έχει κριθεί κατ’ επανάληψη και από τα ελληνικά δικαστήρια και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως σύμφωνη και με το Ελληνικό Σύνταγμα και με το άρθρο 9 της Συμβάσεως της Ρώμης (το οποίο, επίσης μετά την 1η παράγραφο του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, στην παράγραφο 2 θέτει όρια στην άσκηση αυτής της ελευθερίας).
Και τίθεται το ερώτημα: ποιές από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται παραπάνω, πληροί η Εταιρεία «Σκοπιά» των «Μαρτύρων του Ιεχωβά»; Ούτε γνωστή θρησκεία είναι, αλλά και προσηλυτισμό αθέμιτο ασκεί, δηλαδή, προσπαθεί με δόλιες και απατηλές μεθόδους και υποσχέσεις να μεταβάλει τη θρησκευτική συνείδηση των ανθρώπων .
Η Εταιρεία «Σκοπιά» δεν είναι «γνωστή θρησκεία». Είναι εμπορική επιχείρηση. Επίσης ο προσηλυτισμός είναι το κύριο έργο που ασκεί η Εταιρεία, καθώς έχει ονομάσει «αγνή λατρεία του Ιεχωβά» τη διάθεση των προϊόντων της (βιβλία και περιοδικά) από πόρτα σε πόρτα (!) (Πλήρη τεκμηρίωση όλων αυτών μπορεί να βρει, όποιος ενδιαφέρεται, στο τρίτομο έργο του πατρός Αντωνίου Αλεβιζοπούλου «Η λατρεία της Σκοπιάς»).
Εμείς φρονούμε ότι κακώς τους εδόθη από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων η άδεια για τη λειτουργία ευκτήριου οίκου στην Κασσάνδρεια, διότι δεν είναι γνωστή θρησκεία αλλά καμουφλαρισμένη εμπορική επιχείρηση, και διότι ασκούν (είναι η κύρια «εργασία» τους) αθέμιτο προσηλυτισμό.
Οι χιλιαστές παραπλανητικά ισχυρίζονται ότι στις υποθέσεις «Μανουσάκης κατά Ελλάδος» και «Κοκκινάκης κατά Ελλάδος», που προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο, κατεδικάσθη η Ελλάς, επειδή, δήθεν δε σέβεται τη θρησκευτική ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η Αλήθεια είναι διαφορετική: Το δικαστήριο έκρινε και στις δύο αυτές περιπτώσεις ότι η σχετική ελληνική νομοθεσία είναι σύμφωνη με τη Σύμβαση της Ρώμης για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Επέβαλε, όμως, πρόστιμο στην Ελλάδα, επειδή η καταδίκη των χιλιαστών (Μανουσάκη κατά Κοκκινάκη) από τα ελληνικά δικαστήρια δεν ήταν πλήρως αιτιολογημένη, αλλά βασιζόταν σε αντιγραφή του κατηγορητηρίου.
Ας παύσουν λοιπόν να φωνασκούν οι χιλιαστές και οι συνήγοροί τους για ανθρώπινα δικαιώματα και θρησκευτικές ελευθερίες. Γνωρίζουμε ποιές σκοπιμότητες εξυπηρετούν οι σχετικές εκθέσεις του Αμερικανικού Στέητ Ντηπάρτμεντ που έχει αναλάβει εργολαβικά την υπεράσπιση όλων των δήθεν καταπιεζομένων (!) εθνικών και θρησκευτικών «μειονοτήτων» στην Ελλάδα. Έλαβε όμως το Αμερικανικό Υπουργείο από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος την (πολυσέλιδη, σκληρή και τεκμηριωμένη) απάντηοη που του ταίριαζε.
Ουσιαστικώς με την απάντηση αυτή, καταδεικνύεται ότι η αντίληψη για την θρησκευτική ελευθερία που προβάλλει το Στέητ Ντηπάρτμεντ προς το εξωτερικό και ιδίως προς την Ευρώπη, είναι διάτρητη στις ίδιες τις ΉΠΑ και απαράδεκτη τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρώπη.
Όταν λοιπόν τα αιτήματα της ασύδοτης επέκτασης του αθέμιτου προσηλυτισμού ολοκληρωτικών αίρέσεων, όπως της Εταιρίας του Μπρούκλιν, προβάλλονται με το ένδυμα της θρησκευτικής ελευθερίας και με την υποστήριξη συχνά-πυκνά του Στέητ Ντηπάρτμεντ, μπορεί κανείς να λέει με βάση αυτή την απάντηση της Εκκλησίας μας, ότι «Ο βασιλιάς είναι γυμνός!». Γιατί, απορρίπτεται σε όλη την Ευρώπη, και ιδίως στις Ορθόδοξες χώρες, _ φρικτή αντίληψη ότι οι ανθρώπινες ψυχές είναι χρυσωρυχεία για να σκάβουν μέσα τους με ειδικές μεθόδους οι αιρεσιάρχες, προκειμένου να αντλούν χρήματα και δύναμη.
Η ασυδοσία στην εφαρμογή τέτοιων μεθόδων από τις ηγερίες και τα διοικητικά συμβούλια τέτοιων καταστροφικών λατρειών δεν είναι θρησκευτική ελευθερία αλλά παραθρησκευτική υποδούλωση – η χειρότερη μορφή δουλείας που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα από τους εμπόρους ψυχών που έχουν το θράσος να παρουσιάζονται ως προστάτες της θρησκευτικής ελευθερίας των δούλων τους!
Ας μάθουν, λοιπόν, και οι χιλιαστές και οι συνήγοροί τους, ότι η Εκκλησία έχει και δικαίωμα και καθήκον να ενημερώνει και να προφυλάσσει τους ανθρώπους (όσους θέλουν να ακούοουν την φωνή της) από όσους επιβουλεύονται την πνευματική τους ελευθερία.
Ας μάθουν, επίσης, ότι κάθε συντεταγμένη Πολιτεία έχει απέναντι στους πολίτες της παρόμοιο δικαίωμα και καθήκον, διότι τα προβλήματα που δημιουργούν οργανώνεις σαν αυτή των χιλιαστών δεν είναι μόνον θρησκευτικά, είναι και κοινωνικά. Καθ’ όσον άνθρωποι – κυρίως νέοι – εγκαταλείπουν τις σπουδές και τις εργασίες τους, οικογένειες διαλύονται, ενώ άλλοι καταλήγουν στα ψυχιατρεία.
Και στο κάτω-κάτω ας μάθουν να ακροάζονται και το κοινό αίσθημα, το οποίο βοά και λέγει ότι δεν τους σηκώνει ο τόπος, μετά από τον άγριο και απρόκλητο ξυλοδαρμό του ιερέως της Κασσάνδρας π. Νεκταρίου1.
1. Το άρθρο αυτό πρωτοδημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα «Κασσάνδρα» της Χαλκιδικής (21 Οκτωβρίου 1999).
Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΔΙΑΛΟΓΟΣ τεύχος 18 (1999)