ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 1 Μαΐου 2022

Κυριακή του Θωμά

ψηλάφηση Θωμά featured

ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ

«Ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα, καί ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καί γραμματεῦσι καί κατακρίνουσιν αὐτόν θανάτῳ, καί παραδώσουσιν αὐτόν τοῖς ἔθνεσιν εἰς τό ἐμπαῖξαι καί μαστιγῶσαι καί σταυρῶσαι, καί τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται».[1]

Ὁ Πέτρος βγαίνει μπροστά νά ἐμποδίσει· γιά νά ἀκούσει: «ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ». Ὁ Ἰούδας ὁ δόλιος καί φιλάργυρος πηγαίνει μέ τούς ἀπέναντι. Σκέφτεται, ἄν πάω στά Ἱεροσόλυμα θά μέ σκοτώσουν ὡς ληστή. Ἀς πάω μέ τό μέρος τῶν Ἀρχιερέων ὥστε καί τή ζωή μου νά σώσω καί χρήματα νά κερδίσω. Το ἀποτέλεσμα γνωστό.

Ὁ ἕνας ἀπ’ τούς δώδεκα ἀποδείχτηκε ἀληθινό παλικάρι. Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Θωμᾶς, εἶπε: «ἄγωμεν καί ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ».[2] Γι’ αὐτό καί ἄξιζε τῆς ἰδιαιτέρας τιμῆς ἀπό τόν Κύριο. Τόνιζαν οἱ λοιποί ἀπόστολοι: «Εἴδαμε τόν Κύριον».[3]

Ἐντούτοις ἡ καρδιά τοῦ Θωμᾶ, ἐφλέγετο ἀπό λαχτάρα, ἀπό πόθο ἀβάσταχτο νά  δεῖ κι αὐτός τόν Κύριο, νά τόν ψηλαφίσει. Ἔκλεινε τά αὐτιά του θέλοντας νά ἀνοίξει διάπλατα τά μάτια του. Καταλαμβανόταν ἀπό τόν πόθο νά ἰδεῖ, τοξευόμενος ἀπό τό παράξενο ἄκουσμα καί ἔλεγε: « ἐάν μή ἴδω ἐν ταῖς χερσίν αὐτοῦ τόν τύπον τῶν ἥλων, καί βάλω τήν χεῖρά μου εἰς τήν πλευράν αὐτοῦ, οὐ μή πιστεύσω.[4] Μέ ὑπερβολική ἐπιθυμία καί δυσπιστώντας ὁ Θωμᾶς, προβάλλει τήν ἀπιστία, γιά νά ἀπολαύσει τή θέα τοῦ Ἰησοῦ. Λέγει: «Θά μοῦ λύσει τήν ἀπιστία, ἄν φανερωθεῖ. Θά βάλω τόν δάχτυλον μου στά σημάδια ἀπό τά καρφιά. Θά ἀγκαλιάσω μέ πόθο τόν δεσπότη Χριστό. Κι Αὐτός ἀς μέ κατακρίνει γιά τήν ἀπιστία καί ἀς μοῦ δώσει τήν χαρά νά τόν δῶ. Ὡς ἄπιστος νά τόν δῶ. Ὡς πιστός ὅμως θά τόν ἀγκαλιάσω. Θά τόν χορτάσω. Καί θά τόν ὁμολογήσω. Νά δῶ τά τρυπημένα χέρια, μέ τά ὁποῖα θεραπεύτηκαν τά χέρια τοῦ Ἀδάμ πού ἔκαναν τήν παράβαση. Νά δῶ τήν πλευρά, ἀπό τήν ὁποία καταργήθηκε ὁ θάνατος καί  νά κηρύξω στά πέρατα τῆς οἰκουμένης δίνοντας κι αὐτήν τήν ζωή μου».

Κι ὁ Θωμᾶς ἀφοῦ ψηλάφησε, φώναξε μέ ἀληθινή πίστη: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».[5]Καί τότε τοῦ εἶπε ὁ Κύριος· ἔχεις πιστέψει ἐπειδή μέ εἶδες. Μακάριοι εἶναι αὐτοί πού δέν μέ εἶδαν καί μέ πίστεψαν. Λοιπόν Θωμᾶ, σ’ αὐτούς πού δέν ἔχουν δεῖ τήν Ἀνάστασή μου, ὁμολόγησε τήν ἀλήθεια. Φέρε κοντά σου τήν οἰκουμένη πού πιστεύει στό κήρυγμά σου. Ἀς γίνει ἡ πίστη σου τά καινούρια μάτια στήν καινή κτίση, στήν ἀνάπλαση τῶν ἀνθρώπων καί τοῦ κόσμου.

Δίδαξε στό ἐξῆς νά θωρακίζονται μέ τόν Τίμιο Σταυρό καί ὄχι μέ τά ὅπλα. Ἐσύ κήρυξε μόνον καί αὐτοί προσκυνοῦντες τόν Σταυρόν καί τήν Ἀνάστασή μου, διά τῆς Χάριτος,θά πιστεύσουν. Κάνε τήν πρόσκληση καί βλέπε τήν πίστη. Εἶναι μακάριοι, ἀλήθεια, ὅσοι θά πιστέψουν χωρίς νά μέ δοῦν. Ὅσοι μέ ἀναγνωρίσουν, ὄχι μέ τά μάτια τοῦ σώματος, ἀλλά μέ τά μάτια τῆς πίστεως καί βαπτίστηκαν στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅσοι δηλαδή ἐνδύθηκαν τήν Θεανθρωπότητά μου καί τρώγουν τό Σῶμα μου καί πίνουν τό Αἶμα μου, καταγγέλοντας τόν θάνατό μου καί ὁμολογώντας τήν Ἀνάστασή μου. Ἔτσι συνενώθηκαν, διά τῆς Θείας Χάριτος, μέ τά δεσποτικά μέλη, ἐπικυρώνοντας  καί τώρα καί εἰς τούς αἰώνας, τά λόγια μου: «Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες».[6]

Μακάριοι αὐτοί πού δέν εἴδαν, συνδέθηκαν ὅμως μέ τόν Χριστό, συνδέθηκαν μέ τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση καί δέν ἀπέβαλαν ποτέ τήν σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ ἀμετανόητη ἁμαρτία, πάσχοντας τήν κένωσιν, ἀποβάλλοντας τά πάθη καί τίς κακίες. Ὅσοι μέ τήν ἀγάπη διώχνουν τό μῖσος καί ὅσοι μέ τήν ὀμορφιά τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, ἀπομακρύνονται ἀπό τήν ἀσχημοσύνη, τήν βορβορότητα καί βαρβαρότητα τῆς Ν. Ἐποχῆς καί τῆς Παγκοσμιοποίησης.

Σεβαστή μας γερόντισσα, ἀγαπητοί μου άδελφοί, ὁ Χριστός δέν μπορεῖ ποτέ νά ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό Του. Αὐτός εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ ὀμορφιά καί θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι: «Ἐγώ εἶπα θεοί ἐστε καί υἱοί Ὑψίστου πάντες..».[7]

Τώρα ἄν κάποιοι τόν ἀρνοῦνται καί πεθαίνουν ἄδοξα, ὡς ἀνθρωποειδή ἀπόγονοι τῶν χιμπατζήδων δική τους ἡ εὐθύνη, ὁ πόνος, ἡ λύπη, ὁ στεναγμός.

Εἶναι οἱ ἴδιοι ὑπεύθυνοι τῆς τραγικότητάς τους, τῆς αὐτοκτονίας τους. Ὁ Σταυρωθείς καί Ἀναστάς Κύριος καί Θεός πού ὁμολόγησε ὁ ἅγιος ἀπόστολος Θωμᾶς, Ἰησοῦς Χριστός,στέκεται πάντοτε, μέ ἀνοικτά τά χέρια καί ἀνοικτή τήν πλευρά καί ὀρατά τά σημάδια τοῦ Πάθους καί τῆς Ἀνάστασης. Ὅσοι πιστοί προσέλθετε.

Ἀς ὁμολογήσουμε καί ἀς βροντοφωνάξουμε ὁ Κύριος μου καί ὁ Θεός μου. Δόξα Σοι. Ἀς γίνουμε κοινωνοί τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Θωμᾶ πού μέ τήν ὁμολογία του, κατέστησε τή ζωή τῶν ἀνθρώπων, μιά γιορτή. Γιατί μέ τήν ὁμολογία του, μετέθεσε στόν οὐρανό τήν πατρίδα καί τό πολίτευμα ὅσων εἴμαστε στή γῆ καί μᾶς ἔδωσε ὡς δῶρο, σήμερα, τίς χαριτωμένες ἀφορμές, ὥστε νά πανηγυρίζουμε ὀρθοδόξως, σύν Χριστῷ αἰώνια.

Στόν Κύριο καί Θεό Ἰησοῦ Χριστό, ἡ δόξα, ἡ βασιλεία  καί τό κράτος εἰς τούς αἰώνας. Ἀμήν.



[1]  (Ματθ.20,18)

[2] {Ἰωάν.11,16)

[3] (Ἰωάν. 20,25)

[4] (Ἰωάν.20,25)

[5] (Ἰωάν.20,29)

[6] (Ἰωάν.20,29)

[7] (Ψαλμ.81,6)