Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ (Ἰω. 9,1-38)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου
Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, στὸν κόσμο ἄπιστοι· ὅπως στὸ χωράφι ὑπάρχουν ἀγκάθια, ἔτσι καὶ μέσα στὴν κοινωνία ὑπάρχουν οἱ ἄπιστοι. Αὐτοί, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν ἀπιστία τους, λένε τὸ «τροπάριο»· «Ἐγὼ γιὰ νὰ πιστέψω θέλω νὰ δῶ θαῦμα». Θέλουν θαύματα. Ἀλλ᾽ ἐὰν ὑπάρχῃ στὸν κόσμο μιὰ θρησκεία πού ᾽νε γεμάτη θαύματα, αὐτὴ εἶνε ἡ δική μας. Πιὸ εὔκολο εἶνε νὰ μετρήσῃς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ ἢ τὶς σταγόνες τῆς λίμνης τῶν Πρεσπῶν ἢ τοὺς κόκκους τῆς ἄμμου τῆς θαλάσσης, παρὰ νὰ μετρήσῃς τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς, εἰς πεῖσμα ὅλων τῶν ἀθέων καὶ τῶν ἀπίστων. Θαύματα ὁ Χριστός, θαύματα ἡ Παναγία, θαύματα οἱ ἅγιοι τῆς πίστεώς μας· καὶ ὅμως αὐτοὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ζητοῦν θαύματα.
* * *
Ἦταν στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ ἕνας
τυφλός. Προσέξτε· δὲν γεννήθηκε ὑγιὴς καὶ κατόπιν ἔχασε τὸ φῶς του στὰ
πέντε ἢ στὰ δέκα ἢ στὰ εἴκοσι χρόνια του· ἦταν, σημειώνει τὸ
εὐαγγέλιο, τυφλὸς «ἐκ γενετῆς» (ἔ.ἀ. 9,1). Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ἦταν
ἀόμματος, δὲν εἶχε δηλαδὴ καθόλου μάτια, βολβούς. Ὅπως, ὅταν γίνεται
ἐκταφὴ νεκροῦ, βλέπεις στὸ κρανίο στὴ θέσι τῶν ματιῶν μόνο δυὸ μεγάλες
τρῦπες, ἔτσι ἦταν στὸν ἄνθρωπο αὐτόν· δὲν ὑπῆρχαν καθόλου μάτια.
Μία παρένθεσι. Πόση εἶνε ἡ ματαιότητα τοῦ ἀνθρώπου! Εἶχα πάει
πρὸ ἐτῶν στὸν Ἅγιο Ἀχίλλιο – Πρεσπῶν, ὅπου ὁ καθηγητὴς Νικόλαος
Μουτσόπουλος ἔκανε ἀνασκαφή. Βρέθηκαν κρανία γυμνὰ καὶ προσπαθοῦσε,
ἀπὸ τὰ ῥοῦχα ποὺ φοροῦσαν (μερικὰ ἀπὸ τὰ μεταξωτὰ εἶχαν μείνει στὸν
τάφο), νὰ προσδιορίσῃ, ποιός ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἐκείνους ἦταν στρατηγὸς ἢ
βασιλιᾶς ἢ ἄλλος ἐπίσημος καὶ πλούσιος. Ὅταν βλέπουμε τὰ ἀνθρώπινα
κρανία θυμόμαστε τὸ «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ.
1, 2· 12,8).
Παρατηρώντας μιὰ νεκροκεφαλὴ
ἀποροῦμε τίνος νὰ εἶνε καὶ μαζὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία λέμε· Ποῦ εἶνε ἡ δόξα, ὁ
πλοῦτος, ἡ ὀμορφιά; «Ἆρα τίς ἐστι; βασιλεὺς ἢ στρατιώτης, πλούσιος ἢ
πένης, δίκαιος ἢ ἁμαρτωλός;» (Νεκρ. ἀκολ., ἰδιόμ. ἦχ. πλ. α΄). Ὅλα μέσ᾽
στὸν τάφο ἐξισώνονται, γίνονται μιὰ ἀπόλυτη …δημοκρατία· παύουν ἐκεῖ
ὅλες οἱ ἀνθρώπινες διακρίσεις. Καὶ λένε ὅτι, ὅταν στὸν τάφο τὸ σῶμα
λειώνει, τὰ πρῶτα ποὺ τρῶνε τὰ σκουλήκια μέσ᾽ στὴ γῆ εἶνε ἡ γλῶσσα καὶ
τὰ μάτια. Δικαία ἡ «τιμωρία», γιατὶ μ᾽ αὐτὰ κάνουμε τὰ μεγαλύτερα
ἁμαρτήματα· ἡ γλῶσσα «κόκκαλα δὲν ἔχει καὶ κόκκαλα τσακίζει», καὶ τὰ
μάτια γίνονται παράθυρα ἀπ᾽ ὅπου μπαίνει ὁ σατανᾶς καὶ καίει – πυρπολεῖ
ψυχὴ καὶ σῶμα.
Στὸν τυφλὸ λοιπὸν τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, τὸν ἐκ γενετῆς
ἀόμματο, δὲν ὑπῆρχαν μάτια· δυὸ τρῦπες ὑπῆρχαν, δύο κενὲς κοιλότητες
σκεπασμένες μὲ ἕνα λεπτὸ δέρμα, μιὰ πέτσα. Αὐτὸν κανένας γιατρὸς δὲν
μποροῦσε νὰ τὸν γιατρέψῃ. Οἱ ὀφθαλμίατροι θεραπεύουν βλαμμένα μάτια,
ἀλλὰ μάτια ποὺ ὑπάρχουν· ἐδῶ ὅμως δὲν ὑπῆρχαν καθόλου μάτια.
Τί εἶνε τὸ μάτι! Ζητᾶνε θαύματα οἱ ἄπιστοι, μὰ τὸ μάτι θαῦμα
εἶνε. Εἶνε ἡ πιὸ τέλεια φωτογραφικὴ μηχανή· παίρνει συνεχῶς τὶς
καλύτερες φωτογραφίες, ἔγχρωμες, καθαρές, εὐκρινεῖς· δὲν τὸ φτάνουν
οἱ καλύτερες φίρμες μηχανῶν. Ἂν πῇς σὲ κάποιον, ὅτι ἡ φωτογραφικὴ
μηχανή του φύτρωσε ἔτσι μόνη της στὸ χωράφι, ὅπως φυτρώνουν τὰ
φασόλια, θὰ σοῦ πῇ· Τρελλάθηκες; κάποιο ἐργοστάσιο τὴν κατασκεύασε,
στὴν Ἰαπωνία ἢ Γερμανία ἢ Ἀγγλία. Ὦ κόσμε ψεύτη, ντουνιᾶ τυφλέ! Δὲν
τὸ βλέπεις, ὅτι ἡ πιὸ τέλεια φωτογραφικὴ μηχανὴ εἶνε τὸ μάτι τοῦ
ἀνθρώπου; Αὐτὸ ἀντέγραψαν οἱ ἐπιστήμονες καὶ κατασκεύασαν τὴ
φωτογραφικὴ μηχανή. Ὅπως λοιπὸν μιὰ φωτογραφικὴ μηχανὴ «φωνάζει» ὅτι
κάποιος τὴν ἔφτειαξε, ἔτσι καὶ τὸ μάτι «φωνάζει»· Κάποιος μὲ ἔπλασε!
Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες νὰ μαζευτοῦν, ἕνα ζωντανὸ μάτι δὲν μποροῦν νὰ
φτειάξουν. Λοιπὸν ζητᾷς θαύματα; ῥῖξε μιὰ ματιὰ στὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἀπὸ
τὴν κορφὴ μέχρι τὰ νύχια, πῶς λειτουργεῖ σὰν ἕνα τέλειο ἐργοστάσιο,
θαύμασε, πίστεψε καὶ πές· «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν
σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,24).
Ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου δὲν εἶχε μάτια· καὶ ὁ Χριστός
μας τοῦ ἔφτειαξε μάτια. Πῶς; Λέει τὸ εὐαγγέλιο μὲ ἁπλότητα, ὅτι ὁ
Ἰησοῦς ἡμέρα Σάββατο «ἔπτυσε χαμαί», στὴ γῆ, ἔκανε μὲ τὸ σάλιο του
λάσπη, ἐπάλειψε μ᾽ αὐτὴν τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ καὶ τοῦ εἶπε· Πήγαινε στὴ
λιμνούλα τοῦ Σιλωὰμ καὶ πλύσου. Κι ὅταν πῆγε καὶ πλύθηκε,
σχηματίστηκαν στὶς κενὲς κόγχες βολβοὶ – μάτια, εἶδε τὸ φῶς του καὶ
ἐπέστρεψε θεραπευμένος δοξάζοντας τὸ Θεό (βλ. Ἰω. 9,6-7). Αὐτὸ εἶνε τὸ
θαῦμα.
Ὁ τυφλὸς αὐτὸς ἦταν γνωστὸς σὲ ὅλους· χρόνια καθόταν στὸ ἴδιο
σταυροδρόμι κι ἅπλωνε τὸ χέρι ζητώντας ἐλεημοσύνη ἀπ᾽ τοὺς περαστικούς.
Ὕστερα ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτὸ πίστεψαν ἆραγε ὅλοι στὸ Χριστό; Ὄχι
δυστυχῶς. Δὲν εἴπαμε στὴν ἀρχὴ ὅτι, ὅπως στὸ χωράφι ὑπάρχουν τ᾽
ἀγκάθια ἔτσι στὴν κοινωνία ὑπάρχουν οἱ ἄπιστοι; Αὐτοὶ δὲν πίστεψαν.
Ποιοί δηλαδή; Ἐκεῖνοι ποὺ ἔκαναν τὸν γραμματισμένο καὶ νόμιζαν πὼς εἶνε
ἀνώτεροι ἀπὸ τὸν ἄλλο λαό. Αὐτοὶ εἶπαν· Μπᾶ, δὲν εἶν᾽ αὐτὸς ὁ τυφλὸς
ποὺ ξέραμε, κάποιος ἄλλος θά ᾽νε. Τὸν φωνάζουν καὶ τὸν ὑποβάλλουν σὲ
ἀνάκρισι· –Ποιός εἶσαι; –Ἐγὼ εἶμαι, δὲν μὲ ξέρετε; –Καὶ πῶς ἄνοιξαν τὰ
μάτια σου; –Κάποιος ἄνθρωπος, ποὺ τὸν λένε Ἰησοῦ, μοῦ ἔβαλε λάσπη πάνω
στὰ μάτια, πλύθηκα καὶ βλέπω. –Ποῦ εἶνε αὐτός; –Δὲν ξέρω. Τὸν ῥωτοῦν
πάλι οἱ φαρισαῖοι, τοὺς περιγράφει τὴ θεραπεία του γιὰ δεύτερη φορά,
μὰ πάλι δὲν πιστεύουν. Μερικοὶ κακεντρεχεῖς μάλιστα εἶπαν· –Αὐτὸς ὁ
Ἰησοῦς, ἀφοῦ δὲν τηρεῖ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, δὲν εἶνε ἀπὸ τὸ Θεό.
Φωνάζουν κατόπιν τοὺς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ καὶ τοὺς ῥωτοῦν· –Αὐτὸς εἶνε ὁ
γυιός σας; κι ἀφοῦ λέτε ὅτι γεννήθηκε τυφλός, πῶς τώρα βλέπει; –Μποροῦμε
νὰ βεβαιώσουμε, ἀπαντοῦν οἱ γονεῖς, ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ γυιός μας κι ὅτι
γεννήθηκε τυφλός· πῶς ὅμως τώρα βλέπει ἢ ποιός τὸν θεράπευσε ἐμεῖς δὲν
ξέρουμε· ἐνήλικας εἶνε, ῥωτῆστε τὸν ἴδιο νὰ σᾶς πῇ. Ἀπήντησαν ἔτσι
ἀπὸ φόβο· γιατὶ οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν πλέον ἀποφασίσει, ὅποιος ὁμολογήσῃ
ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶνε ὁ Χριστός, ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, αὐτὸς νὰ
ἀποβάλλεται ἀπὸ τὴ συναγωγή. Οἱ φαρισαῖοι ἔβλεπαν ποιά εἶνε ἡ ἀλήθεια,
ἀλλὰ δὲν ἤθελαν νὰ τὴν παραδεχτοῦν. Φωνάζουν πάλι τὸν θεραπευμένο ἄνδρα
καὶ τοῦ λένε· –Δόξασε τὸ Θεὸ καὶ ἄσ᾽ τον αὐτὸν τὸν Ἰησοῦ. Ἐμεῖς
ξέρουμε, ὅτι αὐτὸς δὲν εἶνε τοῦ Θεοῦ, εἶνε ἁμαρτωλός. –Δὲν ξέρω, τοὺς
λέει ὁ θεραπευμένος, ἂν εἶνε ἁμαρτωλός· ἕνα ξέρω, ὅτι ἤμουν τυφλὸς καὶ
τώρα βλέπω. –Μὰ πῶς τέλος πάντων σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια; –Σᾶς τὸ εἶπα
ἤδη· δὲν τ᾽ ἀκούσατε; γιατί θέλετε νὰ τὸ ξανακοῦτε; μήπως θέλετε νὰ
γίνετε κ᾽ ἐσεῖς μαθηταί του; Ὁ λόγος του αὐτὸς τοὺς ἐνώχλησε καὶ
εἶπαν μὲ θυμό· –Ἐμεῖς μαθηταί του; τί εἶν᾽ αὐτὰ ποὺ λές; Ἐσὺ εἶσαι
μαθητής του, ἐμεῖς εἴμαστε μαθηταὶ τοῦ Μωυσῆ· αὐτὸς δὲν ξέρουμε ἀπὸ
ποῦ εἶνε. –Μὰ ἐδῶ εἶνε τὸ θαυμαστό· δὲν ξέρετε ἀπὸ ποῦ εἶνε, καὶ
ὅμως αὐτὸς μοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια· τέτοιο πρᾶγμα ἀπὸ καταβολῆς κόσμου
δὲν ἀκούστηκε· ἂν αὐτὸς δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ Θεό, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνῃ
τίποτα.
Παρ᾽ ὅλη τὴν προσπάθειά τους δὲν κατάφεραν νὰ κλείσουν τὸ στόμα
τοῦ πρώην τυφλοῦ. Ὅσο καὶ ἂν τὸν πίεσαν καὶ τὸν ἀπείλησαν, αὐτὸς
ἐξακολουθοῦσε νὰ ὁμολογῇ καὶ νὰ κηρύττῃ, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ
Θεοῦ καὶ ὁ Σωτήρας του. Καὶ μὴ ἔχοντας τί ἄλλο νὰ χρησιμοποιήσουν στὸ
τέλος τὸν πέταξαν ἔξω.
* * *
Ἀγαπητοί μου· ὅπως τότε ἐκεῖνοι
δὲν πίστεψαν στὸ Χριστό, ἔτσι κάνουν καὶ σήμερα οἱ ἄπιστοι. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ
Χριστὸς νὰ κατεβῇ πάλι στὸν κόσμο, καὶ οἱ ἀπόστολοι νὰ ἐπανέλθουν, καὶ
οἱ μεγάλοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας νὰ ξαναπαρουσιαστοῦν, ἐκεῖνος ποὺ
ἔχει μέσα του τὸ σκουλήκι τῆς ἀπιστίας, τὸν δαίμονα τῆς ἀρνήσεως, δὲν
πείθεται. Γιατί ἆραγε;
Αἰτία δὲν εἶνε ἡ ἔλλειψι θαυμάτων· θαύματα ὑπάρχουν, εἶνε
ἀδικαιολόγητοι. Αἰτία τῆς ἀπιστίας εἶνε ἡ διαφθορὰ τῆς καρδιᾶς, ὁ
ἐγωισμός, ἡ ὑπερηφάνεια. Αἰτία τῆς ἀπιστίας εἶνε ὁ ἁμαρτωλὸς βίος
τους· νά τί τοὺς ἐμποδίζει νὰ πιστέψουν στὸ Χριστό. Τὸ σημερινὸ
εὐαγγέλιο τοὺς ζωγραφίζει ἀκριβῶς.
Ξένος χριστιανὸς ἐπιστήμονας εἶπε· Τὰ πάθη σκιάζουν τὸν ἥλιο
τῆς πίστεως καὶ τυφλώνουν τὴν ψυχή. Ἂν θέλῃς νὰ πιστέψῃς, μὴ
συσσωρεύεις λογικὰ ἐπιχειρήματα· καταπολέμησε τὰ πάθη ποὺ σοῦ πνίγουν
τὴν καρδιά.
Ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς ἀποστόλους· Κηρύξτε ὅπου σᾶς δέχονται·
ὅπου σᾶς διώχνουν φύγετε· αὐτοὺς τοὺς περιμένει τιμωρία χειρότερη ἀπὸ
τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα (βλ. Ματθ. 10,11-15).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀθανασίου Μικρολίμνης – Πρεσπῶν τὴν 19-5-1974. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 22-4-2022.