ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 29 Μαΐου 2022

Ἡ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ

Τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Μάρκου Μανώλη

   «Καὶ παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, τὶς ἥμαρτεν, οὗτος ἤ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῆ;»

   Βγαίνοντας ἀπὸ τὸ ἱερὸν ὁ Κύριος ἐπινοεῖ τρόπον, διὰ νὰ διασκεδάση τὸν θυμὸν τῶν Ἰουδαίων καὶ βαδίζει, διὰ νὰ θεραπεύση τὸν τυφλόν. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον θέλει νὰ μαλακώση τὴν σκληρότητα καὶ τὴν ἀπείθειάν τους, ἂν καὶ δὲν ἐδέχοντο αὐτοὶ καμμίαν ἐπίδρασιν. Συν­άμα τοὺς ἔδειχνε ὅτι δὲν εἶπε μάταια καὶ ὑπερήφανα τὸ «πρὶν Ἀβραάμ, γενέσθαι, ἐγὼ εἰμι».

   Διότι ἰδοὺ ποὺ κάμνει ἕνα θαῦ­μα, ποὺ κανεὶς δὲν τὸ ἔκανε πρωτύτερα. Μπορεῖ νὰ ἄνοιξε κάποιος τὰ μάτια ἑνὸς τυφλοῦ· ὄχι ὅμως τυφλοῦ γεννημένου. Εἶναι λοιπὸν φανερὸν ὅτι σὰν Θεός, ποὺ ὑπῆρχε καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, κάνει αὐτὸ τὸ θαῦμα, ποὺ δὲν εἶχε γίνει ἕως τότε.

   Ἐπίτηδες ἐπῆγε καὶ εἰς τὸν τυφλόν. Δὲν ἐπῆ­γε ὁ τυφλὸς πρὸς ἐκεῖ­νον. Ἔτσι λοιπὸν οἱ μαθηταί, ὅταν τὸν εἶδαν ποὺ παρετήρησε προσεκτικὰ τὸν τυφλόν, τὸν ἐ­ρώτησαν «τὶς ἥμαρτεν, οὗ­τος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῆ;» Φαίνεται ὅμως ἡ ἐρώτησις ἄστοχος. Πῶς θὰ ἠμ­ποροῦσε νὰ ἁ­μαρτήση αὐτὸς πρὶν γενν­η­θῆ; Διό­τι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι δὲν παρεδέχθησαν τὰς ἑλ­ληνικὰς φλυαρίας ὅτι ἡ ψυ­χὴ πρὶν μπῆ εἰς τὸ σῶμα ζῆ εἰς ἄλλον κόσμον, ὅπου ἁ­μαρτάνει καὶ ἔπειτα ἡ εἴσοδός της εἰς τὸ σῶμα εἶναι σὰν τιμωρία δι’ αὐτό. Διατὶ σὰν ψαράδες, ποὺ ἦσαν οὔ­τε ποὺ θὰ εἶχαν ἀκούσει κάτι τέτοιο· αὐτὰ εἶναι τῶν φιλοσόφων σοφίαι. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἤκουσαν τὸν Χρι­στὸν νὰ λέγη πρὸς τὸν παράλυτον «ἴδε ὑγιὴς γέγονας, μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοὶ τι γένηται».

  Ἀφοῦ εἶδαν τὸν τυφλόν, ἀποροῦν καὶ κάτι τέτοια σὰν νὰ συλλογίσθησαν. Καλὰ ἐκεῖνος ἔγινε παράλυτος ἀπὸ ἁμαρτήματα. Δὲν ὑπάρχει ἀντίρρησις δι’ αὐτό. Περὶ αὐτοῦ ὅμως τί θὰ εἰπῇς; Ἀπὸ ἁμαρτήματα ἰδικά του; Δὲν μπορεῖς νὰ τὸ εἰπῇς, ἀφοῦ εἶναι τυφλὸς ἐκ γενετῆς. Ἀπὸ ἁμαρτήματα γονέων; Οὔτε αὐτὸ λέγεται, διότι δὲν τιμωρεῖται υἱὸς διὰ τὸν πατέρα. Δὲν διατυπώνουν λοιπὸν αὐτὰς τὰς σκέ­ψεις σὰν ἐρωτήσεις, ἀλλὰ ἐκ­φράζουν τὴν ἀπορίαν τους.

  Καὶ ὁ Κύριος ἀπαντῶν εἰς τὴν ἀ­πορίαν τοὺς λέγει. Οὔτε αὐτὸς ἡ­μάρτησε οὔτε οἱ γονεῖς του. Δὲν τὸ εἶπε αὐτό, ἐπειδὴ τοὺς ἀπαλλάσσει ἀπὸ ἁμαρτήματα. Διότι δὲν εἶπε μόνον «δὲν ἡμάρτησαν οἱ γονεῖς» ἀλ­λὰ συμπλήρωσε «διὰ νὰ γεννηθῆ τυφλός». Ἡμάρτησαν βεβαίως οἱ γο­νεῖς του, ἀλλὰ δὲν ἦτο συνέπεια τῆς ἁμαρτίας ἡ ἀναπηρία. Διότι δὲν εἶναι ὀρθὸν αἱ ἁμαρτίαι τῶν πατέρων νὰ φορτώνωνται εἰς τὰ παιδιά, ποὺ δὲν ἠδίκησαν τίποτε. Αὐτὸ διδάσκει ὁ Θεὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ Ἰεζεκιὴλ λέγων ὅτι «Οὐκ ἔσται ἡ παραβολὴ αὕτη ἔτι ἡ λεγομένη· οἱ πα­τέρες ἔφαγον ὄμφακα καὶ οἱ ὀ­δόντες τῶν τέκνων ἠμωδίασαν» ἤ­τοι δὲν ἰσχύει πιὰ ἡ μεταφορὰ ποὺ λέγεται: «οἱ πατέρες ἔφαγαν ἀγουρίδες καὶ ἐμούδιασαν τὰ δόντια τῶν παιδιῶν».

  Καὶ μὲ τὸν Μωυσέα νομοθετεῖ: «Οὐκ ἀποθανεῖται πατὴρ ὑπὲρ τέκνου». Πῶς ὅμως ἔχει γραφῆ: «Ἀ­πο­­διδοὺς ἁμαρτίας γονέων ἐπὶ τέκνα ἐπὶ τρίτην καὶ τετάρτην γενεάν»; Μπορεῖ κανεὶς νὰ εἰπῆ πρῶ­τον ὅτι μήτε καθολικὸν κῦρος ἔχει αὐ­τὴ ἡ ἀπόφασις, μήτε ἔχει λεχθῆ δι’ ὅλους, παρὰ μόνον δι’ αὐτοὺς ποὺ ἐλευθερώθησαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον. Ὕστερα λογάριασε καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ἀποφάσεως. Δὲν λέγει ὅτι δι’ αὐτά, ποὺ ἡμάρτησαν οἱ γονεῖς τιμωροῦνται τὰ παιδιά, ἀλλὰ ὅτι αἱ ἁμαρτίαι τῶν πατέρων, δηλαδὴ αἱ τιμωρίαι διὰ τὰς ἁμαρτίας θὰ ξεσπάσουν καὶ εἰς τὰ παιδιά τους, ἐπειδὴ ἔχουν πέσει εἰς τὰ ἴδια παραπτώματα. Διὰ νὰ μὴ νομίσουν αὐ­τοὶ, ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον ὅτι δὲν θὰ ὑποστοῦν τὰς ἰδίας τιμωρίας, ἀκόμη καὶ ἂν ὀλιγώτερον ἀπὸ τοὺς γονεῖς ἁμαρτήσουν, τοὺς λέγει ὅτι δὲν θὰ γίνη ἔτσι, ἀλλὰ αἱ ἁμαρτίαι τῶν πατέρων σας, δηλαδὴ αἱ τιμωρίαι θὰ ξεσπάσουν καὶ εἰς ἐσᾶς, ἐπειδὴ δὲν ἐγίνατε καλύτεροι, ἀλλὰ ἐπέσατε εἰς τὰ ἴδια ἢ καὶ χειρότερα παραπτώματα.

* * *

   «Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ᾽ ἵνα φανερωθῆ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νύξ, ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. Ὅταν ἐν τῷ κό­σμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου».

   Ἐδῶ ἔχομεν δευτέραν ἀπορίαν. Θὰ ἔλεγε κανείς, πῶς τὸ εἶπε αὐτὸ ὁ Κύριος; Ἠδικήθη ὁ ἄνθρωπος μὲ στέρησιν τοῦ φωτός, «διὰ νὰ γίνουν φανερὰ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ»; Δὲν μποροῦσε νὰ φανερωθοῦν κατ’ ἄλλον τρόπον τὰ ἔργα τοῦ Θε­οῦ; Εἰς τί ἀδικήθηκες, ἄνθρωπε. Στ­ερήθηκα τὸ φῶς, ἀπαντᾶ. Καὶ ἡ βλά­βη προέρχεται ἀπὸ τὴν στέρησιν τοῦ αἰσθητοῦ φωτός. Ἀντιθέτως μᾶλ­λον ἔχεις εὐεργετηθῆ. Διότι μαζὶ μὲ τὰ σωματικὰ μάτια ἐφωτίσθησαν καὶ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς. Ὥστε ἡ ἀναπηρία τὸν ὠφέλησε, ἀφοῦ μὲ τὴν θεραπείαν ἐγνώρισε τὸν ἀληθινὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης.

   Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὁ φωτοδότης, ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ποὺ καταυγάζει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας, ὅπως ὡραῖα ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας:

   «Δικαιοσύνης Ἥλιε νοητὲ Χρι­στὲ ὁ Θεός, ὁ τὸν ἐκ μήτρας τοῦ φω­τὸς ἐστερημένον, διὰ τῆς σῆς ἀχράντου προσψαύσεως, φωτίσας κατ᾽ ἄμφω, καὶ ἡμῶν τὰ ὄμματα, τῶν ψυχῶν αὐγάσας, Υἱοὺς ἡμέρας δεῖξον, ἵνα πίστει βοῶμέν σοι· Πολλή σου καὶ ἄφατος ἡ εἰς ἡμᾶς εὐσπλαγχνία, φιλάνθρωπε, δό­ξα σοι». Πλ. δ´.

   Δὲν ἠδικήθη λοιπὸν ὁ τυφλός, ἀλ­λὰ ἔχει εὐεργετηθῆ.

   Ἔπειτα κάθε μελετητὴς τῶν θείων Γραφῶν ἂς γνωρίζη ὅτι τὸ «ἵνα» καὶ «ὅπως» πολλάκις εἰς τὴν Γρα­φὴν δὲν ἀπαντοῦν αἰτιολογικά, ἀλ­λὰ ἀποτελεσματικά.

   Παράδειγμα τὸ χωρίον τοῦ Δα­βὶδ «Ὅπως ἂν δικαιωθῆς ἐν τοῖς λόγοις σου» (Μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δικαιωθῆς εἰς τοὺς λόγους σου). Δὲν ἡμάρτησε ὁ Δαβὶδ μὲ σκοπὸν νὰ δικαιωθῆ ὁ Θεός, ἀλλὰ αὐτὸ ἦτο τὸ ἀποτέλεσμα. Μὲ τὴν ἁμαρτία τοῦ Δαβὶδ πραγματοποιεῖται ἡ δικαίωσις τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τόσα ὅσα δὲν ἦτο ἄξιος νὰ λάβη, κι αὐτὸς παρέβη τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ καὶ κοντὰ εἰς τὴν μοιχείαν διέπραξε φόνον καὶ ἔκαμε κα­κὴν χρῆσιν τῆς βασιλείας του ἀθετῶν τὸν Θεόν, τί ἄλλο ἀκολουθεῖ σὰν ἀποτέλεσμα παρὰ νὰ δικαιωθῆ ὁ Θεὸς εἰς τὴν κρίσιν του καὶ τὸν διάλογον πρὸς τὸν Δαβὶδ καὶ νὰ λάβη τὴν νικῶσαν ψῆφον καὶ νὰ καταδικασθῆ ὁ βασιλεύς; Διότι ἐκείνου ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἔλαβε τὴν βασιλείαν, τοὺς νόμους περιεφρόνησε ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἦτο βασιλεύς. Διότι ἂν ἦτο ἰδιώτης δὲν θὰ μποροῦσε τόσον εὔκολα νὰ διαπράξη δύο τέτοια μεγάλα κακουργήματα.

  Ἑπομένως τὸ «ὅπως ἂν δικαιω­θῇς» δὲν ἔχει σημασίαν αἰτιολογική, ἀλλὰ ἀποτελεσματική.

  Ἄπειρα παρόμοια συναντοῦμε καὶ εἰς τὸν Ἀπόστολον Παῦλον, ὅπως τὸ χωρίον τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς: «Τὸ γὰρ γνωστόν τοῦ Θεοῦ, φανερόν ἐστι ἐν τοῖς Ἕλλησιν, εἰς τὸ εἶναι αὐτοὺς ἀναπολογήτους». Δὲν ἔδωσε βέβαια ὁ Θεὸς εἰς τοὺς Ἕλληνας τὴν γνῶ­σιν μὲ τὸν σκοπὸν νὰ εἶναι ἀναπολό­γητοι εἰς τὰ σφάλματά τους. Τοὺς τὴν ἔδωσε, διὰ νὰ μὴ σφάλλουν κι ἔπειτα ἀφοῦ ἔσφαλαν, ἡ γνῶσις εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴν ἀδυναμίαν τῆς ἀπολογίας. Καὶ τὸ ἄλλο χωρίον: «Νόμος δὲ παρεισῆλ­θεν, ἵνα πλεονάση τὸ κατάκριμα». Δηλαδὴ ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ νόμου ἔγινε, γιὰ νὰ περισσεύση ἡ καταδίκη. Δὲν ἔγινε βέβαια δι’ αὐτό, ἀλλὰ μᾶλλον, διὰ νὰ σταματήση ἡ ἁμαρτία. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἠθέλησαν ἐκεῖ­νοι ποὺ ἐδέχθησαν τὸν νόμον νὰ τὴν σταματήσουν, ὁ νόμος ἔγινε αἰτία νὰ περισσεύση ἡ ἁμαρτία. Διό­τι περισσότερη καὶ βαθύτερη ἐλογίσθη εἰς αὐτοὺς ἡ ἁμαρτία, ἐπειδὴ ἡμάρτανον, μολονότι εἶχον τὸν νόμον.

  Ἔτσι καὶ ἐδῶ ἡ φράσις «ἵνα φανερωθῆ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ» δὲν ἔχει νόημα αἰτιολογικόν, ἀλλὰ ἀποτελεσματικόν. Σὰν ἀποτέλεσμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ προέκυψε ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι καὶ ὁ οἰκοδόμος πολλάκις ἄλλα μέρη τῆς οἰκοδομῆς τὰ τελειώνει καὶ ἄλλα τὰ ἀφήνει ἀτελειοποίητα. Καὶ ἔτσι ἂν κάποτε δυσπιστήση κάποιος ὅτι δὲν εἶναι αὐτός, ποὺ ἐδημιούργησε τὸ τέλειον, κατασκευάζων καὶ ἐκεῖνο τὸ ἀτελείωτον, μπορεῖ νὰ ἀποδείξη ὅτι αὐτὸς εἶναι καὶ τοῦ τελειωμένου τεχνίτης.

  Ὅμοια καὶ ὁ Θεὸς μας Χριστὸς θεραπεύων τὰ ἀνάπηρα μέλη μας καὶ ἀποκαθιστῶν τὴν ὑγείαν τους ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι ὁ δημιουργὸς καὶ τῶν ἄλλων μελῶν μας. Καὶ ὅταν εἶπε «Ἵνα φανερωθῆ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ» ὡμίλησε διὰ τὸν ἑαυτόν του καὶ ὄχι διὰ τὸν Πατέρα. Διότι ἡ δόξα τοῦ Πατρὸς ἦτο φανερή, ἐνῶ ἔπρεπε νὰ φανερωθῆ καὶ ἡ ἰδική του κι᾽ ἀκόμη ὅτι αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴν εἶχε πλάσει τὸν ἄνθρωπον.

  Ὅτι αὐτὸ τὸ λέγει διὰ τὸν ἑαυτόν του ἄκουσε τὰ ἑξῆς: Προσθέτει: «Ἐγὼ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με». Δηλαδὴ «Ἐγὼ πρέπει νὰ πραγματοποιῶ τὰ ἔργα ἐκείνου ποὺ μὲ ἔστειλε». Ἐγὼ πρέπει νὰ φανερώσω, λέγει, τὸν ἑαυτόν μου καὶ νὰ κάνω ἔργα, ποὺ ν’ ἀποδείξουν ὅτι κάμνω τὰ ἴδια μὲ τὸν Πατέρα. Κι᾽ αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ ἐκτελῶ «ἕως ἡμέρα ἐστι». Δηλαδὴ ὅσον διαρκεῖ ἡ παροῦσα ζωὴ καὶ μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ πιστεύουν εἰς ἐμένα. Διότι «ἔρχεται νύξ, ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι», δηλαδὴ νὰ πιστεύση.

  Ἔργον ὀνομάζει τὴν πίστιν. Εἰς τὴν μέλλουσαν ζωὴν κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πιστεύση. Ἡ ἡμέρα εἶναι ἡ παροῦσα ζωή, διότι μποροῦμε νὰ ἐργασθοῦμε, ὅπως ὅταν εἶναι ἡ ἡ­μέρα (ὁ Ἀπ. Παῦλος ὅμως τὴν ζωὴ αὐτὴν ἀποκαλεῖ νύκτα, διότι ἐδῶ ἀγνοοῦνται ποῖοι πράττουν τὴν ἀρετὴν καὶ ποῖοι τὴν κακίαν. Κι ἀκόμη, διότι συγκρίνει μὲ αὐτὴν τὸ φῶς, ποὺ πρόκειται νὰ περιλάμψη τοὺς δικαίους). Νύκτα εἶναι ἡ μέλλουσα ζωή, διατὶ ἐκεῖ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐργασθῇ (ὁ Ἀπ. Παῦλος τὴν ἀποκαλεῖ ἡμέρα διὰ τὴν λαμπρότητα τῶν δικαίων καὶ τὴν παρουσίασιν τῶν πράξεων τοῦ καθενός). Εἰς τὴν μέλλουσαν ζωὴν λοι­πὸν δὲν ὑπάρχει πίστις, ἀλλὰ θέλοντες καὶ μὴ θὰ ὑπακούσουν ὅλοι. «Ὅταν οὖν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου». Διότι μὲ τὴν διδασκαλίαν καὶ τὰ θαύματα φωτίζω τὰς ψυχάς. Ὥστε πρέπει καὶ τώρα νὰ φωτίσω τὰς ψυχὰς πολλῶν θεραπεύοντας τὸν τυφλὸν καὶ φωτίζοντας τὰς κόρας τῶν ματιῶν. Ἀφοῦ εἶμαι φῶς πρέπει νὰ φωτίζω καὶ αἰσθητὰ καὶ πνευματικά.

  Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει σχετικῶς: «Πανταχοῦ πίστεως ἡμῖν δεῖ, ἀγαπητοί, πίστεως τῆς μητρὸς τῶν ἀγα­θῶν, τοῦ τῆς σωτηρίας φαρμάκου· καὶ ταύτης ἄνευ οὐ­δὲν ἔστι κατασχεῖν τῶν μεγάλων δογμάτων».

* * *

  «Ταῦτα εἰπών, ἔπτυσε χαμαί, καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. Ἀπῆλ­θεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων».

  Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ Χριστὸς δὲν ἔμεινε εἰς τὰ λόγια, ἀλλὰ ἔφερε σὰν συμπλήρωμα καὶ τὸ ἔργον. Ἔπτυσε κάτω καὶ ἀφοῦ ἔκαμε πηλό, ἄλειψε τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ. Ἔδειξε μὲ τὸν πηλὸν ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ποὺ ἔπλασε ἀπὸ πηλὸν τὸν Ἀδάμ. Διότι τὸ νὰ εἰπῆ ὅτι «Ἐγὼ εἶμαι ποὺ ἔπλασα τὸν Ἀδὰμ» ἐφαίνετο δύσκολον εἰς τοὺς ἀκροατάς του. Φανερωμένον ὅμως μὲ τὰ ἔργα δὲν ἐκτυποῦσε (ἐννοεῖ δὲν ἐντυπωσίαζε) πιά. Δι’ αὐτὸ δημιουργεῖ τὰ μάτια ἀπὸ πηλὸ μὲ τὸν ἴδιον δημιουργικὸν τρόπον, ποὺ ἐδημιούργησε καὶ τὸν Ἀδάμ. Καὶ δὲν ἔπλασε μόνον τὰ μάτια, οὔτε τὰ ἄνοιξε μόνον, ἀλλὰ τοὺς ἐχάρισε τὴν ὅρασιν. Αὐτὸ εἶναι ἀπόδειξις ὅτι ἐμφύσησε εἰς τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν ψυχή. Διότι, ἂν αὐτὴ δὲν λειτουρ­γῆ, καὶ ἂν ἀκόμη τὸ μάτι εἶναι συγκροτημένον, ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ ἰδῆ. Ἀλλὰ ἐχρησιμοποίησε τὸ πτύσμα, διὰ νὰ ξαναβρεθῆ τὸ φῶς. Αὐτὸ ἐπειδὴ ἦτο νὰ τὸν στείλη εἰς τοῦ Σιλωάμ, διὰ νὰ μὴ καταλογισθῆ τὸ θαῦμα εἰς τὴν δύναμιν τοῦ νεροῦ ἀλλὰ νὰ μάθωμεν ὅτι ἡ δύναμις ποὺ ἐξῆλθε ἀπὸ τὸ στόμα του καὶ διεμόρφωσε καὶ τοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια. Δι’ αὐτὸ ἔπτυσε χάμω καὶ ἔκαμε πηλό. Καὶ πάλιν, διὰ νὰ μὴ νομίσωμε ὅτι τὸ θαῦμα ἦτο τῆς γῆς, τοῦ λέγει νὰ νιφθῆ, γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸν πηλόν.

  1. Τοῦ λέγει δὲ νὰ πάη εἰς τοῦ Σιλωὰμ διὰ νὰ μάθωμεν τὴν πίστιν τοῦ τυφλοῦ καὶ πὼς ἦτο ὑπάκουος. Δὲν ἐσκέφθη· ἂν ἦτο ὁ πηλὸς ὅλον καὶ ὅλον καὶ τὸ πτύμα ποὺ τοῦ ἔδωσε τὰ μάτια, τί τοῦ χρειαζόταν ὁ Σιλωὰμ ἢ τὸ νίψιμον. Ἀλλὰ ὑπήκουσε εἰς αὐτὸν ποὺ τὸν διέταξε.

  2. Καὶ ἔπειτα διὰ νὰ ἀποστομώση τοὺς ἀχαρίστους Ἰουδαίους. Διότι ἦτο φυσικὸν ὅτι τὸν εἶδαν πολλοὶ νὰ ἀγκίζη εἰς τὰ μάτια τὸν πηλὸν καὶ θὰ παρακολουθοῦσαν μὲ προσ­οχήν, διὰ νὰ μὴ μποροῦν νὰ εἰ­ποῦν ὕστερα αὐτὸς εἶναι καὶ δὲν εἶναι αὐτός.

  3. Παρουσιάζεται ὅτι δὲν ἦτο ἐχθρός τοῦ Νόμου καὶ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στέλνοντάς τον εἰς τοῦ Σιλωάμ. Καὶ διατὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς προσέθεσε καὶ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Σιλωάμ; Διὰ νὰ μάθωμεν ὅτι καὶ ἐκεῖ ὁ Χριστὸς ἦτο ποὺ τὸν ἐθεράπευσε καὶ ὅτι ὁ Σιλωὰμ εἶναι τύπος τοῦ Χριστοῦ.

 Ὅπως ὁ Χριστὸς εἶ­ναι πνευματικὴ πέτρα, ἔτσι καὶ ὁ Σιλωὰμ εἶναι πνευματικός. Καὶ καθὼς ὁ χείμαρρος αὐτὸς τοῦ Σιλωὰμ ἔμοιαζε μὲ ἕνα φοβερὸν ρεῦμα, ἔτσι καὶ ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου κρυφὴ καὶ ἄγνωστη εἰς τοὺς ἀγγέλους, ὅλην τὴν ἁμαρτίαν κατακλύζει μὲ τὴν δύναμίν της.

ΣΙΛΩΑΜ: πηγὴ τις (κολυμβήθρα) ἐν Ἱεροσολύμοις, κειμένη μεταξύ τοῦ ὄρους Σιὼν καὶ Μωρέα, ἐκτὸς τῶν τειχῶν τῆς πόλεως. Ὁ Ἠσαΐας ἀναφέρει ὅτι τὸ ὕδωρ τοῦ Σιλωὰμ ρέει ἡσύχως (η´, 6) ἐκβάλλει δὲ καὶ ἀποστέλλει τὸ πλημμυροῦν αὐτοῦ ὕδωρ εἰς τοὺς παρακειμένους κήπους.

  Ὥσπερ οὖν τὰ κακὰ οὐκ ἔστι κακά, τὰ κατὰ τὸν παρόντα βίον, οὕ­τως οὐδὲ τὰ ἀγαθὰ ἀγαθά, ἀλλ’ ἁ­μαρτία μόνον κακόν, πήρωσις δὲ οὐ κακόν.

* * *

  Συνήθως λέγομεν τί μεγάλο κακὸν ἡ τύφλωσις. Καὶ ὅμως ἕνα τὸ κακόν· ἡ ἁμαρτία, ἡ ψυχικὴ τύφλωσις· τὸ ἁμαρτάνειν μὲ τὰ μάτια.

  Διὰ τοῦτο προσοχή. Πίστις ἁπλῆ. Ὑπακοὴ εἰς τὸν Κύριον. Προσοχὴ εἰς τοὺς ὀφθαλμούς. Καὶ ἀντὶ εἰς τὴν ἁμαρτίαν, ἰδίως τώρα τὸ καλοκαίρι ἔχομεν τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ νὰ θαυμάσωμεν.