ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Παρασκευή 1 Απριλίου 2022

ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ (ΙΙ)

 

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ (ΙΙ)

   Ο κομμουνισμός έφερε σε μεγάλη δοκιμασία την Εκκλησία της Ρωσίας, της Γεωργίας, και, μετά τον Β΄ μεγάλο πόλεμο της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, που είχαν και αυτές ανυψωθεί σε Πατριαρχεία. Για μία ακόμη φορά ο διωγμός επέφερε κάθαρση στο εκκλησιαστικό σώμα και αυτό προσέφερε μάρτυρες και αγίους.

             Οι ελεύθερες θεωρούμενες εκκλησιαστικές αρχές διέπραξαν το σφάλμα να συμπορευθούν με τον καπιταλιστικό κόσμο, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η αθεΐα, την οποία κηρύσσει ο κομμουνισμός. Κριτική προς το εξ ίσου αντίθεο προς τον κομμουνισμό καπιταλισμό δεν ασκήθηκε, με συνέπεια το εκκλησιαστικό σώμα να υιοθετήσει εν πολλοίς τις «αξίες» αυτού και σήμερα να δοκιμάζεται από την ακραία εκκοσμίκευση, η οποία εντείνεται, με συνέπεια να αποστασιοποιούνται από την Εκκλησία ολοένα και περισσότεροι βαπτισθέντες ορθόδοξοι, όπως συνέβη με τους χριστιανούς των διαφόρων χριστιανικών ομολογιών στη Δύση.

             Κατά τον 20ο αιώνα άρχισε δειλά στη Δύση η αναζήτηση της χαμένης πνευματικότητας. Ορθόδοξοι μετανάστες ή φυγάδες ίδρυσαν εκεί ενορίες αρχικά και μητροπόλεις αργότερα. Αλληλοϋποβλεπόμενες και κάτω από διαφορετικά καθεστώτα οι μητέρες Εκκλησίες δεν είχαν ούτε την ευχέρεια ούτε τη θέληση να ακολουθήσουν τον κανόνα της Εκκλησίας, που ορίζει να υπάρχει ένας και μόνο επίσκοπος κατά τόπο. Έτσι σχηματίστηκε το πλήθος των ορθοδόξων Εκκλησιών της Διασποράς με έντονο το εθνικό χρώμα. Και οι αυξανόμενοι προσήλυτοι αισθάνονται σ’ αυτές ως ξένο σώμα, μάλιστα αγνοώντας τη γλώσσα της λατρείας, δεν κατανοούν τα λεγόμενα. Αλλά η Εκκλησία δεν έχει ως πρώτιστο μέλημα τη διατήρηση της γλώσσας μεταξύ των αποδήμων, αλλά τη σωτηρία ψυχών.

             Με την κατάρρευση του κομμουνισμού εκδηλώθηκαν σοβαρά προβλήματα στη Ρωσία και στην Ουκρανία, καθώς οι ρωσικές και ουκρανικές Εκκλησίες Ευρώπης και ΗΠΑ είχαν αποσχισθεί από το Πατριαρχείο Μόσχας. Η κατηγορία του Πατριαρχείου για υποταγή στο κομμουνιστικό καθεστώς καλλιεργήθηκε τεχνηέντως και από τις δυτικές χώρες, που ήθελαν την περαιτέρω διάσπαση του σώματος της Εκκλησίας και την ενδυνάμωση του εθνικού φρονήματος σε εποχή, που ο διεθνισμός, όχι κομμουνιστικός πλέον αλλά κοσμοπολίτικος της «νέας τάξης», κατακτούσε διαρκώς έδαφος. Το θέμα του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Εσθονίας συνετέλεσε στο να ψυχρανθούν οι σχέσεις μεταξύ Πατριαρχείων Μόσχας και Κωνσταντινουπόλεως. Η ψυχρότητα εντάθηκε με την αποχή των Εκκλησιών που επηρεάζει το Πατριαρχείο Μόσχας από τη Σύνοδο της Κρήτης (2016). ΟΙ σχέσεις καταψύχθηκαν με την αναγνώριση του αυτοκεφάλου της ουκρανικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ως ενέργεια εκδίκησης το Πατριαρχείο Μόσχας απέστειλε έξαρχο στην Αφρική, προκειμένου να διασπάσει την εκεί ορθόδοξη Εκκλησία, που κάποιοι ομοεθνείς μας θεωρούν ελληνική, αφού οι ιεραπόστολοι είναι Έλληνες! Ίσως οι αναγνώστες να αναμένουν να τοποθετηθώ επί του ακανθώδους αυτού θέματος. Δεν το πράττω. Ενθυμίζω μόνο τον λόγο του Αποστόλου Παύλου, που επικρίνει την ύπαρξη διαφορών μεταξύ Κορινθίων χριστιανών για βιοτικές υποθέσεις. Η ύπαρξη διαφορών για πνευματικά θέματα, πίσω από τα οποία επιμελώς υποκρύπτεται η φιλαρχία, η φιλοδοξία και το εθνικό γόητρο, είναι πολύ πιο οδυνηρή. Αγνοούμε το ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην; Είναι τραγικό να αδυνατούν να συνομιλήσουν ορθόδοξες Εκκλησίες, ενώ αυτές μετέχουν στο λεγόμενο Παγκόσμιο Συμβούλιο «Εκκλησιών», αναγνωρίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ως Εκκλησίες το τρομακτικό πλήθος ομολογιών του χώρου των Διαμαρτυρομένων, ενώ το Βατικανό απέχει απ’ αυτό!

             Μετά την πρόσφατη εισβολή ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία, ο πατριάρχης Μόσχας θεώρησε εθνικό χρέος να υπεραμυνθεί αυτής τονίζοντας ότι η επιχείρηση γίνεται κατά των δυνάμεων του κακού. Η ορθόδοξη ρωσική Εκκλησία της Αμερικής κράτησε στάση πολύ πιο επιφυλακτική. Ο Καίσαρ εγγυάται την ελευθερία της λατρείας υπό την προϋπόθεση η Εκκλησία να μην ασκεί κριτική των ενεργειών του. Η θέση του πατριάρχη μας ήταν πολύ πιο ευχερής. Καταφέρθηκε κατά του πολέμου και ευχήθηκε την παύση των εχθροπραξιών και την ειρήνευση. Όμως δυνάμεις του κακού πράγματι υπάρχουν και οι πνευματικοί ηγέτες συνήθως αποφεύγουν να τις κατονομάσουν περιοριζόμενοι σε ευχολόγια, που δεν ενοχλούν τον κακό Καίσαρα. Και δεν είναι δυνατόν να είναι διαφορετικές οι δυνάμεις του κακού για τους Έλληνες, τους Ρώσους και τους λοιπούς ορθοδόξους. Αν δεν υπερβούμε τον αρρωστημένο εθνικισμό με τη συναίσθηση ότι ανήκομε στη μία αγία καθολική και αποστολική Εκκλησία, δεν θα δούμε πρόσωπο Θεού.

Έχει τόση ανάγκη από την αλήθεια ο σύγχρονος κόσμος «χριστιανικός» και μη! Και αυτήν μόνο η Εκκλησία προσφέρει. Πώς όμως να προσεγγίσει την Εκκλησία ο ταλανιζόμενος από τις αθλιότητες της Εξουσίας και βυθισμένος στο υπαρξιακό κενό σύγχρονος άνθρωπος, όταν οι εκκλησιαστικοί ηγέτες υιοθετούν ολοένα και περισσότερο τη γλώσσα της διπλωματίας και ενεργούν σύμφωνα με το πολιτικά ορθόν; Βέβαια η αυστηρή κριτική κατά του Καίσαρα έχει δυσμενείς επιπτώσεις, την απομόνωση, τους διωγμούς, το μαρτύριο. Αλλά αυτό ακριβώς προείπε ο Χριστός: «Οι θέλοντες ευσεβώς ζην διωχθήσονται». Σήμερα, ο Καίσαρ, ικανοποιημένος από την υποταγή των εκκλησιαστικών ηγετών, περιορίζεται στο να χλευάζει την πίστη με τα φερέφωνά του και να απονέμει τιμές σε εκκλησιαστικά πρόσωπα, θεωρώντας την Εκκλησία απλά νομικό πρόσωπο δημοσίου, εδώ, ή ιδιωτικού δικαίου, αλλού. Ο ιστορικός συμβιβασμός του αστικού καθεστώτος με τους θρησκευτικούς ηγέτες της Δύσης ολοκλήρωσε το κακό του προηγούμενου συμβιβασμού του Βατικανού με τη φεουδαρχία και έδωσε την αφορμή να γράψει ο Μαρξ ότι «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Αλλά αν έχει λησμονηθεί το μαρτύριο των τριών πρώτων αιώνων, νωπό παραμένει στη μνήμη το μαρτύριο πλήθους πιστών, κληρικών και λαϊκών, στη Σοβιετική Ένωση. Αποδείχθηκε περίτρανα με την παταγώδη αποτυχία της αθεϊστικής προπαγάνδας ότι η θρησκευτική πίστη δεν είναι κοινωνικό επιφαινόμενο,  καταδικασμένη σε αφανισμό με τις κοινωνικές εξελίξεις. Το πλέον σημαντικό είναι ότι μάρτυρες υπήρξαν συνεπή μέλη της Εκκλησίας, αμέτοχοι στη διαφορά, που χαρακτήριζε το ρωσικό εκκλησιαστικό σώμα, πριν από την κομμουνιστική επανάσταση, και όχι οι έμποροι της θρησκείας, που υποτάχθηκαν στο κομμουνιστικό καθεστώς.                 

Τα λόγια του Χριστού  περί ασκήσεως εξουσίας έχουν λησμονηθεί. Είναι άκρως ενοχλητικά όχι μόνο για κοσμικούς, αλλά και για εκκλησιαστικούς ηγέτες. Το βατικάνειο πνεύμα του δεσποτισμού κατακτά έδαφος. Πότε οι πνευματικοί ηγέτες θα γίνουν δούλοι των δούλων του Θεού;  Αυτός που θέλει να είναι πρώτος, να γίνει υπηρέτης όλων, μας είπε ο Κύριός μας.          

«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»