«Στον τόπο που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ’ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια». Αυτή η παροιμία μου έρχεται στο νου, όταν γιορτάζουμε το «άφραστον θαύμα» της Επανάστασης του ’21. Σκαλίζω στο χαρτί τα ονόματα των ηρώων που μας νεκρανάστησαν και ντρέπομαι για την σημερινή κατάντια μας.
Τότε ξεσηκώθηκε το Γένος, λέξη που μοσχοβολά, θυμίζει εκείνο τον νεκρώσιμο ψαλμό της Αυτοκρατορίας μας «σώπασε κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις/ πάλε με χρόνια με καιρούς πάλε δικά μας θα ‘ναι», ψαλμός χαρμολύπης, με μιαν επωδό γεμάτη αναστάσιμη πίστη.
Έπεσε η Πόλις και έλαμψε το Γένος. «Πάντα τα ένδοξα ημών κατέπεσαν», θρηνολογεί ο χρονογράφος. Χάθηκαν τα ένδοξα, αλλά προβάλλει η «Πονεμένη Ρωμιοσύνη», το Γένος. Στον τόπο του θνητού Αυτοκράτορα, ανακηρύσσει ευθύς νέο Αυτοκράτορα, αθάνατο: Τον μαρμαρωμένο Βασιλιά. Και για θρόνο του υψώνει έναν τάφο. Και πού τοποθετεί αυτόν τον ταφόθρονο; Στην βεβηλωμένη της Ορθοδοξίας Ακρόπολη, κάτω από τους θόλους της Αγιά – Σοφιάς. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, ο Κυρηναίος του Γένους, σηκώνει τον σταυρό της αιχμαλωσίας. Γι’ αυτό την σημαία του Εικοσιένα κρατά ένας δεσπότης και κάτω απ’ τα «ματωμένα ράσα» γονατισμένοι οι ξακουστοί πολέμαρχοι…
Τι να γράψω για το Εικοσιένα, απορώ και εξίσταμαι; Θυμάμαι εκείνον τον σπαρακτικότατο ψαλμό του Σολωμού, την «Γυναίκα της Ζάκυθος». «Και εσυνέβηκε αυτές τις ημέρες όπου οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μεσολόγγι…». Και τα επόμενα λόγια του ποιητή του Γένους, ένα – ένα αραδιασμένα, είναι σαν τις ψηφίδες, που συνταίριαζαν οι μεγάλοι μάστοροι του Βυζαντίου, για να ιστορήσουν το Πάθος.
«Και οι πλέον πάμφτωχοι εβγάνανε τ’ οβολάκι τους και το δίνανε και κάνανε το σταυρό του κοιτάζοντας κατά το Μεσολόγγι και κλαίοντας».
Σκέφτομαι. Δάσκαλος, εδώ στη Μακεδονία, δίπλα στο υπερφίαλο ξέφτι, που καμώνεται πως είναι κράτος αλεξανδρινό, πρέπει να σταλάξω στις καρδιές των μαθητών μου κάτι από εκείνα τα δοξασμένα χρόνια. Ας μείνουν στην άκρη για λίγο οι γραμματικές και οι δεκαδικοί. Ψάχνω κείμενα, άνθη μυρίπνοα των αγωνιστών, για να αναπληρώσω και τα σχολικά ψευτίσματα. Εξάλλου, τέτοιες μέρες – «εθνικής ανατάσεως» τις έλεγαν παλιά – βρίσκουν ευκαιρία τα απολειφάδια του προοδευτισμού, να εξεμέσουν τα δηλητήριά τους.
Και μέσα στα σχολεία ιδίως, όπου βάζουν τους μαθητές να τραγουδούν και να απαγγέλουν ειρηνόφιλες, φραγκολεβαντίνικες μουρμούρες. («Μακάριοι οι ειρηνοποιοί» και όχι οι ειρηνόφιλοι). «Το κακό θα σας έρθει από τους διαβασμένους», κανοναρχούσε ο Πατροκοσμάς. Δεν έλεγε μορφωμένους. Ο λαός μας τους διαβασμένους, τους ονόμαζε πολύξερους, ενώ τους μορφωμένους, γνωστικούς.
Ούτε τον «Θούριο» δεν διδάσκουμε πια…. Διαβάζω το «ως πότε παλικάρια», για το οποίο γράφει ο Ρίζος Νερουλός, «εγώ ο ίδιος, παριστάμενος κάποτε εις μιαν διασκέδασιν Τούρκων υπουργών, τους ήκουσα να διατάσσουν τους Έλληνας μουσικούς να τραγουδήσουν τον Θούριον… ο ήχος ήρεσεν τόσον εις τους Τούρκους, ώστε είχον αποστηθίσει τας πρώτας λέξεις χωρίς να λάβουν ποτέ περιέργειαν να πληροφορηθούν την έννοιάν των…».
Διασώζει ο Γάλλος φιλόλογος και ιστορικός Κ. Φωριέλ, στο βιβλίο του «τα δημοτικά τραγούδια της νεωτέρας Ελλάδος», κάτι το εξαιρετικό. Αξίζει να διαβαστεί. (Από το περιοδικό «Γνώσεις», εκδ. 1953). «Το 1817 ένας φίλος μου ταξίδευε στη Μακεδονία με την συνοδεία ενός καλόγερου. Όταν έφτασαν σ’ ένα χωριό, του οποίου το όνομα δεν συγκράτησε, σταμάτησαν για ανάπαυση σ’ ένα αρτοπωλείο, το οποίο ήταν συγχρόνως και το πανδοχείο της περιοχής. Ένα νέο παιδί, ένας Ηπειρώτης, τράβηξε την προσοχή τους. Το παράστημά του ήταν περήφανο, με όψη αγέρωχης ομορφιάς, του οποίου τα μπράτσα, οι γυμνές κνήμες, το στήθος, έδιναν τον τύπο της κομψότητας και του σφρίγους. Παρατήρησε με προσοχή τους δύο ταξιδιώτες και στρεφόμενος στον λαϊκό, τον ρώτησε: Ξέρεις να διαβάζεις; Εκείνος συγκατάνευσε και ο νεαρός Ηπειρώτης τον παρακάλεσε να τον ακολουθήσει σε γειτονικό αγρό. Κάθισαν σ’ έναν σωρό από πέτρες. Το παιδί τότε έβαλε το χέρι του στον κόρφο του και έβγαλε κάτι, που ήταν δεμένο μ’ έναν σπάγκο. Ήταν ένα μικρό βιβλίο, ο Θούριος του Ρήγα. Το δίνει στον ξένο και τον παρακαλεί να του το διαβάσει. Ο ταξιδιώτης το πήρε και άρχισε να το απαγγέλει με στόμφο. Ύστερα από λίγα λεπτά σήκωσε τα μάτια του και έμεινε έκπληκτος». (Συνεχίζω στην καθαρεύουσα). «Ο ακροατής του δεν ήτο πλέον ο ίδιος άνθρωπος. Το πρόσωπόν του εφαίνετο φλογισμένον και όλα τα χαρακτηριστικά του απέδιδον έξαρσιν. Τα μισοανοικτά του χείλη εδονούντο. Χείμαρρος δακρύων έπιπτεν από τα μάτια του, ενώ το σκιώδες στήθος του εταράσσετο και συνεσπάτο». «Για πρώτη φορά ακούς να σου διαβάζουν το βιβλιαράκι αυτό; ρωτά ο ταξιδιώτης. Όχι, του απαντά σκουπίζοντας τα μάτια του με την ανάστροφη της παλάμης του. Το έχω ακούσει πολλές φορές. Παρακαλώ τους διαβάτες και μου το διαβάζουν συχνά… Και πάντοτε κλαις; Ναι, πάντοτε…» Τι να πεις γι’ αυτό το ανεκλάλητο μεγαλείο; Το Γένος με δάκρυα στα μάτια, κάνοντας το σταυρό του, αξιώθηκε την ελευθερία του.
«Ήταν μια εκκλησιά εις τον δρόμον και το καθισιό μου ήταν όπου έκλαιγα την Ελλάς: Παναγία μου, βοήθησε και τούτην την φοράν τους Έλληνες διά να εμψυχωθούν. Και επήρα ένα δρόμο κατά την Πιάνα. Εις τον δρόμον απάντησα τον ξάδελφόν μου Αντώνιον, του Αναστάση Κολοκοτρώνη, με εφτά ανιψίδια μου, εγινήκαμε εννιά, και το άλογό μου δέκα∙ εγώ ήμουν και χωρίς ντουφέκι». Εννιά και ένα άλογο, άοπλοι, με την ευχή της Παναγίας, εκάμαμε την Επανάσταση, γράφει ο Κολοκοτρώνης. Και πάλι δάκρυα για την… Ελλάς. Τι εκπληκτικό! Από την οιμωγή της Άλωσης, «σώπασε Κυρά- Δέσποινα», μέχρι την αγιασμένη Επανάσταση, το Γένος «πολυδακρύζει», έτσι όπως του δίδασκαν οι Γεροντάδες του.
«Ο βουλόμενος αναστήναι…οφείλει δάκρυσι και στεναγμοίς…νύκτωρ και μεθ’ ημέραν ζητείν την του Θεού βοήθειαν και θείαν αντίληψιν». («Φιλοκαλία», τομ. Α΄). Αυτά τα δάκρυα μας έσωσαν. Υπάρχουν κι άλλα, πικροδάκρυα για τις σημερινές προκοπές μας. Είναι του Σολωμού. Θρήνος και παραίνεση μαζί. Γράφει το 1842 σε γράμμα του στον Τερτσέτη, τη μέρα του Ευαγγελισμού, λόγια που εξεικονίζουν και τη σημερινή Ελλάδα: «Είναι είκοσι ένα χρόνια που σαν σήμερα η Ελλάδα έσπασε τις αλυσίδες. Η μέρα αυτή του Ευαγγελισμού είναι μέρα για χαρά και για δάκρυα. Χαρά για τα μελλούμενα, δάκρυα για την σκλαβιά την περασμένη. Και για το σήμερα τι να πω; Η διαφθορά είναι τόσο γενική κι έχει ρίζες τόσο βαθιές που σε κάνει να σαστίζεις.
Μόνο όταν τα αίτια της διαφθοράς εξολοθρευτούν πέρα ως πέρα, θα μπορέσουμε να ‘χουμε μια ηθική αναγέννηση. Τότε το μέλλον μας θα είναι μεγάλο, όταν όλα στηριχτούν στην ηθική, όταν θριαμβεύσει η δικαιοσύνη, όταν τα γράμματα καλλιεργηθούν όχι για μάταιη επίδειξη, παρά για όφελος του λαού, που έχει ανάγκη από παιδεία και από μόρφωση εθνική. Τότε θα έχουμε – ή μάλλον θα έχουν τα παιδιά μας – μια ηθική αναγέννηση και το μέλλον της πατρίδας μας θα είναι μεγάλο».
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς