Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Γ. Μύρου, Δρ Θ.
ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΥΓΕΙΑ
Αἰδεσιμολογιώτατε Γενικὲ Ἀρχιερατικέ,
Κύριε πρόεδρε, Ἀγαπητοί σύνεδροι,
Ἀφοῦ ἀναπέμψω δοξολογία στὸν Πανάγαθο Θεό, διότι μὲ τὸ ἔλεός του ὑπάρχουμε καὶ εἴμαστε σήμερα συναγμένοι, ἐδῶ θὰ ἤθελα νὰ συγχαρῶ τὸν Πρόεδρο καὶ τὸ Δ. Σ. τῆς Ἑνώσεως Πτυχιούχων Φυσικῆς Ἀγωγῆς Νομοῦ Κοζάνης γιὰ τὴν πρωτοβουλία ποὺ εἶχαν νὰ διοργανώσουν τὴν ἐπιστημονικὴ αὐτὴ Ἡμερίδα, ἀλλὰ συγχρόνως νὰ δώσουν καὶ τὴν εὐκαιρία νὰ ἀκουσθοῦν οἱ ἀπόψεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ σημαντικὸ αὐτὸ θέμα. Ἐπιθυμῶ ἐπίσης νὰ τοὺς εὐχαριστήσω γιὰ τὴν τιμητικὴ γιὰ μένα πρόσκλησή τους νὰ συμετάσχω μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ. Παύλου ὡς εἰσηγητὴς σ’ αὐτὴν. Ἄλλωστε τὸ ἐνδιαφέρον τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καὶ τοῦ Σεβασμιωτάτου προσωπικὰ γιὰ αὐτὸ τὸ Συνέδριο εἶναι γνωστό, καθόσον ἔχουν συμπεριληφθεῖ στοὺς ἐπισήμους χορηγούς του.
Εἰσέρχομαι τώρα κατ’ εὐθεῖαν στὸ θέμα μου, τὸ ὁποῖο εἶναι «Ἄσκηση καὶ πνευματικὴ ὑγεία».
Βασικὰ ἐρωτήματα καὶ ἀπαντήσεις γιὰ τὸν ἄνθρωπο
Ἡ ἄσκηση καὶ ἡ ὑγεία ἔχουν ἄμεση σχέση μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ διακαῶς τὴν ὑγεία τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς του. Καὶ αὐτὸς, ἐπίσης, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ καλεῖται νὰ ἀσκηθῆ. Γιὰ νὰ ἐμβαθύνουμε περισσότερο στὰ ζητήματα τῆς ὑγείας καὶ τῆς ἀσκήσεως, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ξεκινήσουμε ἀπαντώντας σὲ κάποια βασικὰ ἐρωτήματα: Τὶ εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Ποιὰ ἡ προέλευσή του; Ποιὰ ἡ σύστασή του; Ποιὸς ὁ προορισμός του;
Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη καὶ Παράδοση ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι αὐτοφυής, αὐτοδημιούργητος, ἄκτιστος. Εἶναι κτιστός, δηλαδὴ δημιουργημένος ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεό, ὁ ὁποῖος Θεὸς ἔγινε ἱστορικὰ γνωστὸς στοὺς μετὰ τὴν πτώση ἀνθρώπους μὲ τὶς γνωστὲς θεοφάνειες καὶ κατ’ ἐξοχὴν μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ διφυής, ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή. Ἐπειδὴ τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ στὸν παρόντα κόσμο εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένα, ὑπάρχει μεταξύ τους ἀλληλεπίδραση. Τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ ἐπιδρᾶ στὸ ἄλλο μὲ διαφόρους τρόπους. Ὁ ἄνθρωπος ἐπίσης δημιουργήθηκε ὡς πρόσωπο «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ». Δηλαδή, προικίσθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μὲ ξεχωριστὰ ἀπὸ τὰ ἄλλα δημιουργήματα χαρίσματα, καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὴν ἐλευθερία ἐπιλογῆς ἀνάμεσα στὸ καλὸ καὶ στὸ κακό, καθὼς ἐπίσης καὶ μὲ τὴν δυνατότητα νὰ θεωθῆ κατὰ χάριν, νὰ ἑνωθῆ μόνιμα μὲ τὸν ἀθάνατο καὶ αἰώνιο Θεό.
Ποιὸς εἶναι ὁ ἀσθενὴς καὶ ποιὸς ὁ ὑγιὴς ἄνθρωπος
Τὸ ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὰ ὑγιὴς ἄνθρωπος δὲν κατανοεῖται οὔτε ἀπὸ τὸ τὶ πιστεύουν οἱ πολλοί, οὔτε ἀπὸ τὶς θεωρίες ποὺ δέχονται κάποιες ὁμάδες ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν αὐτὴ τὴ φυσιολογία τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τὴν παρέδωκεν ὁ κατασκευαστὴς της Θεός.
Ἡ ὑγιὴς κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως αὐτὸς βγῆκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ του, ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὶς ἁρμονικὲς σχέσεις του μὲ τὸν Θεὸ καὶ πλάστη του, μὲ τὸ περιβάλλον καὶ μὲ τὸν ἑαυτό του. Στὸ σημεῖο αὐτὸ χρειάζεται νὰ προσέξουμε μία λεπτομέρεια πολὺ σημαντική. Ὁ ὑγιὴς ἄνθρωπος, ἐπειδὴ ἦταν κτιστὸς, περιέκλειε μέσα του τὴν φθαρτότητα. Ἀλλὰ ἡ φθαρτότητα αὐτὴ παρέμεινε ἀνενέργητη ὅσον ὁ ἄνθρωπος βρισκόταν σὲ ἁρμονικὴ σχέση μὲ τὸν ἄφθαρτο Δημιουργό του, ὅσον καιρὸ δηλαδὴ ἦταν στὸν παράδεισο. Ὅταν ἀργότερα, ἐξ αἰτίας τῆς ἀνυποκοῆς καὶ τῆς ἀνταρσίας του, διαταράχθηκαν οἱ σχέσεις αὐτές καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ἐνεργοποιήθηκε ἡ διαδικασία τῆς φθορᾶς. Ἀποτέλεσμα τῆς ἐνεργοποίησης τῆς φθορᾶς μέσα στὸν ἄνθρωπο ἦταν ἡ ἐμφάνιση τῶν ἀσθενειῶν, σωματικῶν καὶ ψυχικῶν καὶ ὁ ἐπηρεασμὸς τοῦ περιβάλλοντος. Τὴν δυσαρμονία τῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ ἀκολούθησε ἡ δυσαρμονία στὶς σχέσεις του μὲ τὸ περιβάλλον καὶ μὲ τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι ἔφθασε ὁ ἄνθρωπος νὰ πλήττεται ἀπὸ διάφορες θεομηνίες, ὅπως καύσωνες, πλημμύρες, σεισμούς, νὰ ἔχη ψυχικὲς διαταραχές, ὅπως, νευρικότητα, ἄγχος, μελαγχολία, κατάθλιψη, καὶ νὰ βασανίζεται ἀπὸ ποικίλες σωματικὲς ἀσθένειες.
Μὲ τὴν μετάβαση ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ καὶ μὲ τὴν γέννηση νέων ἀνθρώπων κληρονομεῖται στοὺς ἀπογόνους ἡ φθαρτότητα. Ἑπομένως καὶ ἡ δυνατότητα ψυχικῶν καὶ σωματικῶν ἀσθενειῶν. Ὅταν στὸν συγκεκριμένο φθαρτὸ ἄνθρωπο μιᾶς γενεᾶς ἐπιδράσουν κάποιοι ἀρνητικοὶ ἐξωτερικοὶ παράγοντες (τύψεις, ἀδικίες, ἐκβιασμοί, πιεστικὰ προβλήματα, μικρόβια, ἰοί, μολυσμένο περιβάλλον), τότε ἐκδηλώνονται ψυχικὲς διαταραχὲς καὶ σωματικὲς ἀσθένειες.
Ἀρχικὰ οἱ ψυχικὲς διαταραχὲς καὶ οἱ σωματικὲς ἀσθένειες ἔχουν σχέση μὲ τὴν κατάχρηση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως παρατηρεῖ σύγχρονος διανοητὴς καὶ θεολόγος, «Ἡ ἀσθένεια πέρασε στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν κακὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας του».
Παρατηρήσεις τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, μέγας Ὀρθόδοξος θεολόγος καὶ φιλόσοφος, ἐντοπίζει τὴν ρίζα τῆς ἀσθένειας στὴν φιλαυτία. Ἡ φιλαυτία, λέγει, ἀποζητεῖ ἐπίμονα τὴν ἁμαρτωλὴ ἡδονή. Ἡ ἡδονὴ ὅμως αὐτὴ στὴν μεταπτωτικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀναπόσπαστα συνδεδεμένη μὲ τὴν ὀδύνη, τὸν πόνο. Καὶ ὁ φίλαυτος ἄνθρωπος ἀγωνίζεται νὰ ἀπολαύση μὲν τὴν ἡδονὴ ἀλλὰ νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὴν ὀδύνη. Ἡ διαδικασία αὐτὴ ὁδηγεῖ στὴ δημιουργία ποικιλώνυμων παθῶν, τὰ ὁποῖα μὲ τὴ σειρά τους ἐπιτείνουν τὴν ἐξέλιξη τῆς φθορᾶς καὶ τὴν ἐκδήλωση σωματικῶν καὶ ψυχικῶν ἀσθενειῶν.
Συμπερασματικὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ὑγεία, ἡ σωματικὴ καὶ ἡ ψυχικὴ, εἶναι πολύτιμο δῶρο τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ποὺ τοῦ προσφέρει μεγάλη χαρά. Ἡ ἀπώλεια πάλι τῆς ὑγείας, ἤ ἡ κατάσταση τῆς ἀσθενείας βαρύνει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ὁδηγεῖ νὰ ἀναζητῆ τρόπους γιὰ τὴν ἐπάνοδό του στὴν κατάσταση τῆς ὑγείας.
Δυνατότητα ἐπανόδου στὴν κατάσταση τῆς ὑγείας
Ἐδῶ τίθεται τὸ δεύτερο ἐρώτημα, ποὺ ἀπασχολεῖ τὴν εἰσήγησή μας: Πῶς μποροῦμε οἱ ἄνθρωποι νὰ ἐπανέλθουμε στὴν κατάσταση τῆς ὑγείας ἤ πῶς μποροῦμε νὰ διατηρήσουμε αὐτὴ τὴν κατάσταση;
Σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα εἴπαμε γιὰ τὴν προέλευση καὶ τὴ φύση τῶν ἀσθενειῶν γίνεται κατανοητὸ ὅτι ἡ σωστὴ ἀντιμετώπισή τους πρέπει νὰ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ἀποκατάσταση τῶν ἁρμονικῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ, μὲ τὸ περιβάλλον, μάλιστα μὲ τὸν συνάνθρωπό του, καὶ μὲ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του.
Κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα, γιὰ τὴν ἐπίτευξη αὐτῶν τῶν στόχων, ἀπαιτεῖται ἡ συνεργασία δύο βασικῶν παραγόντων, τῆς ἄκτιστης θείας χάριτος καὶ τῆς θετικῆς ἀνθρωπίνης βουλήσεως.
Ἡ ἄκτιστη θεία χάρις εἶναι ἡ πανίσχυρη θεϊκὴ δύναμη, ἡ ὁποία προσφέρεται στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ μέσῳ τῶν μυστηρίων τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας μὲ κάποιες προϋποθέσεις. Ἡ θετικὴ πάλι βούληση τοῦ ἀνθρώπου ἐκφράζεται μὲ τὴν πίστη καὶ ἐπιβεβαιώνεται μὲ τὴν ἄσκησή του. Ἡ ἄσκηση, ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἐπιβεβαιώνει τὴν θέληση τοῦ ἀνθρώπου νὰ προσελκύση τὴ θεία χάρη, δρᾶ κατὰ πολλοὺς τρόπους εὐεργετικὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως ἀνέφεραν οἱ εἰδικοὶ συνεισηγηταί μου. Ἔτσι ἀντιλαμβανόμαστε πόσο σημαντικὴ καὶ ἀπαραίτητη εἶναι ἡ ἄσκηση γενικὰ γιὰ τὴν βελτίωση, τὴν ἀποκατάσταση καὶ τὴν διατήρηση τῆς ὑγείας τοῦ ἀνθρώπου.
Συμπερασματικά
-Υγιὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὅπως αὐτὸς βγῆκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ του ἤ ὅπως ἀναδημιουργήθηκε ἀπὸ Αὐτόν μὲ τὴν Ἐνανθρώπηση, καὶ λειτουργεῖ, ὅπως σχεδιάστηκε, σὲ ἁρμονικὴ σχέση μὲ τὸν Θεό, μὲ τὸ περιβάλλον καὶ μὲ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Ἡ ἀνάπλαση καὶ ἡ διατήρηση τῆς ὑγείας ἀπαιτεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν θεία χάρη, τὴ συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἄσκηση
Πῶς θεωρεῖται ἡ ἄσκηση στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
Στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ σημειώσουμε ὅτι μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα ἡ ἄσκηση θεᾶται διαφορετικὰ ἀπὸ ὅτι στὶς διάφορες Θρησκεῖες, φιλοσοφίες καὶ ἰδεολογίες τοῦ κόσμου. Πρωτίστως χρειάζεται νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι ἡ ἴδια ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει ὡς κύριο γνώρισμά της τὴν ἀσκητικότητα. Νὰ, κάποιες πολὺ γνωστὲς καὶ ἐνδεικτικὲς φράσεις ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη λατρευτικὴ ζωή: «Μνείαν ποιούμεθα τῶν ἐν ἀσκήσει λαμψάντων ἁγίων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν..». «Ἀθλοφόρε ἅγιε καὶ ἰαματικὲ Παντελεήμων …».
Ἀναφέρω μερικὰ ἀπὸ τὰ γνωρίσματα τῆς ἀσκητικότητας στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση.
Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα ἡ ἄσκηση δὲν εἶναι μονομερής, δηλαδὴ μόνον σωματική. Εἶναι καθολική, σωματικὴ, ψυχική καὶ πνευματικὴ. Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ στὶς ἀσκήσεις ποὺ προτείνει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀσκοῦνται οἱ συνειδητοὶ χριστιανοί, κατ’ ἐξοχὴν δὲ οἱ μοναχοί. Ἡ Ὀρθόδοξη ἱστορικὴ Παράδοση προτείνει συγκεκριμένες σωματικὲς ἀσκήσεις, τὴν νηστεία, τὴν ἀγρυπνία, τὶς γονυκλισίες (κοινὲς στρωτὲς μετάνοιες) καὶ τὰ χειρονακτικὰ διακονήματα, ὅπως εἶναι ἡ καθαριότητα τοῦ χώρου, ἡ μαγειρική, ἡ κηπουρική, ἡ ξυλουργικὴ, ἡ ἁλιεία, ἡ φιλοξενία, ἡ περιποιίηση ἀσθενῶν καὶ γερόντων.
Μία πρώτη παρατήρηση, ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε εἶναι ὅτι οἱ ἀσκήσεις ποὺ προτείνει ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι τεχνητὰ θεωρητικὰ κατασκευάσματα, ξεκομμένα ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, ἀλλὰ συνδέονται ἄμεσα μὲ τὶς βασικὲς ἀνάγκες καὶ συνήθειες τῆς καθημερινῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἄσκηση δηλαδὴ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἀποτελεῖ ἕνα παράρτημα τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, τὸ ὁποῖο μπορεῖ κάποιος νὰ τὸ ἔχη ὡς εἶδος χόμπυ, ἀλλὰ συμπλέκεται μὲ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν βίο σὲ ὅλες του τὶς ἐκφάνσεις. Ἡ ἄσκηση, ἐπίσης, δὲν εἶναι ἕνα ἀνέμελο παιγνίδι χωρὶς κανένα κόπο, ἀλλὰ ἔμπονη προσπάθεια, ποὺ κουράζει καὶ στοιχίζει.
Σὲ ὅλες τὶς παραπάνω ἀσκήσεις, ἐνῶ ἐκ πρώτης ὄψεως ἐμφανίζονται καθαρὰ σωματικές, συμμετέχουν σ’ αὐτὲς ἐνεργὰ καὶ οἱ ψυχικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν νηστεία μαζὶ μὲ τὸ στομάχι, τὴ γλῶσσα, τὰ αὐτιά, τὰ μάτια, συμμετέχει καὶ ἡ ψυχὴ μὲ τὸν προγραμματισμό, τὴν συγκράτηση τῶν ἐπιθυμιῶν, τὴν ἐγκράτεια, καὶ μὲ τὴν ἀποφασιστικότητα γιὰ τὴν ἄσκηση. Στὴν ἀγρυπνία ἄσκηση δὲν εἶναι μόνον ἡ πολύωρη ὀρθοστασία καὶ ἀκινησία τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ ἡ προσπάθεια νὰ συγκεντρωθῆ ἡ προσοχὴ τοῦ νοῦ καὶ νὰ κατανυγῆ ἡ καρδία. Στὶς γονυκλισίες, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, συμμετέχει καὶ ἡ ψυχὴ μὲ τὴ βούληση καὶ τὸ συναίσθημα. Στὰ χειρονακτικὰ διακονήματα γιὰ τὴν ἐπιτέλεσή τους, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ σώματος, εἶναι ἀπαραίτητη ἡ συμμετοχὴ τῆς φαντασίας, τῆς μνήμης, τῆς λογικῆς, τῆς βούλησης τοῦ ἀνθρώπου.
Συγκεκριμένη πνευματικὴ διάσταση
Ὑπάρχει, τέλος καὶ μία ἄλλη παράμετρος, ἡ ὁποία διαφοροποιεῖ ἀκόμη περισσότερο τὴν ἄσκηση στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἀπὸ κάθε ἄλλη ἄσκηση. Αὐτὴ εἶναι ἡ πνευματική. Κι ὅταν λέμε ¨πνευματικὴ¨ δὲν ἐννοοῦμε αὐτὴν ποὺ λέγει ὁ κόσμος ¨πνευματικὴ¨, ποὺ ἔχει σχέση μὲ κάποια ἀόριστη ἀνθρώπινη πνευματικότητα, ἀλλὰ αὐτὴν ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν παρουσία καὶ τὴ δράση ἑνὸς συγκεκριμένου θείου Προσώπου, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν ὁ συνειδητὸς Ὀρθόδοξος χριστιανὸς ἀσκῆται βιώνοντας ἔντονα τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε ἡ ἄσκησή του ἔχει ἄμεση ἀναφορὰ στὸν ἀληθινὸ Θεό, στὸν Πλάστη καὶ Δημιουργό του. Κάθε ἐπίπονη ἀσκητικὴ προσπάθεια ἀποτελεῖ συγχρόνως ἔκφραση εὐχαριστίας καὶ δοξολογίας πρὸς τὸν Κύριο καὶ Θεό του, ἀλλὰ καὶ προσπάθεια μιμήσεώς του.
Ἡ νηστεία τῆς Τετάρτης καὶ τῆς Παρασκευῆς ὡρίστηκε γιὰ αὐτὲς τὶς ἡμέρες μὲ τὸ αἰτιολογικὸ ὅτι τὴν Τετάρτη συνελήφθηκε ὁ Χριστὸς καὶ τὴν Παρασκευὴ σταυρώθηκε καὶ ἀπέθανε. Ἡ ἄσκηση τῆς νηστείας γενικὰ στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση θεωρεῖται πράξη μικρῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία προσφέρεται στὸν Θεὸ ὡς δεῖγμα εὐγνωμοσύνης γιὰ τὴν ἀνεκτίμητη δική του θυσιαστικὴ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἄσκηση τῆς νηστείας στὴν Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐλεημοσύνη. Μὲ πρῶτο παράδειγμα τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ, ὁ ὁποῖος πρὶν ἀπὸ τὴν ἔνερξη τῆς δημοσίας δράσεώς του πέρασε σαράντα ἡμερόνυκτα μὲ νηστεία καὶ προσευχή, ὅλοι οἱ μεγάλοι ἅγιοι πέρασαν τὸν βίο τους μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Κυρίαρχο δὲ σύνθημα στοὺς χριστιανοὺς τῶν πρώτων αἰώνων ἦταν, «νηστεύσωμεν ἵνα ἐλεήσωμεν». Νήστευαν δηλαδὴ, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, γιὰ νὰ τοὺς περισσεύουν ἀγαθά καὶ νὰ δείξουν τὴν ἀγάπη στοὺς συνανθρώπους βοηθώντας τους μὲ τὴν ἐλεημοσύνη. Δὲν παραλείπουμε βέβαια νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι ἕνας βασικὸς σκοπὸς τῆς νηστείας εἶναι ἡ ἄσκηση τῆς ἐγκράτειας, ποὺ ἀφορᾶ στὸν ἴδιο τὸν νηστεύοντα, διότι, ὅπως τονίζει ὁ ὅσιος Νικήτας ὁ Στηθάτος, ἡ ἐγκράτεια εἶναι «μητέρα τῆς ὑγείας, φίλη τῆς ἁγνείας καὶ καλὴ σύζυγος τῆς ταπεινοφροσύνης».
Ἡ ἀγρυπνία κατανοεῖται ὄχι μόνον ὡς ἄσκηση ἀντοχῆς τῶν σωματικῶν καὶ ψυχικῶν ὑλικῶν τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ὡς ἔκφραση τῆς γεμάτης λαχτάρα προσμονῆς τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ. Ὅταν ὁ συνειδητὸς χριστιανὸς ἀγρυπνῆ, ἐνεργοποιεῖ ἀσκητικὰ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις του, ὑπερβαίνει τὸν ἑαυτό του, τὸν κρατᾶ δὲ διαρκῆ ἐγρήγορση, φθάνει στὰ ὅριά του, διότι προσδοκᾶ νὰ συμμετάσχη στὸ Δεῖπνο τῆς Βασιλείας, νὰ συναντηθῆ μὲ τὸν Κύριο τῆς δόξης καὶ νὰ ἑνωθῆ μαζί του, αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ πρόκειται νὰ συμβῆ στὸ τέλος τῆς ἀγρυπνίας μὲ τὴ Θεία Κοινωνία. Ὁ ἀσκούμενος στὴν ἀγρυπνία χριστιανὸς ἐπαναλαμβάνει τοὺς λόγους τῆς «νύμφης» ἀπὸ τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων, «ἐπὶ κοίτην μου ἐν νυξὶν ἐζήτησα ὅν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου» (στὸ ὑπνοδωμάτιό μου ὅλη τὴ νύχτα ἀναζητοῦσα μὲ λαχτάρα αὐτὸν ποὺ ἀγα΄πησε ἡ ψυχή μου) καὶ βιώνει τὸ νόημα τοῦ κατανυκτικοῦ ὕμνου, «ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτὸς καὶ μακάριος ὁ δοῦλος ὅν εὐρίσκει γρηγοροῦντα, ἀνάξιος δὲ πάλιν ὅν εὑρίσκει ραθυμοῦντα».
Οἱ γονυκλισίες (οἱ μετάνοιες) δὲν ἀποτελοῦν ἁπλὲς μηχανικὲς κινήσεις τοῦ σώματος ὡς ἐφαρμογὴ ἑνὸς προγράμματος γυμναστικῆς. Ἡ ἄσκηση μὲ τὶς μετάνοιες ἀποτυπώνει τὴν ἀκολουθία, τὴν μίμηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν πιστό χριστιανό, ὁ ὁποῖος ἀγωνίζεται νὰ κάνη πράξη τὴν προτροπὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ». Ἡ μίμηση ἐδῶ ἀφορᾶ τὰ δύο πιὸ κεντρικὰ σημεῖα τοῦ ἐπιγείου βίου τοῦ Χριστοῦ, τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση. Ὅταν, κάνοντας τὶς μετάνοιες, σκύβουμε στὴ γῆ, ἀκολουθοῦμε τὸν Χριστὸ στὸν θάνατο. Ὅταν σηκονώμαστε ἐπάνω τὸν ἀκολουθοῦμε στὴν ἀνάσταση. Ἐπὶ πλέον οἱ μετάνοιες καλλιεργοῦν στὸν ἀσκούμενο χριστιανὸ τὸ φρόνημα τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς μετανοίας. Τὸ σκύψιμο στὴ γῆ ἐκφράζει τὴν ταπείνωση, ποὺ ἀποτελεῖ βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν ἀληθινὴ μετάνοια. Καὶ δὲν εἶναι μόνον αὐτὲς οἱ ὠφέλειες ἀπὸ τὶς γονυκλισίες. Ἀξίζει ἐδῶ νὰ παραθέσω ἕνα χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ λόγο τοῦ συγχρόνου μας ἁγίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου:
«Οἱ μετάνοιες εἶναι καὶ γυμναστική. Καὶ ἐὰν κι αὐτὸ δὲν πρέπει καθόλου νὰ τὸ σκεπτόμαστε, δὲν ὑπάρχει καλύτερη γυμναστικὴ γιὰ τὸ στομάχι, τὰ ἔντερα, τὸ στῆθος, τὴν καρδιά, τὴ σπονδυλικὴ στήλη… Ὅταν αὐτὴ ἡ ἄσκηση γίνεται στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ κατορθώνει ἡ ψυχὴ αὐτὴ τὴ λατρεία, γεμίζει χαρὰ, γαληνεύει καὶ εἰρηνεύει. Αὐτὸ εἶναι τὸ πᾶν. Ὁπότε βέβαια καὶ τὸ ἄλλο, τὸ σῶμα, τὸ ὠφελεῖ. Ἕπεται καὶ ἀκολουθεῖ καὶ ὠφελεῖται κι αὐτό. Καταλάβατε; Στὴν ψυχὴ ἔρχεται εἰρήνη καὶ γαλήνη καὶ στὸ σῶμα ἡ καλὴ λειτουργία ὅλων τῶν συστημάτων τοῦ ἐργανισμοῦ μας, ὅπως εἶναι τὸ κυκλοφορικό, τὸ πεπτικό, τὸ ἀναπνευστικό, τὸ ἐνδοκρινολογικό, τὰ ὁποῖα ἄμεση ἔχουν σχέση μὲ τὴν ψυχή μας». Ἡ ἄσκηση τῶν γονυκλισιῶν, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος, εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ, διότι γίνεται σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἐντὸς τὴς λατρείας, ἀλλὰ καὶ ἐκτὸς αὐτῆς συνοδεύεται ἀπὸ τὴν γνωστὴ εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό».
Ἡ χειρονακτικὴ ἐργασία στὴν Ὀρθόδοξη ἀσκητικὴ δὲν γίνεται ὡς δουλειά, ἐργασία δηλαδὴ δούλων, ἀλλ’ ὡς διακονία, ἐργασία δηλαδὴ ἐλευθέρων προσώπων ἀπὸ ὑπακοὴ στὸν Θεὸ καὶ ὡς ἔκφραση ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον καὶ τὴν δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι γνωστὸ μὲ ποιὸ σκοπὸ ὁ Θεὸς ἐγκατέστησε τοὺς πρωτοπλάστους ἐπίσημα στὸν παράδεισο: «ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν». Στὴν μετὰ τὴν πτώση ἐποχή, στὴν ὁποία ζοῦμε καὶ ἐμεῖς, ἡ εργασία γίνεται ἰδιαίτερα κοπιαστική, ἐπειδὴ ἔχει ἀποσυρθεῖ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «ἐπειδὴ ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι τόπος ἀσκήσεως καὶ παιδαγωγίας καὶ ἐπειδὴ ἡ ἄνεση καὶ ἡ ἀπραξία καταστρέφουν τοὺς περισσοτέρους ἀνθρώπους, γι αὐτὸ ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωκε καὶ ἀσχολίες καὶ κόπους, ὥστε σὰν ἀπὸ κάποια χαλινάρια νὰ συγκρατεῖται καὶ νὰ τιμωρεῖται ἡ ὑπερηφάνεια τῆς σκέψεώς μας». Γιὰ τὴν ἐργασία ὡς ἔκφραση ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον δίνει παραγγελία ὁ ἀπόστολος Παῦλος: « Ὅποιος ἔκλεβε ἄς μὴν κλέει πιά, ἀλλὰ νὰ εργάζεται τίμια μὲ τὰ δικά του χέρια, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ δίνει καὶ σὲ ὅποιον ἔχει ἀνάγκη».
Τὸ πόσο καὶ πῶς συνδέεται ἡ ἐργασία μὲ τὴν Ὀρθόδοξη λατρεία ἀποδεικνύεται ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὄνομα τῆς κύριας λατρευτικῆς τελετῆς, τῆς θείας Λειτουργίας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο τελεῖται αὐτὴ καὶ τὰ Ὀρθόδοξα Μυστήρια. Λειτουργία, ἐτυμολογικὰ σημαίνει «ἔργο τοῦ λαοῦ». Ὁ λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου, ἀλλὰ καὶ ὁ πιστός, ὅταν συμμετέχοντας ἐνσυνείδητα στὰ τελούμενα τῆς Θείας Λειτουργίας φθάση στὸ τέλος αἰσθάνεται μία γλυκύτατη κούραση ἀπὸ τὴν ἐπιτέλεση τοῦ ἔργου. Ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Θεία Λειτουργία χαρακτηρίζεται ἀπὸ κινητικότητα. Ἀξίζει νὰ ἀναφέρω ἐδῶ καὶ τὸν «χορό» στὰ ἱερὰ Μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Γάμου καὶ τῆς χειροτονίας.
Μὲ ὅλα τὰ παραπάνω γίνεται καθαρὰ κατανοητὸ ὅτι ἡ ἄσκηση στὴν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα ἐμπνέεται ἀπὸ τὴν βαθιὰ πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ἐνεργεῖται μὲ τὴν καθοδήγηση καὶ τὴν ἐνδυνάμωση ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, στοχεύοντας προσωρινὰ στὴν σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου, μόνιμα δὲ στὴν πνευματική του ὑγεία, ἡ ὁποία εἶναι ὠφέλιμη καὶ γιὰ τὸν παρόντα βίο καὶ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ἔτσι κατανοεῖται καὶ ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τοῦ μεγάλου ἀσκητικοῦ καὶ γυμναστοῦ, τόσο στὶς σωματικὲς ἀσκήσεις, ὅσο καὶ στὶς πνευματικές· «Ἡ ἐκγύμναση τοῦ σώματος λίγο ὠφελεῖ· ἡ εὐσέβεια ὅμως εἶναι ὠφέλιμη γιὰ ὅλα, διότι ὑπόσχεται τὴ ζωὴ καὶ τὴν παροῦσα καὶ τὴν μέλλουσα».
Ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη ἀντιτίθεται
Μὲ βάση αὐτὰ τὰ δεδομένα τῆς Θεολογίας της ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀντιτίθεται φανερὰ καὶ ἀπορρίπτει κατηγορηματικὰ μεθόδους ἀσκήσεως ποὺ ἔχουν τὶς ρίζες τους στὶς λεγόμενες Ἀνατολικὲς Θρησκεῖες, τὸν Βουδδισμό, τὸν Ἰνδουϊσμό, ἤ στὶς Ἀποκρυφιστικὲς Ὁμάδες, τὸν Ἐσωτερισμό, τὴ Θετικὴ Σκέψη, καὶ ἐμπνέονται ἀπὸ τὶς πλανεμένες διδασκαλίες τους.
Παράδειγμα ἡ ἰνδουστικὴ «γιόγκα»
Ἐξ αἰτίας τοῦ περιορισμένου χρόνου, ἀναφέρομαι ἐν συντομίᾳ σὲ μία ἀπὸ αὐτές, πολὺ διαδεδομένη στὶς μέρες μας, στὴν μέθοδο «γιόγκα». Καὶ μόνον τὸ ὄνομά της προδίδει τὴν ἰνδουϊστικὴ προέλευση καὶ τὸν ἐπηρεασμό της. Σανσκριτικά «γιόγκα» σημαίνει ἕνωση μὲ τὴν ἀπρόσωπη ἀπόλυτη Υπερβατικότητα, δηλαδή τὴν ἀνύπαρκτη ὑψίστη θεότητα τοῦ Ἰνδουϊσμοῦ. Ἡ μέθοδος αὐτὴ σχετίζεται καὶ μὲ τὸν διαλογισμό, τὸν ὁποῖο πολλοί, ἐντελῶς ἄσχετοι, προσπαθοῦν νὰ τὸν ταυτίσουν μὲ τὴ χριστιανικὴ προσευχή. Ὅσον ἀφορᾶ στὴ ἄσκηση «γιόγκα» δὲν πρόκειται γιὰ μιὰ ἁπλῆ μέθοδο γυμναστικῆς, ἀλλὰ γιὰ ἄσκηση ἐμπνευσμένη ἀπὸ μία ψευδεπίγραφη καὶ πλανεμένη πνευματικότητα μὲ ἀναφορὰ σὲ ἀνύπαρκτες θεότητες καὶ ἀνακύκλωση τῶν ἀδύναμων καὶ ἀκαθάρτων ἀνθρωπίνων διαλογισμῶν. Ὅπως παρατηρεῖ σύγχρονος ἐρυνητής, ἐξειδικευμένος στὰ θέματα αὐτά, «Οἱ τεχνικὲς τῆς γιόγκα καὶ τοῦ διαλογισμοῦ δὲν εἶναι τεχνικὲς διεύρυνσης τοῦ νοῦ, ἀλλὰ τεχνικὲς ἐπικοινωνίας μὲ τὰ πεπτωκότα πνεύματα, τοὺς δαίμονες, καὶ τεχνικὲς κατάργησης τοῦ νοῦ».
Ἐπίλογος
Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα ἡ ἁπλῆ σωματικὴ ἄσκηση εἶναι ἀρκετὰ ὠφέλιμη, συνδεδεμένη ἡ ἴδια μὲ τὴν ἀληθινὴ πνευματικότητα γίνεται ἐξαιρετικὰ καὶ πολλαπλὰ ὠφέλιμη, ἀλλὰ συνδεδεμένη μὲ τὴν ψευδεπίγραφη «πνευματικότητα» μὴ ἀληθινῶν Πίστεων καὶ πλανεμένων διδασκαλιῶν καταντᾶ πολλαπλὰ βλαβερὴ καὶ ἐπικίνδυνη.
Θὰ κλείσω τὴν εἰσήγησή μου μὲ ἕνα σχετικὸ μὲ τὸ ὅλο θέμα μας ποίημα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, προτρεπτικὸ γιὰ ἄσκηση πρὸς τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του:
«Νὰ καταπονῆς τὴν παχειὰ σάρκα σὲ κάθε περίπτωση εἶναι ἄριστο
Μὲ προσευχές, μὲ νηστεῖες, μὲ μέριμνες καὶ ἀγρυπνίες.
Ὁ καθαρὸς εἶναι φυσικὸ νὰ γίνη καθαρότερος,
ὁ κακὸς νὰ λειώση ἕνα μέρος τῆς κακίας του.
Κι ἄν κάποιος εἶναι ψεύτικος, σὲ μένα ἀρέσει
καὶ αὐτὸς νὰ πελεκιέται, ὥστε νὰ τιμωρῆται κάπως γιὰ τὴν ἀπάτη.
Τὶς παχειὲς σάρκες καὶ τὴ μεγάλη κοιλιὰ
Δὲν μπορεῖ νὰ τὶς χωρέση μιὰ στενὴ πύλη»
(Ἔπη εἰς ἑαυτόν, ΜΕ΄, PG 37,1352- 1353).
Μητροπολίτου Ἰωάννου Ζηζιούλα, «Νόσος καὶ θεραπεία στὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία», Περιοδικό, Πειραϊκὴ Ἐκκλησία, …2014
Ἔτσι ἀναλύει τὴ σκέψη τοῦ ἁγίου Μαξίμου ὁ Μέγας Φώτιος, Βιβλιοθ. Κώδ.192· PG 103,637 ἑξ.
Νικήτα Στηθάτου, Α΄Ἑκατοντὰς Κεφαλαίων, 88, τ. Δ΄, σ.75
Τροπάριον τοῦ Ὄρθρου τῆς Μ. Δευτέρας
Γέροντος Πορφυρίου, Βίος καὶ Λόγοι, ….
Μοναχοῦ, Ἀρσενίου Βλιαγκόφτη, Περιοδικό, Παρακαταθήκη, τ. 105, σ. 11
Εἰσήγηση στήν 2η Ἐπιστημονική Ἡμερίδα τῆς Ἑνώσεως Πτυχιούχων Φυσικῆς Ἀγωγῆς Νομοῦ Κοζάνης, Αἴθουσα Τέχνης, Κοζάνη 5-3-2017.