ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022

Χριστολογικές Κακοδοξίες Ελλήνων Προτεσταντών

 

 Πρεσβ. Βασιλείου A. Γεωργοπούλου, Μ.ΤΗ.

Χριστολογικές Κακοδοξίες

Ελλήνων Προτεσταντών

      Το 1999 από το «Ελληνικό Ινστιτούτο της Βίβλου», που ανήκει στην Ελευθέρα Ευαγγελική Εκκλησία1, εκδόθηκε ανωνύμως ένα βιβλίο με τίτλο «Η ανεκδιήγητη δωρεά τον Θεού ή η μεγάλη θυσία». Θέμα του εν λόγω βιβλίου είναι το πρόσωπο του Θεανθρώπου και το μυστήριο της ενσάρκου οικονομίας Του, με ιδιαίτερο σκοπό να παρουσιάσει την αλήθεια «της φανέρωσης μέσα στην ανθρώπινη ιστορία τον Υιού τον Θεού στο πρόσωπο Ιησού Χριστού και ο τρόπος που αυτή γίνηκε, πως αύτη εμφανίζεται στο λόγο τον Θεού»2.

Αυτό είναι αναγκαίο για τον προτεστάντη συντάκτη, όχι μόνο για την πνευματική ζωή, αλλά και γιατί κατά τους ισχυρισμούς του το πρόσωπο του Χριστού δεινοπάθησε «από τον Χριστό που κατασκεύασε το ανθρώπινο πνεύμα των θεολογικών εργαστηρίων»3. Ως απόδειξη δε του ισχυρισμού του επικαλείται την ιστορία και τους αγώνες της Εκκλησίας για τη διατύπωση του χριστολογικού δόγματος, δείχνοντας όμως από τις διατυπώσεις του να έχει συγκεχυμένη και νεφελώδη γνώση των γεγονότων.

Απορρίπτοντας, λοιπόν, ο Έλληνας προτεστάντης, την Ορθόδοξη εκκλησιαστική Χριστολογία των Οικουμενικών Συνόδων ως διδαχή περί Χριστού που την κατασκεύασαν δήθεν «θεολογικά εργαστήρια» και παρουσιάζοντας αυτός την δική του εκδοχή για το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου, θα επαναλάβει αρχαίες χριστολογικές κακοδοξίες, έχοντάς τες συνδυάσει με κακόδοξα ιδεολογήματα μιας τάσεως προτεσταντών θεολόγων του δεκάτου ένατου αιώνα, μέχρι τις αρχές του εικοστού (π.χ. των Lange, Godet, Frank, Bensow, Gess, Thomasius, Weston, Mackintosh,, κ.ά.), γνωστών ως κενωτικών4.

Οι προτεστάντες κενωτικοί, με αφορμή το Φιλιπ. 2,6-7, υποστήριζαν με διάφορες παραλλαγές την κακοδοξία ότι κατά την ενσάρκωσή του ο Θεός Λόγος άφησε την θεότητά Του, τα θεϊκά φυσικά Του ιδιώματα και έγινε άνθρωπος. Έτσι ο Χριστός ήταν μεν θείο πρόσωπο, χωρίς όμως θεϊκές ιδιότητες, τις οποίες απέκτησε πάλι μετά την ανάληψη Του.

Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το 1983, πάλι από το Ελληνικό Ινστιτούτο της Βίβλου, για το πρόσωπο του Χριστού εκδόθηκε σε βιβλίο ένα τμήμα από την δογματική του Ελβετού προτεστάντη θεολόγου A. Gretillat5, που άνηκε στους λεγόμενους κενωτικούς, ως «μία γνήσια και αντικειμενική ορθοτόμηση της αλήθειας»6. Στον πρόλογο του εν λόγω βιβλίου, ο Έλληνας προτεστάντης μεταφραστής χρησιμοποιεί τον ίδιο απαξιωτικό λόγο για τις χριστολογικές διατυπώσεις των Οικουμενικών Συνόδων και υιοθετεί τις κακόδοξες αντιλήψεις των προτεσταντών κενωτικών.

Ο ίδιος ο μεταφραστής, δεκαεπτά χρόνια αργότερα σε άλλο άρθρο του, επαναλάμβανε τις ίδιες κακόδοξες κενωτικές θεωρίες γράφοντας: «Ο Χριστός, όχι στη θεότητά Του, αφού τις θείες ιδιότητές Του είχε αφήσει στον Πατέρα, αλλά στην ανθρωπότητά του -άνθρωπος Χριστός Ιησούς- ως αμνός τού Θεού άμωμος και άσπιλος, γίνηκε το από Θεού λύτρο για τον καθένα»7.

Στην ίδια γραμμή θα κινηθεί και ο ανώνυμος συγγραφέας του βιβλίου που αναφέραμε στην αρχή, χωρίς να τον απασχολεί το γεγονός, ότι τα κακόδοξα ιδεολογήματα των προτεσταντών κενωτικών τα εγκατέλειψαν και οι ίδιοι οι προτεστάντες εδώ και ογδόντα χρόνια, λόγω και της αυστηρής ενδοπροτεσταντικής κριτικής που έτυχαν.

Αναφέρει, λοιπόν, ο Έλληνας προτεστάντης, ότι ο Θεός Λόγος κατά την ενσάρκωσή Του και το διάστημα της επί γης παρουσίας του απαρνήθηκε την αιωνιότητά Του, την θεία ταυτότητά Του, την πανταχού παρουσία Του, την παγγνωσία Του και την παντοδυναμία Του8.
Είναι πασιφανές το κακόδοξο και βλάσφημο των ισχυρισμών τού Έλληνα προτεστάντη, όχι μόνο γιατί κάτι τέτοιο δεν συνέβη, καθώς κατά την ενσάρκωσή Του ο Θεός Λόγος «ο μεν ην, διέμεινεν ο δε ουκ ην, προσέλαβεν»9, αλλά και γιατί καθιστά την άτρεπτη θεία φύση (Μαλ. 3,6. Ίακ. 1, 17) τρεπτή και αλλοιωτή.

Επιπλέον, πρέπει να αναφέρουμε, ότι οι κακόδοξες αυτές κενωτικές αντιλήψεις, οι οποίες κατά τους ισχυρισμούς τού προτεστάντη συγγραφέα εκφράζουν το τι λέγει ο λόγος τού Θεού για το Χριστό, βρίσκουν αντίθετους τους εκπροσώπους άλλης ελληνικής προτεσταντικής ομολογίας, της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας, που έχουν και αυτοί μοναδικό κανόνα και κριτήριο την Αγία Γραφή.10

Οι εκπρόσωποι της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας θεωρούν την κενωτική αντίληψη «ξένη προς τη βασική επάνω στο ζήτημα αυτό διδασκαλία της Αγίας Γραφής»11, «ριζικά εσφαλμένη»12 και «αποτυχημένη»13. Νομίζουμε ότι αβίαστα βγαίνει το συμπέρασμα ύστερα και από την ενδοπροτεσταντική αντίθεση, για το πόσο πλανεμένη είναι η θεώρηση τού προσώπου τού Θεανθρώπου σε σχέση με το μυστήριο της θείας οικονομίας που υποστηρίζει το βιβλίο που εκδόθηκε από το Ελληνικό Ινστιτούτο της Βίβλου.

Οι κακοδοξίες όμως τού εν λόγω βιβλίου δε σταματούν εδώ. Επαναλαμβάνει επιπλέον, όπως προαναφέραμε, αρχαίες χριστολογικές κακοδοξίες, κατεξοχήν τού Νεστορίου. Έτσι, λοιπόν, -όπως ακριβώς και ο Νεστόριος14, ομιλεί για την κατά χάρη ηθική αύξηση, προκοπή και τελείωση τού Χριστού στην αρετή, στην αγιότητα15. Όπως ακριβώς ο Νεστόριος αναφέρει ότι τελούσε τα θαύματα όχι αφ’ εαυτού, αυτεξουσίως, αλλά με τη δύναμη που τού έδινε ο Θεός Πατέρας, όπως οι προφήτες και οι μαθητές του16.

Αν σε όσα ενδεικτικώς αναφέραμε, προσθέσουμε και άλλες κακόδοξες αντιλήψεις, τις οποίες αναφέρει ο Έλληνας προτεστάντης, όπως ότι αποκτά κατά την βάπτιση Του «την τέλεια συνείδηση ότι ήταν ο Μονογενής Υιός που είχε -σε μια στιγμή, την ώρα της ενσάρκωσης-σβήσει»17 ή ότι ο Χριστός «δεν είχε συνεπώς απ’ αρχής της γέννησής Του από τη Μαριάμ την τελειότητα που ήταν αναγκαία για την εκπλήρωση τού έργου Του. Την τελειότητα αυτή την απέκτησε ολίγον κατ’ ολίγον, διά μέσου των παθημάτων και την υπακοή»18, και μάλιστα σε καταφανή αντίθεση προς την Άγια Γραφή (Ησαΐα 7,15), τότε αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος της πλάνης.

Ο Έλληνας προτεστάντης επιχείρησε να παρουσιάσει -υποτίθεται- το πρόσωπο τού Κυρίου και το μυστήριο της θείας τού Λόγου κενώσεως, όπως αυτό παρουσιάζεται στην Αγία Γραφή. Πλην όμως, τα όσα αναφέρει δεν αποτελούν παρά ακριβή επανάληψη αρχαίων και νεώτερων χριστολογικών πλανών, που μπορεί να ευδοκιμούν μεν στο ομιχλώδες τοπίο τού προτεσταντισμού, αλλά παραμορφώνουν δε και ακρωτηριάζουν την διδαχή της Αγίας Γραφής για το πανίερο πρόσωπο τού Θεανθρώπου.

Ισχύει εν προκειμένω στο ακέραιο ο λόγος του Κυρίου «ει ουν το φως το εν σοι σκότος εστί, το σκότος πόσον;» (Ματθ. 6, 22).


Σημειώσεις
1. Βλ. Πρωτοπρ. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου, Εγχειρίδιο αιρέσεων και παραχριστιανικών ομάδων, έκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως και Πρεβέζης, Πρέβεζα 1991, σελ. 116.
2. Η Ανεκδιήγητη δωρεά τον Θεού ή η Μεγάλη Θυσία, έκδ. Ελληνικό Ινστιτούτο της Βίβλου, Αθήνα 1999, σελ. 15.
3. ΌΠ.Π., σελ. 14.
4. M. Bauer, Die neuere protenstantische Kenosislehre, Paderborn 1917. Th. Hearing, Der christiliche Glaube. Dogmatik, Stuttgart 1922, σσ. 531-532.
5. Adolf Zahn, Abriss einer Geschichte der evangelischen Kirche auf dem europäischen Festlande im neunzehnten Jahrhundert, Stuttgart 1893, σ. 259.
6. Aug. Gretillat, Ο Ιησούς Χριστός. Υιός Θεού, Υιός ανθρώπου, έκδ. Ελληνικό Ινστιτούτο της Βίβλου (Μετάφραση-πρόλογος, Θάνος Καρμπόνης), Αθήνα 1983, σελ. 9.
7. Βλ. Θάνου Καρμπόνη, Το Άντρο, ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΒΗΜΑ, φ. 25, Οκτ. 2000, σελ. 4.
8. Βλ. Η Ανεκδιήγητη δωρεά τον Θεού, π.π., σελ. 20, 35, 56-60.
9. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 29, 19. ΡΟ 36, 100 Α.
10. Βλ. Ομολογία πίστεως της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας, http/www.gec.gr/omologia.htm
11. Γεωργίου Α. Χατζηαντωνίου, Το Ευαγγέλιο ανοιχτό, έκδ. Β’ Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας Αθηνών, Αθήναι 1957, σελ. 79.
12. Γεωργίου Α. Χατζηαντωνίου, Ο Θεάνθρωπος, ΑΣΤΗΡ της ΑΝΑΤΟΛΗΣ, τ. 10, Οκτ. 2000, σελ. 279.
13. Ά. Πέτρου, Ζώντας τη Ζωή της Κένωσης, ΑΧΤΗΡ της ΑΝΑΤΟΛΗΧ, τ. 6, Ιούνιος 2000, σελ. 168.
14. F. Loofs, Nestoriana. Die Fragmente des Nestorius, Hale 1905, σ. 179, 233, 235-236. A. Gilg, Weg und Bedeutung der altkirchlichen Christologie, München 1989, σ. 96.
15. Βλ. Η Ανεκδιήγητη δωρεά τον Θεού, π.π., σελ. 35-36, 63-64. Βλ. και Γ. Ζερβοπούλου, Γύρω από τη γέννηση τον Χριστού, περ. ΣΑΛΠΙΧΜΑ, Δεκέμβριος 1977, σελ. 239.
16. Βλ. Η Ανεκδιήγητη δωρεά τον Θεού, π.π., σελ. 58. Πρβλ. F. Loofs, Nestoriana,, π.π., σελ. 355.
17. ΟΠ.Π., σελ. 43, 55.
18. Οπ.π., σελ. 36.