ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2022

ΓΙΑΤΙ ΕΠΙΜΕΝΕΙΣ ΣΤΙΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΣΟΥ;

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Κατά τήν εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου ζοῦσε στήν Κωνσταντινούπολι ένας χριστιανός πού λόγω τής τέχνης του, ήταν γνωστός στόν βασιλέα Κωνσταντίνο. Αύτός περνούσε τήν ζωή του μέ κάθε αμαρτία καί παρα­νομία, χωρίς νά συλλογίζεται ποτέ ότι υπάρχει κόλασις καί μέλλουσα κρίσις. Ό Θεός όμως πού άγαπά τό πλά­σμα Του καί οικονομεί τό κάθε τι γιά τήν σωτηρία του, τοῦ παρουσιάσθηκε ό Ιδιος σέ οπτασία καί διώρθωσε τήν άσεμνη πολιτεία του.

Κάποια ήμέρα λοιπόν βλέπει στό όνειρο του ότι επρόσφερε στόν βασιλέα Κωνσταντίνο ένα έργο τής τέ­χνης του καί συνωμιλοῦσε μαζί του μέ παρρησία καί συνέχαιρε. Επειτα βλέπει τόν βασιλέα νά ξεγυμνώνη τό σπαθί του καί πιάνοντας τά μαλλιά του, ετοιμαζόταν νά τοῦ κόψη τό κεφάλι. Ό Ιωάννης, αύτό ήταν τό όνομά του, έσκυβε συνεχώς τόν λαιμό του, νομίζοντας ότι παί­ζει μαζί του ὁ βασιλεύς. Αύτός όμως παίρνει ξαφνικά σοβαρό ύφος καί τοῦ λέγει: «Όταν τό ξίφος κόψη τίς τρίχες σου, τότε ὁ λαιμός σου θά γεμίση άπό τά αἵματά σου». Τοῦ φάνηκε λοιπόν ότι κόπηκε ὁ τράχηλος του καί όταν τό σπαθί τοῦ βασιλέως είχε φθάσει στό στήθος του, τότε άπό τόν φόβο του ζητοῦσε βοήθεια. Έξύπνησε λοιπόν άπότομα καί άποροῦσε γιά τό όνειρο πού είδε, κάνοντας συγχρόνως τόν σταυρό του, διότι τό γεγονός αύτό δέν ήταν άληθινό, άλλά όνειρο. Δέν μπόρεσε όμως νά καταλάβη τί έσήμαινε γιά τήν ζωή του καί παρέμεινε πάλι άμετανόητος καί αδιόρθωτος.

Μετά άπό άρκετό διάστημα έπεσε σέ βαρειά άσθένεια καί έπεκαλεῖτο τήν θεία βοήθεια. Τότε λοιπόν βλέ­πει, όχι σέ όνειρο άλλά έν έκστάσει, ότι στεκόταν σ' έ­να δικαστικό βήμα σέ στάσι κατηγορουμένου μπροστά σε ὅλους καί κάτω στό δάπεδο. Σ' ένα φοβερό θρόνο κα­θόταν ό Δικαστής καί Βασιλεύς, ὁ όποιος φορούσε βασι­λική καί άρχιερατική στολή καί είχε δεξιά του μερικούς λαμπρούς νέους, αριστερά του ένα νέο ταπεινότερο καί καταδεκτικώτερο, ένώ κυκλικά έστέκοντο άρκετοί άν­δρες ιεροπρεπείς καί σεβάσμιοι. Όπισθεν του Βασιλέως υπήρχε λάκκος σκοτεινότατος καί βαθύτατος, του ο­ποίου καί μόνη ή θέα προξενούσε άπερίγραπτο φόβο καί μεγάλη οδύνη.

Ένώ λοιπόν στεκόταν φοβισμένος καί ντροπιασμέ­νος, λέγει σ' αύτόν ό Βασιλεύς: «Άραγε, ώ νεανία, δέν ξέρεις ποιός είμαι έγώ;

Τοῦ άποκρίθηκε ό Ιωάννης: Ξέρω, Δέσποτα, ότι είσαι ὁ σαρκωθείς Υιός τού Θεού καί Θεός, καθώς μάς λέγουν οί Άγιες Γραφές.

Καί ὁ Βασιλεύς τοῦ λέγει: Καί έάν έσύ μέ γνωρίζης, όπως λέγεις άπό τίς Γραφές, γνωρίζεις δέ καί τούς συγκαθεζομένους μου, πώς λησμόνησες τήν άπειλή εκεί­νη πού απηύθυνε σέ σένα πρό ετών ὁ βασιλεύς Κωνστα­ντίνος, ἤ δέν καταλαβαίνεις τί σοῦ λέγω;».

Καταλαβαίνω, Δέσποτα, τοῦ λέγει ὁ Ιωάννης, καί τίς άναμνήσεις αυτού τοῦ φόβου έχω άκόμη στήν ψυχή μου.

Ό Κύριος τοῦ είπε: Έάν τίς άναμνήσεις έκείνου τοῦ φόβου έχεις άκόμη στήν ψυχή σου, γιατί έπιμένεις στίς άμαρτίες σου; Μάθε λοιπόν, ότι έγώ ήμουν πού καί προηγουμένως σοῦ προκάλεσα τήν φοβερή έκείνη βάσα­νο.

Καί λέγοντας αύτά, φάνηκε μόνο μέ τό νεῦμα Του νά καλή τούς παρεστώτες νά ρίψουν τόν Ιωάννη στόν όπι­σθεν αυτού φαινόμενο λάκκο. Όταν λοιπόν έκεῖνοι οί νέοι έσπρωχναν τόν Ιωάννη νά τόν ρίξουν στόν γκρεμό, εκείνος άμέσως έπεκαλεῖτο τήν βοήθεια τής Θεοτόκου,

Φάνηκε λοιπόν στό μέσον ἡ Θεοτόκος καί τότε ό Βασι­λεύς είπε στούς λευκοφόρους έκείνους νέους: «Αφήστε τον νά έξέλθη χάριν τών προσευχών τής Μητρός μου».

Μέχρις έδώ είναι ἡ οπτασία τοῦ Ιωάννου, ὁ όποιος, όταν συνήλθε, έπήγε, σ' ένα εύλαβή μοναχό καί τήν διη­γήθηκε. Ό Μοναχός τοῦ είπε: «Δόξαζε τόν Θεό, άδελφέ, διότι άξιώθηκες νά λάβης τέτοια διδασκαλία. Ξύπνα, λοιπόν άπό τόν λήθαργο τής άναισθησίας γιά νά μή πά­θης τά ίδια μέ έκεῖνον πού θά σοῦ διηγηθώ τώρα. Όμοια μέ τήν δική σου οπτασία είδε καί ένας άλλος εύλαβής χριστιανός γιά κάποιο φίλο του ονόματι Γεώργιο, ὁ ό­ποιος ήταν υπάλληλος στά βασιλικά δικαστήρια. Είδε λοιπόν τόν Γεώργιο νά όδηγήται δέσμιος άπό τούς σκοτεινόμορφους δαίμονες γιά νά ριφθή στό φοβερό αύτό χάσμα. Τότε κάποιος άπό τούς παρεστώτες έχοντας τήν εύνοια τοΰ βασιλέως, εμπόδιζε τούς δαίμονες πού τόν με­τέφεραν ύποσχόμενος σ' αύτούς ότι πρόκειται νά διορθωθή σέ διάστημα είκοσι ήμερων. Μέ αύτή λοιπόν τήν έγγύησι έλευθερώθηκε ό Γεώργιος καί αύτός πού είδε τήν οπτασία έτρεξε νά φανερώση στόν φίλο του Γεώρ­γιο. Αύτός, όταν τά άκουσε, δέν έδωσε καμμία σημασία καί έτσι έμεινε ό δυστυχής άδιόρθωτος. Αφοῦ παρήλθαν είκοσι ήμέρες, έφυγε, άλλοίμονο, άπ' αύτή τήν ζωή χω­ρίς νά πληρώση καί τό χρέος του, όπως τοῦ είχε μηνύ­σει ό καλός εκείνος χριστιανός.

Ό Ιωάννης, όταν τά άκουσε αύτά, καί έχοντας στό νου του ζωντανά αύτά πού είδε, έτρεξε χωρίς ντροπή καί έξωμολογήθηκε όλες τίς άμαρτίες του καί πολιτευόμε­νος έκτοτε θεάρεστα έτελείωσε ειρηνικά τόν βίο του καί άπήλθε στίς αιώνιες μονές.

Ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου