ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2022

ΕΝΟΡΙΑ – Η μεγάλη μας οικογένεια

 

Πρωτοπρεσβυτέρου ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ

Ομοτίμου Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών

 ΕΝΟΡΙΑ
Η μεγάλη μας οικογένεια

α) Εκκλησία και Ενορία
β) Η ζωή της Ενορίας
γ) Η Ενορία στην ιστορία
δ) Δυνατότητες και προοπτικές

Α. ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΡΙΑ

1. Στην εκκλησιαστική μας πραγματικότητα η μι­κρότερη ενότητα, ο πυρήνας της Εκκλησίας, είναι η Ενορία. Ως ευχαριστιακή σύναξη των πιστών εμφανί­ζεται η (κάθε) Ενορία, σε συνάρτηση βέβαια με την Επισκοπή, στην οποία οργανικά ανήκει, ως «η καθολική εκκλησία» (= Η Εκκλησία) στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Ο πιστός ζει το μυστήριο της Εκ­κλησίας στη ζωή και πράξη της Ενορίας του, μέσα στην οποία αγωνιζόμενος και αγιαζόμενος, ενώνεται με τον Χριστό και τους εν Χριστώ αδελφούς του, πραγματοποιώντας συνεχώς την εν Χριστώ ύπαρξή του, την εκκλησιαστικότητά του. Ο λόγος, συνεπώς, για την Ενορία και τη ζωή της είναι στην ουσία του λόγος για την ίδια την Εκκλησία και την παρουσία της στον κόσμο.

Η Εκκλησία είναι «σώμα Χριστού» (βλ. Α’ Κορ. Κεφ. 12), η εν Αγίω Πνεύματι ένωση και ενότητα των πιστών στην θεωμένη ανθρωπότητα του Χριστού. Χριστός και Εκκλησία είναι ενότητα αδιάσπαστη και ασύγχυτη. Είναι κατά τον ι. Χρυσόστομο «γένος εν, Θεού και ανθρώπων» (Ελλην. Πατρ. 52, 789). Κατά την ημέρα της Πεντηκοστής η δοξασμένη (κατά φύσιν ενωμένη, αδιαίρετα και ασύγχυτα, με την θεία ου­σία) ανθρωπότητα (= ανθρώπινη φύση) του Χριστού μας επανέρχεται στον κόσμο, μετά την ανάληψή της στους «ουρανούς» της Τρισηλίου Θεότητος, για να συνεχισθεί η παρουσία του Χριστού στους πιστούς του (πρβλ. Ματθ. 28, 20), με ένα διαφορετικό τρόπο παρουσίας, εν Αγίω Πνεύματι. Ο Χριστός επιστρέφει εν Αγίω Πνεύματι, για να είναι ο τόπος συναντήσεως και ενώσεως των σωζομένων δι’ Αυτού και εν Αυτώ. Χρειάζεται όμως να αναλυθεί λίγο περισσότερο αυτή η θεμελιακή για την εκκλησιαστική (ενοριακή) μας ζωή αλήθεια.

Κατά τον «Μυστικό Δείπνο» ο Χριστός έδωσε στους Μαθητάς Του μερικές (επιφανειακά) περίεργες υποσχέσεις: «… Πάλιν έρχομαι και παραλήψομαι υ­μάς προς εμαυτόν, ίνα όπου εγώ ειμι και υμείς ήτε». Και στη συνέχεια: «Ουκ αφήσω υμάς ορφανούς, έρχο­μαι προς υμάς» (Ιωάν. 14, 3. 17). «Εν εκείνη τη ημέ­ρα», συνεχίζει, θα γνωρίσουν οι Μαθηταί, ότι ο Χρι­στός είναι «εν τω Πατρί», οι Μαθηταί στον Χριστό και ο Χριστός μέσα σ’ αυτούς («εν αυτοίς»). Θα απο­κτήσουν δηλαδή εμπειρία της παρουσίας του Χριστού μέσα τους. Θα βλέπουν τον Χριστό -και μετά την Ανάληψή Του- διότι ο Χριστός ζει και αυτοί θα ζουν μαζί Του (14, 19). Ο Χριστός θα εμφανίσει τον Εαυ­τό Του σ’ όποιον Τον αγαπά (14, 21), θα έλθει δε να κατοικήσει μέσα του μαζί με τον Πατέρα (14, 23). Ό­λα αυτά θα συντελεσθούν εν Αγίω Πνεύματι. Το Ά­γιο Πνεύμα -ο Παράκλητος- θα διδάξει τους μαθη­τάς «πάντα» και θα τους υπενθυμίσει όλα, όσα τους εί­πε ο Χριστός (14, 26). Αλλά και στην Αρχιερατική Του Προσευχή ο Κύριος θα παρακαλέσει μεταξύ άλλων τον Πατέρα: «Πάτερ, ους δέδωκάς μοι, θέλω, ίνα όπου ειμί εγώ, κακείνοι ώσι μετ’ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν…» (Ιωάν. 17, 24). Το χωρίο αυτό (που αναφέρεται στην θέωση) χρησιμοποιείται κατά κόρον στις διαχριστιανικές – οικουμενι(στι)κές σχέ­σεις, με καθαρά κοινωνιολογική και πολιτική σημα­σία, και πλήρη όμως άγνοια του αληθινού, θεολογι­κού – πνευματικού, περιεχομένου του.

Τα λόγια αυτά του Χριστού μας επληρώθηκαν κα­τά την ημέρα της Πεντηκοστής. Τότε επανήλθε ο Χρι­στός εν Πνεύματι, μαζί δε μ’ Αυτόν και ο Πατέρας, για να κατοικήσουν μέσα στους πιστούς, ώστε αυτοί να θεωρούν (βλέπουν) την άκτιστη δόξα και βασιλεία (το άκτιστο Φως) της Αγίας Τριάδος. Τόπος συ­ναντήσεως -και θεώσεως- όσων αγαπούν τον Θεό-Πατέρα γίνεται η δοξασμένη (= τεθεωμένη) Ανθρωπό­τητα (ανθρώπινη φύση) του Χριστού. Την ημέρα της Πεντηκοστής δεν ιδρύεται η Εκκλησία, η οποία υ­πάρχει ήδη με την δημιουργία των Αγγέλων «εν ουρανοίς», ως κοινωνία τους με τον Θεό, αλλά «συγκρο­τείται» αγιοπνευματικά και φανερώνεται ως «σώμα Χριστού», γιατί η ανθρώπινη Φύση του Χριστού είναι παρούσα και ο Χριστός είναι ενωμένος ολόκληρος με κάθε μέλος του σώματός Του, «μεριζόμενος αμερίστως εν μεριστοίς». Ο όλος Χριστός θα βρίσκεται έκτοτε αδιαίρετα (και ασύγχυτα) σε κάθε μέλος (όταν υπάρ­χουν φυσικά οι κατάλληλες προϋποθέσεις), αυτό δε, θα συνεχισθεί μέχρι συντελείας των αιώνων.

Τα παραπάνω σημαίνουν, ότι ο Θεάνθρωπος είναι ο «εκκλησιαστής» μας, γιατί μας συνάγει στο πανάγιο Σώμα Του, αλλά και η Εκκλησία μας, γιατί γίνεται ο τόπος της συνάξεώς μας. Να γιατί δεν μπορεί να υ­πάρξει ποτέ χωρίς τον (αληθινό) Χριστό η Εκκλησία, ούτε πάλι να στηριχθεί σε καμιά (αιρετική) ιδεο­λογία, έστω λεγομένη «χριστιανική». Γιατί είναι α­διάσπαστα συνυφασμένη με το Πρόσωπο του Θεού Λόγου, του ενσάρκου Λόγου του Θεού, του Σωτήρος Χριστού. Η Εκκλησία είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο ό­λος Χριστός (κεφαλή και σώμα), όχι «σώμα χριστια­νών», αλλά «σώμα Χριστού». Όλοι οι μετέχοντες στο σώμα του Χριστού πιστοί, κλήρος και λαός, είναι μέ­σα στο «σώμα», ποτέ πάνω από το σώμα. Γι’ αυτό κά­θε έννοια «υπερεπισκόπου» (Πάπα) ή ακόμη «δεσποτισμού» δεν μπορεί να ανήκει στη ζωή της Εκκλη­σίας.

Την Χριστοκεντρική αυτή πραγματικότητα της εκκλησιαστικής κοινωνίας εικονίζει και εκφράζει, αλ­λά και συνεχώς πραγματώνει, μια πράξη λειτουργική, που λαμβάνει χώρα στο τέλος της Θείας Λειτουργίας. Πρόκειται για την συστολή των Τιμίων Δώρων στο Άγιο Ποτήριο μετά την μετάληψη. Ο Λειτουργός «συστέλλει» (συγκεντρώνει) μέσα στο Άγιο Ποτήριο ό,τι άλλο υπήρχε στο Δισκάριο εκτός από τον Αμνό, δηλαδή την μερίδα της Θεοτόκου, τα τάγματα των Αγγέλων και Αγίων, τα μνημονευθέντα ζώντα και τεθνεώτα μέλη του Σώματος του Χριστού, που «συνεπετέλεσαν» με τον Λειτουργό την Θεία Λειτουργία, με πρώτο τον Επίσκοπο, ο οποίος έστω και σωματικά α­πών αποτελεί το νοητό ορατό κέντρο της Θείας Ευχα­ριστίας (το αόρατο είναι ο ίδιος ο Χριστός, «ο αοράτως ημίν συνών») και διακρατεί την ενότητα της Το­πικής Εκκλησίας. Μέσα στο Άγιο Ποτήριο, το «α­τομικό σώμα» του Χριστού γίνεται τώρα ένα με το «κοινωνικό» Του σώμα. Η εν Χριστώ κοινωνία των πιστών είναι ήδη όλη συναγμένη μέσα στο Άγιο Πο­τήριο. Όχι μόνο μια κατακόρυφη κοινωνία κάθε πιστού (ατομικά) με τον Θεό εν Χριστώ, αλλά και η οριζόντια εν Χριστώ ένωση όλων των μελών του σώμα­τος μεταξύ τους. Η Εκκλησία – Χριστός, κεφαλή και σώμα, είναι ορατή πραγματικότητα. Έτσι κατανοεί­ται ο ορισμός του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού για την Εκκλησία: «Εικών… εστι του Θεού… η αγία Εκκλησία, ως την αυτήν τω Θεώ περί τους πιστούς ε­νεργούσα ένωσιν» (Ελληνική Πατρολογία 91, 668Β).

2. Μέσα στην ιστορία η Εκκλησία εμφανίζεται ως μία συγκεκριμένη εν τόπω πραγματικότητα, ως εν τόπω και χρόνω κοινωνία, ορατή και περιγραπτή κα­τά την ανθρώπινη πλευρά της. Όπου και όταν τελεί­ται η Θεία Ευχαριστία, συγκεκριμενοποιείται αισθη­τά η παρουσία της Εκκλησίας ως κοινωνίας. Η Θεία Ευχαριστία, άλλωστε, είναι το επίκεντρο της ζωής της, γιατί κλείνει μέσα της όλη τη ζωή της Εκκλη­σίας, η οποία επεκτείνεται και έξω από την Θεία Ευ­χαριστία ως «λειτουργία μετά την λειτουργία», συνε­χιζόμενη δηλαδή στην ζωή των πιστών Λειτουργία.

Ήδη στην Κ. Διαθήκη ο Απ. Παύλος μιλεί για την «εκκλησία» μιας πόλεως, π.χ. της Κορίνθου, αλ­λά και για τις «εκκλησίες» μιας ευρύτερης περιοχής, π.χ. της Αχαΐας. Κάνει έτσι την διάκριση μιας τοπι­κής εκκλησιαστικής – ευχαριστιακής συνάξεως από άλλες τοπικές εκκλησίες – συνάξεις. Ο πληθυντικός «εκκλησίες» στην ορθοδοξοπατερική παράδοση έχει την λογική έννοια του μέρους αντί του όλου. Κάθε το­πική Εκκλησία, αφού ενσαρκώνει την καθολική αλή­θεια, την Ορθοδοξία, είναι Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ, παρά την γεωγραφική διαίρεση, όπως ένας είναι ο Χριστός, που προσφέρεται σε κάθε Αγία Τράπεζα ως τροφή «του σύμπαντος κόσμου». Κατά τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, όπου υπάρχει ο Χριστός, στο πλήρωμα της α­λήθειάς Του, εκεί υπάρχει και η καθολική (η Μία και Μοναδική) Εκκλησία (Ε.Π. 5, 713). Η τοπικότητα δηλαδή, είναι μία απλή (τοπική) φανέρωση της Μιας και Μοναδικής Καθολικής Εκκλησίας, οι δε τοπικές εκκλησίες μοιάζουν με επιφανειακές πηγές, που προ­έρχονται από ένα και το αυτό πάντα υπόγειο ποτάμι.

Η Θεία Ευχαριστία εξασφαλίζει την ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος. Αυτό είναι το μήνυμα της Α’ προς Κορινθίους (10, 15-17). Το ένα σώμα ταυτίζε­ται εκεί με τον ένα ευχαριστιακό άρτο. «Ότι εις άρ­τος, εν σώμα οι πολλοί εσμέν. οι γαρ πάντες εκ του ε­νός άρτου μετέχομεν» (Α’ Κορ. 10, 17): Την ίδια εικό­να θα χρησιμοποιήσει μισό περίπου αιώνα μετά και η «Διδαχή» (κεφ. 9-10). Οι πολλοί μάλιστα δεν γίνονται «εν», αλλά «εις» (Γαλ. 3, 28), ο εις Κύριος (ας θυμη­θούμε πάλι την συστολή των τιμίων Δώρων). Αυτή η Χριστοκεντρική ενότητα συνέχει την τοπική εκκλησιαστική κοινότητα αρχικά στην μία επισκοποκεντρική ευχαριστία. Τότε (πρώτοι αιώνες) ταυτίζεται η εν τόπω εκκλησία -σύναξη των πιστών- («κατ’ οίκον» εκκλησία) με την Ενορία. Η ίδια ενότητα όμως θα εξασφαλίζεται και αργότερα με την εμφάνιση της Ενο­ρίας (τέλη β’ αι.), που θα είναι μεν πρεσβυτεροκεντρική, αλλά θα τελεί σε αδιάσπαστο σύνδεσμο με τον ε­πίσκοπο, ώστε δεν θα χάσει την επισκοποκεντρικότητά της και με αυτό τον τρόπο και την Χριστοκεντρικότητά της.

Η ενορία δεν είναι υποκατάστατο της αρχικής επισκοποκεντρικής εκκλησίας, διότι η τελευταία συνε­χίζεται στην Επισκοπή των μετέπειτα εποχών. Η Ε­πισκοπή (ο επίσκοπος) παραμένει πάντα το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής. Γιατί η ενορία δεν είναι μια νέα (άλλη) εκκλησία, ώστε να έχουμε πολλές (επί μέρους) εκκλησίες σε κάθε Εκκλησία – Επισκοπή. «Αι εκ λόγων πρακτικής ανάγκης εμφανισθείσαι ενορίαι δεν εθεωρούντο ως αυτοτελείς ευχαριστιακαί ενό­τητες εντός της επισκοπής, αλλ’ εξηρτώντο εκ της μιας επισκοποκεντρικής ευχαριστίας, ως κλάδοι ορ­γανικοί αυτής» (Ι. Ζηζιούλα, Η ενότης της Εκκλη­σίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τω επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, Εν Αθήναις 1965, σ. 195). Δεν θα παύσει ποτέ να θεωρείται απαραίτητη η προσωπική παρουσία του Επισκόπου στην ευχαρι­στιακή σύναξη των ενοριών. Γι’ αυτό και μνημονεύε­ται ο Επίσκοπος σε κάθε Ευχαριστία (Λειτουργία) μας αμέσως μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, ως να είναι και σωματικά παρών στην σύναξή μας.

Δεν διασπάται, συνεπώς, από τον β’ αιώνα με την γένεση της (σημερινής) ενορίας η επισκοποκεντρική Ευχαριστία, αλλά πραγματοποιείται κατά τον Ι. Ζη­ζιούλα (σήμερα, Μητροπολίτη Περγάμου) «επιμερι­σμός του συνθρόνου του πρεσβυτερίου» (σ. 151 κ.ε.) για την πρακτική αντιμετώπιση των αναγκών του α­ριθμητικά αυξημένου εκκλησιαστικού σώματος. Η ε­νορία είναι η επέκταση της μιας υπό τον επίσκοπο ευ­χαριστίας μέσα στα γεωγραφικά όρια της επισκοπής, χωρίς να δημιουργούνται έτσι νέα κέντρα ευχαριστια­κής ενότητας.

3. Η εν Χριστώ κοινωνία διαφοροποιείται αμετά­κλητα και οριστικά από κάθε άλλη εγκόσμια κοινω­νία. Όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες θεμελιώνονται σε ορισμένες ιδεολογικές κ.λπ. προϋποθέσεις, βάσει των οποίων συγκροτούνται, ιδιαίτερα στην εποχή μας. Η κοινωνία του σώματος του Χριστού εισήλθε στον κό­σμο ως «καινή κτίσις» (Γαλ. 6, 15). Η Εκκλησία εί­ναι μυστήριο «αποκεκρυμμένον από των αιώνων εν τω Θεώ» (Εφεσ. 3, 9) και «πρότερον κτισθείσα, μετά ταύτα γεννάται εκ Θεού» (Μ. Αθαν. Ε.Π. 36, 1004/5). Ει­σέρχεται εν Χριστώ και δια Χριστού στον κόσμο ως νέο ολότελα μέγεθος στην ανθρώπινη ιστορία. Το Πρόσωπο του Χριστού, το κατ’ εξοχήν και μόνο «νέ­ο» που γνώρισε ποτέ ο κόσμος, διαφοροποιεί ριζικά την δική του κοινωνία από κάθε ανθρώπινη ομάδα, που διεκδικεί το όνομα «κοινωνία». Ο Χριστός είναι ο θεμέλιος τη ενότητας της δικής Του κοινωνίας.

Συνεπώς, ενώ ο κόσμος αγωνίζεται τον σισύφειο αγώνα να συμπήξει τις κοινωνίες του, εμείς οι Χρι­στιανοί αγωνιζόμεθα, όπως όλοι οι άγιοί μας, να εντα­χθούμε στην «ητοιμασμένην ημίν βασιλείαν από κα­ταβολής κόσμου» (Ματθ. 25, 34), στην χάρη και κοι­νωνία του σώματος του Χριστού. Όλος ο αγώνας μας σ’ αυτό εστιάζεται: στην ορθή και πλήρη («ολοτελή», Α’ Θεσσ. 5, 23) ένταξή μας στην εν Χριστώ κοινωνία. (Βλ. περισσότερα στου Γ. Δ. Μεταλληνού, Ορθόδοξη θεώρηση της κοινωνίας, στο περιοδ. ΚΟΙΝΩΝΙΑ, έτ. ΚΗ (1985), σ. 82-102).

Η ένταξή μας όμως στην εν Χριστώ κοινωνία, και συνεπώς και στην ενοριακή – εκκλησιαστική ζωή, προϋποθέτει ένα και μοναδικό τρόπο. Είναι ανάγκη η ζωή του Χριστού, η εισαχθείσα στον κόσμο με την σάρκωσή Του «Χριστοζωή», ως καινός τρόπος υπάρ­ξεως, να γίνει και δική μας ζωή. Αυτό πραγματοποιεί­ται, όταν μετά ορισμένη μεταμορφωτική διαδικασία φθάσουμε σε σημείο να μη ζούμε πια εμείς, αλλά να «ζη εν ημίν Χριστός» (Γαλ. 2, 20), να «μορφωθή -δη­λαδή- ο Χριστός εν ημίν» (Γαλ. 4, 19). Όλη αυτή η διαδικασία στην θεολογική γλώσσα, στη γλώσσα της Εκκλησίας, ονομάζεται πορεία θεώσεως και είναι η σωτηρία. Στην ζωή της Εκκλησίας εισέρχεται κανείς, για να σωθεί, δηλαδή για να θεωθεί. Αυτό εξασφάλιζε η Ενορία στην αρχαία Εκκλησία και αυτό (πρέπει να) εξασφαλίζει σ’ όλους τους αιώνες. Αν ο στόχος αυτός παραθεωρηθεί, τότε αλλοιώνεται η ενοριακή ζωή και καταντά, η στην περίπτωση αυτή ονόματι μό­νο ενορία, μία αίρεση, που δεν σώζει, αλλά οδηγεί στην αιώνια απώλεια. Βέβαια, σπεύδουμε να πούμε, για να ηρεμήσουν τα πνεύματα, ότι στην Ορθοδοξία αυτή η ολοκληρωτική αλλοίωση της ενορίας δεν εί­ναι δυνατή. Διότι, και αν ακόμη βρεθούν κληρικοί, που βλέπουν κοσμικά την ενοριακή ζωή και «διδά­σκουν ούτω τους ανθρώπους», μένουν οι εν Χριστώ πατέρες και διδάσκαλοί μας, οι άγιοι Πατέρες, που μας διδάσκουν τον τρόπο σωτηρίας με τα λειτουργικά βιβλία, τους ύμνους και τις ευχές. Όταν όμως ο προ­φητικός, αποστολικός και πατερικός λόγος σιγήσει, τότε χάνεται αμετάκλητα ο ορθός προσανατολισμός και στόχος της εκκλησιαστικής ζωής.

4. Η διαμόρφωση της ενοριακής – εκκλησιαστι­κής ζωής ήδη κατά την αποστολική εποχή έλαβε τον χαρακτήρα μιας πλήρους Θεοκρατίας – Χριστοκρατίας. Βέβαια θα πρέπει να διευκρινισθεί, ότι ο θεοκρα­τικός χαρακτήρας της εκκλησιαστικής ζωής δεν (μπορεί να) έχει τίποτε το κοινό με τον παπισμό ή την μουσουλμανική «θεοκρατία». Γιατί δεν είναι ποτέ κληρικοκρατία και φεουδαρχική ανθρωποκρατία, αλλά Χριστοκρατία. Η ορθόδοξη – ρωμαίικη θεοκρατία εί­ναι αυτό, που εκφράζουν κατά τρόπο μοναδικό δύο σημαντικότατες λειτουργικές φράσεις, που τόσο συ­χνά επαναλαμβάνουμε: α) «Εις άγιος, εις Κύριος, Ιη­σούς Χριστός» και β) «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Αν συνδέσουμε την πρώτη φράση με το χώρο της εμφανίσεώς της, το ρωμαϊκό κράτος, τότε συνειδητο­ποιούμε σαφέστατα την βαθύτερη έννοιά της. Δεν εί­ναι κάποιος κοσμικός Καίσαρας ο Κύριος της Εκκλη­σίας, στον οποίο υποδουλώνονται οι πιστοί, αλλά ο Αιώνιος Δεσπότης Χριστός, ο Κύριος και συνάμα ελευθερωτής της όλης ζωής μας. Η Εκκλησία δεν εγ­καταλείπεται ποτέ από τον Χριστό στα χέρια και τις διαθέσεις κάποιου εγκόσμιου Καίσαρα ή Πάπα.

Η θεοκρατία, συνεπώς, της Εκκλησίας είναι η διαρκής συναίσθηση της ζωντανής παρουσίας του Χριστού – Κυρίου στη ζωή του σώματός Του και της συνεχούς διαποιμάνσεως και διακυβερνήσεως του σώ­ματος της Εκκλησίας άμεσα από Αυτόν εν Αγίω Πνεύματι. Έτσι, μπορεί να κατανοηθεί σαφώς και η θέση των Κληρικών στο εκκλησιαστικό σώμα. Ο Ε­πίσκοπος, παρά την θεμελιακή και αμετάθετη θέση του στην ευχαριστιακή σύναξη και την ζωή της (το­πικής) Εκκλησίας, δεν είναι καθόλου «αντικαταστά­της» και «αντιπρόσωπος» του Χριστού, σαν να αναπληρούσε τον απόντα Χριστόν (παπισμός), αλλά στο πρόσωπό του γίνεται φανερός αισθητά ο πάντοτε «αοράτως ημίν συνών» (παρών) Χριστός.

Αρκεί να θυμηθούμε μερικές χαρακτηριστικές πατερικές αναφορές στο σημείο αυτό. Κατά τον ανυπέρ­βλητο εκκλησιολόγο άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο (βλ. Αθαν. Γιέβτιτς, Η εκκλησιολογία του Αποστ. Παύ­λου κατά τον ιερόν Χρυσόστομον, Αθήναι 1967), στη Θεία Ευχαριστία «προσφέρων» δεν είναι μόνο ο λει­τουργός, αλλά μαζί και όλη η κοινότητα, ο δε καθαγιασμός «ουκ έστιν ανθρωπίνης φύσεως κατορθώμα­τα…, αλλ’ η του Πνεύματος χάρις, παρούσα και πάσιν εφιπταμένη, την μυστικήν εκείνην κατασκευάζει θυσίαν». Διότι ο λειτουργός απλώς «την εαυτού δανείζει γλώτταν και την εαυτού παρέχει χείρα» (Ε.Π. 62, 204). Σ’ άλλο δε σημείο, αναφερόμενος ο ίδιος στην «ανθρωπίνην διαίρεσιν» των μελών της Εκκλησίας σε «πρόβατα και ποιμένας» παρατηρεί: «… πρόβατα και ποιμένες προς την ανθρωπίνην εισί διαίρεσιν, προς δε τον Χριστόν πάντες πρόβατα. και γαρ οι ποιμαίνοντες και οι ποιμαινόμενοι υφ’ ενός, του άνω ποιμένος, ποιμαίνονται» (Ε.Π. 52, 784). Η ενότητα του σώματος δεν επιτρέπει κοσμικές διαφοροποιήσεις σε άρχοντες και αρχομένους. «Ουκ αρχόντων τύφος (= έπαρση) εστίν ενταύθα (στην Εκκλησία), ουδέ αρ­χομένων δουλοπρέπεια, αλλ’ αρχή πνευματική, τούτω μάλιστα πλεονεκτούσα, τω το πλέον των πόνων… ου τω τας τιμάς πλείους αναζητείν» (Ε.Π. 61, 427/8). Την διαφορά μεταξύ κληρικών και λαϊκών εντοπίζει ο ι. Χρυσόστομος στον μεγαλύτερο κόπο και μόχθο και ό­χι σε υπεροχικές εξάρσεις (βλ. περισσότερα στου Ι. Καρμίρη, Η θέσις και η διακονία των Λαϊκών εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, Εν Αθήναις 1976).

Η θεοκεντρική αυτή οργάνωση της εκκλησιαστι­κής ζωής επιτρέπει να καταλάβουμε, γιατί δεν μπορεί να υπάρχουν στην Εκκλησία αξιώματα και εξουσίες, κατά την κοσμική έννοια, παρά μόνο λειτουργήματα και διακονίες. Κάθε διακονία μάλιστα απορρέει από το Χριστό και είναι διακονία του σώματός Του. Ένας είναι ο Χριστός, αλλά πολλές οι διακονίες του σώμα­τός Του. Η διάρθρωση της εκκλησιαστικής ζωής δεν είναι επινόημα, ιδεολογικό κατασκεύασμα, απόρροια των απαιτήσεων κάποιου Καταστατικού, ορθολογικά συνταγμένου. Γεννώνται μέσα στην εν Χριστώ ζωή. Είναι τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, που μετα­σχηματίζονται σε διακονήματα – διακονίες. Γιατί τα Πνευματικά «δώρα» (Ιακ. 1, 17, Α’ Κορ. 12-14) ενερ­γοποιούνται σε διακονήματα για την εν Χριστώ λει­τουργία του σώματος. Αυτή η ενεργοποίηση του κάθε χαρίσματος αποτελεί βιωμένη αγιοπνευματική εμπει­ρία, που μετά περιγράφεται και κωδικοποιείται. Δεν δημιουργείται όμως από τον άνθρωπο. Μένει πάντα δώρο Θεού.

Τα λειτουργήματα στην Εκκλησία έχουν προσωπι­κό χαρακτήρα. Δεν είναι αφηρημένα αξιώματα και τί­τλοι, όπως κατήντησαν δυστυχώς να είναι τα διάφορα οφφίκια (πρωτοπρεσβύτερος, οικονόμος κ.λπ.). Τα πρόσωπα, που ενσαρκώνουν τα λειτουργήματα, συγκροτούν την εκκλησιαστική ζωή και ιεραρχία. Αρκεί να υπενθυμίσουμε το Α’ Κορ. 12, 28: «… ο Θεός έθετο εν τη Εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, έπειτα χαρί­σματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσ­σών» (πρβλ. Εφεσ. 4, 11). Είναι γενικά παραδεκτό σή­μερα, ότι οι ονομαζόμενοι εδώ «προφήται» είναι οι ονομασθέντες κατόπιν επίσκοποι (βλ. Φειδά, Εκκλησια­στική Ιστορία, Α’, Αθήναι 1992, σ. 101 κ.ε.).

Ο επίσκοπος ήταν μέχρι τον δ’ αιώνα λειτουργός και όχι διοικητής. Οι «ποιμένες και διδάσκαλοι» του δ’ της Εφεσίους ήταν οι σημερινοί πρεσβύτεροι, που αποτελούσαν τους διοικητικούς συμβούλους του επι­σκόπου και διακονούσαν το πλήρωμα ως διδάσκαλοι και κατηχηταί. Οι κατ’ εξοχήν διδάσκαλοι της αρ­χαίας Εκκλησίας ήσαν οι πρεσβύτεροι (π.χ. ο Κλή­μης ο Αλεξανδρέας, ο Ωριγένης κ.ά.). Τον γ’ μάλιστα αιώνα λειτουργούσε τακτικός θεσμός συνάξεων για προσευχή και διδασκαλία, «δίχα της των μυστηρίων τελετής», υπό την ηγεσία των πρεσβυτέρων, την Τε­τάρτη και την Παρασκευή, για την κατήχηση των πιστών.

Ενώ στις αιρέσεις, που εκκοσμικεύουν την εκκλησιαστική ζωή, αλλοτριώνοντάς την, οι θεσμοί και τα αξιώματα έχουν πρωταρχική σημασία, στην Εκκλησία, εκείνο που βαρύνει περισσότερο, είναι ο φορέας του θείου χαρίσματος, το ανθρώπινο πρόσωπο. Δεν μπορούν να υπάρχουν εκκλησιαστικά λειτουργήματα και διακονίες χωρίς τους φορείς των πνευματικών χαρισμάτων. Αρκεί να φέρουμε σαν παράδειγμα τον θεμελιακό εκκλησιαστικό θεσμό της συνόδου, που όχι σπάνια νοείται και από μας, τους ορθοδόξους, κοσμικά και νομικά. Καμιά σύνοδος, και μάλιστα οικουμενική, δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς θεοφόρους, δηλαδή φωτισμένους από το Άγιο Πνεύμα, Πατέρας. Προϋπόθεση, για να είναι ο Χριστός ενεργά παρών σε μια σύνοδο, είναι να υπάρχει ο Χριστός εν Πνεύματι μέσα στην καρδιά των συγκροτούντων την σύνοδο. Σ’ αυτό διαφέρουν οι αυθεντικές από τις μη γνήσιες συνόδους. Μόνο αν ο Χριστός είναι «εν ημίν», ενεργεί και «εν μέσω ημών» και «δι’ ημών». Μπορεί να υπάρξει σύναξη ανθρώπων, που χρησιμοποιεί την Γραφή και την έρευνα (ως λ.χ. οι διάφοροι αιρετικοί), αλλά να μην έχει Χριστό. Γιατί δεν υπάρχει ο Χριστός μέσα στις καρδιές των αιρετικών, παρά μόνο στα χείλη τους (πρβλ. Ματθ. 15, 8).

5. Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να καταλά­βουμε, ότι ο κληρικός, μολονότι ταγμένος να «ποι­μαίνει τα πρόβατα» του Χριστού (Ιωάν. 21, 16), δεν είναι «άρχοντας» και «εξουσιαστής», αλλά φορέας λειτουργικού χαρίσματος, το οποίο καλείται να ενεργοποιεί σε διακονία ποιμαντική για την εν Χριστώ αύξηση του ποιμνίου του. Αν μάλιστα λάβουμε υπό­ψη, ότι τα «πρόβατα» είναι λογικά, και έχουν συνε­πώς την δική τους προσωπικότητα και κρίση, και ότι δεν είναι του κληρικού, αλλά του Χριστού πρόβατα, όπως και ο κληρικός, τότε αντιλαμβανόμασθε πόσο α­πέχει η διακονία του από την κοσμική αντίληψη περί εξουσίας. Αν πάλι σκεφθούμε, ότι και τα λαϊκά μέλη του εκκλησιαστικού σώματος λαμβάνουν χαρίσματα, που ενεργοποιούνται σε διακονήματα μέσα στο σώμα, τότε γίνεται φανερό ότι η αξιοποίηση των χαρισμά­των των λαϊκών εκ μέρους του εφημερίου μιας ενο­ρίας όχι μόνο δεν σημαίνει χαριστική παραχώρηση, αλλά απλούστατα κατάφαση της αυθεντικής λειτουρ­γίας του εκκλησιαστικού σώματος, με την αξιοποίη­ση όλων των μελών του.

Εν τούτοις μια παρα-παράδοση (και ουσιαστικά αντι-παράδοση) έχει παρασιτικά εισχωρήσει στη ζωή μας και γι’ αυτό επικρατεί η σφαλερά εντύπωση, ότι έχουμε μια τάξη αρχόντων (πριγκήπων) στην Εκ­κλησία και μια τάξη αρχομένων. Περιττό να πούμε, ό­τι τέτοιες αντιλήψεις φεουδαρχικού χαρακτήρα είναι συνέπεια των μακροχρονίων επιρροών, που δεχθήκα­με ως υπόδουλη Ρωμηοσύνη από τη Φραγκιά και την Τουρκιά και από τις οποίες καταταλαιπωρούμεθα ακό­μη. Μια πρακτική λ.χ. προέκταση -πολύ συνήθης- της αντιλήψεως αυτής γίνεται αισθητή στην λειτουρ­γική μας πράξη. Πρόκειται για την φανερή ή ενδόμυ­χη πεποίθηση πολλών, ότι στη λατρεία διακρινόμασθε στους τελούντες – δρώντες (λειτουργούς) και στους παρακολουθούντες (λαϊκούς – εκκλησίασμα). Ε­πικρατεί, έτσι, μια συνείδηση θεατρικού χώρου, έρχε­ται δε και η γλώσσα («υπέρ των παρακολουθούντων την ιεράν ακολουθίαν ταύτην…») να ελέγξει και επαληθεύσει τις εσωτερικές τοποθετήσεις. Το ερώτημα είναι, πώς θα επαναποκτηθεί το αυθεντικό εκκλησια­στικό φρόνημα, που θα μας επαναφέρει στη συνείδη­ση του σώματος και της ενότητάς του, βάσει της ο­ποίας δεν μπορεί να υπάρξουν «τελούντες» και «παρακολουθούντες», αλλά μόνο συνεπιτελούντες – συμπροσευχόμενοι – συμπροσφέροντες, κληρικοί και λαϊκοί.

Πράγματι, μέσα στην πατερική παράδοση, την ο­ποία ανάγλυφα παρουσιάζει στην παραπάνω μελέτη του ο αείμνηστος Καθηγ. Ι. Καρμίρης, δεν γίνεται καμιά «ταξική» διάκριση Κλήρου και Λαϊκών, αφού όλα τα μέλη επιτελούν την λειτουργία τους και διακονία τους μέσα στο σώμα. Άλλωστε και ο όρος «λαϊ­κός», παραγόμενος από το «λαός», σημαίνει κυρίως τον ανήκοντα στον «λαό του Θεού», στο εκκλησια­στικό σώμα, το οποίο περιλαμβάνει όλα τα μέλη, κλη­ρικούς και λαϊκούς, μαζί χωρίς ταξική διάκριση. Ο λαϊκός είναι αυτός, που δεν έχει την «ειδική ιερωσύνη» του κληρικού. Η μόνη επιτρεπτή διάκριση μετα­ξύ τους είναι στην επιτελούμενη διακονία και όχι στην «ταξική» διαφοροποίησή τους. Η αρμονική αυ­τή λειτουργία όλου του σώματος συνιστά τον εκκλησιαστικό οργανισμό, όπως τούτο μαρτυρείται στην Α’ Κλήμεντος († 95 μ.Χ.): «… Τω γαρ αρχιερεί ίδιαι λειτουργίαι δεδομέναι εισίν, και τοις ιερεύσιν ίδιος ο τό­πος προστέτακται, και λευίταις ίδιαι διακονίαι επί­κεινται. ο λαϊκός άνθρωπος τοις λαϊκοίς προστάγμασιν δέδεται» (40, 5).
       Στο σώμα υπάρχουν χαρίσματα, λειτουργήματα, διακονίες. Αλλά για όλους. Μιλώντας για την εκκλη­σία της αποστολικής εποχής ο άγιος Νικόδημος Α­γιορείτης σημειώνει: «Οι Χριστιανοί εκείνοι, όπου επίστευον εις την αρχήν του κηρύγματος, και εβαπτίζοντο, όλοι ελάμβανον Πνεύμα Άγιον. Επειδή δε το Πνεύμα το Άγιον είναι κατά την εαυτού φύσιν αόρατον, εδίδετο εις τους τούτο λαμβάνοντας ένα σημάδι αισθητόν και ορατόν της εαυτού ενεργείας. Όθεν οι βαπτιζόμενοι ή με γλώσσας διαφόρους ελάλουν ή προεφήτευαν ή θαύματα έκαμναν». Τα χαρίσματα ή­σαν δηλωτικά της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος μέσα στους πιστούς, οι οποίοι αναδεικνύονταν έτσι «ναοί» – κατοικητήρια του Αγίου Πνεύματος. Η χα­λάρωση της χριστιανικής ζωής στους μετέπειτα αιώ­νες περιώρισε τα χαρίσματα στους Αγίους, που εξα­κολουθούν να είναι οι αυθεντικοί πιστοί και «ναοί» του Αγ. Πνεύματος και τα πραγματικά μέλη του εκ­κλησιαστικού σώματος.

Η ιερωσύνη είναι χάρισμα, που ενεργοποιείται σε συγκεκριμένο λειτούργημα, θεμελιώδες μεν για την υ­πόσταση της Εκκλησίας, αλλά που δεν αποκλείει και άλλα χαρίσματα και άλλους χαρισματικούς φορείς και μεταξύ των λαϊκών. Άλλωστε κατά το Α’ Κορ. 12, 18-31 όσοι ανήκαν στο σώμα του Χριστού -την Εκκλησίαν- είχαν χαρίσματα, όπως είπε παραπάνω και ο άγιος Νικόδημος. Μόνο δε οι «ιδιώται» και οι «ά­πιστοι» (14, 23), όσοι δηλαδή δεν ήσαν ακόμη μέλη (οι κατηχούμενοι) δεν είχαν χαρίσματα. Με την πάρο­δο των αιώνων όμως και την τυποποίηση της χριστια­νικής ιδιότητος περιορίσθηκαν τα χαρίσματα, όπως είπαμε, στους Αγίους – θεουμένους, υπερτονίσθηκε δε έτσι το μόνο χάρισμα – λειτούργημα, που παραμένει αμετάπτωτο, η Ιερωσύνη, έστω και αν πολλοί φορείς της εσωτερικά δεν ανταποκρινόμασθε και δεν διαφέ­ρουμε, έτσι, από «αχθοφόρους» του χαρίσματος, που μας δόθηκε «δι’ επιθέσεως των χειρών του πρεσβυτερίου» (Α’ Τιμ. 4, 14). Όταν, λοιπόν, συνειδητοποιή­σουμε οι Κληρικοί, ότι μέσα στο εκκλησιαστικό σώ­μα επιτελούμε το λειτούργημα και την διακονία μας, ως μέλη και μεις του σώματος, τότε θα εξαλειφθεί κά­θε φεουδαρχική – δεσποτική αντίληψη της ιερωσύνης και η ενορία θα ξαναβρεί στο πρόσωπό μας, τον πατέ­ρα και ποιμένα.

 Β’. Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ

Πώς δομείται όμως, σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοσή μας, η ζωή της ενορίας; Η συγκρότηση της Ενορίας γίνεται, καταρχάς, με ένα και μοναδικό στόχο: την θέωση των μελών της. Αυτός ο στόχος μέ­νει στους αιώνες αμετάθετος και αμετάβλητος. Η με­ταβολή του στόχου σημαίνει αυτόματα αλλοτρίωση της Ενορίας και έκπτωσή της σε μια κοσμική ομοδοποίηση (σύλλογο, σωματείο κ.τ.ό.), που χάνει πια τον χαρακτήρα της Εκκλησίας.

1. Η ζωή της Ενορίας αναπτύσσεται ως εν Χρι­στώ κοινωνία, όπως αυτή εκφράζεται ακριβώς στις γνωστές περικοπές Πράξ. 2, 42-47 και 4, 32-37. Εις Κύριος, μία πίστις, μία ζωή, μία κοινωνία. Ο Χρι­στός μας δεν σώζει ατομικά και αυτόνομα τον καθένα, αλλά κοινωνικά – ομαδικά, ως μέλος ενός σώματος, μιας κοινωνίας, της κοινωνίας του σώματός Του. Χω­ρίς πλήρη και οργανική ένταξη στο σώμα δεν υπάρ­χει θέωση – σωτηρία. Γι’ αυτό οι πρώτοι χριστιανοί χάραξαν ένα δρόμο, που οφείλουν να ακολουθούν ό­λοι οι πραγματικοί χριστιανοί στους αιώνες: την ολοτελή δηλαδή εγκατάλειψη («απόταξη») του κόσμου και την «σύνταξή» τους με τον Χριστό, όπως ομολο­γούμε στην ακολουθία του Βαπτίσματος. Η Εκκλη­σία υπάρχει στον κόσμο ως «τρίτον γένος», ξένο και προς τον ιουδαϊσμό και τον εθνικό κόσμο, αυθύπαρ­κτο και ανεξάρτητο μέγεθος, με αποκλειστικότητα στη χορήγηση σωτηρίας (θέωσης).

Τούτο όμως σημαίνει προσφορά – παράθεση όλης της ζωής στον Χριστό («… πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα»). και της πνευματικής και της σωματικής – υλικής. Όλος ο άνθρωπος γίνε­ται δεκτός από τον Χριστό και όλη η ζωή του. Εντάσ­σεται ο πιστός στην εν Χριστώ κοινωνία με όλα τα προβλήματά του. Η Εκκλησία δεν τεμαχίζει τον άν­θρωπο σε ψυχή και σώμα, ώστε να διακρίνει και τα πνευματικά από τα υλικά. Κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά το «κατ’ εικόνα» αναφέρεται σ’ όλο τον άν­θρωπο: «Μη αν ψυχήν μόνην, μήτε σώμα μόνον λέγεσθαι άνθρωπον, αλλά το συναμφότερον, ον δη και κατ’ εικόνα πεποιηκέναι ο Θεός λέγεται» (Ε.Π. 150, 1361C).

Ο Χριστός προσλαμβάνει και σώζει ολόκληρο τον άνθρωπο, ως ψυχοσωματική ενότητα και ολότητα. Δεν τον ξεσχίζει, δεν τον κομματιάζει. Όπως θα πει ο άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Όλον όλος ανέλαβέ με και όλος όλω ηνώθη, ίνα όλω την σωτηρίαν χαρίσηται». Γι’ αυτό και η διακονία μας προσφέρεται σ’ ολό­κληρο τον άνθρωπο. Είναι διακονία «πνευματική», αλλά και «σωματική – υλική». Ολόκληρος ο άνθρω­πος είναι ανάγκη να σωθεί. Να απαλλαγεί – απελευθε­ρωθεί από την αμαρτία, την φθορά, τον θάνατο και να θεωθεί. Και αυτό γίνεται με την «Χριστοποίηση» ό­λης της ζωής μας, πνευματικής και σωματικής, προ­σωπικής και κοινωνικής. Μια αντίληψη, συνεπώς, ότι είναι δυνατόν πνευματικά (κατά την ψυχή) να τροφο­δοτείται ο άνθρωπος από τον Χριστό, σωματικά δε και κοινωνικά να δηλητηριάζεται από την «αθεΐα» των πολιτικών και κοινωνικών συστημάτων του κό­σμου, είναι ορθόδοξα παντελώς αδιανόητη. Το δράμα της εκκλησιαστικής μας ζωής από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους (1830) είναι, ότι η διακονία μας στην Ενορία περιορίσθηκε στα «πνευματικά» (λα­τρεία και μυστήρια), το δε ενδιαφέρον μας για τα «κοινωνικά» εντοπίσθηκε στη «φιλανθρωπία», με την τυποποιημένη μορφή της «ελεημοσύνης». Θεωρούν δε εντελώς φυσικό οι (υποτιθέμενοι) πιστοί – μέλη της ε­νορίας μας να αγωνίζονται ή να προσδοκούν να «σώ­σουν» τον κοινωνικό μας χώρο με τους καπιταλι­σμούς και σοσιαλισμούς της Φραγκιάς, σαν να μην ή­ταν η φωνή του Θεού που διακηρύττει, ότι με την σάρκωση του Θεού Λόγου «γέγονε καινά τα πάντα» (Β’ Κορ. 5, 17). Βέβαια, το τραγικό μας λάθος θεμε­λιώνεται στην πλάνη, που επικράτησε μετά την Επα­νάσταση του 1821, ότι η πολιτική μας ζωή και τα πρό­σωπα, που ανέλαβαν να την διακονήσουν, συνιστούσαν συνέχεια του Βυζαντίου – Ρωμανίας και της Τουρκοκρατίας, ενώ τώρα μέσω της πολιτικής κυρίως είχε εισβάλει η Φραγκιά στη ζωή μας με όλα τα εξουθενω­τικά επακόλουθα αυτής της εισβολής. (Βλ. γι’ αυτά στου Γ.Δ. Μεταλληνού, Ιδεολογικοί προσανατολι­σμοί και δομικές διαφοροποιήσεις στη Νεοελληνική κοινωνία, περιοδ. ΚΟΙΝΩΝΙΑ, έτ. ΚΖ (1984), σ. 205-228).

Πώς νοείται εκκλησιοκεντρικά η ένταξη ΟΛΗΣ της ζωής μας στη ζωή της Εκκλησίας – ενορίας, φαί­νεται στην Κ. Διαθήκη από την διακονία των «Επτά» (διακόνων – Πράξ. κεφ. 6), που ήταν μία μορφή «πο­λιτικής» (δηλαδή Κοινωνικής) διακονίας, και από τον θεσμό της «κοινοκτημοσύνης» (Πράξ. β’ και δ’) και των «λογιών» (= συλλογή οικονομικής βοήθειας για τις πτωχότερες κοινότητες. Γαλ. 2, 10 – Α’ Κορ. 16, 2 ε. κ.λπ.), που όπως επεκτάθηκε στις χριστιανικές κοι­νότητες έδωσε στην Εκκλησία την μορφή μιας εν Χριστώ Κοινοπολιτείας, μιας οικουμενικής αυτοτε­λούς κοινωνίας της όλης ζωής. (Βλ. περισσότερα στου Γ.Δ. Μεταλληνού, Ορθοδοξία και Κοινωνικοπολιτική διακονία, στον τόμο: «Η Ορθοδοξία ως πο­λιτική διακονία», Λευκωσία 1984, σ. 9-40).

2. Η «ολοτελής» ένταξη όμως του ανθρώπου στο σώμα του Χριστού δεν εξαρτάται από μια απλή από­φαση του ανθρώπου, από μόνη τη θέλησή του. Έχει ορισμένες θεμελιακές και απαράβατες προϋποθέσεις. Δεν είναι κάτι ανάλογο με την ένταξη σε κάποιο Σύλ­λογο – Σωματείο, όπου αρκούν η συμπλήρωση τυπι­κών διατυπώσεων και η εκπλήρωση – τήρηση ορισμέ­νων συμβατικοτήτων. Δεν στηρίζεται δηλαδή σε εξω­τερικές ενέργειες και πράξεις. Η συμμετοχή στην εν Χριστώ κοινωνία απαιτεί εσωτερικές για τον άνθρωπο διεργασίες, όπως βλέπουμε πάλι στην Κ. Διαθήκη. Χρειάζεται όμως η ορθή (θα έλεγα καλύτερα: αγιο-πνευματική) προσέγγισή της, που εξασφαλίζεται μόνο μέσω των Αγίων Πατέρων. Στο σημείο αυτό θα μου ε­πιτραπεί μια παρέκβαση.

Συχνά διαβάζουμε την Γραφή επίπεδα, χωρίς να μπορούμε να δούμε ανάγλυφες και ζωντανές τις αφη­γήσεις της. Τούτο συμβαίνει, γιατί αγνοούμε την «γλώσσα» της Γραφής, την «σημαντική» της. Και εν­νοώ την θεολογική – εκκλησιαστική γλώσσα. Κάθε λέξη – όρος της Γραφής αναφέρεται σε μια πραγματι­κότητα, εκφράζει μια πραγματικότητα της εκκλησια­στικής ζωής, γνωστή σ’ εκείνους που την βιούν, τους θεουμένους. Έξω από τον κύκλο των θεουμένων η Γραφή μένει «βιβλίον εσφραγισμένον σφραγίσιν ε­πτά» (Αποκ. 5, 1), δηλαδή τελείως ακατάληπτο. Τότε οι γραφικοί όροι μένουν άχρωμοι, ανέκφραστοι, νε­κροί και νοούνται με τη σημασία, που έχουν λάβει στην χρήση του κόσμου. (Αυτή είναι η μη εκκλησια­στική, η αιρετική ερμηνεία τους). Αυτό δυστυχώς συμβαίνει συχνά και σε μας, τους κληρικούς και «θε­ολόγους», όταν δεν έχουμε πατερικές – παραδοσιακές, αλλά κοσμικές (φράγκικες) προϋποθέσεις στην μελέ­τη της Γραφής. Μόνο με την βοήθεια των θεουμένων, των Αγίων μας Πατέρων, μπορούμε να προσεγγίσου­με ορθόδοξα την Γραφή. Γι’ αυτό δεν μπορεί να υπάρ­ξει Ορθοδοξία χωρίς θεουμένους – Αγίους (Πατέρες). Η (προτεσταντική) απολυτοποίηση και απομόνωση της Γραφής, που συνοδεύεται με την απόρριψη των Πατέρων, γίνεται συχνά και από «ορθοδόξους» δεκτή, με ευνόητα τα αποτελέσματα. Χωρίς όμως Πατέρες η Γραφή μένει ανερμήνευτη και ακατανόητη, γιατί η Γραφή είναι βιβλίο της Εκκλησίας, μιλεί την γλώσ­σα της Εκκλησίας και μόνο τα γνήσια μέλη της Εκκλησίας, οι θεούμενοι – Άγιοι, γνωρίζουν την γλώσ­σα της Γραφής (βλ. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Αγία Γρα­φή – Εκκλησία – Παράδοσις. Μετάφρ. Δημ. Τσάμη, Θεσσαλονίκη 1976). Δεν είναι άρα περίεργο, ότι πολύ συχνά η ακαδημαϊκή μας θεολογία και ερμηνευτική διαφέρουν από την θεολογία των Πατέρων και της Λατρείας μας, στην οποία ο πατερικός λόγος γίνεται  ευχή και ύμνος της Εκκλησίας. Γιατί τα κριτήρια και τα ερμηνευτικά κλειδιά μας δεν είναι πατερικά. (Για τα πατερικά αυτά κριτήρια βλ. π. Ιωάν. Ρωμανίδου, Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, τόμ. Α’, Θεσσαλονίκη 1984).

Από την Κ. Διαθήκη, μέσω της πατερικής ερμη­νευτικής, μαθαίνουμε πώς γινόταν στους πρώτους αιώ­νες η «μύηση» -η εισαγωγική κατήχηση- των ερχο­μένων στην Εκκλησία. Την πρώτη μέρα ονομαζόταν κάποιος «χριστιανός», μολονότι ως κατηχούμενος δεν μετείχε στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Δεν ξέρω πώς θα αντιδράσει ο καθένας μας, πληροφορούμενος, ότι οι γνωστότατοί μας Μ. Βασίλειος και Γρηγόριος ο Θεολόγος στην Αθήνα ονομάζονταν και ζούσαν ως χριστιανοί, αλλά δεν κοινωνούσαν, αφού ακόμη δεν είχαν βαπτισθεί! Σήμερα, που επεκράτησε να βαπτιζόμασθε σε βρεφική ηλικία, θεωρείται αυτο­νόητη η χριστιανική ιδιότητα και το δικαίωμα να με­τέχει κάποιος στη θεία κοινωνία, έστω και αν μετά το βάπτισμα -όπως συμβαίνει σε πολλούς- έχει τελείως απομακρυνθεί από την εν Χριστώ ζωή. Βαπτιζόταν όμως κανείς, αφού εισαγόταν στην πρακτική της καθάρσεως της καρδιάς του από τα πάθη, με τη βοήθεια του Γέροντά του (όπως γίνεται σήμερα στα μοναστή­ρια), για να μπορεί εν συνεχεία να δεχθεί τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, το «βάπτισμα του Πνεύματος» (Πράξ. 1, 5) μέσα στην καρδιά του. Ο νηπιοβαπτισμός υπήρχε πράγματι, αλλά εφαρμοζόταν μόνο σε ζωντανές χριστιανικές οικογένειες, στις οποίες υπήρ­χαν οι προϋποθέσεις, ώστε τα βαπτιζόμενα νήπια να συνεχίζουν την εν Χριστώ ζωή κοντά στο Γέροντα -Πνευματικό τους και μέσα στην οικογένειά τους.

Εξίσου ακατανόητοι είναι και οι «Εξορκισμοί», που διαβάζονται στην «Κατήχηση», που προηγείται της ακολουθίας του βαπτίσματος. Με την τυποποίηση που έλαβαν, ενώθηκαν, σε μια ακολουθία, «Κατήχη­ση» και «Βάπτισμα», και οι εξορκισμοί ακούονται σαν μαγικά λόγια στους παρισταμένους, κυρίως δε τους γονείς και τον ανάδοχο, που συνήθως είναι «χριστιανοί της ταυτότητας» και μόνο. Δεν καταλα­βαίνει κανείς το πραγματικό τους νόημα και τον λόγο υπάρξεώς τους. Οι «Εξορκισμοί» όμως ήταν το επιστέγασμα του αγώνα του κατηχουμένου να μάθει να αντιστέκεται και να κατανικά τις μεθοδείες του διαβό­λου κοντά στον Πνευματικό – Κατηχητή του, με βάση τα τρία προβαπτισματικά Ευαγγέλια (τα λεγόμενα «συνοπτικά»). Το Κατά Ιωάννην, ως πνευματικό, δι­δασκόταν μετά το βάπτισμα, στους νεοφωτίστους. Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα στη λειτουργική μας Πράξη α­πό το Πάσχα και μετά αναγινώσκεται το Κατά Ιωάννην (την νύχτα του Πάσχα βαπτίζονταν οι κατηχούμενοι). Όλα αυτά, τυποποιημένα, έγιναν πια αγνώριστα. Και αυτά δεν είναι παρά μερικά παραδείγματα.

Μετά τον επίσκοπο, βασικοί πνευματικοί πατέρες και διδάσκαλοι ήσαν οι πρεσβύτεροι. Αλλά και λαϊ­κοί ακόμη, όπως συμβαίνει σήμερα με (μη χειροτονη­μένους) μοναχούς. Γιατί όσοι περνούσαν το στάδιο της καθάρσεως και έφθαναν στο στάδιο του φωτισμού του Αγίου Πνεύματος ήσαν «πνευματικοί», δηλαδή «Πνευματοφόροι». Γι’ αυτό και το βάπτισμα ονομάζε­ται «φώτισμα» και «φωτισμός». Η κατήχηση δεν ήταν απλή μετάδοση γνώσεων θρησκευτικών, ούτε παράδο­ση κάποιου κώδικος ηθικής, που εκαλείτο ο κατηχού­μενος να εφαρμόζει. Ήταν εισαγωγή, μύηση και έντα­ξη σε μια ζωή, στην εν Χριστώ ζωή. Σε μια νέα ζωή, ξένη προς την ζωή του κόσμου. Όπως ο ναυτικός μα­θαίνει να ταξιδεύει στη θάλασσα, το ίδιο και ο νέος πιστός μάθαινε, πώς να ταξιδεύει στην «θάλασσαν του βίου». Πώς να αποξενώνεται συνεχώς από τη ζωή της αμαρτίας -του θανάτου και να ζει εν Χριστώ την ζωή του Πνεύματος. Αν θέλαμε σήμερα να βρούμε κάτι ανάλογο, θα μπορούσαμε να παραπέμψουμε τους εαυ­τούς μας σε ένα ορθόδοξο Μοναστήρι και την είσοδο σ’ αυτό. Ο δόκιμος μοναχός είναι -τηρουμένων των αναλογιών- ο κατηχούμενος της αρχαίας Εκκλησίας. Από τον αγώνα του να ενταχθεί στη μοναστική ζωή, μπορούμε αναλογικά να καταλάβουμε τί εσήμαινε στους πρώτους αιώνες είσοδος στην Εκκλησία. Το μοναστήρι έμεινε, από τον δ’ αιώνα, η συνέχεια της ζωής της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων και το αυ­θεντικό υπόδειγμα χριστιανικότητας.

3. Στη ζωή της τοπικής εκκλησίας – ενορίας έχει πρωταρχική σημασία ο Πνευματικός Πατέρας, ο Γέ­ροντας, όπως θα ονομασθεί αργότερα, που συνήθως συμπίπτει με τον Κληρικό – Εφημέριο. Γύρω από τον Πνευματικό Πατέρα μαζεύονται τα πνευματικά του τέκνα. Βέβαια στην Εκκλησία υπάρχουν και Πνευματι­κές Μητέρες, που αναλαμβάνουν και αυτές την ίδια υ­ψηλή αποστολή. Οι Πνευματικοί Πατέρες (Μητέρες) πραγματοποιούν εν Χριστώ την αναγέννηση, για την οποία μίλησε ο Κύριος στον νυκτερινό μαθητή του Νικόδημο (Ιωάν. κεφ. 3), την πνευματική αναγέννη­ση του πιστού. Δεν είναι απλώς διδάσκαλος, παιδαγω­γός, αλλά αυτός (αυτή) που αναγεννά τον άνθρωπο. Αυτό υπογραμμίζει ο Απ. Παύλος, πνευματικός Πατέ­ρας πολλών στην εποχή του: «Εάν γαρ μυρίους παι­δαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ’ ου πολλούς πατέρας. εν γαρ Χριστώ Ιησού δια του ευαγγελίου εγώ υμάς ε­γέννησα» (Α’ Κορ. 4, 15). Ο Παύλος μας δίνει και τις συντεταγμένες της πνευματικής πατρότητος: «Εν Χρι­στώ»: αναγεννούν όχι δικά τους αλλά του Χριστού τέκνα, αναγεννημένοι πρώτα όντες οι ίδιοι. και «δια του ευαγγελίου»: με την μέθοδο σωτηρίας, που ο Χρι­στός προσφέρει στο κήρυγμα – ευαγγέλιό του. Ο Πνευματικός εν Χριστώ δημιουργεί Πνευματικούς. Ε­δώ όμως αναφύεται η ανάγκη να διευκρινισθεί κάπως πλατύτερα η έννοια του «Πνευματικού».

Πνευματικός στην εκκλησιαστική γλώσσα δεν εί­ναι ο διανοητικά καλλιεργημένος, ο διανοούμενος, αλλ’ αυτός που έχει Άγιο Πνεύμα μέσα του, που έχει καταστεί «ναός του Αγίου Πνεύματος», ο Πνευματοφόρος. Πνευματικοί είναι οι θεούμενοι. Οι Άγιοι. Γι’ αυ­τό στην Ορθοδοξία δεν αναγνωρίζονται ως Άγιοι α­πλώς οι μεγάλοι διδάσκαλοι του Γένους, έστω και αν είναι γνωστοί ως ευσεβείς χριστιανοί, αλλ’ όσοι έφθα­σαν στον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και έδωσαν α­πτά σημεία γι’ αυτό (χαρίσματα, θαύματα, άφθαρτα λείψανα κ.λπ.). Αυτή όμως η πορεία (των Πνευματικών) προς την θέωση δεν είναι προορισμός των ολίγων, μιας «ελίτ» στην Εκκλησία, αλλ’ ΟΛΩΝ των πιστών. Προορισμός κάθε πιστού στην Ορθοδοξία είναι να φθάσει στη θέωση, να γίνει «θεός κατά χάριν». Αυτό είναι και το έργο της ενορίας. Να γίνει «εργαστήριον αγιότητος και “ιατρείον πνευματικόν”» για κάθε πιστό.

Στο σώμα του Χριστού (και συνεπώς και στη ζωή της Ενορίας) εισέρχεται ο άνθρωπος, για να θεραπευθεί. Να θεραπεύσει την αρρώστια της πτώσεως, που είναι η αδρανοποίηση της προσευχητικής λειτουρ­γίας του «νου» (δυνάμεως της ψυχής) και η απώλεια της «μνήμης του Θεού» (της νοεράς ευχής) μέσα στην καρδιά. Ο «εσκοτισμένος» από τους λογισμούς και τα πάθη «νους» πρέπει να χωρισθεί από την «λογική» (τον λόγο, την διάνοια) και να επιστρέψει στην καρδιά, όπου είναι η οικεία του θέση. Η κάθαρση του «νου» – καρδίας από λογισμούς και πάθη είναι η θερα­πεία του ανθρώπου, που (πρέπει να) συντελείται μέσα στο Πνευματικό Νοσοκομείο της Ενορίας. Χωρίς την θεραπεία αυτή, που ισοδυναμεί με την επιστροφή – ε­πάνοδο στην προπτωτική κατάσταση της καθαρότη­τας του «κατ’ εικόνα», δεν μπορεί να προχωρήσει ο άνθρωπος στον φωτισμό του αγίου Πνεύματος και να δεχθεί ως θεϊκό δώρο -και στον κόσμο αυτό- την θέ­ωση, την τελείωση της ανθρωπίνης υπάρξεως μέσα στην άκτιστη χάρη και βασιλεία του Τριαδικού Θεού. (Για το θέμα βλ. την εκτενή Εισαγωγή του π. Ι. Ρωμανίδη στο παραπάνω βιβλίο του).

Όποιος φθάσει στον αγιοπνευματικό φωτισμό απο­κτά αληθινή -ανιδιοτελή- αγάπη και μπορεί να εντα­χθεί σωστά στην κοινωνία των αδελφών του. Ο έχων -συνεπώς- στην καρδιά του ένοικο το Άγιο Πνεύμα είναι πραγματικό μέλος του σώματος του Χριστού, διαφορετικά μένει συνεχώς κατηχούμενος («ιδιώτης» της Α’ προς Κορινθίους), έστω και αν δέχεται, μηχανικά και τυπικά, όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας…. Είναι κατηγορηματικός ο λόγος του Αποστόλου: «Ει δε τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ έστιν αυτού» (Ρωμ. 8, 9). Αντίθετα, ο καθαρμένος, που έχει δεχθεί την «επίσκεψη» του Πνεύματος, έχει κατά τον ίδιο Α­πόστολο απτά δείγματα της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του, την «νοερά ευχή», την προσευχή του Πνεύματος «αδιάλειπτη» (Α’ Θεσσ. 5, 17) στην καρδιά: «Ότι δε εστέ υιοί (επειδή φθάσατε στην κατάσταση της υιοθεσίας), εξαπέστειλεν ο Θεός το πνεύμα του υιού αυτού εις τας καρδίας υμών κρά­ζον αββά ο Πατήρ» (Γαλ. 4, 6). Το Πνεύμα το Άγιον τότε «εντυγχάνει» (προσεύχεται) «στεναγμοίς αλαλήτοις» (Ρωμ. 8, 26) μέσα στην καρδιά.

Η ένταξη στην πνευματική ζωή (η πορεία: κάθαρ­ση – φωτισμός – θέωση) είναι βασική και αμετακίνητη προϋπόθεση για την ορθή ενσωμάτωση στη ζωή της εκκλησίας – ενορίας. Διότι η πνευματική ζωή, με την παραπάνω κυριολεκτική σημασία, είναι προϋπόθεση και της ορθής κοινωνικότητας. Οι κοινωνικές αρετές δεν μπορούν ποτέ να είναι ατομικά επιτεύγματα της θελήσεως του ανθρώπου, αλλά «καρποί» του Αγίου Πνεύματος (βλ. Γαλ. 5, 22: «Ο δε καρπός του Πνεύ­ματος εστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια»). Ό­που δεν υπάρχει «Άγιον Πνεύμα», δεν υπάρχει ούτε και ο καρπός Του. Ο εθιμικός και κληρονομικός χριστιανισμός, που επιβλήθηκε με την πάροδο των αιώ­νων στη ζωή μας, είναι η αιτία της σημερινής ανωμά­λου καταστάσεως, όπου ο λόγος του Χριστού μας «γινώσκω τα εμά και γινώσκομαι υπό των εμών» (Ιω­άν. 10, 14) έχασε στην ενοριακή μας ζωή την σημα­σία του. Γι’ αυτό έμεινε το Μοναστήρι -θα πω και πάλι- εις τύπον της εκκλησίας – ενορίας, γιατί εκεί (όταν λειτουργεί μέσα στην παράδοση), σώζεται ο α­γώνας για κάθαρση και φωτισμό της καρδίας. Στο ση­μείο δε αυτό θα τολμήσω να προσθέσω, ότι ίσως μια μελλοντική πολιτειακή κατοχύρωση και του «ελευ­θέρου βαπτίσματος» (κατά το θέσπισμα του ελευθέρου «πολιτικού γάμου»), παρά τις ευνόητες συνέπειες, θα βοηθήσει στην επιστροφή στα αυθεντικά πλαίσια της παραδόσεώς μας….

4. Με βάση την παραπάνω αναφορά στην ορθόδο­ξη πνευματικότητα κατανοούμε καλύτερα τη θέση των Κληρικών στην ζωή των ενοριών μας. Θα υπο­γραμμίσω μερικές όψεις του θέματος.
      
Κληρικοί γίνονταν στους πρώτους αιώνες οι πνευματικοί – οι φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα και όχι απλώς οι «ηθικοί» και «πεπαιδευμένοι». Μη λησμονούμε ότι και οι μεγάλοι αιρετικοί (π.χ. Άρειος) ήσαν -εξωτερικά- ηθικοί και «ανεπίληπτοι». Πνευματοφόροι όμως δεν ήσαν. Ορθόδοξος δεν είναι ο «ηθικός» και θεωρητικά μη αιρετικός, αλλ’ αυτός που έχει ενοίκηση του Αγ. Πνεύματος στην καρδιά του, ο θεούμενος. Αυτός πορεύεται «εν τη αληθεία» του θείου φωτισμού. Γι’ αυτό θα εισηγηθώ ταπεινά, ό­τι είναι καλύτερο να μην καλύπτονται τα «εφημεριακά κενά» (υπαλληλική συνείδηση), αν δεν βρίσκον­ται, αν όχι «πνευματικοί» με την αρχαιοεκκλησιαστική σημασία (πράγμα σπανιώτατο σήμερα), τουλάχι­στον άνθρωποι μετανοίας, ταπεινώσεως, προσευχής και πλούσιοι σε μοναστηριακές εμπειρίες. Η χειροτο­νία δεν φωτίζει μαγικά. προϋποθέτει τον αγιοπνευματικό φωτισμό. Ο μη κεκαθαρμένος και αγιοπνευματικά φωτισμένος γίνεται αχθοφόρος και όχι φορέας της χάριτος. Και ο μεν Θεός «δρα και δια των αναξίων», όπως μας καθησυχάζει ο ι. Χρυσόστομος, αλλά οι μη κεκαθαρμένοι αδυνατούν να γίνουν θεραπευτές και γιατροί των άλλων ακαθάρτων (πρβλ. «ιατρέ θεράπευσον σεαυτόν πρώτον» Λουκ. 4, 23), αφού αγνοούν την μέθοδο της καθάρσεως – θεραπείας και είναι άγευστοι της αγιοπνευματικής εμπειρίας.

Εκείνοι που κρατούν την Ορθοδοξία στον κόσμο σήμερα, είναι οι Άγιοι. Αυτοί μένουν οι γιατροί μας, με τα λόγια τους (πατερικά και λειτουργικά κείμενα), τα λείψανά τους, τα θαύματά τους. Εμείς κρατήσαμε τα κείμενα των Πατέρων, αλλ’ αγνοούμε την θεραπευτική μέθοδο, που δημιουργεί αγίους και πατέρες. «Θεραπεύουμε» μόνο με τα λόγια (ευχές), αλλά χωρίς εγχείρηση, αφού ασχολούμεθα με «τελετές» και όχι με την κάθαρση των μελών της ενορίας μας. Αντί να αγωνισθούμε να θεραπεύσουμε με την χάρη του Θεού τους ανθρώπους, επιδιώκουμε να τους «εξασφαλίσου­με» θέση στον παράδεισο, αφήνοντάς τους όμως αθε­ραπεύτους εσωτερικά και καθιστώντας βασική επιδίω­ξή μας να δημιουργήσουμε «ηθικούς» και «χρηστούς» πολίτες του παρόντος κόσμου, ευπειθείς και νομοτα­γείς και τελικά «ευχρήστους» και όχι πολίτες της ου­ράνιας (άκτιστης και θείας) βασιλείας.

 
Γ. Η ΕΝΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η Ενορία, με την πνευματικότητα και κοινωνικό­τητά της, ως χώρος αναπλάσεως και ανακαινίσεως της όλης ζωής, επέζησε -παρόλες τις μεταπτώσεις- σ’ όλη την διάρκεια του Βυζαντίου – Ρωμανίας και της Μεταβυζαντινής περιόδου. Αναγεννητικές πνευ­ματικές κινήσεις, όπως του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου († 1037), των Ησυχαστών (ιδ’ αι.), των Κολλυβάδων (ιη’ αι.) επαναπροσανατόλιζαν χριστοκεντρικά την πορεία της, ξαναφέρνοντας τον επίσκοπο -(πρεσβύτερο) ησυχαστή και θεραπευτή στη ζωή της εκκλησίας και θέτοντας την πνευματική ζωή (ως πο­ρεία θεώσεως) στο επίκεντρο των σκοπών της εκκλη­σιαστικής ζωής. Από το 1821 και εδώ, υπό την επί­δραση των δυτικοφρόνων διαφωτιστών και μάλιστα του Αδ. Κοραή, ο κληρικός θα εγκαταλείψει τον ησυχασμό, εγκλωβιζόμενος στον ευσεβισμό και την ηθι­κολογία.

Κατά την Δουλεία, στα πλαίσια της ενορίας ανα­πτύχθηκε ο κοινοτισμός και συνεχίσθηκε η παράδοση της κοινωνικής υπάρξεως της Ορθοδοξίας. Η κοινο­τική οργάνωση της υπόδουλης Ρωμηοσύνης δεν ήταν κάτι το νέο. Ήταν ο ορθόδοξος κοινοτισμός, με θεμέ­λια καθαρά πνευματικά και όχι ορθολογικά. Η Δου­λεία μάλιστα λειτούργησε σαν πρόκληση για την επι­στροφή στην πρωτοχριστιανική κοινότητα, με την σύσφιγξη των σχέσεων των Ρωμηών και ανάπτυξη της αδελφικότητας στη ζωή τους. Στην Δουλεία συνέ­βη δηλαδή, σε μεγαλύτερο βαθμό και ένταση, αυτό που παρατηρείται και σήμερα ακόμη στον χώρο της ρωμαίικης διασποράς. Βέβαια, στην διαμόρφωση αυ­τή της ζωής συνέβαλαν τα μοναστήρια, που συνέχι­σαν την λειτουργία τους μέσα και έξω από τα αστικά κέντρα, όπως στη Ρωμανία / Βυζάντιο, και προσέφε­ραν αυθεντικά θεμέλια κοινωνικότητας. Οι υπόδουλοι Ρωμηοί, μέσα στα ενοριακά πλαίσια, είχαν ισχυρά ανεπτυγμένη τη συνείδηση του αδελφού και γι’ αυτό ως αδελφοί προσφωνούνταν μεταξύ τους. Το 1835 ο Κ. Οικονόμος θα παρατηρήσει με παράπονο, ότι η νέα κουλτούρα της Ευρώπης παραμέρισε το «αδελφέ», ει­σάγοντας στη ζωή των Ρωμηών το φράγκικο «Κύριε» (MONSIEUR, ΜΕΙΝ HERR, SIGNORE κ.λπ.).

 Στην Δουλεία η Ενορία έκλεινε μέσα της όλη τη ζωή της Κοινότητας. Και οι συντεχνίες, με τους Α­γίους – Προστάτες τους, τον Ναό είχαν ως κέντρο και αφετηρία της δραστηριότητάς τους. Η Ενορία διακρατούσε την πνευματική ζωή, κατεύθυνε τον πνευμα­τικό αγώνα, οδηγούσε στην μετάνοια και στην συνα­δέλφωση, ιδιαίτερα κατά την Μ. Τεσσαρακοστή και το Πάσχα, με την αλληλοσυγχώρηση. Όλα τα κοινω­νικά γεγονότα είχαν ως κέντρο και αφετηρία την Θεία Ευχαριστία και τον Ναό. Δραστηριότητες της αγροτι­κής ζωής (σπορά, όργωμα, θέρισμα, συγκομιδή καρ­πών), η «ξέλαση» (συμπαράσταση στις γεωργικές δουλειές εκείνων που είχαν κάποια ανάγκη), η παι­δεία, με δάσκαλο κατά κανόνα τον Παπά – εφημέριο, τα ατομικά γεγονότα, που γίνονται και κοινωνικά (γέννηση, βάπτιση, γάμος, κηδεία), τα πανηγύρια στη μνήμη των Αγίων, σε συνδυασμό με εμποροπανηγύ­ρεις κ.τ.ό. Και πάνω απ’ όλα, ή καλύτερα μέσα σε ό­λα, ο Παπάς, Πνευματικός Πατέρας – Φίλος – Αδελ­φός – Σύμβουλος – Συμπαραστάτης.

Δεν είναι, συνεπώς, καθόλου ανερμήνευτη η άγρια πολεμική των Φράγκων – Βαυαρών, των δυτικών Μισσιοναρίων και των φραγκευμένων συνεργατών τους Ελλήνων εναντίον των Μοναστηριών, των Μοναχών και των παραδοσιακών Κληρικών της Ρωμηοσύνης. Γιατί γνώριζαν καλά, ότι μέσω αυτών διασωζόταν ο πολιτισμός (κοινοτισμός) της Ρωμηοσύνης, που ήθε­λαν να καταστρέψουν, για να επιτευχθεί η εκφράγκευσή μας. Αν σκεφθούμε, πως στα 1833 βρέθηκαν κά­που 600 Μοναστήρια στη μικρή ελεύθερη Ελλάδα, της Στερεάς και του Μοριά, σημαίνει πως δίπλα σε κάθε μεγαλοχώρι υπήρχε και ένα ή περισσότερα Μο­ναστήρια, που λειτουργούσαν, παρά τα αντίθετα από την πλευρά των εχθρών της Ρωμηοσύνης λεγόμενα, σαν πνευματικά νοσοκομεία και κολυμβήθρα αναγεν­νήσεως για τους Ραγιάδες. Και αυτό το γνώριζε καλά η Φραγκιά. Γιατί χιλιάδες (φαινομενικά) περιηγητές και στην ουσία κατάσκοποί της αλώνιζαν σ’ όλη τη διάρκεια της Δουλείας την Ρωμαίικη Ανατολή και γνώριζαν κάθε λεπτομέρεια της ζωής της. Κατά τον καλό γνώστη της ιστορίας μας αείμνηστο βρετανό ιστορικό Στήβεν Ράνσιμαν ήταν ευτυχή τα χωριά, που είχαν την τύχη να έχουν κοντά τους Μοναστήρι, για­τί αυτό διακρατούσε την ταυτότητα των Ρωμηών και λειτουργούσε ως χώρος πνευματικού και εθνικού αναβαπτισμού τους.

Η καταστροφική μανία των Δυτικών και των Δυτικοπλήκτων κατά των Μοναστηριών χρησιμοποίησε το όπλο, είτε του κλεισίματός τους, είτε της αχρηστεύσεώς τους, με την μεταβολή της λειτουργίας και προσφοράς τους. Το τελευταίο σήμαινε εξομοίωση του ρωμαίικου μοναχισμού με τον δυτικό μοναχισμό, την μετάθεσή του δηλαδή από τον πνευματικό, θερα­πευτικό και αναγεννητικό του ρόλο σε παράγοντα κοινωνικής ωφελείας και κοινωνικού ακτιβισμού, κα­τά τα φραγκικά πρότυπα (πρβλ. τα παπικά μοναχικά τάγματα). Σύντομα δε, θα οδηγηθούμε στον «κοσμικό μοναχισμό» διαφόρων οργανωμένων ομάδων, που βά­ση τους δεν θα είναι η αποστολικοπατερική αποστο­λή του μοναχισμού, αλλά η κοινωνική ιεραποστολή και προσφορά κατά τα δυτικά πρότυπα. Έτσι έχασε και η Ενορία την επαφή της, ιδίως στα αστικά κέν­τρα, με το Μοναστήρι και χάθηκε το πρότυπο διαμορ­φώσεως και της ενοριακής ζωής, η οποία προσαρμόσθηκε στις κοινωνικές απαιτήσεις της εποχής και στα δυτικά πλαίσια αναπτύξεώς της. Οι συντηρητικοί της εποχής (ΙΘ’ αι.) έπεσαν θύματα της δυτικής αντιμοναστικής προπαγάνδας και συνέβαλαν και αυτοί στην δημιουργία μιας «Νεοελληνικής Εκκλησίας» (κατά τον όρο του Κ. Οικονόμου) ερήμην του παραδοσια­κού μοναχισμού και των πνευματικών προϋποθέσεών του.

 
Δ’. ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

Το ερώτημα συνεπώς είναι ευνόητο: τί μπορεί να γίνει σήμερα; Δεν θα απαντήσουμε με δεοντολογίες, εύκολες στη διατύπωση, αλλά δυσκολότατες σε εφαρ­μογή. Θα επισημάνουμε μερικές αναγκαιότητες, χω­ρίς την επιδίωξη των οποίων κάθε αληθινή αναγέννη­ση της ενοριακής και εκκλησιαστικής ζωής μας είναι αδύνατη.

 Πρώτιστη ανάγκη είναι να βιώνεται η εσχατολογική αυτοσυνειδησία της Ορθοδοξίας και στη σημερινή ιστορική πραγματικότητα. Πώς δηλαδή θα λειτουργήσουμε, όλοι μαζί και η ενοριακή ζωή μας, ορθόδοξα, μέσα στα σημερινά πολιτικά – πολιτισμικά και κοινω­νικά δεδομένα. Αυτή, άλλωστε, είναι η στάση της Ορθοδοξίας σε κάθε εποχή. Διακρατεί τη συνέχειά της, όχι μέσω κάποιας συντηρητικής διασύνδεσης με το παρελθόν, αλλά παροντοποιώντας την παράδοσή της στο κάθε παρόν, κινουμένη στο δικό της διαρκές πα­ρόν ζωής και μαρτυρίας. Αυτό πραγματοποιείται με την διατήρηση των πλαισίων της, μέσα στα οποία η ζωή της μπορεί να γίνεται διαρκές βίωμα.

Καμιά δυνατότητα όμως δυναμικής επιστροφής στην παράδοσή μας δεν είναι δυνατή, αν δεν ξεκαθα­ρισθεί πρώτα τί επιδιώκουμε. Αν δεν συνειδητοποιη­θεί η κατάστασή μας και η απόστασή της από την ορ­θόδοξη αυθεντικότητα (αυθεντική Ορθοδοξία) και αν δεν μας κυριεύσει ο «μανικός έρωτας» του «πρωτοκτίστου κάλλους» μας. Άλλωστε αυτό συμβαίνει πά­ντα. χωρίς συνειδητοποίηση της αμαρτίας η μετάνοια είναι αδύνατη. Ερωτάται όμως: πώς θα γνωρίζει ο σημερινός ορθόδοξος ποια είναι η αυθεντική ορθόδοξη ζωή, αν δεν έχει συνεχή και άμεση επαφή με την πατερική παράδοση; Είναι τραγικό, ότι συνεχώς τροφοδοτούμεθα θεολογικά από «λάκκους συντετριμμένους». Προτεσταντικά και Παπικά θεολογικά βιβλία, γεμάτα διανοητικισμό, στοχασμό και μεταφυσική, φαντασία δηλαδή και αυτοσχεδιασμό, διαβάζονται ως εκκλησιαστική θεολογία όχι μόνο από τους σπουδάζοντες στο Εξωτερικό, αλλά και μέσα στη Χώρα μας, μεταφραζόμενα από θαυμαστές της ωραιολογίας και των στοχαστικών φιλοσοφικών διεισδύσεων και προσφερόμενα ως η κορυφή της θεολογικής «επιστήμης». Έτσι, οικοδομούμε ένα «ευρωπαϊκό χριστιανισμό», σαν αυτόν, που είχε επιθυμήσει και σχεδιάσει για την νέα Ελλάδα ο μακαρίτης Αδ. Κοραής, αλλά ολότελα ξένο προς την σώζουσα πατερική πνευματικότητα. Μέσα στους Πατέρες και την Λατρεία της Εκκλησίας θα βρούμε ανόθευτη την χριστιανική παράδοση. Και είναι ευλογία, που τόσες πατερικές εκδόσεις κυκλοφορούν στις ημέρες μας. Χρειάζονται όμως τα κατάλληλα κλειδιά στη μελέτη των Πατέρων και αυτά μόνο ο Πατερικά αναγεννημένος μπορεί να μας προσφέρει.

Μόνο πατερικά μπορεί να συνειδητοποιηθεί, ότι κύριος σκοπός της Ενορίας δεν είναι να επιτελεί α­πλά κάποιο κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο ή να εξαντλείται σε «τελετές» και «πανηγύρεις» και λη­ξιαρχικές διεκπεραιώσεις, αλλά να είναι ζωντανό και ενεργό «εργαστήριο» σωτηρίας – θεώσεως. Να είναι στίβος αγώνα κατά του θανάτου, της αμαρτίας, της φθοράς και κολυμβήθρα αναγεννήσεως και αναστάσε­ως. Το κοινωνικό (φιλανθρωπικό) έργο τότε θα είναι εντεταγμένο μέσα στον αγώνα θεώσεως, η δε κοινωνι­κότητα και αδελφικότητα, θα είναι φυσικοί καρποί της κοινωνίας με την Άκτιστη Θεία Χάρη.

Όταν η Ενορία αποκτήσει επίγνωση του αληθι­νού λόγου υπάρξεώς της, τότε θα παύσει να είναι τό­πος περιπτωσιακής συνάντησης, και θα γίνει το από­λυτο κέντρο της όλης ζωής γι’ αυτούς, έστω, που θέ­λουν να είναι χριστιανοί. Τότε ο Ναός δεν θα περιορίζεται σε χώρο τελετών ή έστω -στην καλύτερη πε­ρίπτωση- σε κέντρο λατρείας, αλλά θα λειτουργεί, ό­πως ακριβώς το «Καθολικό» σε ένα Μοναστήρι. Ό­πως στο μοναστικό Κοινόβιο υπάρχει μόνιμη διασύν­δεση ανάμεσα στην Αγία Τράπεζα, την Τράπεζα και το Κελλί, και η λειτουργία του Ναού συνεχίζεται στη λειτουργία της Τραπέζης και του Κελλιού, έτσι και σε μια αυθεντική Ενορία, η λειτουργία του ενοριακού κέντρου προεκτείνεται στο σπίτι του κάθε ενορίτη, που γίνεται και αυτό «κατ’ οίκον» εκκλησία. Η συμπληρωματικότητα και αλληλοπεριχώρηση Ναού και Οικίας είναι επιβεβλημένη. Θα προσέθετα: και Κοινοτικού ή Δημοτικού Καταστήματος, όπως στην Τουρ­κοκρατία.

Τότε επιτυγχάνεται η αναγκαία ενότητα πνευματι­κής και κοινωνικοπολιτικής ζωής που είναι η φυσική ζωή του ορθοδόξου. Αυτή την έννοια έχει ο Αγια­σμός «επί εγκαταστάσει Δημοτικής ή Κοινοτικής Αρ­χής», που βρίσκουμε μέσα στο Ευχολόγιό μας. (Εκεί διαβάζουμε στην Ευχή λ.χ.: «… έδωκας πάλιν άρχο­ντας ημίν, εις το άρχειν και κρίνειν ανά μέσον του λαού…. Συ έδωκας ημίν άρχοντας κατά την καρδίαν η­μών, αυτός δε και δος αυτοίς άρχειν μετ’ επιστήμης… Κατάστησον αυτούς διακόνους εις το αγαθόν. τας ο­δούς σου γνώρισον αυτοίς και οδήγησον αυτούς επί την αλήθειάν σου, ίνα πορευθώσιν εν ακακία και στώσιν εν ευθύτητι. Διακονησάτωσαν και ου διακονηθήτωσαν. ουκ άρξουσιν ούτοι εν ημίν, αλλά Συ άρξεις η­μών δι’ αυτών…»). Έτσι αποκτά η Ενοριακή ζωή την ενότητα και πληρότητά της, η οποία σύμφωνα με τα κείμενα της παραδόσεώς μας είναι θεωρητικά δεδομέ­νη, αλλ’ η πράξη παραλλάσσει, γιατί δεν διαμορφώνε­ται σύμφωνα με τις Ευχές, αλλά με βάση ξένα πρότυ­πα, εισαγόμενα στον Τόπο μας και επιβαλλόμενα στανικά στη ζωή μας.

Αυτή όμως η καθολική αυτοπαράδοσή μας στην ε­νοριακή ζωή απαιτεί την απόλυτη αποδέσμευσή μας από τα οποιαδήποτε δεσμά του κόσμου. Από πολιτι­κές παρατάξεις λ.χ. και ιδεολογίες, αλλά και συσσω­ματώσεις διάφορες -οποιασδήποτε φύσεως-, που ή αντιποιούνται το έργο της Ενορίας ή το περιθωριο­ποιούν και το αποδυναμώνουν. Έτσι θα διορθωθεί μια τάση, που άρχισε από τον Απ. Μακράκη († 1905): αντί να επιδιώκεται δηλαδή η αναγέννηση της υπάρχουσας ενορίας, να εγκαταλείπεται η ενορία για χάρη μιας παρ-ενορίας, όχι έστω με την έννοια της παρεκκλησιαστικότητας, αλλά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η εποχή μας, με όλη την πρόοδο που παρατηρείται στην αναπροσαρμογή των νοοτροπιών μας, προσφέ­ρεται για μια τέτοια επανενοριοποίηση της όλης ζωής μας.

Η «επιστροφή» αυτή (θα την έλεγα καλύτερα: με­τάνοια) είναι με την χάρη του Θεού δυνατή. Γιατί ο Θεός θέλησε να μείνει -παρά τις προσπάθειες πολ­λών για το αντίθετο- ζωντανό και ενεργό στη ζωή μας το πρότυπο της ενοριακής ζωής, που είναι το κοι­νοβιακό Μοναστήρι. Όσο υπάρχουν ορθόδοξα Μο­ναστήρια, δεν χάνεται η ελπίδα μας. Πάντα στην Ορθοδοξία (από τον δ’ αι.), διαμορφωνόταν η ενοριακή ζωή με βάση την λειτουργία του Μοναστηριού. Αυτό που μερικοί «προοδευτικοί» (κληρικοί και λαϊκοί) της εποχής, την εξάρτησή μας δηλαδή από το Μονα­στήρι, το θεωρούν ως κατάρα, στην ιστορία της Ρωμηοσύνης λειτούργησε ως ευλογία. Το Μοναστήρι, άλλωστε, έγινε στην εκκλησιαστική ζωή μας πρότυπο και κανόνας ζωής από το δ’ αιώνα, γιατί προηγουμέ­νως οι χριστιανικές κοινότητες αναπτύσσονταν σαν κοινόβια μέσα στον κόσμο, συνδυάζοντας πνευματικότητα και κοινωνικότητα, σε μια αδιάσπαστη ενότητα ζωής.

Είναι όμως συνήθεια να ζητά κανείς (από τον Ομιλητή) και κάτι πρακτικότερο: συγκεκριμένη γραμμή πορείας. Προσωπική μου γνώμη είναι, ότι δεν έχει α­νάγκη ο άνθρωπος από τέτοια σχέδια (συνταγές), αλ­λά μόνο από Χάρη. «Ζητείτε και ευρήσετε», όπως α­κριβώς και στον πνευματικό αγώνα. Παρόλα αυτά, θα αναφερθώ δειγματοληπτικά και σε μερικά μικρά βή­ματα, που μπορούν να σημαδεύσουν κάποια αρχή της προσπάθειάς μας.

Το πρώτο αναγκαιότατο βήμα νομίζω πως είναι ο επανευαγγελισμός όλων μας. Η επανασύνδεσή μας, έ­στω θεωρητικά στην αρχή, με την πατερική παράδο­ση. Η επαναγνωριμία της. Αν δεν αποκτήσουμε συ­νειδησιακή ενότητα πατερική μέσα μας, πατερικό φρόνημα και «νουν Χριστού», είναι τελείως αδύνατη κάθε προσπάθεια, όσο καλή θέληση και αν υπάρχει. Γιατί υπάρχει τόση πνευματική σύγχυση, τόση πλάνη και ασυμφωνία έχει κυριεύσει την συνείδησή μας, που καμιά ενότητα δεν μπορεί να δημιουργηθεί και συμφωνία. Αιώνες τώρα στιβάζεται μέσα μας τόσο κο­σμικό πνεύμα, τόσος παπισμός και προτεσταντισμός, που τα ορθόδοξα κριτήρια έχουν τελείως ταφεί και τα αντανακλαστικά μας παντελώς αδρανήσει. Οι Κληρι­κοί κατά κανόνα «παπίζουμε» και οι λαϊκοί κατά κα­νόνα «προτεσταντίζουν».

 Θα πρότεινα -και στηρίζεται αυτό σε προσωπική εμπειρία- μια επανακατήχησή μας με τα έργα των Κολλυβάδων και κυρίως του Αγίου Νικοδήμου, αλλά και του Πατροκοσμά. Χρειάζεται μια ανοδική πορεία. Από το Γεροντικό να περάσουμε στο «Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο» του Αγίου Νικοδήμου και απ’ εκεί στην Φιλοκαλία του. Θα είναι μια πορεία ταπεινής μαθη­τείας, όπως στο παιδί, που ξεκινά από το Νηπιαγω­γείο, για να φθάσει στο Πανεπιστήμιο. Αυτό πρέπει να γίνει στόχος όλων μας, κληρικών και λαϊκών. Θα τολμήσω να πω, θεολόγων και μη θεολόγων. Όσοι δεν πέρασαν αυτό τον δρόμο, είναι ανάγκη αμέσως να τον αρχίσουν. Η όλη προσπάθεια θα ενισχύεται, βέ­βαια, από την πυκνή λατρευτική και μυστηριακή ζωή μας μέσα στην Ενορία. Η ενότητά μας στον πνευμα­τικό αγώνα θα οδηγήσει συν Θεώ στην ενότητα φρο­νήματος, και το εν Χριστώ φρόνημά μας στην εν Χρι­στώ αναγέννηση και αύξησή μας.

      

ΠΗΓΗ:  “ΕΝΟΡΙΑ – Η μεγάλη μας οικογένεια”
Πρωτ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Ενορία και Εκκλησία (impantokratoros.gr)