ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2022

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Ο ΛΕΠΡΟΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

 

ΕΟΡΤΑΖΕΙ ΣΤΙΣ 4 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ

     Ὁ Ὅσιος Πατήρ ἡμῶν Νικηφόρος, κατά κόσμον Νικόλαος Τζανακάκης, ἐγεννήθη στό χωριό Σηρικάρι τοῦ Νομοῦ Χανίων Κρήτης. Σέ πολύ μικρή ἡλικία στερήθηκε καί τούς δύο γονεῖς του. Ὅταν ἔγινε δεκατριῶν ἐτῶν, ὁ παπποῦς του τόν ἔστειλε νά ἐργαστῆ σ’ ἕνα κουρεῖο στά Χανιά. Ὅσοι τόν γνώριζαν, τόν ἀγαποῦσαν, ἐπειδή ἦταν ταπεινός καί πρᾶος, πρόθυμος καί ἐργατικός, εὐγενικός καί γλυκομίλητος.

Ἐκεῖ γνωρίστηκε μέ τήν ἀνθοῦσα τότε Ἑλληνική παροικία καί μέ Ἀρχιερεῖς τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου καί ἔγινε πολύ γρήγορα ἀγαπητός σέ ὅλους.Ὅμως ὁ Θεός τοῦ εἶχε ὁρίσει ἕνα πολύ δύσκολο καί ὀδυνηρό ἄθλημα, πού ἄρχισε τότε, μέ τήν ἐμφάνιση τῶν πρώτων σημαδιῶν τῆς νόσου τοῦ Χάνσεν, τῆς γνωστῆς λέπρας. Γιά νά μήν τόν ἀντιληφθοῦν οἱ Ἀρχές καί τόν κλείσουν στό ἄνυδρο νησί τῆς Σπιναλόγκας, σέ ἡλικία μόλις δεκαέξι ἐτῶν ἔφυγε γιά τήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Aἰγύπτου.

Μετά ἀπό λίγα χρόνια, πού τά σημάδια τῆς νόσου ἔγιναν πολύ ἐμφανῆ, ἔπρεπε καί ἀπό ἐκεῖ νά φύγη. Νά πάη, ὅμως, ποῦ; Κανέναν δέν γνώριζε καί πουθενά. Τότε ἕνας Ἐπίσκοπος, πού ὁ Νικόλαος τοῦ ἐμπιστεύθηκε τό πρόβλημά του, τόν ἔστειλε στόν Γέροντα Ἄνθιμο, ἱδρυτή καί πνευματικό τῆς Ἱ. Μ. Παναγίας Βοηθείας στήν Χίο καί ἐφημέριο τοῦ ἐκεῖ λωβοκομείου. Μετά τρία χρόνια ὁ Νικόλαος ἐκάρη μοναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα Νικηφόρος. Ὁ εὐλογημένος Νικηφόρος ζοῦσε τήν μοναχική ζωή μέ αὐστηρή ἄσκηση καί τελεία ὑπακοή.

Κοντά στόν πατέρα Ἄνθιμο, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἀνεκηρύχθη Ἅγιος, ὁ Πατήρ Νικηφόρος ἔφθασε σέ μεγάλα μέτρα ἀρετῆς.

Ὅταν ἔκλεισε τό λωβοκομεῖο τῆς Χίου, ὁ ἅγιος Ἄνθιμος τόν ἔστειλε στόν Ἀντιλεπρικό Σταθμό τῶν Ἀθηνῶν μέ συστατική ἐπιστολή, στήν ὁποία ἔγραφε στόν πατέρα Εὐμένιο, νά προσέξη «τόν θησαυρό πού τοῦ στέλνει ἡ Παναγία», διότι ἔχει πολλά νά ὠφεληθῆ ἀπό αὐτόν. Ἐκεῖ ὁ ὅσιος Νικηφόρος πέρασε ὅλο τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του.

Ὁ πατήρ Εὐμένιος τόν φρόντισε μέ πολλή ἀγάπη καί τόν εἶχε ὡς πνευματικό του πατέρα. Ἕνα βράδυ, ἀφοῦ ἑτοίμασε τόν ὅσιο Νικηφόρο, πῆγε νά κοιμηθῆ. Εἶχε ὅμως μιά ἀνησυχία μήπως δέν ἔκλεισε τήν σόμπα. Ἐπιστρέφει στό κελλάκι, ἀνοίγει τήν πόρτα σιγά-σιγά γιά νά μήν τόν ξυπνήση. Τότε βλέπει μπροστά του τόν Ἅγιο νά αἰωρῆται ἕως ἕνα μέτρο ἀπό τό ἔδαφος μέ τά χέρια ὑψωμένα καί νά προσεύχεται. Τό πρόσωπό του δέ ἔλαμπε ὑπέρ τόν ἥλιον.

Ὁ Ὅσιος Πατήρ ἡμῶν Νικηφόρος ἐκοιμήθη στίς 4 Ἰανουαρίου 1964, προ-παραμονή τῶν Θεοφανείων.

Θαύματα ἐπετέλεσε ἤδη κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς του, καί ἐπιτελεῖ πολύ περισσότερα μετά θάνατον, ὅπως τό ὁμολογοῦν πολλοί ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εὐεργετήθηκαν ἀπό αὐτόν.

Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μέ Συνοδική Πράξη τῆς 3ης Δεκεμβρίου τοῦ 2012, κατέταξε τόν Ὅσιο Νικηφόρο τόν Λεπρό τόν Θαυματουργό στό Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.

ΘΑΥΜΑΤΑ

Λύτρωση σε αδιέξοδο ιερέα

Γιά τήν ἁγιοκατάταξη τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου εἶχα ἀκούσει στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 2000 καί εἶχε φτάσει στά χέρια μου τό βιβλίο τοῦ π. Σίμωνος μοναχοῦ. Πλήν ὅμως δέν τό εἶχα μελετήσει καί τό ἐδώρισα σέ κάποιον γνωστό μου.
Ἀκούγοντας τά τελευταία χρόνια τόν Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο νά ἀναφέρει συχνά στίς ὁμιλίες του τήν ὑπομονή καί τό μαρτυρικό φρόνημα τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου, ἔνιωσα μία ἔντονη ἐσωτερική παρόρμηση νά ἐπικοινωνήσω μέ τόν ἀδελφό τοῦ π. Σίμωνος, Γρηγόριο, καί νά τοῦ ζητήσω νά μεσολαβήσει στον π. Σίμωνα, προκειμένου νά λειτουργήσω κάποια ἡμέρα στό ἰδιωτικό ἐκκλησάκι του, ὅπου φυλάσσονται τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου. Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἔνεκα τῆς φιλόξενης καρδίας τοῦ καταδεκτικοῦ π. Σίμωνος, ἀξιώθηκα ἀπό τόν Θεό νά λειτουργήσω τρεῖς φορές καί νά προσκυνήσω τά χαριτόβρυτα λείψανά του, νοιώθοντας μία ἰδιαίτερη καί εὐχάριστη εὐωδία, πού γέμισε τήν ψυχή μου μέ θεία παρηγοριά καί χαρά.
Ἐπιπλέον, μετά τό τέλος τῆς πρώτης Θ. Λειτουργίας, ὁ π. Σίμων μοῦ ἐδώρισε τό βιβλίο του γιά τόν Ἅγιο Νικηφόρο. Τό ἴδιο βράδυ ξεκίνησα νά τό μελετῶ μέ ἱερό πόθο. Ὠφελήθηκα πολύ διαβάζοντας γιά τίς ἀρετές καί τήν ἰώβεια ὑπομονή τοῦ λεπροῦ Ἁγίου μας καί συγκλονίστηκα ἀπό τό πλῆθος τῶν θαυμάτων πού ἐπιτελεῖ σέ ἁπλούς καί ταπεινούς ἀνθρώπους μετά τήν ὁσιακή κοίμησή του.
Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, ἐνόψει μίας σοβαρῆς ἀπόφασης πού ἔλαβα γιά τήν προσωπική μου ζωή, βρέθηκα ἐνώπιον μίας δυσάρεστης κατάστασης καί ἀνθρωπίνως φαινόταν ἐξαιρετικά πιθανό ὅτι θά ὁδηγούμασταν σέ ρήξη μέ πολύ ἀγαπητά συγγενικά μου πρόσωπα. Ἀναμφισβήτητα, αὐτό τό γεγονός μέ ἔθλιβε καί μέ στενοχωροῦσε. Ἡ κρίσιμη συνάντηση μαζί τους εἶχε προγραμματισθεί μία Τρίτη τοῦ Νοεμβρίου τοῦ 2020. Τό ἀδιέξοδο φάνταζε βέβαιο πρίν τήν συνάντηση αὐτή, λόγω τῶν ὅσων εἶχαν προηγηθεῖ. Ὁ Θεός μέ φώτισε νά καταφύγω στόν Ἅγιο Νικηφόρο, τό βίο τοῦ ὁποίου εἶχα ἤδη μελετήσει. Ἐπικοινώνησα μέ τόν π. Σίμωνα τήν Δευτέρα, παραμονή τῆς συνάντησης καί τοῦ ζήτησα νά προσευχηθεῖ στόν Ἅγιο γιά τό θέμα μου αὐτό. Πράγματι ὁ ἀγαπητός π. Σίμων μέ ρώτησε τί ὤρα θά γινόταν ἡ κρίσιμη συνάντηση καί μοῦ εἶπε ὅτι ἐκείνη τήν ὤρα θά ἔκανε τήν παράκληση στόν Ἅγιο καί θά ἄναβε μία λαμπάδα γιά τό πρόβλημά μου.
Καί ὁ Ἅγιος ἔκανε τό θαῦμα του! Γιατί περί θαύματος πρόκειται, ἀφοῦ χωρίς νά τό περιμένω εἶδα ὅτι ἡ συμπεριφορά τῶν συγγενῶν μου ἦταν έντελῶς διαφορετική ἀπέναντί μου, δείχνοντας πλέον σεβασμό στήν προσωπική μου ἐπιλογή καί παύοντας νά ἔχουν τήν προηγούμενη ἐχθρική τους στάση.
Ὁμολογῶ αὐτό πού εἶπα καί κατ’ ἰδίαν στόν π. Σίμωνα, ὅτι δηλαδή ὁ Ἅγιος Νικηφόρος εἶναι ταχύτατος σέ βοήθεια, ὅταν τοῦ τό ζητοῦμε μέ πίστη καί ἁπλότητα. Τήν θαυματουργικἡ ἐπέμβασή του, τήν ἔζησα καί τόν εὐχαριστῶ θερμά, ἔχοντάς τον πλέον στούς προστάτες Ἁγίους τῆς οἰκογένειάς μου.

π. Ε. Κ.

Μαρτυρία Ἀρχιμανδρίτου Νικοδήμου Γιαννακοπούλου

Ἐγνώρισα τόν π. Νικηφόρο τό ἔτος 1961 στό Νοσοκομεῖο Λοιμωδῶν Νόσων, τό τότε Λεπροκομεῖο. Πηγαίναμε, μιά συντροφιά νέων τότε, μέ τόν τότε διάκονο καί μετέπειτα Μητροπολίτη Χαλκίδος Νικόλαο Σελέντη. Αὐτός μᾶς παρακινοῦσε νά δώσουμε λίγη χαρά στούς κοινωνικά ἀπομονωμένους ἀσθενεῖς ἀδελφούς μας, νά τούς ἀγκαλιάσουμε, νά φᾶμε μαζί τους ἀπό τό ἴδιο πιάτο τους, νά κοινωνήσουμε μετά ἀπό αὐτούς.
῞Ενας ἀπό αὐτούς ἦταν καί ὁ π. Νικηφόρος. Ἔφερε πασιφανῆ τά σημάδια τῆς νόσου. Τυφλός, ἀκρωτηριασμένος, καταβεβλημένος σωματικά. Ἀμέσως ὅμως διέκρινες, μέσα ἀπό τό ἀσθενικό ἐκεῖνο σῶμα, νά βγαίνη μιά δύναμη πνευματική, ἕνας ἔνθεος ζῆλος, μιά ἀπέραντη ἀγάπη καί μιά εἰρήνη, πού σέ διαπότιζε ὁλόκληρον.
Ἐκεῖνο, πού ἰδιαιτέρως θυμᾶμαι ἀκόμα, ἦταν ἡ πάλη του μέ τούς δαίμονας. Δεχόταν πολλές ἐπιθέσεις καί ὡρισμένες φορές οἱ συμπλοκές ἔφθαναν καί σέ σωματική πάλη. Καί ὅταν «τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ» τούς ὑπέτασσε, ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ ᾽Ιησοῦ τούς ἐμάστιζε καί τούς ἐξανάγκαζε νά ὁμολογοῦν τίς δαιμονικές τους δραστηριότητες. Ἔλεγε σ᾽ αὐτούς: «Πές μου, κασσίδη, ποῦ ἤσουν ἀπόψε;» Καί, ὅταν τό δαιμόνιο ὡμολογοῦσε τίς ἧττες του, ὁ πατήρ Νικηφόρος χαιρόταν καί δόξαζε τόν Θεό. Καί, ὅταν κάποιος Χριστιανός ἔπεφτε στίς παγῖδες του, λυπόταν καί προσευχόταν.
Τό μικρό νοσοκομειακό δωμάτιό του ἦταν γιά μᾶς τόπος πνευματικῆς βοηθείας καί ἀγαλλιάσεως. Εἴχαμε ἐμπρός μας ἕναν ἀγωνιστή τοῦ «καλοῦ ἀγῶνος» καί παίρναμε δύναμη. Ἡ παρρησία του στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, μέ τίς πυρφόρες προσευχές του, μᾶς χάριζε τή δρόσο τοῦ Πνεύματος, μᾶς συμπαρέσυρε σέ πνευματική ἀνάταση, σέ θεῖο ζῆλο, ἔστω καί ἄν γιά τόν γράφοντα ὁ ζῆλος μαραινόταν εὔκολα.
Μέ πολλή ἁπλότητα, χωρίς πολλές διδασκαλίες, ἦταν πνευματικός ὁδηγός, γιατί ἦταν ὁ ἴδιος μέ τή ζωή του μιά πηγαία διδασκαλία, Ἔδειχνε σέ ὅλους, πολλές φορές καί μέ τή σιωπή του, τόν λαλοῦντα μέσα του Θεόν –«οὐ γάρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός ὑμῶν τό λαλοῦν ἐν ὑμῖν» (Ματθ. 10:20).
Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή του, καί ἄς πρεσβεύη γιά νά εὕρωμεν ἔλεος ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως.

Μαρτυρία του Σεβ. Μητροπολίτου Αχελώου κ.κ. Ευθυμίου

Κατά τή δεκαετία 1955-1965 διετέλεσα Γενικός Γραμματεύς τῆς «Παγκοσμίου Ἀδελφότητος Ὀρθοδόξων Νεολαιῶν SYNDESMOS». Τό ἔτος πού ἤμουνα διάκονος (1962-1963) ἐπισκέφθηκα τό Νοσοκομεῖο Λοιμωδῶν Νόσων, στήν Ἁγία Βαρβάρα, ὅπου διακόνησα στή Θεία Λειτουργία.
Μετά τή θεία Λειτουργία, μέ ὡδήγησαν σέ ἕνα μικρό δωμάτιο, ὅπου ἔμενε ὁ μοναχός Νικηφόρος, πού ἦταν λεπρός, τυφλός καί κατάκοιτος. Δέν τόν γνώριζα οὔτε μέ γνώριζε. Ἦταν ἡ πρώτη καί μοναδική φορά πού συναντηθήκαμε.
Εὔκολα ἀνοίξαμε μιά πνευματική συζήτηση. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὅτι ὁ λεπρός καί τυφλός μοναχός συμμετεῖχε μέ πολύ ἐνδιαφέρον καί ζωηρότητα στή συζήτηση καί ὅτι ἐκεῖνος ἦταν πού μιλοῦσε πιό πολύ. Θυμᾶμαι πώς δέν τόν κούραζε καθόλου ἡ πνευματική συζήτηση.
Κατά τή διάρκεια τῆς συζητήσεως, ἰδιαίτερη ἔκπληξη μοῦ προκάλεσε ἡ ἑξῆς λεπτομέρεια (καί γι’ αὐτό ἄλλωστε τή θυμᾶμαι, ὕστερα ἀπό τόσα χρόνια): Λόγῳ τῆς ἰδιότητός μου, ὡς Γενικοῦ Γραμματέως τῆς Ἀδελφότητος SYNDESMOS, ὅπως προανέφερα, ἐπικοινωνοῦσα μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, καθώς καί μέ ἄλλους πατριάρχες, ἀρχιερεῖς καί ἀξιωματούχους τῆς Ὀρθοδοξίας. Τό θέμα αὐτό δέν τό συζητήσαμε μέ τόν Νικηφόρο, ἴσως ὅμως ἐκεῖνος νά εἶχε πληροφορηθῆ τήν ἰδιότητά μου αὐτή. Αὐτό δέν τό γνωρίζω.
Σέ μιά στιγμή καί ἐντελῶς αὐθόρμητα, ὁ λεπρός Μοναχός διετύπωσε τήν ἑξῆς σκέψη:
— Μερικοί κληρικοί φαντάζονται πώς θά γίνουν πατριάρχες!
Τά λόγια αὐτά τοῦ μοναχοῦ μέ ἔκαναν νά ἀπορήσω. Καί τοῦτο γιατί ἦταν σάν νά διάβαζε μιά ἔμμονη σκέψη μου πού δέν θυμᾶμαι μέ ποιά ἀφορμή γλιστροῦσε σάν σκουλήκι μέσα μου ἐκεῖνο τόν καιρό…
Τό περιστατικό αὐτό μέ ἔκανε νά πιστεύσω πώς ὁ λεπρός Νικηφόρος, μέσα στό σκοτάδι τῆς μακρᾶς καί ὀδυνηρῆς δοκιμασίας του, εἶχε δεχθῆ ἀπό τό Πανάγιο Πνεῦμα τό χάρισμα τῆς διορατικότητος.
Ζητῶ καί τώρα τίς προσευχές καί τίς πρεσβεῖες του!

17 Σεπτεμβρίου 2002

 

ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ

ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΣΙΟΝ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΗΜΩΝ

ΝΙΚΗΦΟΡΟΝ ΤΟΝ ΛΕΠΡΟΝ ΤΟΝ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΝ

οὗ ἡ μνήμη ἐπιτελεῖται τὴν 4ην Ἰανουαρίου

Ποίημα Ἰσιδώρας Μοναχῆς Ἁγιεροθεϊτίσσης

«Ψυχῆς μου χείλη λάμπρυνον
τὰ θαυμαστά σου ᾄδειν, ὦ Νικηφόρε,
τῶν λεπρῶν ἡ πάγκαλος λαμπρότης».

Εὐλογήσαντος τοῦ ἱερέως.

Ὁ 142oς Ψαλμός.

Κύριε εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου· καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν. Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου, ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος· καὶ ἠκηδίασεν ἐπ’ ἐμὲ τὸ πνεῦμά μου, ἐν ἐμοὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων. Διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός σοι. Ταχὺ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τὸ πνεῦμά μου· μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ’ ἐμοῦ, καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστὸν ποίησόν μοι τὸ πρωῒ τὸ ἔλεός σου, ὅτι ἐπὶ σοὶ ἤλπισα· γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν, ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρὸς σὲ ᾖρα τὴν ψυχήν μου· ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε· πρὸς σὲ κατέφυγον. Δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεός μου· τὸ πνεῦμά σου τὸ ἀγαθὸν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ. Ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις με· ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τὴν ψυχήν μου· καὶ ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τοὺς ἐχθρούς μου· καὶ ἀπολεῖς πάντας τοὺς θλίβοντας τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἐγὼ δοῦλός σου εἰμί.

Μεθ’ ὃ Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου (Τετράκις).

Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

νδρειοφρόνως τῆς σαρκός σου τὴν λέπραν, καθυπομείνας ὡς Ἰὼβ Νικηφόρε, τῆς σῆς ψυχῆς ἐξήγνισας, λαμπρῶς τὴν στολήν· τέλεον τὴν κλίμακα, ἀρετῶν δὲ ἀνέβης, φθάσας τῇ ἀσκήσει σου, πολιτείαν ἀγγέλων· ἀδιαλείπτως ψάλλων τῷ Θεῷ, σοὶ δόξα πρέπει, Τριὰς ὁμοούσιε.

Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

Οὐ σιωπήσομεν ποτὲ Θεοτόκε, τὰς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι· εἰ μὴ γὰρ σὺ προΐστασο πρεσβεύουσα, τίς ἡμᾶς ἐῤῥύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων; τίς δὲ διεφύλαξεν, ἕως νῦν, ἐλευθέρους; οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα ἐκ σοῦ, σοὺς γὰρ δούλους σώζεις ἀεὶ ἐκ παντοίων δεινῶν.

Ὁ 50ὸς Ψαλμός.

λέησόν με ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου, καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου. Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου, καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω, καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διὰ παντός. Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον, καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα· ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου, καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε. Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας· τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι. Ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ, καὶ καθαρισθήσομαι· πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην· ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου, καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου, καὶ τὸ Πνεῦμά σου τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου, καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. Διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου, καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι. Ῥῦσαί με ἐξ αἱμάτων, ὁ Θεός, ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου· ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τὴν δικαιοσύνην σου. Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου. Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν· ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον· καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιών, καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους.

Καὶ ἀρχόμεθα τοῦ Κανόνος, οὗ ἡ ἀκροστιχίς:
«Χαῖρε Νικηφόρε λεπρῶν καινὴ λαμπρότης».

Ἦχος πλ. δ´.
ᾨδὴ α´. Ὑγρὰν διοδεύσας.

Χαρίτων τὸ σκεῦος τὸ καθαρόν, χιόνος ἁπάσης τὸν λευκότερον τῇ ψυχῇ, λεπρὸν Νικηφόρον δεῦτε πάντες· καθαρωτάταις ᾠδαῖς μεγαλύνωμεν.

γάπης σφραγῖδα τὴν ἱεράν, τῆς πίστεως δρόμον τὸν τελέσαντα ἀνδρικῶς, ἐλπίδι τῆς ἄνω Βασιλείας· νῦν Νικηφόρον λεπρὸν μακαρίσωμεν.

δρῶσιν ὁσίας σου ἀγωγῆς, ψυχήν σου τὴν θείαν Νικηφόρε παναληθῶς, ποιήσας χρυσίου λαμπροτέραν· εἰς τοῦ Θεοῦ σου τὰς χεῖρας παρέθηκας.

Θεοτοκίον.

ημάτων ἀῤῥήτων τοῦ Γαβριήλ, ἀκούσασα Κόρη Παναγία πανευπειθῶς, Θεὸν ἀπεκύησας τῷ κόσμῳ· παρακοήν τε τῆς Εὔας ἠνόρθωσας.

ᾨδὴ γ´. Οὐρανίας ἁψῖδος.

κ τῆς Κρήτης προῆλθες, ὡς νεαυγὴς ἥλιος, πᾶσαν δὲ τὴν γῆν ἀνταυγείαις, τῆς πολιτείας σου, καινοποιεῖς εὐπρεπῶς, υἱὲ φωτὸς Νικηφόρε, καὶ παθῶν τὴν ζόφωσιν, λύεις ἑκάστοτε.

Νουνεχῶς Μοναζόντων, τρίβον στενὴν ἤνυσας, πάσῃ ἐγκρατείᾳ παμμάκαρ, ἐνδιαιτώμενος, καὶ Ἀσωμάτων χορούς, φθάσας σαρκὶ Νικηφόρε, ἀληθῶς ἐτίμησας, σχῆμα ἰσάγγελον.

αμάτων ὁ ἔχων, τὸ ἀχανὲς πέλαγος, καὶ ἐν ἀσθενείᾳ παιδεύων, οὓς παραδέχεται, ὡς ἀνοθεύτους υἱούς, Χριστὸς σαρκός σοι τὴν λέπραν, Νικηφόρε δέδωκε, φίλτρου εἰς πίστωσιν.

Θεοτοκίον.

Κυριώνυμε Κόρη, κόσμου παντὸς Δέσποινα, τὴν δεδουλωμένην ψυχήν μου, τοῖς παραπτώμασι, ταῖς Μητρικαῖς σου λιταῖς, δεῖξον παθῶν ἀνωτέραν, εἰς τὴν πρώτην δόξαν μου, πάλιν ἀνάγουσα.

άτρευσον, ἡμῶν τὰ πάθη πρεσβείαις σου Νικηφόρε, ὁ βαστάσας τῆς σῆς σαρκὸς ἀνδρείως τὴν λέπρωσιν, εἰς τέλειον μέτρον τῆς καρτερίας.

πίβλεψον ἐν εὐμενείᾳ, πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν, καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος.

Αἴτησις ὑπὸ τοῦ ἱερέως. Κάθισμα.
Ἦχος β´. Πρεσβεία θερμή.

δύνας μακράς, τῆς λέπρας ἐκαρτέρησας, γενναίᾳ ψυχῇ, καὶ γνώμῃ καρτερόφρονι, τῷ Θεῷ φθεγγόμενος· Νικηφόρε ᾆσμα γηθόμενος, καὶ μεγαλύνων χείλεσιν ἁγνοῖς, τὴν θείαν ἀπαύστως ἀγαθότητα.

ᾨδὴ δ´. Εἰσακήκοα Κύριε.

δονὰς τὰς τοῦ σώματος, πάσῃ ἐγκρατείᾳ πολιτευόμενος· Νικηφόρε ἀπενέκρωσας, τὸ δὲ πνεῦμα θείως ἀνεζώωσας.

Φερωνύμως τῆς κλήσεως, τῆς ἐπουρανίου μάκαρ γενόμενος· Νικηφόρε κατενίκησας, παρατάξεις πάσας τοῦ ἀλάστορος.

φθαλμῶν σου τὴν πήρωσιν, φέρων Νικηφόρε ἔνδον σου ἔβλεπες· ἐπιλάμψεις θείου Πνεύματος, καὶ λαμπρῶν ἀκτίνων φῶς ἀπρόσιτον.

Θεοτοκίον.

ητορεύσεις πεπλήρωνται, τῶν προφητευόντων ἐν σοὶ πανάμωμε· ἀπειράνδρως γὰρ ἐκύησας, ὅνπερ πάλαι οὗτοι προηγόρευσαν.

ᾨδὴ ε´. Φώτισον ἡμᾶς.

στησας τὸν νοῦν, ἐπὶ πέτραν τοῦ Κυρίου σου, Νικηφόρε διὸ ἔμεινας στεῤῥός, ὥσπερ ἀδάμας, ἀλγηδόσι μὴ πτοούμενος.

Λέπραν τῆς σαρκός, ὡς Ἰὼβ ἐνεκαρτέρησας, διὸ λάμπεις Νικηφόρε τῇ ψυχῇ, ὑπὲρ χρυσίον, καὶ ἀργύριον πολύτιμον.

θηκας Θεῷ, Νικηφόρε τὴν ἐλπίδα σου, ὀρφανῶν τε καὶ χηρῶν προασπιστά, πατρῴων σπλάγχνων, παρ’ οὗ εὗρες τὴν ἀντίληψιν.

Θεοτοκίον.

Πύργος ὀχυρός, κατ’ ἐχθρῶν ὑπάρχεις Δέσποινα, καταῤῥάττουσα αὐτῶν τὰς μηχανάς, ὡς τετοκυῖα, τὸν ἰσχύϊ ἀπροσμέτρητον.

ᾨδὴ στ´. Τὴν δέησιν.

ωννύμενος, τοῦ Θεοῦ τῇ χάριτι, ἐκ παθῶν τῶν χαμερπῶν Νικηφόρε· τὸ ἀσθενές, τῆς σαρκός σου ἐδέξω, ὡς τῆς Θεοῦ συμπαθείας τὸ δώρημα· τοῦ στέργοντος τὴν τῶν βροτῶν· σωτηρίαν δι’ οἶκτον ἀμέτρητον.

ς λύχνον σε, τῆς Τριάδος ἔγνωμεν, Νικηφόρε ἐπὶ ὄρους τεθέντα· καὶ ἱλαρῶς, διαχέοντα πᾶσι, τὸν φωτισμὸν καὶ τὴν αἴγλην τοῦ Πνεύματος· τὴν λύουσαν ἀχλύν παθῶν· καὶ φαιδρύνουσαν γῆς τὰ πληρώματα.

Νενίκηκας, τοῦ ἐχθροῦ ὑψώματα, Νικηφόρε ταπεινώσει σου θείᾳ· ὅτι ψυχῇ, εὐγνωμόνῳ ἐδέξω, τῇ σῇ σαρκὶ ἀλγηδόνας καὶ στίγματα· καὶ γέγονας παναληθῶς· τῆς χιόνος ἀμέτρως λευκότερος.

Θεοτοκίον.

Κοιλία σου, ἡ ἁγία γέγονε, Μαριὰμ τῶν οὐρανῶν πλατυτέρα· ὅτι Θεός, ἐν αὐτῇ ἐχωρήθη, ὃν οὐρανοῦ οὐ χωροῦσι τὰ πέρατα· Αὐτὸν δυσώπει μητρικῶς· τῆς παθῶν με ῥυσθῆναι στενώσεως.

άτρευσον, ἡμῶν τὰ πάθη πρεσβείαις σου Νικηφόρε, ὁ βαστάσας τῆς σῆς σαρκός, ἀνδρείως τὴν λέπρωσιν, εἰς τέλειον μέτρον τῆς καρτερίας.

χραντε, ἡ διὰ λόγου τὸν Λόγον ἀνερμηνεύτως, ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα, δυσώπησον, ὡς ἔχουσα μητρικὴν παῤῥησίαν.

Αἴτησις. Κοντάκιον.
Ἦχος β´. Προστασία τῶν χριστιανῶν.

σθενείας τὴν στενὴν ὁδὸν ἐπεβάδισας, Νικηφόρε καὶ ὁλοσχερῶς ἠκολούθησας, τὸν Δεσπότην ὡς εὐπειθὴς καὶ ἄξιος υἱός· ζυγὸν τούτου δὲ τὸν ἐλαφρόν, καὶ τὸ φορτίον τὸ χρηστόν, ἐν τοῖς ὤμοις ἐβάστασας· χαίρων ὅθεν εἰσῆλθες, εἰς δόξης τῆς αἰωνίου, τὰς καταπαύσεις τὰς τερπνάς, χαρμοσύνως ἀγαλλόμενος.

Προκείμενον.
Τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τοῦ Ὁσίου αὐτοῦ. (δίς)

Στίχ.: Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοι.

Εὐαγγέλιον.
Ἐκ τοῦ Κατὰ Ματθαῖον (ια´, 27-30)

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς· πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ Πατρός μου καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν Υἱὸν εἰ μὴ ὁ Πατήρ, οὐδὲ τὸν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ Υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ Υἱὸς ἀποκαλύψαι. Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν. Ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστι.

Δόξα.
Ταῖς τοῦ σοῦ Ὁσίου πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Καὶ νῦν.
Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Στίχ.: Ἐλέησόν με ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου, ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου.

Προσόμοιον.
Ἦχος πλ. β´. Ὅλην ἀποθέμενοι.

Κλίμακα οὐράνιον, τῶν ἀρετῶν Νικηφόρε, λογισμῷ θεόφρονι, καὶ ψυχῆς στεῤῥότητι ἀναβέβηκας· ὡς Ἰὼβ ἔφερες, τῆς σαρκὸς γὰρ λέπραν, καὶ ὀμμάτων σου τὴν πήρωσιν· πληγὰς καὶ στίγματα, καὶ τὴν τῶν μελῶν πᾶσαν κάκωσιν· εἰς ὕψος δὲ αἰρόμενος, τὰ τῶν οὐρανίων ἑώρακας· κάλλη καὶ τὴν δόξαν, ἣν Κύριος ἡτοίμασε Θεός, τοῖς ἐκτελοῦσιν ἑκάστοτε Αὐτοῦ τὰ προστάγματα.

Εἶτα ὁ ἱερεύς.
Σῶσον ὁ Θεὸς τὸν λαόν Σου…

Κύριε ἐλέησον (12).

ᾨδὴ ζ´. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.

διάλειπτον ἔσχες, προσευχὴν ὥσπερ ἔργον ἐν βίῳ ἄριστον, δι’ ἧς Θεῷ ὡμίλεις, Ἀγγέλων πολιτείαν, Νικηφόρε μιμούμενος· ὁ τῶν πατέρων βοῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

θυνόμενος μάκαρ, παρ’ Ἀνθίμου τοῦ πάνυ ἐν Χίῳ ἤνυσας, ἀσκήσεως τὸν δρόμον, καὶ τρόπαια μεγάλα, Νικηφόρε ἐπέγραψας· διὸ στεφάνους χειρί, ἐδέξω ζωηφόρῳ.

Νέμων θείας εὐχάς σου, Νικηφόρε Κυρίῳ τὸ μεσονύκτιον, μετέωρος ἐπήρθης, ξενίσας μαθητήν σου, σὲ ἰδόντα Εὐμένιον· μεθ’ οὗ τὸν ὕμνον Θεῷ, προσάγεις εἰς αἰῶνας.

Θεοτοκίον.

τοῦ μάννα σε στάμνος, ἀληθῶς προετύπου Παρθενομῆτορ Ἁγνή, καὶ γὰρ ἐν τῇ γαστρί σου, ἐφύλαξας τὸν Ἄρτον, τῆς ζωῆς τὸν Οὐράνιον· Χριστὸν ψυχὰς τῶν πιστῶν, ἐκτρέφοντα ἀῤῥήτως.

ᾨδὴ η´. Τὸν Βασιλέα.

Λόγοις σου θείοις, καὶ νουθεσίαις σοφαῖς σου, ταῖς ψυχαῖς θλιβομένων γλυκεῖαν, τὴν παρηγορίαν, παρεῖχες Νικηφόρε.

κτημοσύνης, σὲ θησαυρὸν Νικηφόρε, ἀσφαλῆ καὶ μεγάλον πλουτοῦμεν, ὅτι τῇ καρδίᾳ, πτωχὸς μάκαρ ἐγένου.

Μακρὰν τὰ ὄντα, ὡσεὶ ἐγγὺς ἐνοπτρίζου, ψυχικοῖς ὀφθαλμοῖς Νικηφόρε, ὅτι διοράσει, τῇ θείᾳ ἐκοσμήθης.

Θεοτοκίον.

Πεποικιλμένη, τῇ θείᾳ δόξῃ Παρθένε, Βασιλεῖ δεξιόθεν παρέστης, τῷ ἐπουρανίῳ, ὡς Δέσποινα τοῦ κόσμου.

ᾨδὴ θ´. Κυρίως Θεοτόκον.

αδίως τὸ φορτίον, λέπρας βαρυτάτης, ὦ Νικηφόρε βαστάσας, εἰς πόλιν Θεοῦ, τὴν ἐλευθέραν μετέβης, κούφως πτερούμενος.

σπόρος Νικηφόρε, τοῦ Εὐαγγελίου, εἰς ἀγαθῆς καὶ καλῆς σου, καρδίας τὴν γῆν, γεωργηθεὶς τὸν πολύχουν, στάχυν ἐποίησεν.

Τὸν λύχνον τῆς ψυχῆς σου, πλήσας Νικηφόρε, ὑπομονῆς ἐν ἐλαίῳ, Νυμφίος Χριστός, χορῷ φρονίμων παρθένων, σὲ συνηρίθμησεν.

θήκη σῶν λειψάνων, βλύζει Νικηφόρε, τοῦ Παρακλήτου τὴν χάριν, ὀσμήν τε ζωῆς, τοῖς εὐλαβῶς προσκυνοῦσι, ταύτην ἑκάστοτε.

Θεοτοκίον.

Σελήνη Θεοτόκε, ὡς παμφαεστάτη, ἐξανατέλλεις τῷ κόσμῳ, τὸ ἄδυτον φῶς, ὡς τετοκυῖα τῆς Δόξης, τὸν μέγαν Ἥλιον.

ξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον, καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καὶ ἐνδοξοτέραν, ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον, σὲ μεγαλύνομεν.

Καὶ τὰ παρόντα Μεγαλυνάρια, ὧν ἡ ἀκροστιχίς: «Ἰσιδώρας».

να αἰωνίου σε χαρμονῆς, μέτοχον ποιήσῃ ὁ Δεσπότης ἐν οὐρανοῖς, μάστιγας καὶ θλίψεις ἐν βίῳ σοι τῆς λέπρας· ἐδίδου Νικηφόρε, πατὴρ ὡς εὔσπλαγχνος.

Στάθμην σὲ ἐγνώκαμεν ἀκριβῆ, ταπεινοφροσύνης ἐγκρατείας ὑπογραμμόν, στῦλον ἀγρυπνίας ὑπακοῆς ἐργάτην· εὐχῆς τε Νικηφόρε, μέγαν διδάσκαλον.

σχυσας πρωτίστως ὡς ὁ Ἰώβ, ἐν τῇ καρτερίᾳ Νικηφόρε τῶν ἀλγεινῶν, ὅθεν σὺν ἐκείνῳ ἀγάλλει αἰωνίως· ἀφράστῳ θεοπτίᾳ, μεγαλυνόμενος.

Δεῦρο φιλοχρίστων θεία πληθύς, τοῦ Χριστοῦ τὸν φίλον Νικηφόρον νῦν τὸν λεπρόν· ὕμνοις ἐγκωμίων κοσμήσωμεν ἀξίως, ὡς θείας καρτερίας, πύκτην πανάριστον.

ριμος ὡς βότρυς ἐν τοῖς ληνοῖς, πανωδύνου λέπρας Νικηφόρε ἀποθλιβείς, ἔδωκας τὸν οἶνον τῶν ἀρετῶν τὸν θεῖον· εὐφραίνοντα καρδίας, τῶν εὐφημούντων σε.

άβδον τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, ἔχων Νικηφόρε βακτηρίαν ὡς κραταιάν, ἔδραμες εὐτόνως τὴν στενωπὸν τοῦ βίου· εἰς θείων σκηνωμάτων πλάτος ἀπάγουσαν.

κμων ὡς ὑπάρχων ὑπομονῆς, ἄκαμπτος ἐδείχθης Νικηφόρε ἐν τοῖς δεινοῖς, καὶ ἐν τῷ χαλκείῳ δοκιμασθεὶς τῶν πόνων, χρυσίου ἀπαστράπτεις, πάνυ λαμπρότερον.

Σήμερον δυνάμεις Ἀγγελικαί, χαίρουσιν ὁρῶσαι Νικηφόρου θείαν ψυχήν, θρόνῳ τοῦ Δεσπότου σὺν τούτοις παρεστῶσαν· καὶ δόξῃ ἐλλαμφθεῖσαν, τῆς καθαρότητος.

Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαὶ Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ Δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες μετὰ τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.

Τρισάγιον. Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Νικηφόρου Ὁσίου, τοῦ λεπροῦ τὰ παλαίσματα, καὶ τὴν ἐν ἀσκήσει ἀνδρείαν, κατεπλάγησαν Ἄγγελοι· ὡς ἄλλος γὰρ Ἰὼβ τὰ ἀλγεινά, ὑπέμεινε δοξάζων τὸν Θεόν, νῦν δὲ δόξῃ ἐστεφάνωται παρ’ Αὐτοῦ, θαυμάτων διακρίσεσιν. Χαίροις τῶν Μοναστῶν χειραγωγέ, χαίροις φωτὸς ὁ πρόβολος· χαίροις ὁ εὐωδίας χαρμονήν, προχέων ἐκ λειψάνων σου.

Ὁ ἱερεὺς μνημονεύει καὶ Ἀπόλυσις.

Πρὸ δὲ τοῦ Δι’ εὐχῶν, τὰ ἀκόλουθα:

Ἦχος β´. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου Σὲ νεκρόν.

Χαίροις καρτερίας ἀθλητά, τῆς παρηγορίας ὁ λύχνος, ἐλπίδος θεία εἰκών, πίστεως ἐκσφράγισμα, ἀγάπης πλήρωμα· προσευχῆς ὁ διδάσκαλος, κανὼν ἐγκρατείας, πλοῦτος πολυέραστος, τῆς καθαρότητος. Λέπρας παιδευθεὶς τῇ καμίνῳ, λάμπεις Νικηφόρε τῷ κόσμῳ· τοῦ χρυσοῦ ἀμέτρως θαυμαστότερον.

Δέσποινα πρόσδεξαι, τὰς δεήσεις τῶν δούλων σου, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς, ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.

Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου, εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου.

Τῇ πρεσβείᾳ Κύριε πάντων τῶν Ἁγίων, καὶ τῆς Θεοτόκου, τὴν σὴν εἰρήνην δὸς ἡμῖν, καὶ ἐλέησον ἡμᾶς ὡς μόνος οἰκτίρμων.

κ παντοίων κινδύνων τοὺς δούλους σου φύλαττε, εὐλογημένη Θεοτόκε, ἵνα σὲ δοξάζωμεν, τὴν ἐλπίδα τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Δι’ εὐχῶν…

 Βίος