Έρευνα δημοσιευθείσα εις την εφημερίδα «Έθνος» εις απάντησιν των Αλβανικών ψευδολογιών
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Γ. ΠΩΠ
ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΒΑΝΙΑ
ΑΘΗΝΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1946
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΝ ΑΥΤΌ ΕΙΝΑΙ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟΝ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟΝ ΛΑΟΝ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ
Α
Η Αλβανία ουδέποτε υπήρξεν ουσιαστικώς ανεξάρτητον Κράτος. Υπό την προστασίαν πότε της μιας και πότε της άλλης Μεγάλης Δυνάμεως. πότε της Ιταλίας του Μουσσολίνι και πότε των Σλαύων, η Αλβανία διετέλεσεν κατά την τελευταίαν εικοσιπενταετία της κρατικής υπάρξεώς της, ο δουλοπρεπής αργυρώνυτος μισθοφόρος των εκάστοτε ισχυρών.
Η Αλβανική πολιτική, αποτελεί μίαν συνεχή θρασύδειλον προσπάθειαν, με την υποστήριξιν της βίας, να καταπνίξη παν αίσθημα ελευθερίας και κάθε δικαίωμα αυτοδιαθέσεως των Ελληνικών πληθυσμών της Βορείου Ηπείρου, οι οποίοι στενάζουν υπό τον βαρύ ζυγόν κτηνώδους δουλείας. Και η δουλεία των γίνεται ακόμη βαρυτέρα λόγω της αναξιότητος του δυνάστου. Ο Αλβανικός λαός από την στιγμήν κατά την οποίαν, από συρφετόν ημιάγριων φυλών, μετεβλήθη εις ομοίωμα πολιτισμένου κράτους, μέχρι σήμερον όποτε αγωνιά κάτω από την ερυθράν τρομοκρατίαν των ορδών του Εμβέρ Χότζα, δεν μετέβαλλεν όψιν ούτε αισθήματα.
Προς την Ελλάδα δε το μίσος και η εμπάθεια, αντί να μειωθούν, έχουν τώρα αυξηθή δια λόγους πολιτικής σκοπιμότητος, δια να διατηρήσουν με την υποστήριξιν του νέου εκ Βορρά προστάτου, οι Αλβανοί τα όσα ουδέποτε τους ανήκον, τα όσα υπέρ της Ελλάδος πολλάκις δια Διεθνών Συνθηκών ανεγνωρίσθησαν, τα όσα εποτίσθησαν με ποταμούς Ελληνικού αίματος, τα όσα θα επανέλθουν με την βοήθειαν του Θεού και της Διεθνούς Δικαιοσύνης εις την αγκάλην της μητρός Ελλάδος.
Η Αλβανία ήτο και είναι κράτος υπό διάλυσιν καλυπτόμενον πάντοτε εις τας θρασείας εκδηλώσεις του υπό την κλαγγήν ξένης πανοπλίας.
Μία μικρά ιστορική ανασκόπησις, από της ημέρας της ιδρύσεως του Αλβανικού κράτους, δια της κηρύξεως της ανεξαρτησίας της Αλβανίας την 28ην Νοεμβρίου 1912 υπό του Ισμαήλ Κεμάλ εξ Αυλώνος, μέχρι του Απριλίου του 1939, μηνός κατά τον οποίον η Ιταλία προσκληθείσα από την Αλβανίαν, ως θα αποδείξωμεν μεταγενεστέρως, απεβίβασε φασιστικά στρατεύματα εις τας Αλβανικάς ακτάς και προσέθεσεν εις τα κοσμήματα του θρόνου της Σαβοΐας και το στέμμα της Αλβανίας, αποδεικνύει τον ισχυρισμόν αυτόν ως αληθή.
Από της εποχής των Βαλκανικών πολέμων, αρχίζει η αλλοπρόσαλλος πολιτική της Αλβανίας. Ενώ όλα τα Χριστιανικά έθνη των Βαλκανίων, ανύψωσαν το ανάστημα, εις μίαν στιγμήν εθνικής αγανακτήσεως, κατά της κυριαρχούσης τότε Ημισελήνου, μόνον η Αλβανία, επολέμησεν παρά το πλευρόν των Τούρκων κατά των ηνωμένων Βαλκανικών λαών. Εις την Σκόδραν, Αλβανοί φύλαρχοι, επετέθησαν μετά των συμμοριών των, κατά των Μαυροβουνίων και εις την Ήπειρον και την Δυτικήν Μακεδονίαν οι Έλληνες υπεχρεώθησαν να αντιμετωπίσουν πλην των Τούρκων και στίφη Τουρκαλβανών.
Ενώ όμως οι Αλβανοί επολέμουν την έννοιαν της ελευθερίας υποστηρίζοντες την Ερυθρά Ημισέληνον των Νεοτούρκων ταυτοχρόνως ηγωνίζοντο και δια την ανεξαρτησίαν των έτοιμοι να προσπέσουν εις τους πόδας οιουδήποτε ισχυρού, ικανού να τους εξασφαλίση τα προνόμια και τα ωφελήματα της κρατικής αναδημιουργίας.
Δια μιας εξεγέρσεως των πληθυσμών, της Νοτίου Αλβανίας κατά των πρώην κυριάρχων Τούρκων, ο Ισμαήλ Κεμάλ Μπέη, εκήρυττε την 28ην Νοεμβρίου του 1912 την Αλβανικήν ανεξαρτησίαν, την δε 7ην Δεκεμβρίου του ιδίου έτους, αι Μεγάλαι δυνάμεις ανεγνώριζαν την αυτονομία της Αλβανίας. Αργότερο την 8ην Αυγούστου του 1913, αι Μεγάλαι δυνάμεις καθόριζαν ότι τα προς νότον σύνορα της Αλβανίας, θα περιελάμβανον τον Καζάν της Κορυτσάς μέχρι του σημείου της Φτελιάς. Την συνοριακήν γραμμήν μεταξύ των δύο τούτων σημείων, θα καθώριζεν ειδική επιτροπή, μεταβαίνουσα επί τόπου εις την Αλβανίαν και θα την ανεκοίνωνεν δια πορίσματος της προς τας Μεγάλας δυνάμεις.
Επ’ αυτού ακριβώς του εγγράφου, του περιφήμου «Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας» δια του οποίου καθωρίσθησαν ως σύνορα της Αλβανίας και Ελλάδος, τα σήμερον υφιστάμενα, αγνοηθεισών από τας Μεγάλας Δυνάμεις των Ελληνικών διεκδικήσεων επί της Βορείου Ήπειροι, στηρίζονται τώρα οι Αλβανοί δια να τονίσουν την ανυπαρξίαν της ελληνικότατος της Βορείου Ηπείρου.
Αγνοούν όμως ότι δια του πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας, καθωρίσθησαν σύνορα δια Κράτος, το οποίον δεν διετήρησε την αυτοτέλειάν του, ειμή δι ολίγους μόνον μήνας, διαλυθέντος αργότερον εις τα εξ ων συνετέθη και διαμοιρασθέντος δίκην αδέσποτου πράγματος μεταξύ πλειόνων απαιτητών.
Λησμονούν όμως οι Αλβανοί ότι το Πρωτοκολλάν της Φλωρεντίας ουδέποτε εφηρμόσθη και συνεπώς δεν μπορούν να επικαλούνται σήμερον έγγραφα τα οποία ποτέ δεν απέκτησαν ισχύν και ουσιαστική εφαρμογή.
Είναι γνωστοί οι αγώνες των ηρώων της Αυτονόμου Βορείου Ηπείρου, υπό τους Χριστάκην Ζωγράφον, Σπυρομήλιον, Τσόντον και τους Μητροπολίτας Κονίτσης και Δρυινουπόλεως, Σπυρίδωνα και Βασίλειον, κατά των Αλβανικών ορδών, η καταλήξασα εις το πρωτόκολλον της Κέρκυρας. Εξ ίσου δε γνωστή είναι η συμφωνία Τιτόνι – Βενιζέλου, δια της οποίας η Ιταλία, ως μόνη προστάτις της Αλβανίας καθ όλην την διάρκειαν της ιστορίας της ως κατ επίφασιν κράτους, συνδεόμενη δε και δια σοβαρών συμφερόντων, στρατιωτικών και πολιτικών με την ύπαρξιν του Αλβανικού Έθνους, ανεγνώριζεν την ελληνικότητα της Βορείου Ηπείρου, την παραχώρησιν της οποίας προς την Ελλάδα, ανελάμβανε να υποστήριξη βάσει των καθοριζομένων υπό της συμφωνίας. Εάν δε αργότερον, δια της συμφωνίας της Καπιστίτσας, η Ελλάς ανελάμβανε την υποχρέωσιν έναντι της Αλβανίας, να μη καταλάβη την Βόρειον Ήπειρον, τούτο οφείλεται, συμφώνως προς αποκαλύψεις, εις τας οποίας προέβη κατά την απολογίαν του εις την δίκην των Εξ, ο τότε υπουργός των Εξωτερικών της Ελλάδος Γεώργιος Μπαλτατζής, εις πολιτικήν και στρατιωτικήν σκοπιμότητα. Διότι, δια την ανάληψιν, συμφώνως προς τον Μπαλτατζήν, εκστρατείας προς προσάρτησιν της Βορείου Ηπείρου εις την Ελλάδα, απητούντο 25.000 στρατού, τον οποίον η Ελλάς δεν διέθετεν εκείνην την στιγμήν. Το σημαντικόν όμως και εις αυτήν ακόμη την Συμφωνίαν της Καπιστίτσας, είναι η αναγνώρισις εκ μέρους των Αλβανών, του ελληνικού χαρακτήρος της Βορείου Ηπείρου, δια της παραχωρήσεως ευρυτάτων προνομίων, εις τα ζητήματα της εκπαιδεύσεως και εις την ενάσκησιν των θρησκευτικών καθηκόντων εις την ελληνικήν γλώσσαν υπό των Βορειοηπειρωτών χριστιανών.
Από του 1920 και μετά την δημιουργίαν Αντιβασιλείας εις την Αλβανίαν υπό τους Αβνή Τοπτάνη, Τουρτούλη, Ακίφ και τον Αρχιεπίσκοπον Μπούμτσι, η Αλβανία καθιστάμενη το μήλον της Έριδος και ο στίβος των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας, δεν απήλαυσεν έκτοτε εσωτερικής ηρεμίας και εξωτερικής ανεξαρτησίας. Αι κυβερνήσεις και αι επαναστάσεις διεδέχοντο αλλήλας. Τόσον η Ιταλία όσον και η Γιουγκοσλαβία προσεπάθουν δια παντός μέσου να θέσουν υπό την κηδεμονίαν των το Αλβανικόν Έθνος και αι ταραχαί αι οποίαι εξέσπων κατά περιοδικά διαστήματα εις την Αλβανικήν γην, είχον ως υποκινητάς των τα αλληλοσυγκρουόμενα Σερβο – Ιταλικά συμφέροντα.
Με την υπογραφήν του Ιταλο-αλβανικού συμφώνου, πραγματοποιηθείσαν το 1927, η Αλβανία καθίσταται υποχείριος εις την Ιταλίαν. Χάρις εις το σύμφωνον αυτό, και έπ ανταλλάγματι ενός ετησίου δανείου 10.000.000 χρυσών αλβανικών φράγκων, η Ιταλία αποκτά την μονοπωλιακήν εκμετάλλευσιν των Αλβανικών πετρελαιοπηγών.
Αλλά οι Ιταλοί δεν ηρκέσθησσν εις τούτο. Προσπαθούν, ίνα καταστήσουν την Αλβανίαν απολύτως δέσμιον εις το άρμα της φασιστικής θελήσεώς των και ανδρείκελλον δια τας ιμπεριαλιστικός βλέψεις των εις τα Βαλκάνια, θέλησαν να μετατρέψουν τον Αλβανικόν λαόν εις στρατιωτικόν δορυφόρον των, δια να τον χρησιμοποιήσουν όταν θα παρίστατο ανάγκη.
Εις τα Τίρανα ιδρύθηκαν δύο σχολαί προς εκπαίδευσιν των στελεχών του Αλβανικού στρατού βάσει ιού Ιταλικού στρατιωτικού συστήματος. Δια του σχεδίου αυτού ο Μουσσολίνι απεσκόπει την πλήρη μετατροπήν της Αλβανίας εις πιστόν δορυφόρον του φασισμού. Το έδαφος ήτο πράγματι πρόσφορον δια τοιούτου είδους πειραματισμούς, έφ όσον φυσικά η Αλβανία θα ελάμβανε τακτικά από τον Μουσσολίνι και τους υπουργούς του το εκ 10.000.000 ετήσιον «μπαχτσίς»…
Και ήλθεν μίαν ημέραν η στιγμή κατά την οποίαν ο Ζώγου εκπληρώσας τους σκοπούς της Ιταλικής πολιτικής εις την Αλβανίαν, εθεωρήθη από τους φασίστας ως περιττός, εφ όσον ο Βίκτωρ Εμμανουήλ της Σαβοΐας, ανυπόμονος, ανέμενε εις το Κυρηνάλιον να προσθέση εις το αυτοκρατορικό στέμμα της Αιθιοπίας και εκείνο της Αλβανίας.
Η οφειλή του Αλβανικού Έθνους προς την Ιταλία ανήρχετο τον Απρίλιον του 1939 εις 75.000.000 φράγκα, ο δε Ζώγου δεν ηδύνατο να αποδώση τα δοθέντα ως δάνειον. Ταυτοχρόνως οι δυσαρεστημένοι κατά του Βασιλέως Ζώγου, μεταξύ των οποίων ο πρώην πρωθυπουργός Σεφκέτ Βερλάτσι κατείχε προεξάρχουσαν θέσιν, ευρίσκοντο εις συνεχή επαφήν με τους Ιταλούς, αποστέλλοντες προς αυτούς εκκλήσεις δουλοπρεπούς αγωνίας δια να απαλλάξουν την Αλβανίαν από την εκμετάλλευσιν του Βασιλικού οίκου του Ζώγου και να αναλάβουν εκείνοι, οι Ιταλοί, τα ηνία του Αλβανικού Κράτους ανά χείρας.
Τον Απρίλιον του 1939, την ημέραν της Μεγάλης Παρασκευής δια τους ορθοδόξους της Βορείου Ηπείρου, τα Ιταλικά στρατεύματα, ανερχόμενα εις σεβαστόν αριθμόν απεβιβάζοντο από 400 περίπου σκάφη εις τους λιμένας του Αυλώνος, του Δυραχίου και του Αγίου Ιωάννου της Μεδούης και αντιστάσεως μη ούσης προήλαυναν «ακάθεκτα» προς τα Τίρανα, το Αργυρόκαστρον και την Κορυτσάν υπό την ευλογίαν και τον ενθουσιασμόν των Αλβανών…
Διότι οι Ιταλοί τον Απρίλιον του 1939 δεν κατέλαβαν δια της βίας την Αλβανίαν, κατόπιν πολεμικών επιχειρήσεων, αλλά προσκληθέντες από την Αλβανικήν ηγεσίαν, ήλθαν να παραλάβουν την Αλβανικήν γην προσφερομένην εις αυτούς ως δώρον, από τους ίδιους τους Αλβανούς, δια την εκδίωξιν του Ζώγου και των φίλων του.
Δια τους Έλληνας όμως της Βορείου Ηπείρου, ο Απρίλιος του 1939, σήμαινε διπλήν δουλείαν, διπλούν δυνάστην εκ των οποίων ο νέος ήτο χειρότερος του πρώτου και πλέον επικίνδυνος. Σήμαινε τέλος, επί μέγα χρονικόν διάστημα, εγκατάλειψιν από μέρους των Βορειοηπειρωτών των ελπίδων δια μίαν ταχείαν απελευθέρωσιν…
Β
Η Αλβανία άπετέλεσεν ένα από τους μεγαλυτέρους παράγοντας των ένεργειών του Άξονος δια την κατάληψιν της Βαλκανικής.
Σήμερον οπότε κατέπαυσεν η πολεμική δίνη και οι νικηταί ευρίσκονται από την πλευράν του ετέρου των στρατοπέδων, οι Αλβανοί με ελαφράν την καρδίαν και με την γνωστήν καιροσκοπικήν θρασύτητα, παριστάνουν εαυτούς θύματα της Φασιστικής Τυραννίας. Το ψεύδος είναι ασύστολον άλλ αντάξιο των Αλβανών δια τους οποίους η ψευδολογία είναι συμφυής με τον χαρακτήρα των.
Το ερώτημα τίθεται, σαφές. Υπήρξεν η Αλβανία δορυφόρος του Άξονος, συνεργάτις του φασισμού και του εθνικοσοσιαλισμού, βοηθός των δυνάμεων της βίας και της τυραννίας των δικτατόρων του Άξονος ; Υπεβοήθησε τας θωρακοφόρους ορδάς του Μουσσολίνι και του Χίτλερ εις το έργον της καταστροφής του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της άνευ οίκτου εξοντώσεως γενναίων αντιπάλων, ως οι Έλληνες ; Συνειργάσθη οικονομικώς, πνευματικώς, κοινωνικώς και υλικώς δια των ηγετών της, του στρατού της, των δημοσιογράφων και των επιστημόνων της με τον δήθεν κατακτητήν της δια να επιταχύνη την νίκην του Άξονος; Προσεπορίσθη κέρδη από την συνεργασίαν της αυτήν; Ή μήπως πράγματι η Αλβανία, ως Κράτος και ως έθνος, παρέσχεν ωφελείας εις τον συμμαχικόν αγώνα, ωφελείας αι οποίαι της δίδουν το δικαίωμα να παρακαθήση αύριον με καθαρόν το μέτωπον και τας χείρας, εις το Συνέδριον των Νικητών, απαντώσα εις αξιώσεις ξένων και προβάλλουσα τας ιδικάς της;
Η απάντησις, ερειδομένη επί απολύτου αντικειμενικότητος, είνε σαφώς και κατηγορηματικώς αρνητική. Όχι. Η Αλβανία δεν βοήθησε τον συμμαχικόν άγώνα. Η Αλβανία δεν υπήρξε συνοδοιπόρος εις τον πόλεμον με τους Συμμάχους. Η Αλβανία δεν αντέστη κατά της δυάδος των κατακτητών της. Αντιθέτως. Η Αλβανία υπήρξε και παρέμεινε μέχρι της τελευταίας στιγμής της γερμανικής ουσιαστικής καταρρεύσεως. μέχρι της στιγμής κατά την οποίαν η πλάστιγξ έκλινεν οριστικώς προς την πλευράν της συμμαχικής παρατάξεως, πιστή δορυφόρος του Άξονος.
Τα στοιχεία προς απόδειξιν του συλλογισμού αυτού είνε πλείστα όσα και το εν συντριπτικώτερον του άλλου εις αποδεικτικόν βάρος. Ιδού μερικά εξ αυτών :
1) Η Ιταλία, ο πρώτος των εικονικών κατακτητών της Αλβανίας, η ενέργεια της οποίας κατά Απρίλιον του 1939 αποτελεί σήμερον τον ακρογωνιαίο λίθον των δηλώσεων των Αλβανών ηγετών ότι η χώρα των πρώτη μεταξύ των Βαλκανικών χωρών κατεκτήθη από τον Άξονα, δεν απεβιβάσθη ασκούσα βίαν εις τας ακτάς της Αλβανίας. Ο Ιταλικός φασιστικός στρατός έφθασεν εις το Δυρράχιον, τον Αυλώνα και εκείθεν εις τα Τίρανα, την Σκόδραν, το Ελβασάν, το Αργυρόκαστρον και την Κορυτσάν, τη προσκλήσει Αλβανών προυχόντων και πολιτικών ηγετών, όπως ο Σεφκέτ Βερλάτσι, ο Μουσταφά Κροόγιε, ο Μαλίκ Μπυσσιάτη, ο Αλή Κλεισούρας, ο Γκιών Μαρκαγκιών, ο Γιάκ Κότση και άλλοι πολλοί.
Αι προσκλήσεις αυταί προς την Ιταλικήν Κυβέρνησιν του Μουσουλίνι να καταλάβη δια του στρατού της την Αλβανίαν και ν απαλλάξη αυτήν από τον Ζώγου και την κλίκα του δημοσιεύθηκαν ευθύς μετά την άφιξιν των Ιταλών εις όλας τας αλβανικάς εφημερίδας και εις περίοπτον θέσιν.
Αλλά η προδοσία των Βερλάτσι, Κροόγιε, Μπουσσάτι και λοιπών δεν απετέλει εξαίρεσιν εις την υπό την απειλήν ξενικής κατοχής Αλβανίαν του Ζώγου. Και αυτός ούτος ο Βασιλεύς της Αλβανίας Αχμέτ Ζώγου ο παριστάνων σήμερον εαυτόν θύμα της φασιστοαλβανικής δολοπλοκίας όχι μόνον δεν επεζήτησε να αγωνισθή κατά του επερχόμενου κατακτητού, άλλ αντιθέτως, από την πρώτην στιγμήν της αποβάσεως των Ιταλικών στρατευμάτων εις το Δυρράχιον και τον Αυλώνα απέστειλεν εσπευσμένως προς τον αρχηγόν των αποβατικών φασιστικών δυνάμεων στρατηγόν Γκουζόνι πρεσβείαν φιλίας και συνδιαλλαγής υπό τον υπουργόν των Εσωτερικών του βασιλείου του Ρόκ Γκέρα. Η πρεσβεία αυτή είχε ρητήν εντολήν από τον Βασιλέα της να δηλώση εκ μέρους του ότι αποδέχεται άπαντας τους τεθέντας υπό της Ιταλίας όρους «υποταγής της Αλβανίας εις τας νικηφόρους και ενδόξους ρωμαϊκάς λεγεώνας του Μουσσολίνι»…
2) Η Αλβανία ουδέποτε κήρυξε τον πόλεμον κατά της Ιταλίας, αντιθέτως δε και άνευ ουδεμίας επιθέσεως εκ μέρους των Συμμάχων, ταυτοχρόνως με την Ιταλίαν κήρυξε κατ αρχήν μεν τον πόλεμον κατά της Γαλλίας και της Αγγλίας αργότερον δε όταν οι Ιταλοί εισέβαλον εις την Ελλάδα και εναντίον της Ελλάδος, και εν συνεχεία κατά της Γιουγκοσλαβίας, της Ρωσίας και της Αμερικής. Ειδικότερον κατά της Γαλλίας έλαβε μέρος παρά το πλευράν των ιταλικών στρατευμάτων εις την περιοχήν της γαλλο-ίταλικής μεθορίου το σύνταγμα της εν Ρώμη αλβανικής βασιλικής φρουράς ενισχύσαν το πλήγμα δια του ιταλικού στιλέτου εις τα νώτα της Γαλλίας.
Κατά της Ελλάδος η δράσις των Αλβανών είναι ακόμη περισσότερον ενδεικτική της συνεργασίας της χώρας των με την φασιστικήν Ιταλίαν.
Δεκαπέντε τάγματα τακτικού αλβανικού στρατού τα τάγματα Τομάρι, Νταίτι, Γράμμος, Δρίνι κλπ., έλαβον ενεργόν μέρος εις την επιχειρηθείσαν κατά μήνα Οκτώβριον και Νοέμβριον 1940 προελασιντών Ιταλών εις την Ηπειρον. Είνε δε γεγονός γνωστόν εις όλους ότι οι Αλβανοί ζήτησαν να έχουν την τιμήν να εισέλθουν επί κεφαλής του προελαύνοντος ιταλικού στρατού εις την Ελλάδα με την κρυφήν ελπίδα ότι θα δικαιωθούν τα όνειρά των δια την δημιουργίαν μιας «αλβανικής» Τσαμουργιάς.
Σήμερον οι Αλβανοί του Χότζα και του «Μπάλε Κομπετάρ» ισχυρίζονται ότι κατά την διάρκειαν του ελληνοίταλικου πολέμου αντέδρασαν κατά των Ιταλών προσπαθούντες να «σαμποτάρουν» την ιταλικήν πολεμικήν δράσιν. Φέρουν δε ως παράδειγμα μίαν «ανταρσία» του τότε διοικητού αλβανικού τάγματος και σημερινού αρχηγού του Γεν. Επιτελείου του αλβανικού στρατού του Χότζα στρατηγού Σπόρου Μωυσή εις την Κρούγια της Β. Αλβανίας κατά του διοικητού της μεραρχίας, εις την οποίαν υπήγετο το τάγμα. Λέγουν δηλαδή οι Αλβανοί ότι ο Μωυσή ηρνήθη να συμβαδίση με τους Ιταλούς πάτρωνάς του προς τα ελληνικά σύνορα. Η αλήθεια όμως είναι άλλη. Ο τότε ταγματάρχης και νυν στρατηγός Σπύρος Μωυσή ηρνήθη να λάβη μέρος εις την επίθεσιν κατά της Ελλάδος όχι διότι διεπνέετο από φιλελληνικά ή αντιίταλικά αισθήματα, αλλά διότι δεν επετράπη εις το τάγμα του να εισέλθει πρώτον από τον ιταλικόν και αλβανικόν στρατόν εις τα ελληνικά εδάφη της Ηπείρου.
Επίσης και συμμορίαι Αλβανών οργανωθείσαι υπό Ιταλών εκπαιδευτών της «γκουερίλια» (δηλ. κλεφτοπολέμου), πολυάριθμοι και φανατισμένοι, έδρασαν εντονότατα καθ όλην την διάρκειαν των πολεμικών επιχειρήσεων μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας εις τα μετόπισθεν των Ελληνικών γραμμών και δη εις την περιοχήν της Κορυτσάς. της Πρεμετής και του Αργυροκάστρου.
Τέλος τη προτροπή των Ιταλών, εσχηματίσθη η Μιλίτσια Αλμπανέζα Φασίστα με 15.000 περίπου άνδρες εις τας τάξεις της. Αλλά και ο προ μήνας δημοσιευθείς υπό των ιταλικών στρατιωτικών αρχών της Ρώμης κατάλογος των ενταφιασθέντων εις την Αλβανίαν και εις τα στρατιωτικά νεκροταφεία Ιταλών και Αλβανών στρατιωτών αποτελεί αψευδή μαρτυρίαν της στρατιωτικής συνεργασίας των Ιταλών και των Αλβανών κατά των Ελλήνων. Κατά τον επίσημον αυτόν κατάλογον, 294 Αλβανοί στρατιώται και αξιωματικοί είναι τα θύματα της παρά το πλευράν των Ιταλών στρατιωτικής συνεργασίας των Αλβανών.
Η δράσις όμως των αλβανικών στρατιωτικών τμημάτων κατά της Ελλάδος έφθασεν εις το αποκόρυφον όταν μετά την συντριβήν της Ελλάδος υπό το βάρος δυο αυτοκρατοριών, οι Αλβανοί υποστηριζόμενοι από τους Ιταλούς εισήλθαν, ως «νικηταί» εις την Ήπειρον και ιδίως εις περιοχήν Τσαμουριάς. Αι σφαγαί, οι βιασμοί γυναικών, οι εκτοπίσεις και τα βασανιστήρια που υπέστησαν οι πληθυσμοί εις την περιοχήν εκείνην, είναι ανώτερα πάσης περιγραφής. Πιστή οπαδός της Ιταλίας εις τας μεθόδους της η Αλβανία δεν μπορούσε, φυσικά, να πράξη τίποτε το διαφορετικόν εις βάρος της Ελλάδος.
Μετά την κατάρρευσιν του ελληνικού και γιουγκοσλαβικού μετώπου, οι Αλβανοί ζήτησαν από τους πάτρωνάς των Ιταλούς την άδειαν να προσαρτήσουν εις το Βασίλειον της Αλβανίας εδάφη ανήκοντα εις τας δυο ηττηθείσας από τον Άξονα γειτονικός της χώρας.
Και από μεν την Γιουγκοσλαυίαν ζήτησαν και πέτυχαν ευκόλως την διαρπαγήν της περιοχής του Κοσσυφοπεδίου, που απετέλει το προς βορράν συμπλήρωμα της «Μεγάλης Αλβανίας», προς δε την κατεύθυνσιν της Ελλάδος ζήτησαν την Τσαμουργιάν ως τμήμα διαρπαγέν από την Αλβανικήν γην υπό των Ελλήνων.
Εις την Κοσσόβαν το Κοσσυφοπέδιον— οι Αλβανοί κατέλυσαν τας γιουγκοσλαβικάς αρχάς και εγκαθίδρυσαν δικάς των, ασκήσαντες φοβέραν τρομοκρατίαν εις βάρος των εκεί σερβικών πληθυσμών.
Οι Κοσσοβάρηδες Αλβανοί, υπήρξαν οι αγριώτεροι και πλέον αιμοβόροι από όλους τους άλλους συμπατριώτας των. Οι Σέρβικοι πληθυσμοί της Κοσσόβας, υπέστησαν αφάνταστα μαρτύρια, όταν με την υποστήριξιν της Ιταλίας, η περιοχή ταύτης προσηρτήθη εις το Αλβανικόν βασίλειον. Εις 20.000 περίπου υπολογίζονται τα θύματα της Αλβανικής θηριωδίας εις το Κοσσυφοπέδιον, μεταξύ δε αυτών συμπεριλαμβάνονται γυναίκες, γέροντες και παιδιά. Παρθένοι βιάσθησαν, περιουσίαι εδηώθησαν, οικίαι Σέρβων εκάησαν και δεν υπήρξεν μέθοδος τρομοκρατίας από εκείνας που με τόσην φιλοδωρίσν εφήρμοζεν ο Άξων εις βάρος των υποδούλων λαών της Ευρώπης, που να μην επραγματοποιήθη εναντίον των Σερβικών πληθυσμών υπό των Κοσσοβάριδων Αλβανών.
Αλλά με την λήξιν του πολέμου και μολονότι κοινοί ιδεολογικοί δεσμοί συνδέουν σήμερον το Γιουγκοσλαβικόν με τα Αλβανικόν Έθνος, ο έτερος των στραταρχών της Βαλκανικής Τίτο, εις απάντησιν των Αλβανικών θηριωδιών, προέβη εις πλήρη εκκαθάρισιν της Κοσσόβας από το Αλβανικόν στοιχείον. Και ο τρόπος της εκκαθαρίσεως είναι ευκόλως αντιληπτός… Χαρακτηριστικόν δε είναι το γεγονός της σημερινής υποτελείας του Εμβέρ Χότζα εις την Σλαβική ισχύν, ότι τα Τίρανα αντιπαρήλθον εν σιγή την εξόντωσιν του Αλβανικού στοιχείου της Κοσσόβας, ωσάν να επρόκειτο περί εξοντώσεως της έχθρας του Αλβανικού έθνους, φυλής των Ελλήνων…
Εις την Τσαμουριάν όμως αι αλβανικαί απαιτήσεις ήλθαν εις πλήρη αντίθεσιν προς την Ιταλίαν, ήτις ενδιεφέρετο και αυτή να επιβάλη τας θελήσεις της εις την περιοχήν εκείνην. Η ιταλική Κυβέρνησις αγνοούσα τας αλβανικός απαιτήσεις δια την κατοχήν ελληνικού εδάφους, τον μέχρι της εποχής εκείνης διορισθέντα δια Βασιλικού Διατάγματος και διατελούντα ύπατον Αρμοστήν Τσαμουριάς Αλβανόν Τζεμήλ Ντίνο, γαμβρόν του τότε Πρωθυπουργού της Αλβανίας Σεφκέτ Βερλάτσι, καταγόμενον εκ Πρεβέζης, μετέθεσεν εις την Ρώμην με τον τίτλον του πρεσβευτού της Αλβανίας.
Οι Αλβανοί όμως, μεθυσμένοι από τας ανυπάρκτους νίκας των, εξεπλάγησαν δια την στάσιν του Ιταλικού συντρόφου των και θορυβήθησαν δια την αγνωμοσύνην της φασιστικής Ιταλίας αναφορικώς με τας υπηρεσίας που προσέφεραν ως δορυφόροι του Άξονος προς το ιταλικό Ιμπέρο.
Δια να κατευνάση την αύξουσαν Αλβανικήν αγανάκτησιν, η ιταλική Κυβέρνησις απεφάσισε να συστήση επιτροπήν εξετάσεως του όλου προβλήματος των Αλβανικών διεκδικήσεων επί της Τσαμουριάς και έθεσεν επί κεφαλής αυτής τον καθηγητήν Κάρλο Μοράντι ανώτατον Ιταλόν σύμβουλον, τοποθετημένον εις το Αλβανικόν υπουργείον της Παιδείας.
Καθοδηγούμενος από την Κυβέρνησιν της Ρώμης και δια να ικανοποιήση τα μεγαλεπήβολα σχέδια των ιμπεριαλιστών Αλβανών, ο Κάρλο Μοράντι συνέταξεν εσπευσμένως μίαν έκθεσιν δια της οποίας απεδείκνυε δι «Αδιάσειστων στοιχείων» την Αλβανικότητα της Τσαμουργιάς. Ειδικότερον ο δόκτωρ Κάρλο Μοράντι ανέφερεν εις το υπόμνημά του τα εής:
α) Η Τσαμουργιά έπρεπε μετά την νικηφόρον υπέρ του Άξονος λήξιν του πολέμου να προσαρτηθή εις την Αλβανίαν, διότι ο πληθυσμός της περιοχής αυτής είνε κατά μέγα ποσοστόν . . . Αλβανικός! Αλλά οι εξελληνισθέντες Αλβανοί της της Τσαμουργιάς είνε εξυπνότεροι —δήλωνεν ο δόκτωρ Κάρλο Μοράντι— από τους υπολοίπους Αλβανούς της κυρίως Αλβανίας και υπάρχει μεγάλη πιθανότης να αναλάβουν ούτοι προσεχώς τα ηνία του Κράτους.
β) Δια της προσαρτήσεως της Τσαμουργιάς θα προσετίθεντο εις την αυτοκέφαλον Αλβανικήν Εκκλησίαν 13 πλουσιώταται επισκοπαί αι οποίαι και θα είχον, χάρις εις τον υλικόν των πλούτον και την εξυπνάδα των ορθοδόξων εξελληνισθέντων Αλβανών πιστών των, την πλειοψηφίαν εις την Αλβανικήν Μερών Σύνοδον η οποία ούτω θα μεταβάλετο εις Ελληνικήν γ) Εις την Τσαμουργιάν -εις την Ήπειρον δηλαδή, δια να εννοούμεθα-— λειτουργούν 13 τουλάχιστον σχολαί, Μέσης Εκπαιδεύσεως, ενώ εις ολόκληρο την Αλβανίαν δεν υπάρχουν πλείονες των δέκα σχολών δια την Μέσην Εκπαίδευσιν.
δ) Ειδικώτερον, τέλος, μόνον εις την πόλιν των Ιωαννίνων —και αυτό αποδεικνύει την ευφυΐαν και την πνευματικήν ανωτερότητα των εξελληνισθέντων Αλβανών της Τσαμουριάς – υπάρχουν άνω των 30 ιατρών, 40 και πλέον δικηγόροι και μέγας αριθμός επιστημόνων πάσης ειδικότητος, οι οποίοι προστιθέμενοι εις το αλβανικόν Κράτος δια της προσαρτήσεως της Τσαμουριάς εις την Αλβανίαν, εις τον καχεκτικόν από πνευματικής και κοινωνικής απόψεως κρατικόν αλβανικό οργανισμό, θα απετέλουν κίνδυνον δια την Αλβανίαν.
Αυτά και άλλα ετόνιζεν ο Κάρλο Μοράντι καθηγητής από την Ρώμην, αλλά η ικανοποίησις των Αλβανών ακροατών του εμετριάζετο πολύ, διότι αι δικαιολογίαι δια την προσάρτησιν της Τσαμουριάς εις την Αλβανίαν ανεφέροντο εις την μετά την νικηφόρον υπέρ του Άξονος λήξιν του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και οι Αλβανοί ήρχιζαν να αμφιβάλλουν δια την ικανότητα των κατακτητών και υποστηρικτών των να επιτύχουν την νίκην αυτήν.
Και πράγματι την 7ην Σεπτεμβρίου του 1943 η Ιταλία υπέγραψε την ανακωχήν. Από την στιγμήν αυτήν οι Αλβανοί προσεπάθησαν να εξαλείψουν τα ίχνη της συνεργασίας των με τον Άξονα με κουτοπονήρους δήθεν αντιαξονικάς ενεργείας.
Η μεταβολή της στάσεως των συνετελέσθη δια δύο τρόπων :
α) Δημιούργησαν, κομμουνιστές και εθνικιστές, το λεγόμενον «Κίνημα αντιστάσεως κατά του κατακτητού». Αλλά το κίνημα αυτό όπως θα αποδείξωμεν δια χαρακτηριστικών στοιχείων εις μεταγενέστερα κεφάλαια της αφηγήσεώς μας αντί να κτυπήση τους κατακτητάς ή μάλλον τον εναπομείναντα εκ των κατακτητών Γερμανόν εχθρόν, επεζήτησεν αντιθέτως την έμμεσον μετ αυτού συνεργασίαν και έστρεψαν τα όπλα ο εις εναντίον του άλλου, κομμουνιστές εναντίον εθνικιστών εις άγώνα εκμηδενίσεως. Ταυτοχρότως κήρυξαν αμφότεροι τον «ιερόν πόλεμον» κατά παντός Χριστιανού και Έλληνος. Δεν αρκέσθησαν δε μόνον εις αυτό, αλλά όποτε τους εδίδετο η ευκαιρία προέδιδον εις τους Γερμανούς, Συμμάχους στρατιώτας, οι οποίοι έπιπτον, δια την κακήν των μοίραν, εις αλβανικάς χείρας. Έχομεν άπειρα παραδείγματα προδοσίας εις βάρος των Συμμάχων από μέρους των Αλβανών ανταρτών της «αντιστάσεως» αλλά το χαρακτηριστικώτερον εξ όλων είναι το παράδειγμα της παραδόσεως του Βρεττανού υποστρατήγου Ντέιβιντ. Ο υποστράτηγος Ντέιβιντ ήτο μέλος της Βρεττανικής στρατιωτικής αποστολής εις το αλβανικόν Εθνικοαπελευθερωτικόν Μέτωπον. Βάσει καταγγελίας Αλβανών παρτιζάνων προς την Αλβανικήν Κυβέρνησιν, καθοριζούσης επακριβώς το σημείον και τον τρόπον με τον οποίον ο Αγγλος υποστράτηγος έπρεπε να συλληφθή, η αλβανική κυβέρνησις πράγματι πέτυχε να συλλάβη τον Βρεττανόν υποστράτηγο Ντέιβιντ και να τον παραδώση ευθύς αμέσως εις τους Γερμανούς οι οποίοι και τον μετέφεραν εις την Γερμανίαν, οπόθεν μόνον μετά την πλήρη κατάρρευσιν του Γ Ράιχ κατώρθωσε ν απελευθερωθή.
β) Η δευτέρα μέθοδος, δια της οποίας η Αλβανία, καιροσκοπούσα προσεπάθησε να σβήση εαυτήν από τον μαύρον πίνακα των εχθρών των Συμμάχων είναι η απόφασις την οποίαν έλαβεν η μετά την κατάρρευσιν της Ιταλίας συγκληθείσα αλβανική Εθνοσυνέλευσις ως προς το ζήτημα της κηρύξεως του πολέμου κατά των Συμμάχων. Δια της αποφάσεως εκείνης η Αλβανική Κυβέρνησις, συναινούσης και της Γερμανίας η οποία ουδέποτε έπαυσεν αγνοούσα απολύτως την στρατιωτικήν και πολιτικήν σημασίαν του Αλβανικού Έθνους, ηκύρωσε το διάταγμα της ίδιας Εθνοσυνελεύσεως περί κηρύξεως του πολέμου εναντίον των Συμμάχων και καθώρισεν από της στιγμής εκείνης πολιτικήν….αυστηρής ουδετερότητας !…
Ουδέποτε εις την ιστορίαν Κράτους, μικρού η μεγάλου εξεδηλώθη τοιαύτη αληθώς κατάπτυστος μεταστροφή της πολιτικής του χωρίς να τηρηθούν ούτε καν τα τυπικά προσχήματα που πρέπει να πλαισιώνουν την πολιτικήν της καιροσκοπίας. Και εις την Βουλγαρίαν ακόμη η φιλορωσική, μετά την Γερμανικήν κατάρρευσιν, στάσις των ηγετών και του Λαού της, έλαβεν την μορφήν μιας δήθεν λαϊκής επαναστάσεως.
Εις την Αλβανίαν τίποτε. Οι ίδιοι άνδρες ιταλόφιλοι και γερμανόφιλοι στενώτατοι συνεργάται του Άξονος, υποστηρικταί του και υπερθεματίζοντες εις κάθε ενέργειαν βίας και τρομοκρατίας εις βάρος της Ελλάδος και της Γιουγκοσλαβίας, οι ίδιοι αυτοί άνδρες, εκπρόσωποι εις την Εθνοσυνέλευσιν του Αλβανικού Λαού, ακύρωσαν προηγουμένας αποφάσεις των και έλαβαν νέας τοιαύτας σύμφωνες προς το πνεύμα της στιγμής και των περιστάσεων.
Ακόμη όμως και οι σημερινοί σύμμαχοι της Αλβανίας, οι Ρώσσοι, δια του στόμματος του επιφανούς ιστορικού των Ποτέμκιν ομολογούν ότι η Αλβανία, μαζύ με τον άλλον προαιώνιον της Ελλάδος εχθρό, την Βουλγαρίαν, ευρίσκοντο υπό την άμεσον επιρροή της Γερμανίας και Ιταλίας, προ της εκρήξεως του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Ειδικότερον ο Ποτέμκιν, αναφερόμενος εις το Βαλκανικόν σύμφωνον από το οποίον ως γνωστόν απείχον τόσον η Βουλγαρία όσον και η Αλβανία, λέγει τα εξής εις την Λευκήν Βίβλον όπου συνέταξεν μετά ειδικής επιτροπής δια τα προηγηθέντα του πολέμου γεγονότα:
«Από τα Βαλκανικά Κράτη, τα μόνα που δεν υπέγραψαν το Βαλκανικόν σύμφωνον υπό την επιρροήν της Γερμανίας και της Ιταλίας, ήσαν η Αλβανία και η Βουλγαρία».
Εξ οικείων δηλαδή τα βέλη κατά της Αλβανικής δολιότητος..
Αλλά και σήμερον ακόμη η Αλβανία με τους απηνείς διωγμούς της εναντίον του ελληνικού στοιχείου της Βορείου Ηπείρου, με τας σφαγάς, τας εκτελέσεις, τους βιασμούς, τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, και κάθε τι το οποίον ενθυμίζει χιτλερισμόν και φασισμόν αποδεικνύει ότι ορθώς κατηγορείται ως δορυφόρος του Άξονος, έφ όσον όλαι της αι σημερινοί «δημοκρατικοί» ενέργειαι είναι πισταί μιμήσεις των ενεργειών των Δυνάμεων του Άξονος που συνέδεσαν επί μίαν πενταετίαν την τύχην των εις την Βαλκανικήν και με τον αλβανικόν Λαόν.
Η Αλβανία μακράν του να ζητή δάφνας ευγνωμοσύνης, πρέπει να τιμωρηθή σκληρώς δια τον άδοξον αλλά και απρεπή ρόλον που έπαιξε κατά την διάρκειαν του πολέμου.
Γ
Μετά τον Ελληνοιταλικόν πόλεμον και ενώ ο Άξων ευρίσκετο εις το απόγειον της δόξης του, οι Αλβανοί συνεργάται των κατακτητών, επίστευσαν ότι ο πόλεμος είχε πλέον κριθεί οριστικώς υπέρ των δυνάμεων της βίας και της δικτατορίας. Δια να προασπίσουν καλύτερα τα συμφέροντά των, οι άρχοντες της Αλβανίας, μπέηδες, αγάδες, έμποροι και γαιοκτήμονες, φύλαρχοι, (Μπαϊρακτάρηδες) και επιστήμονες, προσεπάθησαν να εύρουν τρόπον δια να προσεταιρισθούν την φιλίαν και συμπάθειαν των Ιταλών, χάριν της ικανοποιήσεως των φιλοδοξιών των.
Δια τον σκοπόν αυτόν, από τα μέσα του 1941, εδημιουργήθη εις την Αλβανίαν, το «Μπάλε Κομπετάρ» η Εθνικόν Μετωπον της Αλβανίας, το οποίον δεν ήτο άλλο τι από μίαν οργανωμένη ληστοσυμμορία, τα στελέχη της οποίας απετέλει ό,τι εκλεκτότερο είχεν η Αλβανία να παρουσιάση, εις καιροσκοπίαν, συμφεροντολογικήν κακοήθειαν, μισελληνισμόν και εγκληματικότητα, περιβαλλομένην δι ύψηλών κρατικών αξιωμάτων. Ολόκληρος δε η μήνις του νεοίδρυθέντος Αλβανικού οργανισμού, συνεργασίας με τον κατακτητήν, εστράφη κυρίως κατά του ελληνικού στοιχείου της Βορείου Ηπείρου, κατά των χριστιανών της Κορυτσάς και της Μουζακίας, καθώς και εναντίον παντός προσωπικού εχθρού των Μπαλιστών.
Αι οικογένειαι Καραχκιόζ και Σέλφου από το Αργυρόκαστρο. Οι Καραγκιόζηδες και οι Σελφάτιδες μαζύ με τους Κοκκαλλιάριδες, τον Μπέσο Γκέγκα και τους άλλους αγάδες του Αργυροκάστρου είναι οι κυρίως υπεύθυνοι δια την διενεργηθείσαν τότε εξόντωσιν των Ελληνικότατων πληθυσμών των περιοχών Πωγωνίου και Ζαγοράς. Η υπόθεσις των διωγμών αυτών έχει ως εξής :
Περί τα μέσα του 1943 και επειδή εις την περιοχήν Αργυροκάστρου—Βερατίου εσημειούτο δράσις Αλβανών ανταρτών, ο ιταλός στρατηγός και διοικητής Αργυροκάστρου, κάλεσε όλους τους προύχοντας της πόλεως, τους μπέηδες και τους αγάδες και μεταξύ αυτών τους Κοκκαλλιάρηδες τους Καραγκιόζηδες και τον Γκέκα και τους προειδοποίησεν ότι θα έπρεπε, δια να μη υποστούν αντίποινα οι πληθυσμοί του Αργυροκάστρου, να καθορίσουν το σημείον ή την περιοχήν όπου έδρων οι αντάρται.
Οι Αλβανοί προύχοντες του Αργυροκάστρου, όλοι φανατισμένοι Μωαμεθανοί, Τόσκηδες, δεν δίστασαν ούδ επί στιγμήν εις την απάντησίν των. Ενώ γνώριζαν ότι οι Αλβανοί αντάρται εδρών εις απροσπέλαστα όρη και μόνον, την νύχτα κατήρχοντο εις την πεδιάδα της περιφερείας του Αργυροκάστρου, δια να τροφοδοτούνται από τους Έλληνας, δήλωσαν ότι κατά τας ακριβείς αυτών πληροφορίας, οι αντάρται εδρών, ορμώμενοι από τας περιφερείας του Πωγωνίου και της Ζαγοράς, περιφερείας δηλαδή με αμιγή ελληνικό και χριστιανικό πληθυσμό. Όχι δε μόνον αυτό αλλά είχον την σατανικήν έμπνευσιν οι μισέλληνες αυτοί Αλβανοί, να συμβουλεύσουν τον Ιταλόν στρατηγόν να χρησιμοποίηση, και αεροπορία εναντίον των αμάχων πληθυσμών του Πωγωνίου και της Ζαγοράς. Ας μη νομίση κανείς ότι τα λεγόμενο αυτά, είναι υπερβολαί. Βασίζονται επί πληροφοριών, αι οποίαι μας εδόθησαν από αυτόπτας μάρτυρας των διωγμών.
Πράγματι, την επομένη του συμβουλίου «ανθισταμένων» και κατακτητών, ένα σμήνος από τρία ιταλικά αεροπλάνα επέταξε επάνω από την υποδειχθείσαν περιοχήν και την προσέβαλε με χειροβομβίδας !…
Τούτο επανελήφθη και την επομένη ημέραν δύο και τρεις φοράς, συνεχίσθη δε επί εξ ολοκλήρους μήνας. Επί εξ ολοκλήρους μήνας, οι ελληνικοί πληθυσμοί της περιοχής, κατεκερματίζοντο με τον πρωτότυπον αυτόν τρόπον πολεμικής δράσεως των Ιταλών, καθοδηγουμένης από την αλβανικήν θρασυδειλίαν και όταν περί τα τέλη του 1943 εδέησε να σταματήση ο…. βομβαρδισμός δια χειροβομβίδων, τα αποτελέσματα ήσαν εκατό Έλληνες νεκροί και τραυματίαι και 800 περίπου οικίαι από τα 15 χωριά του Πωγωνίου και της Ζαγοράς, τελείως κατεστραμμένοι.
Το χαρακτηριστικόν όμως της ιστορίας είναι ότι ενώ το Πωγώνιον και η Ζαγορά έγιναν κυριολεκτικώς «στάχτη» από τους Ιταλούς, χωρίς να στεγάζουν αντάρτας, αντιθέτως η περιοχή του Κουρβελεσίου, όπου πλεονάζουν οι Μωαμεθανοί και η οποία έγεμεν από αντάρτας «ανθισταμένους», δεν υπέστη ούτε ένα πολυβολισμόν. Η συνεννόησις, βλέπετε, Αλβανών και Ιταλών, ήτο πλήρης εις βάρος των Ελλήνων.
Αλλά ο μισελληνισμός των Μωαμεθανών Αλβανών, του Αργυροκάστρου, εξεδηλώθη και υπό γερμανικήν προστασίαν. Μετά την Ιταλικήν συνθηκολόγησιν εγένοντο δύο «εκκαθαριστικαί επιχειρήσεις» κατά των πληθυσμών Πωγωνίου και Ζαγοράς, με στενήν συνεργασίαν, την φοράν αυτήν, τακτικού γερμανικού στρατού, Αλβανών πατριωτών και Τσάμηδων Μωαμεθανών. Aι επιχειρήσεις εστέφθησαν υπό εξαιρετικής επιτυχίας. Αι εναπομείνασαι ορθαί οικίαι της περιοχής κατεστράφησαν, περιουσίαι ελεηλατήθησαν, και όσοι δεν εξωντώθησαν από τον άρρενα πληθυσμόν της περιφέρειας εστάλησαν εις την Γερμανίαν ως όμηροι και δεν επανήλθον πλέον.
Επίσης οι αδελφοί Κοραγκιόζ και Σέλφου ήσαν εκείνοι, οι οποίοι ευθύς μετά την κατοχήν υπό των Ιταλών της Ελλάδος το 1941, κατήλθον εις τας Αθήνας και με την βοήθειαν των Ιταλών φίλων των απέσυραν βάσει εκδοθέντων ενταλμάτων τεράστια ποσά από τα ελληνικά δημόσια ταμεία. Τα ποσά αυτά, τα οποία αφήρεσαν από το ελληνικό Κράτος ελήφθησαν από τους Αλβανούς αδελφούς ως αποζημιώσεις δια τας δήθεν «καταστροφάς και λεηλασίας» που υπέστησαν αι περιουσίαι των από τον ελληνικόν στρατόν κατά την διάρκειαν του ελληνοίταλικού πολέμου. Με τα χρήματα αυτά αγόρασαν τεράστιας ποσότητας εμπορευμάτων από την Ελλάδα τας οποίας μετέφεραν, με την βοήθειαν των Ιταλών, εις την Αλβανίαν. Ιδού λοιπόν ένα από τα άπειρα στοιχεία επί των οποίων η Ελλάς μπορεί να βασίση σήμερον την απαίτησιν περί επανορθώσεων από μέρους της Αλβανίας, η οποία δεν δίστασε να επιπέσει ως ύαινα αδηφάγος επί της ημιθανούς από οκτάμηνον υπεράνθρωπον αγώνα Ελλάδος, δια να την κατασπαράξει.
Τόση δε ήτο η μισελληνική μανία των Αλβανών Μωαμεθανών κατά του ελληνικού στοιχείου της Βορείου Ηπείρου ώστε και Αλβανοί ακόμη κάκισαν την συμπεριφοράν των μπέηδων, των αγάδων και των οπλαρχηγών της Νοτίου Αλβανίας δια την εξοντωτικήν δράσιν των εις την Βόρειον Ήπειρον.
Συγκεκριμένως την ημέραν του πάσχα του 1943 ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων Χριστόφορος φανατικός Αλβανός υπό πάσαν έποψιν αλλά και άσπιλος εκκλησιαστικός ηγέτης, καυτηρίασε από ραδιοφώνου, κατά την εκφώνησιν του πανηγυρικού της ημέρας, με τας δριμυτέρας των εκφράσεων τους «Τόσκηδες», Μωαμεθανούς της Ν. Αλβανίας, δια τον εξοντωτικόν αγώνα που είχαν αναλάβει κατά των χριστιανών και των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου. Σπάνιον φαινόμενον ευθαρσούς παρρησίας ιεράρχου, αλλά μοναδικόν εις την Αλβανίαν των Χότζηδων και των Καραγκιόζηδων…
Ο φοβερώτερος όμως εξ όλων των Αλβανών οι οποίοι παρά το πλευράν των Ιταλών και Γερμανών, έδρασαν με σατανικόν τρόπον εις βάρος των Χριστιανών και Μουσουλμάνων εχθρών των, ήτο ο Βιζνιάν Ρισιλία κομμαντατέρι του Αυλώνος και ηγέτης του Μπάλε Κομπετάρ. Ο Βιζντάν Ρισιλία, υιός του Κιαμήλ Ρισιλία «χαφιέ των Ιταλών» δολοφονηθέντος υπό των οικογενειών των θυμάτων του, μετά την κατάρρευσιν του Φασιστικού «Ιμπέρο» είναι ο υπεύθυνος μαζύ με τον εξάδελφόν του ταγματάρχην του Μπάλε Κομπετάρ Εμβέρ Ρισιλία, δια την μελανωτέραν σελίδα η οποία εγράφη ποτέ εις την ιστορίαν της Ελληνικωτάτης πόλεως του Αυλώνος.
Χάρις εις το ζεύγος των εξαδέλφων Ρισιλία και της κλίκας των ανταξίων συγγενών των, 2000 Χριστιανοί Έλληνες του Αυλώνος, απήχθησαν ως όμηροι υπό της γερμανικής φρουράς του Αυλώνος και εξετελέσθησαν άλλοι μεν οδεύοντες προς το μαρτύριον των Χιτλερικών στρατοπέδων συγκεντρώσεως, άλλοι δε εις τα φρικώδη Γερμανικά κρεματόρια.
Συγκεκριμένως ο Ρισιλία παρέδιδεν εβδομαδιαίως ονομαστικό κατάλογον Ελλήνων του Αυλώνος και της περιοχής εις τον Γερμανόν διοικητήν της πόλεως, ο οποίος με την βοήθειαν μελών του Μπάλε Κομπετάρ, έκαμνε «μπλόκα» την νύκτα εις τας συνοικίας όπου κατοικούσαν οι προδιαγεγραμμένοι, τους συνελάμβανε και εντός τριών ωρών το θύματα της θηριώδους μανίας των Ρισιλία, διήρχοντο τα Αλβανο-Γιουγκοσλαβικά σύνορα μεταφερόμενα δίκην αγέλης προβάτων εις την Γερμανίαν.
Και εάν δεν πιστεύη κανείς τα αναγραφόμενα, ιδού μερικά, ελάχιστα όνόματα, ληφθέντα κατά τύχην από πολυσέλιδον πολύτιμον πίνακα των μαρτυρίων του Αυλώνος κατά το 1943 :.
Ωσαύτως ο Βιζντάν Ρισιλία είναι ο δημιουργός τρομοκρατικής ομάδος, εκ 800 Κοσσοβάρηδων, οι οποίοι κατά την διάρκειαν της γερμανικής κατοχής ελυμαίνοντο την περιοχήν του Αυλώνος, λεηλατήσαντες ολόκληρον σχεδόν την εμπορικήν περιφέρειαν των χριστιανών και Μουσουλμάνων της πόλεως. Χάρις εις το σύστημα, ασυλλήπτων εις έμπνευσιν, εκβιασμών, καταστήματα διηρπάγησαν, γυναίκες εβιάσθησαν, οικίαι πυρπολήθησαν, η δε ύπαιθρος ολόκληρος, στέναζεν υπό το σκληρόν φάσμα των Κοσσοβάρηδων του Ρισιλία επί μήνας ολοκλήρους αφορήτου τρομοκρατίας.
Αλλά ο Ρισιλία δεν ηρκέσθη εις το να φονεύη, μόνον πολιτικούς του αντιπάλους και προσωπικούς του εχθρούς. Το μίσος του κατά παντός Έλληνος χριστιανού ήτο μέγα, και το κατωτέρω παράδειγμα ομιλεί χαρακτηριστικώς περί τούτου.
Όταν περί τον Σεπτέμβριον του 1943 μετά την ιταλικήν ανακωχήν κομμουνισταί και εθνικισταί, κατήλθαν εις το Αργυρόκαστρον, το Δυρράχιον και τον Αυλώνα, οι κομμουνισταί του Χότζα υπερτερούντες αριθμητικώς, εις την τελευταίαν αυτήν πόλιν δολοφόνηραν ένα Μωαμεθανόν εθνικιστή, ονόματι Τσάραν, ως συνεργασθέντα μετά εχθρού.
Εις απάντησιν της δολοφονίας, το «Μπάλε Κομπετάρ», φοβούμενο την υπερτέραν αριθμητικώς δύναμιν των κομμουνιστών εις τον Αυλώνα και επειδή εφαντάζετο ότι τα αντίποινα εάν εδολοφονείτο ένας κομμουνιστής θα ήσαν μεγάλα, εστράφη εναντίον των Ελλήνων. Μίαν μεσημβρίαν του Σεπτεμβρίου, κληθείς προς ιατρικήν επίσκεψιν εις την οικίαν ενός «Μπαλίστα», ο Έλλην ιατρός εκ Χειμάρρας Κωνστ. Κατσελάνος ο οποίος ήτο από ετών εγκατεστημένος εις τον Αυλώνα ως αστυΐατρος και του οποίου το μόνον έγκλημα ήτο ότι είχε νυμφευθή προ του πολέμου μίαν Ιταλίδα, εξετελέσθη κατ εντολή του Ρισιλία, από το «Μπάλε Κομπετάρ» με την κατηγορίαν της, κατά του αλβανικού έθνους, προδοσίας. Το καταπληκώτερον από όλα όμως, που αποδεικνύει την αδιαφορία των Αλβανών δι ιδεολογικάς πεποιθήσεις και το ενδιαφέρον των δια την εξόντωσιν και μόνον κάθε ελληνικού στοιχείου είναι ό,τι απεδείχθη μετ ολίγον. Ο ιατρός Κατσελάνος δηλαδή, όχι μόνον δεν ήτο κομμουνιστής, άλλ αντιθέτως απετέλει ενεργόν και διακεκριμένον στέλεχος του «Μπάλε Κομπετάρ» και έδρασεν ως μέλος της οργανώσεως ταύτης. Έλλην όμως ήτο ο Κατσελλανος, αμελητέα δηλαδή ποσότης. Έπρεπε να ευρεθή θύμα εις απάντησιν των δολοφονιών του Χότζα. Και φυσικώ τω λόγω, Έλλην έπρεπε να είναι το θύμα αυτό.
Όσον και εάν ήσαν διηρημένοι οι Αλβανοί μεταξύ των, όσον και εάν τα ιδεολογικά πάθη μεταξύ των οπαδών του Εμβέρ Χότζα και εκείνων του «Μπάλε Κομπετάρ» είχαν οξυνθεί, ουδέποτε εν τούτοις έφθασαν την έκτασιν τού μίσους, το οποίον διείπεν όλους σχεδόν τους Αλβανούς εναντίον των Ελλήνων της Αλβανίας.
Επίσης εις τα Τίρανα αι συλλήψεις και εκτελέσεις Ελλήνων χριστιανών, ήσαν συνηθέστατον θέαμα. Αι εκτελέσεις εγίνοντο πάντοτε, κατόπιν υποδείξεως των ατυχώς θυμάτων υπό μελών του «Μπάλε Κομπετάρ».
Τόσον δε ήτο το μίσος των Αλβανών κατά του Ελληνισμού, ώστε ετεκτείνετο η δολοφονική διάθεσίς των, η διενεργουμένη δια του άτιμου μέσου της προς τον εχθρόν καταγγελίας και εις κάθε ορθόδοξον χριστιανόν έστω και εάν ήτο ούτος Αλβανός.
Αλλά και εκτός των συνόρων της Αλβανίας, εις την Τσαμουριάν, η δρασις των Μπαλιστών είναι εξ ίσου φοβερά εις αιματηρά αποτελέσματα. Εκατοντάδες είναι τα θύματα της Αλβανικής θηριωδίας, η οποία περιβληθείσα την πορφύραν του ιμπεριαλισμού, εκ δανείου από την Ιταλίαν, επεθύμει να επεκτείνη την κυριαρχίαν της και επί ολοκλήρου του τμήματος της Νοτίου Ηπείρου. Από την έκθεσιν της κεντρικής υπηρεσίας του Ελληνικού Εθνικού Γραφείου εγκληματιών πολέμου, απασπώμεν μερικά ονόματα Τουρκαλβανών εγκληματιών, υπευθύνων δια την παντελή καταστροφήν των περιφερειών Ηγουμενίτσης, Παραμυθιάς και Μαργαριτίου. Οι εγκληματίαι αυτοί είναι οι εξής : Μαζάρ Ντινο, Νουρί Ντινο, Ρετζέπ Ντινο, Aζίζ Τσάμης, Γιασίν Σαντίκ, Τζεμαλή Μούρτα, Λιούτο Κάνε, Ρεφί Πρόνιο, Κεμάλ Φράσαρη, Χαίρεντυ Μερτζούνη, Ίμπραχίμ Μωχαμέτ, Αμπούλα Κασέμ, Ραμασιάμ Σέρη, Μάνε Ρουσέμ, Τζελάφ Καβούρη, Τζεβίτ Χουσείν κλπ.
Δ
Δια την σημερινήν κατάστασιν εις την Αλβανίαν, ολίγα έχουν μέχρι της στιγμής γραφή. Είναι τόσον μεγάλη η επικρατούσα εκεί τρομοκρατία, ώστε να καθίστανται σχεδόν ανύπαρκτοι, αντίπαλοι αυτόπται μάρτυρες των διαδραματιζομένων. Άλλοι έχουν εκτελεσθή από τα σώματα της περιφήμου «Λαϊκής Αλβανικής Ασφαλείας», με την οποίαν και θα ασχοληθώμεν εν συνεχεία, άλλοι δε από εκείνους που αντιτίθενται εις το καθεστώς τούτο, είχαν όμως την εύνοιαν της τύχης να μη τους παρα- λάβη ο θάνατος, σαπίζουν εις τας φυλακάς και τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως της Βορείου Αλβανίας.
Υπάρχουν και οι ελάχιστοι, αυτοί που, παρά τα δρακόντια μέτρα της δικτατορίας του Εμβέρ Χότζα, κατορθώνουν με μυρίους όσους κινδύνους και ταλαιπωρίας αφαντάστους, να διέλθουν την συνοριακήν γραμμήν και να φθάσουν εις τα ελληνικά εδάφη.
Αυτοί, των οποίων όμως τα ονόματα κρατούνται, δι’ ευνόητους λόγους μυστικά, αφηγούνται πράγματα εξαιρετικώς αποκαλυπτικά, δια το «δημοκρατικόν καθεστώς» της μικράς θρασύδειλου ταραξίου της Βαλκανικής.
Από πηγάς απολύτως εγκύρους μας παρεσχέθησαν αι πληροφορίαι και οι αριθμοί, τους οποίους θα παραθέσωμεν αμέσως. Και αι πληροφορίαι και οι αριθμοί αυτοί, αποδεικνύουν ότι η Αλβανία είναι ένα απέραντον στρατόπεδον, διπλής μορφής. Στρατόπεδον εξοπλισμένου στρατού των οπαδών του Χότζα και στρατόπεδον συγκεντρώσεως δια τους αντιφρονούντας εις το καθεστώς της βίας των Τιράνων.
Η οργάνωσις της «Λαϊκής Ασφαλείας» έχει 2.000 – 2.500 μέλη εις την υπηρεσίαν της. Και αυτοί οι 2.500 άνθρωποι, πρώην γκαρσόνια, τενεκετζήδες, μαραγκοί, σωφεράκια των Τιράνων, καρροτσέρηδες και ακόμη και λούστροι, φορούν σήμερα γαλόνια, φέρουν τους βαθμούς του «κάπταιν» και του «κολονέλ» και ενσπείρουν τον τρόμον εις τους πληθυσμούς της Αλβανίας. Οι φόνοι, αι λεηλασίαι, αι εκτελέσεις, οι εμπρησμοί και οι βιασμοί είνε έργον των αφηνιασμένων αυτών ταύρων της «Λαϊκής Αλβανικής Ασφαλείας».
Τα αλβανικά στρατεύματα, τα οποία είνε συγκεντρωμένα εις το τρίγωνον Κορυτσάς, Αργυροκάστρου και Αγίων Σαράντα, ευρίσκονται εις πολεμικήν επιφυλακήν, όχι διότι πρόκειται να εκδηλωθή στρατιωτική δράσις των κατά της Ελλάδος, άλλα διότι υφίσταται ο κίνδυνος μήπως, εάν τυχόν οι Αλβανοί στρατιώται αφεθούν ελεύθεροι, χωρίς μέτρα ασφαλείας. αυτομολήσουν αρκετοί εξ αυτών προς τα ελληνικά σύνορα. Οι πολιτικοί επίτροποι του καθεστώτος του Εμβέρ Χότζα έχουν δημιουργήσει ένα δίκτυον άγρυπνου παρακολουθήσεως και αυστηράς επιτηρήσεως των υπό τον έλεγχόν των αλβανικών στρατευμάτων.
Σχολεία, όπου διδάσκεται η ελληνική γλώσσα, εις την περιοχήν της Βορείου Ηπείρου, υφίστανται και σήμερον ακόμη. Αλλά θα ήτο πολύ αν ζητούσαμεν από τους Αλβανούς, οι οποίοι εις όλας σχεδόν τας εκδηλώσεις των, απέδειξαν και αποδεικνύουν το μισός των κατά της πατρίδος μας, να άφιναν απερισάστους εις το έργον των τους Βορειοηπειρώτας διδασκάλους.
Έμμεσος, είνε ο απηνής διωγμός, τον οποίον υφίσταται η ελληνική μάθησις εις τας άλλοτε σφυζούσας από ελληνικήν πνευματικότητα, περιοχάς του Αργυροκάστρου της Κορυτσάς, της Πρεμετής και της Χειμάρρας. Και οι διδάσκαλοι των Ελληνικών σχολείων, που μαζί με τας Ορθοδόξους εκκλησίας, ισοφαρίζουν τον αριθμόν των Ελληνικών χωρίων της Βορείου Ηπείρου, άγνωστοι και αυτοί στρατιώται εις ένα σκληρόν αγώνα πνευματικής επιβιώσεως κατά της αμαθούς αλβανικής βίας, φέρουν καθημερινώς εις τα χείλη των το πικρόν ποτήριον της εθνικής δοκιμασίας και των απεριγράπτων ψυχικών απογοητεύσεων. Έως πότε όμως ;
Ένα από τα κεφάλαια, εις τα οποία εξεδηλώθη με ιδιαιτέραν οξύτητα, το κράτος της βίας του Εμβέρ Χότζα, είνε η δίωξις παντός θρησκεύματος. Ιδίως όμως, τα δεινά της διώξεως αυτής, υπέστη ο ορθόδοξος της Αλβανίας Κλήρος, αλλά και οι Μωαμεθανοί ομόθρησκοι του Χότζα, ως και οι Καθολικοί της Βορείου Αλβανίας, δεν έμειναν έξω από τον χορόν της αντιθρησκευτικής εκστρατείας του Εμβέρ Χότζα. Ας έξετάσωμεν λοιπόν εις γενικάς γραμμάς το όλον ζήτημα του υπό δίωξιν αλβανικού Κλήρου.
Ως γνωστόν, επί πληθυσμού μόλις υπερβαίνοντος το εν εκατομμύριον ψυχών, η Αλβανία διαιρείται εις τρεις θρησκευτικός ζώνας, αι οποίαι όμως δεν είνε σαφώς διαχωρισμένοι αλλά αποτελούν ένα ανάμικτον σύνολον. Είνε οι Μωαμεθανοί της Βορείου και Κεντρικής Αλβανίας οι οποίοι όμως ανευρίσκονται και μέχρι της Βορείου Ηπείρου, οι Καθολικοί της Βορείου Αλβανίας και τέλος οι Ορθόδοξοι Αλβανοί και οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου οι οποίοι προεκτείνονται και εις την Κεντρικήν Αλβανίαν. Οι Μωαμεθανοί έχουν 650.000 οπαδούς, οι Καθολικοί 120.000 και οι Ορθόδοξοι 250.000.
Ο Εμβέρ Χότζα προσπαθεί, σήμερον, να διασπάση τους ομοθρήσκους του, Μωαμεθανούς και να τους φέρη αντιμετώπους, πότε επιτιθέμενος κατά των Σουνιτών ή Μωαμεθανών που κατέχουν κυρίως τα τζαμιά, και πότε κατά των Μπεκτασήδων, των Μωαμεθανών καλογήρων, ιδιοκτητών των Τεκέδων, των μουσουλμανικών δηλαδή Μοναστηρίων. Εις τα Τίρανα διωργανώθη προσφάτως συνέδριον των Μπεκτασήδων, οι οποίοι, σημειωτέον, συνεργάσθησαν στενώτατα καθ’ όλην την διάρκειαν της Κατοχής με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς και κατά την διάρκειαν του οποίου, διεξήχθη σφοδροτάτη και απειλητική ρητορική επίθεσις κατά των Σουνιτών.
Αρχηγός των Μπεκτασήδων είνε ένας καλόγηρος, ο Μπαμπάς Μουσταφά Μαρτανέσση, ο οποίος μετεπήδησεν από του μονσχικου βίου, εις τον εθνικοαπελευθερωτικόν στρατόν του Εμβέρ Χότζα, με τον βαθμόν του «Κολονέλ», συνταγματάρχου. Ο συνταγματάρχης Μπαμπά Μουσταφά, αιμοβόρος καλόγηρος, είνε σήμερον φοβερώτερος ακόμη εις φανατισμόν μέσα εις την καινουργή και στίλβουσαν από παράσημα στολήν του «Κολονέλ», εναντίον παντός όστις δεν είνε Μπεκτασής.
Και οι Σουνίται πληρώνουν τα «σπασμένα» των επιθέσεων του Μπαμπά Μουσταφα, υποβοηθουμένου από την εύνοιαν του ερυθρού «στρατάρχου» των Τιράνων.
Εκείνος όμως που υφίστανται σήμερον τα πάνδεινα εις την Αλβανίαν, έπειτα από πενταετή αίγλην συνεργασίας με τον κατακτητήν, είνε ο καθολικός αλβανικός Κλήρος.
Αρχηγός της Αλβανικής Καθολικής Εκκλησίας είναι ο επίσκοπος Γκάσπερ Θάτσι, Αλβανός την καταγωγήν και ευρισκόμενος ως εκ της εκκλησιαστικής του ιδιότητος, εις στενόν σύνδεσμον με την Ρώμην.
Είναι γεγονός αναμφισβήτητον, ότι οι Αλβανοί Καθολικοί συνειργάσθησαν περισσότερον παντός άλλου, κατά την διάρκειαν της ιταλικής κατοχής, με τους κατακτητάς. Λόγω της συνεργασίας αυτής, ο καθολικισμός της Αλβανίας υφίσταται τώρα τα πάνδεινα από τους Μουσουλμάνους κομμουνιστάς του Χότζα. Αλλά οι Αλβανοί Καθολικοί, διωκόμενοι σήμερον, πληρώνουν τα επίχειρα των διωγμών, τους οποίους είχαν εξαπολύσει, με την συναίνεσiν και την βοήθειαν των Ιταλών, εναντίον των Ορθοδόξων Ελλήνων, κυρίως της Βορείου Ηπείρου. Κατά την διάρκειαν της τριετίας, κατά την οποίαν αι κωμικαί λεγεώνες του φασισμού εκράτουν υπό την προστασίαν και κατοχήν των την Αλβανίαν, οι Καθολικοί Αλβανοί, ωργίασαν κυριολεκτικά εναντίον παντός αντιθέτου προς τας θρησκευτικάς των πεποιθήσεις, όχι δε μόνον Ορθοδόξου, αλλά και Μουσουλμάνου.
Ο Χότζα, με την εκδικητικότητα του Αλβανικού πρωτογονισμού, ανταποδίδει τας αδικοπραγίας. Πολλοί Καθολικοί ιερείς έχουν εκτελεσθή υπό του καθεστώτος του ερυθρού Αλβανού στρατάρχου, με την κατηγορίαν της προδοσίας και της συνεργασίας με τον κατακτητήν.
Ένας εξ αυτών είναι και ο πατήρ Αντών Αράπης, όστις ήτο αρχηγός του τάγματος των Φραγκισκανών της Αλβανίας.
Μετά την κατάρρευσιν της Ιταλίας ο πατήρ Αντών Αράπης διετέλεσε μέλος της Αλβανικής Αντιβασιλείας, δεν είχεν όμως την τύχην, όπως οι άλλοι ηγέται της αλβανικής «αντιστάσεως», να ζητήση δάφνας ήρωος εις τον «αγώνα υπέρ της συμμαχικής νίκης», διότι εξετελέσθη μίαν ωραίαν πρωίαν από τον άξιον συμπατριώτην του Χότζα. Άλλος Καθολικός κληρικός, εκτελεσθείς υπό των Αλβανών κομμουνιστών, είναι ο πατήρ Γκιών Σλάκου, ο δε πατήρ Λάζαρ Σιαντόγια, ο οποίος επίσης αντιμετώπισε τας σφαίρας του εκτελεστικού αποσπάσματος της «Λαϊκής Ασφάλειας», εχαρακτηρίσθη, αλλά και πράγματι ήτο, φανατικός φασίστας και οπαδός του Μουσσολίνι.
Οι Καθολικοί της Αλβανίας έχουν εις την διάθεσίν των 150 περίπου εκκλησίας. Σήμερον όμως αι πλείσται έχουν απωλέσει τα αγαθά και τας περιουσίας, που συνεσώρευσαν κατά την διάρκειαν της κατοχής, χάρις εις την υποστήριξιν της Ρώμης και των Ιταλών.
Και εισερχόμεθα ήδη, εις το ζήτημα του ορθοδόξου Αλβανικού κλήρου.
Επί συνολικού πληθυσμού, ενός εκατομμυρίου οι Ορθόδοξοι της Αλβανίας, ανέρχονται εις 250.000 εκ των οποίων οι 90.000 ανήκουν εις την επαρχίαν Αργυροκάστρου Δελβίνου -Χειμάρας, οι 85.000 εις την επαρχίαν Κορυτσάς—Μοσχοπόλεως—Πρεμετής, οι 55.000 εις την επαρχίαν Βερατίου— Αυλώνος και οι 20.000 εις την επαρχίαν Τιράνων Δζρραχίου Ελβασάν—Πογραδέτς -Σκόδρας – Επισκοπής. Εκ τούτων πάλιν οι 60.000 είναι Ελληνόφωνοι, και κατοικούν εις τας περιοχάς Άνω και Κάτω Δρυινουπόλεως, Πωγωνίου, Δελβίνου, Αγ.-Σαράντα, Κονισπόλεως, Χειμάρας Πρεμετής και Αυλώνος.
Μέχρι του 1929, έτους κατά το οποίον, η Εκκλησία της Αλβανίας κατέστη, δια πραξικοπήματος, Αυτοκέφαλος, ανακηρυχθέντος αρχιεπισκόπου αυτής, του περιβόητου Βησσαρίωνος Τζουβάννη, η ελληνική γλώσσα εχρησιμοποιείτο εις όλας τας ορθοδόξους εκκλησίας της Αλβανίας.
Από του έτους όμως αυτού, επίσημος γλώσσα της Εκκλησίας κατέστη η Αλβανική, με αποτέλεσμα την απομάκρυνσιν του Ελληνοφώνου ποιμνίου από την παραστρατημένην Αλβανικήν Ορθοδοξίαν, διακόψασαν οιανδήποτε σχέσιν με τον Οικονομικόν Πατριάρχην της Κων)πόλεως.
Την ιδίαν εξ άλλου εποχήν, δια του Αστικού Αλβανικού κώδικος, ψηφισθέντος υπό της Αλβανικής Βουλής, αφηρέθη το δικαίωμα της εκκλησίας, να εκδίδη άδειας γάμου και να εισπράττει τα νενομισμένα, από εκδόσεις διαθηκών, κληρονομικών εγγράφων, και από Πράξεις διαζυγίου άτινα απετέλουν τμήμα των αναγκαίων προσόδων δια την συντήρησιν των Ορθοδόξων Μητροπόλεων. Ταυτοχρόνως, το χορηγούμενον από το κράτος, επίδομα προς την Αλβανικήν εκκλησίαν, ωρισθέν το 1929 εις 100.000 χρυσά Αλβανικά φράγκα, έφθασαν το 1934, μόλις τα 25.000 φράγκα. Η εκκλησία, απογυμνωθείσα της περιουσίας της και του κύρους της και παρέχεται πλέον, πρόσφορον το έδαφος, εις την προπαγάνδαν των Ουνιτών διαθέτουσαν αφειδώς τα υλικά μέσα. Ο διορισμός εις την επισκοπήν Αργυροκάστρου, του Παντελεήμονος Κοτόκου, ιεράρχου παλλομένου, από ελληνοπρεπή ενθουσιασμόν και πίστιν εις τα πεπρωμένα της Βορείου Ηπείρου, καθώς και του κ. Ευλογίου Κουρίλλα εις την επισκοπήν Κορυτσάς δημιούργησεν νέας ελπίδας δια μίαν άνθησιν της ορθοδοξίας εις την Αλβανίαν.
Πράγματι δε, o Σεβασμιώτατος Αργυροκάστρου Παντελεήμων, εις άπειρους όσας περιπτώσεις δια του προσωπικού σθένους και της υπερόχου ρητορικής γοητείας του, κατώρθωσε να εμφυσήση εις το περίφοβον, από πολυετή δουλείαν και διωγμούς, ποίμνιον του, την ψυχικήν εκείνην δύναμιν, δια της οποίας και μόνον, ο υπόδουλος είναι ικανός να αντιμετώπιση τον δυνάστην. Ακριβώς όμως αυτός είναι ο λόγος, δια τον οποίον το Αλβανικόν Κράτος, θεωρούν τον Αργυροκάστρου και τον Κορυτσάς, ως όργανα της Ελληνικής προπαγάνδας, τους εξηνάγκασαν να αποχωρήσουν, των εκκλησιαστικών των καθηκόντων και να αυτοεξορισθούν εις την Ελλάδα.
Αλλά και μακράν της Βορείου Ηπείρου, ο Παντελεήμων με το δράμα της ιδιαιτέρας πατρίδος του προ οφθαλμών, δεν παρέμεινεν άεργος. Χάρις εις τας αόκνους πατριωτικός του ενεργείας, κατέστη ο πνευματικός ηγέτης της κινήσεως δια την επάνοδον της Βορείου Ηπείρου εις την Ελλάδα, και με τας αποστολάς του εις την Ευρώπη και την Αμερική, μετεβλήθη εις εξάγγελον τον ελπίδων του Ελληνικού έθνους στην δικαίωσιν τον πόθων του.
Καθ’ ην εποχήν, το κίνημα του Εμβέρ Χότζα και των κομμουνιστών οπαδών του, ευρίσκετο εις τα σπάργανα, πολλαί υποσχέσεις είχαν δοθή προς τους ορθοδόξους Έλληνας της Βορείου Ηπείρου, περί αποκαταστάσεως των θρησκευτικών των δικαιωμάτων, μετά την απελευθέρωσιν της Αλβανίας. Τούτο εγένετο προς χάριν προσυλητισμού μελών, εις τας τάξεις της Αλβανικής κομμουνιστικής παρατάξεως. Αλλά όταν ο Χότζα κατέλαβε την εξουσίαν, χάρις εις την Σλαβική υποστήριξιν, αι υποσχέσεις λησμονήθησαν και οι διωγμοί κατά του χριστιανικού κόσμου επανελήφθησαν απινέστερον.
Το μάθημα των θρησκευτικών κατηργήθη εις τα Ελληνικά Σχολεία της Βορείου Ηπείρου, και την Κυριακήν την ώραν της θείας λειτουργίας, διωργανούνται διαλέξεις προπαγανδιστικού περιεχομένου, εις τας οποίας καλούνται υποχρεωτικός να παρευρεθούν όλοι οι Βορειοηπειρώται νέοι και νεάνιδες.
Παρ όλας όμως αυτάς τας προσπαθείας ίου δια την διαστροφήν της Ελληνοπρέπειας της Βορειοηπειρωτικής ορθοδόξου νεολαίας, το καθεστώς Χότζα, δεν πραγματοποίησε τους σκοπούς του.
Απόδειξις περί τούτου, είναι το γεγονός ότι μία προσπάθεια συγκλήσεως εις τα Τίρανα, ορθοδόξου συνεδρίου απέτυχεν παταγωδώς. Ωσαύτως απέτυχε και η προσπάθεια δημιουργίας ζητημάτων εις τους κόλπους της εν Αλβανία Ορθοδοξίας δια της υποστηρίξεως ενός ανθελληνικού κινήματος θεολόγων Αλβανών, των Θεοφάνη Φωκά, Δημ. Μπεντούλη, Βλάσση Νούσση, Σωτήρη Καντζέρη.
Αρχηγός της Ορθοδόξου Αλβανικής Εκκλησίας είνε ο Χριστόφορος, επίσκοπος Τιράνων. Ο Χριστόφορος είνε φανατικός Αλβανός, όπως άλλως τε όλοι οι ηγέται της αλβανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, οι οποίοι ευρίσκονται τώρα εις την Αλβανίαν. Διότι πρέπει να κάμη κανείς ευθύς αμέσως την διάκρισιν μεταξύ των τύποις ηγετών της Ορθοδοξίας εις την γείτονα της Ελλάδος χώραν, όπως ο Τιράνων Χριστόφορος και ο Βερατίου Βησσαρίων, από τους ιεράρχας της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις την Βόρειον Ήπειρο η οποία σήμερον ακόμη αποτελεί τμήμα της Αλβανίας, όπως ο Σεβ. Μητροπολίτης Αργυροκάστρου Παντελεήμων.
Ο Αργυροκάστρου Παντελεήμων ενσαρκώνων απολύτως, την αδούλωτον ψυχήν της ιδιαιτέρας του πατρίδος Βορείου Ηπείρου, είνε και η ενσάρκωσις των ελπίδων και των πόθων όλων των Ελλήνων.
Ποία η αντίθεσις με τον Βερατίου Βησσαρίωνα, πρωτουργόν εις την διάσπασιν της Ορθοδοξίας διο της δημιουργίας της Αυτοκεφάλου αλβανικής, Ορθοδόξου Εκκλησίας και στενόν συνεργάτην των εκάστοτε επικρατούντων μεγάλων από του Ζώγου μέχρι των νεωτέρων. Αλλά ας μη λησμονώμεν ότι ο Βησσαρίων ασχέτως της ορθοδόξου πίστεώς του είνε Αλβανός την καταγωγήν και «πονηρόν… αλβανικήν φύσιν μεταβαλείν ου ρόδιον»! Ο Βησσαρίων διετέλεσεν αρχιεπίσκοπος Τιράνων, μέχρι της στιγμής κατά την οποίαν ηναγκάσθη, υπό την κατακραυγήν της Ορθοδοξίας, να εγκαταλείψει τον αρχιερατικό θρόνον ικανοποιούμενος αργότερον, τη επεμβάσει των Ιταλών, με τον μικροτέρας σημασίας επισκοπικόν θρόνον του Βερατίου.
Επίσκοπος Αργυροκάστρου, διορισθείς υπό των Αλβανών εις αντικατάστασιν του Παντελεήμονος, ο οποίος αγωνίζεται υπέρ Ελλάδος και Ορθοδοξίας, εξόριστος από τα χώματα της Βορείου Ηπείρου και μακράν του επισκοπικού του θρόνου, είνε ο Ειρηναίος. Αγνώστων όμως από ποιους λόγους ορμώμενος, ο Ειρηναίος δεν έχει μεταβεί ακόμη ν’ αναλάβει τα ποιμαντορικά του καθήκοντα εις την επισκοπήν του. Και ο Ειρηναίος είνε Αλβανός καταγόμενος από την Σκόρδαν.
Τέλος ο επισκοπικός θρόνος της Κορυτσάς χηρεύει σήμερον, διότι ο Κορυτσάς Αγαθάγγελος απεβίωσε προσφάτως και μέχρι της στιγμής δεν έχει ευρεθή ο αντικαταστάτης του.
Η Ορθόδοξος αλβανική Εκκλησία έχει σήμερον 400 εκκλησίας και 50 περίπου μοναστήρια εις την διάθεσίν της, δια την ενάσκησιν των θρησκευτικών καθηκόντων των πιστών της. Το μεγαλύτερον ποσοστόν των εκκλησιών αυτών είναι Ελληνικών.
Δεκάδες εξ άλλου είναι οι Έλληνες κληρικοί που έπεσαν μαχόμενοι εις τας επάλξεις της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου και όλοι αυτοί έχουν αιώνια δικαιώματα εις την μνήμην των Ελλήνων.
Διωκόμενοι από τους Αλβανούς διότι είνε Έλληνες, διωκόμενοι από του «Μπάλε Κομπετάρ», διωκόμενοι από τους κομμουνιστάς του Εμβέρ Χότζα, διωκόμενοι από τους Μουσουλμάνους, λόγω μίσους θρησκευτικο-κοινωνικού, προαιώνιου, διωκόμενοι τέλος από τους πονηρούς και δολοπλόκους Αλβανούς Καθολικούς, οι Έλληνες ιερείς δεν φοβήθησαν τον κίνδυνον, δεν δειλίασαν προ των ψυχικών και σωματικών μαρτυρίων. Βράχοι ακλόνητοι πίστεως εις τα πεπρωμένα της Ελληνικής Φυλής, αντιμετώπισαν θαρραλέοι την θύελλαν και δεν πτοήθησαν ούτε από «Λαϊκή Ασφάλεια» ούτε από προγραφάς ούτε από εκτελεστικά αποσπάσματα. Και όταν η ουνιτική προπαγάνδα κατά την εποχήν της ιταλικής κατοχής εις την Αλβανίαν, υπό την έμπνευσιν και την ηγεσίαν της Ρώμης, θέλησε δια της βίας να προσυλητίση τους Βορειοηπειρώτας εις τον ουνιτισμόν, πρώτοι οι Έλληνες ιερείς έδωσαν το σύνθημα της αντιδράσεως κατά των σκοτεινών δυνάμεων της προπαγανδιστικής ουνιτικής βίας. Δεκάδες ιερέων εξορίσθηκαν εις Ιταλίαν, διαρκούντος του πολέμου 1940-41 και άλλοι ενεκλείσθησαν εις τας φύλακας εν Ιταλία και Αλβανία. Ακόμη αρκεταί δεκάδες ιερέων, μετά των οικογενειών των ευρίσκονται σήμερον εις στρατόπεδα συγκεντρώσεως, υφιστάμενοι εκτός των στερήσεων, παντοειδείς χλευασμούς εκ μέρους των οπαδών του Εμβέρ Χότζα.
Συγκεκριμένως οι Ουνίται την εποχήν της Ιταλικής κατοχής είχαν ιδρύσει σχολεία και φυτώρια, Ουνιτικής προπαγάνδας εις την Κορυτσάν το Αργυρόκαστρο, το Ελβασάν, την Χειμάρραν τον Αυλώνα, το Φιέρι, παντού όπου υπήρχαν Έλληνες και Ορθοδοξία. Οι Ουνίτες καθοδηγούντο επισήμως υπό του Καθολικού αποστολικού Νουντσίου, Λέοντος ντε Νίγκρις, στενού συνεργάτου των Ιταλών.
Άπειρα είναι τα παραδείγματα της προσπάθειας των Ουνιτών εις την Βόρειον Ήπειρον, όπως μετατρέψουν βιαίως, την θρησκευτικήν πίστιν των Ελλήνων, εις Ουνιτικάς δοξασίας. Χαρακτηριστικώτερον όλων είναι όμως το παράδειγμα του χωρίου Ροδοστίνια, της περιοχής Φιέρι. Μίαν ημέραν έφθασαν εις το χωρίον πράκτορες της Ουνιτικής προπαγάνδας και κάλεσαν δια της βίας τον πληθυσμόν του, να συγκεντρωθή εις τον ναόν. Εκεί, προσεφώνησαν το εκκλησίασμα και αφού εξήμεσαν τας χειροτέρας των ύβρεων, κατά της Ορθοδοξίας και του κλήρου της, χαρακτήρησαν αυτόν ως «εκφυλισμένον εκπρόσωπον των υπολειμμάτων μιας, ανύπαρκτοι σήμερον θρησκευτικής… αιρέσεως…!»
Το εκκλησίασμα εδέχθη με ομηρικούς γέλωτας, την πληροφορίαν των Ουνιτών προπαγανδιστών οι οποίοι ηναγκάσθη σαν τελικώς ν’ αποχωρήσουν κατησχυμένοι από την Ροδοστίνια.
Το πείραμα επανελήφθη και άλλου, με τα αυτά όμως αποτελέσματα εις βάρος των Ουνιτών. Αυτός λοιπόν είναι ο Ορθόδοξος Κλήρος, η δράσις του, εθνική και θρησκευτική, αυτά είναι τα θύματά του, οι άγνωστοι ήρωες μιας τραγικής σελίδος αγώνων της Ελληνικής Ιστορίας και αυτοί ακριβώς όπως τους παρουσιάζομεν χωρίς υπερβολάς και με διάθεσι, απολύτου αντικειμενικότητος, οι Βορειοηπειρώται σκλαβωμένοι αδελφοί μας…
Επί κεφαλής των εχθρών της Αλβανίας και ίσως ο πλέον μισητός από όλους, λόγω του αισθήματος της κατωτερότητος που διέπει τους Αλβανούς έναντι των Ελλήνων, έρχεται η χώρα μας.
Τα αισθήματα μισελληνισμού, που χαρακτηρίζουν σήμερον την Αλβανίαν του Εμβέρ Χότζα, δεν είναι κάτι το πρωτοφανές δια τον αλβανικόν λαόν. Άφ ης στιγμής εδημιουργήθη το αλβανικόν Κράτος, το αίσθημα της κατωτερότητος έναντι της Ελλάδος αποτελεί το κύριον κίνητρον του μίσους της Αλβανίας προς την πατρίδα μας. Δια την Αλβανίαν η Ελλάς ουδέποτε έπαυσε να είναι ο υπ’ άριθ. 1 εχθρός της, τοσούτω δε μάλλον, καθόσον υπό τον αλβανικόν ζυγόν ζουν και αναπνέουν πάντοτε σκλαβωμένοι.
Έλληνες αδελφοί. Εάν σήμερον ο Εμβέρ Χότζα εκδηλοί και επισήμως την μήνιν του κατά παντός ελληνικού, από του χριστιανικού στοιχείου της Βορείου Ηπείρου μέχρι των εσωτερικών ζητημάτων μας, τούτο βέβαια δεν οφείλεται εις έντασιν του μισελληνισμού των Αλβανών. Ο αλβανικός μισελληνισμός, ίδια των Μουσουλμάνων, υπηκόων του Ζώγου και του Εμβέρ Χότζα, εκδηλούμενος συνεχώς κατά την διάρκειαν της παρελθούσης τριακονταετίας δι’ απηνών διωγμών, εξοντώσεων, και εκτοπίσεων εις βάρος των Βορειοηπειρωτών, είναι μία ψυχική κατάστασις, η οποία δεν σημειώνει παραλλαγάς εκ παραδόσεως διότι η αλβανική φύσις είνε θρασύδειλος, στηριζόμενη πάντοτε εις την προστασίαν των μεγάλων. Ο Αλβανικός λαός μισεί τον Ελληνικόν.
Αλλά σήμερον εις τα αισθήματα αυτά έχει προσδοθή και επίσημος χροιά, δια λόγους πολιτικής σκοπιμότητος. Όλαι αι υπάρχουσαι σήμερον απολύτως εξηκριβωμέναι πληροφορίαι αναφέρουν ότι η Αλβανία, μεταβάλλεται καθημερινώς εις θωρακισμένην προεξοχήν του Σλαβισμού εντός της Βαλκανικής και με κατεύθυνσιν επιθετική καί αμυντική προς την Ελλάδα. Στρατιωτικοί οδοί κατασκευάζονται, οδηγούσαι προς τα Ελληνικά σύνορα, η νήσος Σάσων οχυρούται και κάθε τι το οποίον παρέχει την εντύπωσιν πολεμικού οργασμού εις την Αλβανίαν.
Αι προκλήσεις, αι φόνοι Ελλήνων πατριωτών εις τα εδάφη της Βορείου Ηπείρου, αι φυλακίσεις, αι θανατώσεις εις τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως του Χότζα γεγονότα γνωστά εις όλους από τον Ελληνικόν και ξένον Τύπον ευρίσκονται εις την ημερησίαν διάταξιν.
Και το κακόν, αντί να μειούται εις έκτασιν, αντιθέτως προσλαμβάνει, εν όψει της συζητήσεως εις το Συνέδριον της Ειρήνης του Βορειοπειρωτικού, έκτασιν ανησυχητικήν.
Με θρασύτητα αληθώς πρωτοφανή, πλαστογραφούσα την αλήθειαν, η Κυβέρνησις Χότζα προ τίνος απηύθυνε τηλεγράφημα υπογραφόμενον υπό της «ελληνικής μειονότητος της Αλβανίας» προς το Συνέδριον της ειρήνης δια του οποίου οι Βορειοηπειρώται εμφανίζονται δήθεν ως εκδηλούντες την πίστιν των προς τον Χότζα και το καθεστώς του και εκφράζοντες την ικανοποίησίν των δια τον τρόπον της διαβιώσεώς των, υπό την δικτατορικήν και μισελληνικήν τυραννίαν του Ερυθρού «στρατάρχου».
Η Αλβανία υπήρξε και είναι Κράτος υπό διάλυσιν. Χθες η Ιταλία, σήμερον η Ρωσσία και αυριον ο θεός μόνον γνωρίζει ποιοι συντηρούν την Αλβανικήν επικράτειαν εις το επίπεδον αυτοκυβερνωμένου Κράτους. Χάρις δε εις τους εκάστοτε «προστάτας» της Αλβανίας η Ελλάς αδικείται εις την ικανοποίησιν των απαραγράπτων δικαίων της επί της Βορείου Ηπείρου.
Το ζήτημα όμως της ενώσεως της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα, πλην της δικαιοσύνης, η οποία θα αποδοθή από εθνικής πλευράς, ενέχει και στρατιωτικήν σημασίαν.
Η Ελλάς όμως δεν ζητεί εδαφικήν επέκτασιν πέραν των διαγραφομένων υπό των προαιώνιων και απαραγράπτων εθνικών δικαίων. Ζητεί την από χιλιετηρίδων ελληνικήν Βόρειον Ήπειρον. Ζητεί την Κορυτσάν το Αργυρόκαστρον, τον Αυλώνα, τους Άγιους Σαράντα, την Χειμάρραν. Ζητεί εκείνο το οποίον της ανήκει και, εάν υπάρχη δικαιοσύνη εις τον Κόσμον αυτόν η Βόρειος Ήπειρος θα επιστραφή εις την Ελλάδα…
ΤΕΛΟΣ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Γ. ΠΩΠ – ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΒΑΝΙΑ – (Έρευνα δημοσιευθείσα εις την εφημερίδα «Έθνος» εις απάντησιν των Αλβανικών ψευδολογιών) – ΑΘΗΝΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1946
ΠΗΓΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΝΕΜΗ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ: ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ