ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2022

Το Αγιασμένο και Προδομένο Εικοσιένα

 

π. Θεόδωρος Ζήσης

Φόρος τιμής στον Απελευθερωτικό Αγώνα των Ελλήνων

Το Αγιασμένο και Προδομένο

Εικοσιένα

 Πρόλογος

Πλησιάζουμε στη συμπλήρωση διακοσίων ετών από την έναρξη της Επαναστάσεως του 1821* (1821-2021), και δυστυχώς αυτά για τα οποία αγωνίσθηκαν και έχυσαν το αίμα τους οι ηρωικοί πρόγονοί μας, η χριστιανική δηλαδή πίστη και η εθνική ελευθερία, ακόμη δεν έχουν κατορθωθή. Από της πλευράς αυτής δικαιολογείται ο τίτλος Το αγιασμένο και προδομένο ’21, διότι ενώ ο αγώνας είχε αγιασμένες όντως ρίζες, γιατί προερχόταν από την αγιασμένη φύτρα της Ρωμιοσύνης των μεγάλων Αγίων και Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία είχε τραφή μετά την άλωση από το αίμα των Νεομαρτύρων της Τουρκοκρατίας, και ενώ ο πόθος της εθνικής ανεξαρτησίας, “το ποθούμενον” του Αγίου Κοσμά, ήταν η κινητήρια δύναμη του αγώνος, υπήρξε σταδιακά και συστηματικά σχεδιασμένη από ξένες δυνάμεις προδοσία των δυο αυτών βασικών στόχων της Επαναστάσεως.

Απελευθερωθήκαμε από τους Τούρκους και υποδουλωθήκαμε στους Φράγκους, στους Δυτικούς δήθεν συμμάχους μας, οι οποίοι και την Ορθόδοξη πίστη αφανίζουν με ντόπιους εκκλησιομάχους συνεργάτες τους στο χώρο της πολιτικής και της εκκλησιαστικής ηγεσίας και την εθνική ανεξαρτησία έχουν εκχωρήσει σε ξένα κέντρα ανθελληνικών δυνάμεων, τώρα δε και θεσμικά στην Ενωμένη Ευρώπη και στους σχεδιασμούς των Βρυξελλών. Ο στόχος της πολιτικής και πολιτιστικής ενσωμάτωσης της Ελλάδος στην Δύση έχει επιτευχθή πλήρως. Σε λίγο η Ελλάδα δεν θα έχει καμμία σχέση με το πνεύμα του αγιασμένου ’21, το οποίο προδόθηκε από την πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία του τόπου. Και μόνο το γεγονός ότι επί διακόσια χρόνια δεν έχουμε εκπληρώσει το “τάμα του έθνους” το κτίσιμο δηλαδή του ναού του Σωτήρος Χριστού ως ευχαριστήρια προσφορά για την απελευθέρωσή μας από τους Αγαρηνούς του Ισλάμ, ενώ είμαστε έτοιμοι να κτίσουμε μουσουλμανικά τεμένη στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη και να εισαγάγουμε τις ισλαμικές σπουδές στην μέχρι τώρα Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης, μεταξύ πολλών άλλων, δείχνει το μέγεθος της προδοσίας του ΄21.

Όσα αναπτύσσονται στο ανά χείρας τεύχος της σειράς Καιρός προέρχονται από εισήγηση που ανακοινώθηκε κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων για τα ΚΣΤ΄ Πάτρια, στη Ράχη Πιερίας, που ήταν αφιερωμένες στην επανάσταση του 1821. Αποτελούσε την γενική εισαγωγική εισήγηση της πρώτης ημέρας του επιστημονικού συνεδρίου, στο οποίο ανακοινώθηκαν και άλλες ενδιαφέρουσες εισηγήσεις (17-21 Οκτωβρίου 2013).

Τα επίθετα του τίτλου “αγιασμένο” και “προδομένο” Εικοσιένα είναι παρμένα το πρώτο από σχετικό άρθρο του Φώτη Κόντογλου “Η αγιασμένη Επανάσταση” στο βιβλίο του Η Πονεμένη Ρωμιοσύνη, Αθήναι, 1980, σελ. 275-279, και το δεύτερο από το βιβλίο του Γ. Βαλέτα, Το προδομένο ΕικοσιέναΗ πνιγμένη Αναγέννηση. Η επαναστατική κληρονομιά, Αθήνα, 1979, εκδ. Φιλιππότη. Ο Βαλέτας έχει δίκαιο εκτιμώντας ότι το Εικοσιένα προδόθηκε και εντοπίζει σωστά μερικούς από τους προδότες, λόγω όμως της μαρξιστικής αριστερής ιδεολογίας του επεκτείνει την προδοσία και εκεί που δεν υπάρχει, στην Εκκλησία και στους Κοτζαμπάσηδες. Η προδοσία όμως εντοπίζεται, με βάση την εκκλησιαστική και εθνική αυτοσυνειδησία, σε άλλους παράγοντες, όπως φιλοδοξούμε να δείξουμε.

1. Μέσα στην βάρβαρη ανθρωπότητα κιβωτός πολιτισμού το Βυζάντιο

Σε λίγο θα γιορτάσουμε τα διακόσια χρόνια από την έναρξη της Επαναστάσεως του 1821 που είχε σαν συνέπεια την ίδρυση του μικρού τότε σε έκταση νεοελληνικού κράτους, που διευρύνθηκε στη συνέχεια σταδιακά με την προσάρτηση αρχικά της Επτανήσου και της Θεσσαλίας, κατόπιν της Κρήτης, Ηπείρου, Μακεδονίας και Θράκης, και τελευταία της Δωδεκανήσου, χωρίς πάντως να κατορθωθεί η κρατική ενοποίηση όλων των γεωγραφικών περιοχών, όπου σταθερά ήκμασε ο Ελληνισμός επί χιλιετίες. Και προ παντός, χωρίς να επιτευχθεί η επανάκτηση της αιώνιας πρωτεύουσας του Ελληνισμού, της κοσμοξάκουστης βασιλεύουσας, της Κωνσταντινούπολης.

Καυχώμαστε για την κλασσική Ελλάδα των προχριστιανικών χρόνων και τα επιτεύγματα των αρχαίων προγόνων μας στην φιλοσοφία, την επιστήμη, την τέχνη. Καυχώμαστε για το γιγάντιο εκπολιτιστικό έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και όλης της ελληνιστικής περιόδου, που προετοίμασε και διευκόλυνε με την χρήση της ελληνικής γλώσσης το κήρυγμα και την διάδοση του Ευαγγελίου σε όλη την ελληνίζουσα τότε Οικουμένη. Καυχώμαστε, γιατί κατά θεία ρύθμιση και πρόνοια ο τέλειος λόγος του Θεού ενυλώθηκε και εκφράσθηκε στα κείμενα της Καινής Διαθήκης με το τελειότερο μέχρι σήμερα γλωσσικό όργανο, την ελληνική γλώσσα. Μα περισσότερο καυχώμαστε, γιατί ο διεσπασμένος πάντοτε και διηρημένος Ελληνισμός, ακόμη και μετά την ολιγοχρόνια ενοποίησή του από τον Μακεδόνα στρατηλάτη, ενοποιήθηκε για πρώτη φορά και δοξάσθηκε και μεγαλούργησε όχι σε ένα μικρό κράτος-πόλη, αλλά σε μια οικουμενικών διαστάσεων με μεγαλειώδη πνευματικά κατορθώματα ελληνική αυτοκρατορία, την Ρωμιοσύνη του Βυζαντίου.

Ο Κύπριος ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης στο εξαιρετικό ποίημά του για τον μαρτυρικό εθνάρχη της Κύπρου Κυπριανό, ο οποίος μαρτύρησε το 1821, συμπαριστάμενος στην εξέγερση, βάζει στo στόμα του τα εξής λόγια, που εκφράζουν την συνείδηση και την περηφάνεια όλων των αγωνιστών του ΄21 για τις εθνικές και πολιτιστικές τους ρίζες, για την πολιτική και πολιτιστική τους ταυτότητα. Τα απευθύνει προς τον Τούρκο πασά που τον ανέκρινε και τον βασάνιζε:

Ἡ Ρωμιοσύνη ἔν φυλή συνόκαιρη τοῦ κόσμου.
Κανένας δέν εὑρέθηκε γιά νά τήν ἐξαλείψῃ,
κανένας, γιατί σκέπει την ᾿πό τἄψη ὁ Θεός μου.
Ἡ Ρωμιοσύνη θά χαθῇ, ὄντας ὁ κόσμος λείψει.

 

Πέρασε δύσκολες ιστορικές περιόδους ο Ελληνισμός. Απέφυγε τον εκρωμαϊσμό μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση και με την δύναμη την πνευματική που διέθετε παρ’ ολίγον να εξελληνίσει την ρωμαϊκή αυτοκρατορία, πολλοί λόγιοι της οποίας, ιδιαίτερα ποιηταί, διαμαρτύρονται, διότι η στρατιωτικά και πολιτικά κατακτημένη Ελλάδα, κατέκτησε και ενίκησε πολιτιστικά τον κατακτητή.¹ Ό,τι δεν κατορθώθηκε τότε με ανθρώπινες δυνάμεις κατορθώθηκε στην Ρωμιοσύνη του Βυζαντίου, με την εξ΄ ύψους δύναμη του Τιμίου Σταυρού και την ουρανόθεν, από τα ύψη, ενθάρρυνση του Μ. Κωνσταντίνου να ιδρύσει την ελληνική Ανατολή, με πωτεύουσα το ελληνικό μικρό Βυζάντιο, την μετέπειτα Κωνσταντινούπολη, το πρώτο χριστιανικό κράτος, το οποίο γρήγορα εξελληνίσθηκε.

Κατά τον Φώτη Κόντογλου, “μέσα στη βάρβαρη ανθρωπότητα το Βυζάντιο ήτανε η κιβωτός η σφραγισμένη, που φύλαγε μέσα της κάθε πνευματικό θησαυρό, αποχτημένον με τον πόνο και την πίστη. Σαν χάλασε αυτή η κιβωτός, και σκορπιστήκανε οι θησαυροί της, ο κόσμος θράφτηκε πνευματικά από τα ψίχουλα που μαζέψανε κάποιοι Έλληνες και τα πήγανε στα δυτικά έθνη”.²

Και αν τα δυτικά έθνη ετράφησαν εν μέρει πνευματικά με τα αγαθά της παιδείας που κουβάλησαν οι φυγάδες Έλληνες λόγιοι, πριν και μετά την άλωση του 1453, με αποτέλεσμα να ενισχυθεί η αρξάμενη ήδη εκεί ανθρωπιστική αναγέννηση, ενωρίτερα, μέχρι την εμφάνιση των Γερμανών-Φράγκων στο ιστορικό προσκήνιο τον 9ο αιώνα, ολόκληρη η λατινική Δύση ήταν προσκολλημένη και προσαρτημένη στην ελληνική Ανατολή, στην ενιαία ελληνορωμαϊκή αυτοκρατορία, τρεφόμενη όχι με τα ελάχιστα ψίχουλα των φυγάδων λογίων, αλλά με τον επιούσιο άρτο της Ορθοδόξου πίστεως και ζωής, ο οποίος κουβαλούσε συνθετικά και αφομοιωτικά και τα υγιή στοιχεία της αρχαιοελληνικής παιδείας, όπως αυτά είχαν προσληφθή ήδη από την εποχή της Καινής Διαθήκης και διατηρήθηκαν και αυξήθηκαν από τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας. Μέχρι την εμφάνιση των Φράγκων η Δύση ήταν μαθήτρια της Ανατολής στα δόγματα, στη λατρεία, στην πνευματική ζωή. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι μεγάλες σύνοδοι, οι μεγάλοι Άγιοι Πατέρες, ο μεγαλειώδης θεσμός του Μοναχισμού, η εκκλησιαστική γραμματεία, η λατρεία, η υμνογραφία, η τέχνη και πολλά άλλα, στην Ανατολή κυρίως εμφανίσθηκαν και άνθισαν και από εκεί εφώτισαν και την “δυτικήν αμαυρότητα”³ κατά υμνογραφική έκφραση.

Ο ίδιος πνευματικά ζωοποιός άρτος μεταδόθηκε από το Βυζάντιο, ιδιαίτερα από την εποχή του Μ. Φωτίου και προς τους σλαβικούς λαούς του Βορρά, η προς τους οποίους επέκταση της Ορθοδοξίας διηύρυνε τα πνευματικά και γεωγραφικά όρια της Ρωμιοσύνης, έδωσε ανάσα ζωής στον Ελληνισμό, νέο ζωτικό χώρο, απέναντι δυο ισχυρών εχθρών που επιδίωκαν να συρρικνώσουν την αυτοκρατορία. Απέναντι στο Ισλάμ των Αράβων και κατόπιν των Τούρκων από την Ανατολή και απέναντι των Γερμανών-Φράγκων από τη Δύση. Είναι άκρως χαρακτηριστικό ότι την ίδια περίοδο που οι Τούρκοι αφαιρούν ανατολικές επαρχίες από τα ανατολικά της αυτοκρατορίας, την ίδια εποχή οι Φράγκοι όχι μόνον αποκτούν εδάφη και ιδρύουν φραγκικά κρατίδια, αλλά κατακτούν στρατιωτικά την Κωνσταντινούπολη το 1204 κατά τη διάρκεια των επαίσχυντων σταυροφοριών. Πριν από την άλωση του 1453, η Ρωμιοσύνη γνώρισε την άλωση του 1204, η οποία, κατά γενική σχεδόν εκτίμηση των ιστορικών συνετέλεσε, με την εξασθένηση που επέφερε, να πέσει τελικά η αυτοκρατορία στα χέρια των Τούρκων.

Πάντως ούτε οι Φράγκοι, καθοδηγούμενοι από τον πάπα, παρά τις βιαιότητες και τις πιέσεις και τις υποσχέσεις βοηθείας, κατώρθωσαν να εκλατινίσουν, να φραγκέψουν τους Ορθοδόξους, γιατί αντέδρασαν μεγάλες μορφές του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, ο Μ. Φώτιος, ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ο Άγιος Μάρκος Ευγενικός, ούτε να τους εξισλαμίσουν οι Τούρκοι μετά την άλωση της Πόλης το 1453, γιατί και πάλι εμποδίστηκαν από την εθναρχούσα Εκκλησία, που ανέλαβε να συντηρήσει το Γένος και το επέτυχε με μεγάλες μορφές αγίων κληρικών και διδασκάλων, όπως ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, οι Άγιοι Κολλυβάδες, ο Ηλίας Μηνιάτης, ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Νικηφόρος Θεοτόκης και πλείστοι άλλοι. Έχει μάλιστα παρατηρηθή ότι, μολονότι ο Ελληνισμός του Βυζαντίου μεταξύ του 1204 και του 1453 πολιτικά είναι αδύναμος και εξασθενημένος, πολιτιστικά και πνευματικά παρουσιάζει επί της εποχής των Παλαιολόγων αξιοσημείωτο δυναμισμό σε όλους τους τομείς του πνευματικού βίου, ιδιαίτερα στον χώρο της Θεολογίας, όπου λόγω του κινήματος του Ησυχασμού και της προφητικής και δυναμικής παρουσίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά αποτυγχάνει η Δύση να εκδυτικίσει, να φραγκέψει την Ανατολή, με τις ιδέες που μετέφερε εκείθεν ο ουμανιστής λόγιος μοναχός Βαρλαάμ ο Καλαβρός.⁴ Δεν ήσαν ευκαταφρόνητες οι δυνάμεις που επεδίωκαν από τότε τον εκδυτικισμό της Ανατολής, όπως φάνηκε στην συνέχεια από την διαμάχη μεταξύ Λατινοφρόνων και Ορθοδόξων, που κακώς από δυτική επίδραση τους ονομάζουμε ενωτικούς και ανθενωτικούς,⁵ που κατέληξε στην ταπεινωτική για τους Ορθοδόξους υπογραφή του όρου της συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας το 1438-39, δεκατέσσερα μόνο χρόνια πριν από την άλωση, η οποία ευτυχώς έμεινε στα χαρτιά, γιατί απορρίφθηκε από την συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας. Αυτό οφείλεται στον πνευματικό δυναμισμό του Ορθοδόξου πολιτισμού, και ήταν συγχρόνως ένα σημάδι πως αυτός θα άντεχε, ακόμη και αν, όπως όλα έδειχναν, υπέκυπταν οι Ρωμιοί στους πολιτιστικά λιγώτερο επικίνδυνους Τούρκους. Ήταν μία άσκηση αντοχής των Ορθοδόξων, που τα κατάφερναν, όταν ο Θεός, λόγῳ της αξιωσύνης των, τους έστελνε άξιους ηγέτες. Η αποφυγή αυτή του εκλατινισμού, του φραγκέματος, αποτελεί την τρίτη νίκη του Ελληνισμού, μετά την αποφυγή του εκρωμαϊσμού και μετά τον εξελληνισμό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, για να ακολουθήσει και τέταρτη νίκη, η αποφυγή του εξισλαμισμού και ο παρ’ ολίγον εξελληνισμός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Πριν περάσουμε σ’ αυτήν την περίοδο που οδηγεί κατά αγιαστικό και εξιλαστήριο τρόπο στην Επανάσταση του 1821, δεν πρέπει σημειολογικά να παραλείψουμε την επισήμανση, που έχει σχέση με κάποιες προδοτικές ισχυρές κινήσεις μετά το 1821, που επεδίωκαν την εις βάρος του χριστιανικού Ελληνισμού της Ορθοδοξίας αναβίωση του παγανιστικού Ελληνισμού της αρχαίας Ελλάδος. Αναφερόμαστε στην ουτοπική προσπάθεια του Ιουλιανού του Παραβάτη, τον 4ο αιώνα, να επαναφέρει τον παγανιστικό Ελληνισμό της αρχαίας Ελλάδος στην αρχή του βίου της ελληνορωμαϊκής βυζαντινής αυτοκρατορίας, την οποία επιτυχώς αντιμετώπισαν οι Τρεις Ιεράρχαι και άλλοι Πατέρες,⁶ και στην παρόμοια προσπάθεια στο τέλος του βίου της αυτοκρατορίας, του Γεωργίου Πλήθωνος Γεμιστού, τον 15ο αιώνα, που επιτυχώς και ακινδύνως αντιμετώπισε επίσης η μεγάλη προφητική φυσιογνωμία του Ελληνισμού, ο Γεννάδιος Σχολάριος, πρώτος από Θεού πατριάρχης και εθνάρχης μετά την άλωση.⁷ Με την δική του θεμελιώδη και αποφασιστική συμβολή η άλωση περιορίσθηκε στο σώμα της αυτοκρατορίας, στην στρατιωτική μόνο κατάκτηση, και δεν αφάνισε την ψυχή, το πνεύμα, τον πολιτισμό της. Τα έθνη χάνονται, όχι όταν χάσουν την κρατική τους υπόσταση, αλλά όταν χάσουν τον πολιτισμό, την ψυχή τους. Το Βυζάντιο επεβίωσε κατά την Τουρκοκρατία όχι μόνο πνευματικά, αλλά και πολιτικά. Η Εκκλησία ξαναέστησε την αυτοκρατορία κάτω από τη διοίκηση των Οθωμανών, ανέστησε το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο, και εδημιούργησε ως εθναρχικό Κέντρο το Φανάρι, ένα από τα ισχυρότερα κέντρα εξουσίας που εγνώρισε ο κόσμος, όπως αναπτύσσει ο Ρουμάνος ιστορικός Γιόργκα στο βιβλίο του Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο, εννοώντας την Ρωμιοσύνη της Τουρκοκρατίας.⁸

2. Η πονεμένη Ρωμιοσύνη. Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο. Θρύλοι και παραδόσεις

Αυτό το Βυζάντιο, αυτή η πονεμένη Ρωμιοσύνη του Κόντογλου, έφθασε, ακέραια και ατόφια, εξαγιασμένη μέσα στα αίματα των νεομαρτύρων και στην κακοπάθεια την ασύλληπτη από τους διωγμούς και την βαρβαρότητα των απολίτιστων Αγαρηνών, μέχρι το 1821, χωρίς να σκύψει το κεφάλι της και να παραδοθεί, χωρίς να προδώσει την πίστη της στον Χριστό και να λησμονήσει μέσα στην καταφρόνια και στην ταπείνωση την εθνική της αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια. Ακόμη και με τους βίαιους εξισλαμισμούς και την αφαίμαξη των δυνάμεων του Γένους με το φοβερό θεσμό του παιδομαζώματος και τα τάγματα των Γενιτσάρων, όχι μόνο αποφεύχθηκε η πολιτιστική, η αληθινή άλωση, αλλά τονώθηκε η πίστη της και αυξήθηκαν οι πνευματικές της δυνάμεις, ώστε ποτέ, ούτε μία στιγμή, να παύσει να πιστεύει ότι με την βοήθεια του Θεού θα αναστηθεί ο μαρμαρωμένος βασιληάς, ο παπάς που είναι κρυμμένος μέσα στ’ Άγιο Βήμα θα τελειώσει την λειτουργία στην Αγία Σοφία, που είχε μείνει ατέλειωτη, και θα βγη να κοινωνήσει τα ευζωνάκια που θα πάρουν την Πόλη. Την Παναγιά την Δέσποινα, που δάκρυσε, όταν πάρθηκε η Πόλη, την παρηγορεί ο αδάμαστος Έλληνας Ρωμιός: “Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μην πολυδακρύζεις, πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θάναι”.

Ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς που στον Δωδεκάλογο του Γύφτου ύμνησε το μεγαλείο της Κωνσταντινούπολης, όπου με ερωτόπαθη μανία, λαχτάριζαν κόσμοι αντίμαχοι να αγκαλιάσουν την πανώρια Βοσπορίτισσα, τη μία, και όπου οι βάρβαροι δυσκολοταίριαστοι στη Ρωμαία των Κωνσταντίνων πολεμούσαν κάτω από το λάβαρο των Ελλήνων,⁹ στην Φλογέρα του Βασιληά αναφέρεται στον Μαρμαρωμένο βασιληά και στην Κόκκινη Μηλιά:

“Τι κι’ αν τον κρατάς, δεν τον έφαγες άδη.
Δεν πέθανε. Μαρμάρωσε. Κοιμάται. Θα ξυπνήση.
Μαρμαρωμένος βασιλιάς και θα ξυπνώ απ’ το μνήμα
το μυστικό και το άβρετο που θα με κλιή, θα βγαίνω
και την χτιστή Χρυσόπορτα ξεχτίζοντας θα τρέχω.
Και καλιφάδων νικητής και τσάρων κυνηγάρης
πέρα στην Κόκκινη Μηλιά θα παίρνω την ανάσα.”

Λεπτομερέστερα για την Κόκκινη Μηλιά και ο ποιητής Γεώργιος Στρατήγης θα μας τραγουδήσει την ελπίδα του Γένους:

Το παραμύθι του παππού μου αλήθεψε,
Των δόλιων σκλάβων τ’ όνειρο κ’ ελπίδα,
Στην Κόκκινη Μηλιά θα φύγης, τύραννε,
Στην σκοτεινή, την πρώτη σου πατρίδα.
Το δέντρο εκείνο ο Σατανάς το φύτεψε
Και κόκκινα σαν αίμα έχει τα φύλλα
Και τον κορμό και τ’ άνθη και τους κλάδους του
Κι’ είναι σαν σάρκα ανθρώπινη τα μήλα.
Εκεί θα πας να στήσης τα τσαντήρια σου
Κι’ αυτών των Ατσιγγάνων καταφρόνια
Ώσπου μια μέρα το όνομά σου το άτιμο
Στην Ιστορία θα σβύση αιώνια, αιώνια.
Γιατί η Μηλιά που πέντε αιώνες θέριεψε,
Της μάννας σας της Κόλασης το θρέμμα,
Σαν πάψη να ρουφάη των σκλάβων δάκρυα
Και των παπάδων και παιδιών το αίμα
Μιά μέρα θα λιμάζη, κι’ απ’ την πείνα τους
Οι κλάδοι μύριες όχεντρες θα γείνουν
Και κάθε φύλλο βδέλλα, κι’ απ’ τις φλέβες σου,
Μαύρη γενιά, θα πίνουνε, θα πίνουν”.¹º

Για την “Κόκκινη Μηλιά”, τοποθεσία την οποία η φαντασία των υποδούλων έθετε στα βάθη της Μ. Ασίας, απ’ όπου ξεκίνησαν οι Τούρκοι, είναι γνωστή και η προφητεία του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού που λέγει: “Οι Τούρκοι θα φύγουν, αλλά θα ξανάρθουν πάλι και θα φθάσουν ως τα Εξαμίλια. Στο τέλος θα τους διώξουν εις την Κόκκινη Μηλιά. Από τους Τούρκους το 1/3 θα σκοτωθή, το άλλο τρίτο θα βαπτισθή, και μονάχα το 1/3 θα πάη στην Κόκκινη Μηλιά”. Σχολιάζοντας την προφητεία αυτή του Αγίου Κοσμά, άλλη προφητική μορφή των καιρών μας, ο όσιος Γέροντας μακαριστός μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης γράφει: “Και μήπως η ανωτέρω προφητεία δεν επλησίαζε να γίνη πραγματικότης, ότε το 1921 ο ελληνικός στρατός κατά την εις Μ. Ασίαν προέλασίν του έφθασε μέχρι των προθύρων της Αγκύρας; Όλοι τότε είχαν την εντύπωσιν, ότι επέκειτο η εκπλήρωσις της προφητείας. Αλλ’ αλλοίμονον!!! Η διχόνοια, η οποία κατά τον εθνικόν ποιητήν κρατεί το σκήπτρον, εματαίωσε τας ελπίδας”.¹¹

3. Η αληθινή άλωση μετά το 1821. Ο εκδυτικισμός της Ελλάδος

Εμείς ας προσθέσουμε ότι η ματαίωση των ελπίδων, εκτός από τη διχόνοια, οφείλεται και στο σχεδιασμό των Μεγάλων Δυνάμεων, των Φράγκων και των διαδόχων τους, οι οποίοι, αφού εσμίκρυναν τη Ρωμιοσύνη του Βυζαντίου, και λίγο πριν από την άλωση ήταν η σκιά του εαυτού της, με ελάχιστη εδαφική έκταση στην Θράκη, σε μερικά νησιά του Αιγαίου, στον Μυστρά και στην Τραπεζούντα, την άφησαν και μετά το 1821 μικρή και αδύναμη μέχρι σήμερα. Την εξασθενούν από τότε με δάνεια και οικονομική αφαίμαξη, ώστε να αναγκασθεί να υποκύψει, να ταπεινωθεί, να ασχολείται με την φτώχεια και την καθημερινή της επιβίωση, να λησμονήσει την μεγαλωσύνη της Αρχαίας Ελλάδος, της Ρωμιοσύνης του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας, και να καταντήσει μια φτωχή επαρχία των Βρυξελλών με τους πολίτες της ευχαριστημένους να περιποιούνται τους ξένους τουρίστες έναντι ενός πινακίου φακής, δούλοι των Δυτικών και Ανατολικών, από υπερήφανοι αφέντες και αρχόντοι. Και το χειρότερο, όπως θα δούμε και θα αναπτύξουμε, είναι ότι, ενώ στην Τουρκοκρατία με πολύ κόστος κρατήσαμε τον πολιτισμό μας, έμεινε άφθαρτη η φύτρα και έδωσε νέους βλαστούς και το δένδρο ξαναβλάστησε το 1821, εκτιμάται από πολλούς ότι τώρα κινδυνεύει και η φύτρα μας, ότι διανύουμε την χειρότερη περίοδο του ιστορικού μας βίου, ότι η αληθινή άλωση δεν έγινε το 1453 από τους Τούρκους. Η αληθινή άλωση και η προδοσία του 1821 άρχισε να γίνεται σταδιακά μετά το 1821 με πολλούς τους παράγοντες που προσπάθησαν και προσπαθούν να αλλοιώσουν τον χαρακτήρα του 1821, να το αποκόψουν από τις αγιασμένες ρίζες της Ρωμιοσύνης του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας, να πλήξουν κυρίως την Εκκλησία και την Ορθόδοξη πίστη, η οποία διέσωσε την εθνική αυτοσυνειδησία των υποδούλων, ώστε αλλοτριωμένοι οι Έλληνες από το ιστορικό τους παρελθόν να είναι ευάλωτοι στις αντεθνικές και αντιεκκλησιαστικές επιδιώξεις, και προ παντός χωρίς αντιστάσεις στις αφομοιωτικές διαδικασίες και στους σχεδιασμούς των Μεγάλων.¹²

Προκαλεί εντύπωση η ειλικρίνεια σύγχρονων κοινωνιολόγων ότι “η ιστορία του σύγχρονου Ελληνισμού θα μπορούσε να ιδωθεί ως μία διαδικασία αποσύνδεσης της πολιτικής από την πολιτιστική ταυτότητα”¹³ και ότι “στις περισσότερες από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες το νέο φυτρώνει επάνω στο παλιό, και ο εκσυγχρονισμός σέβεται τις παραδόσεις και οικοδομεί επάνω τουςΣτην Ελλάδα αντίθετα η ίδια η έννοια της παράδοσης είναι προβληματική…επιδιώκεται μία ρήξη με το παρελθόν και ex nihilo κατασκευή μιας σύγχρονης ιδεατής δομής”.¹⁴ Και για να μην υπάρχει αμφιβολία που απέβλεπε και που αποβλέπει η διαδικασία αποσύνδεσης των Ελλήνων από την πολιτιστική τους ταυτότητα, η ρήξη με το παρελθόν και η εκ του μηδενός δημιουργία μιας σύγχρονης ιδεατής δομής, έρχεται άλλος πολιτικός επιστήμων και διπλωμάτης να μας εξηγήσει ότι αυτή η ρήξη με το παρελθόν πέτυχε, και ότι η Ελλάδα έπαυσε πλέον να είναι ένας ξεχωριστός χώρος με τις δικές του πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ιδιαιτερότητες. Ακούστε τι γράφει με αφοπλιστική όντως ειλικρίνεια ο Χ. Ροζάκης, ο οποίος βέβαια απαξιωτικά βλέπει τις αντιστάσεις των ντόπιων δομών, γιατί παραμόρφωσαν τις εκσυγχρονιστικές επεμβάσεις: “Μέσα στον δέκατο ένατο αιώνα και ως τις αρχές του εικοστού το πρόβλημα αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Το δίλημμα περιγράφεται σαφώς: είναι η Ελλάδα μια χώρα δυτικού προσανατολισμού που ασπάζεται και ενσωματώνει δυτικές αξίες και αρχές ή είναι μια ιδιότυπη περίπτωση, είναι χωριστός χώρος, με τις δικές του πολιτικές, κοινωνικές και βεβαίως πολιτιστικές ιδιαιτερότητες;…Οι απαντήσεις ευνοούσαν τον δυτικό προσανατολισμό, την δυτική της μοίρα και αφοσίωση. Η ελληνική πολιτική του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνος διακρίθηκε κυρίως για τη σαφή προτεραιότητα που έδωσε στον εκδυτικισμό των δομών του ελληνικού κράτους…Αν και αντιστάθηκαν οι ντόπιες δομές, που παραμόρφωσαν τις εκσυγχρονιστικές επεμβάσεις, ο δυτικός προσανατολισμός φαίνεται να επιβλήθηκε στην Ελλάδα”.¹⁵

Πριν από είκοσι χρόνια σε μία συλλογή άρθρων μου, που εξέφραζαν τους προβληματισμούς μου και της δεκαετίας του 1980 και της προηγουμένης έδωσα τον τίτλο “Φραγκέψαμε. Η ευρωπαϊκή μας αιχμαλωσία”,¹⁶ η νέα δηλαδή Φραγκοκρατία εντός της οποίας πορευόμαστε. Σεβαστός φίλος Αγιορείτης Μοναχός, ευγενικά μου είπε ότι ίσως θα έπρεπε το “Φραγκέψαμε” του τίτλου να είχε ερωτηματικό, γιατί είχε την γνώμη ότι δεν είχαμε φραγκέψει ολοκληρωτικά. Οι εκφρασθείσες πιο πάνω γνώμες εγκύρων κοινωνιολόγων και πολιτειολόγων συνηγορούν υπέρ του Φραγκέψαμε χωρίς ερωτηματικό· απλώς υπάρχουν κάποιες ντόπιες αντιστάσεις, που δείχνουν την άλλη Ελλάδα με τον δικό της ξεχωριστό χώρο, τις δικές της αρχές και αξίες, τις δικές της πολιτιστικές ιδιαιτερότητες. Οι αντιστάσεις, όμως αυτές διαρκώς μειώνονται και σήμερα, μετά από τριάντα και σαράντα χρόνια, που αυτός ο εκδυτικισμός έχει επιβληθή και θεσμικά με την ένταξή μας στην Ενωμένη Ευρώπη, τείνουν σχεδόν να εξαλειφθούν.

4. Ο Γεννάδιος Σχολάριος μεγάλη προφητική φυσιογνωμία

Πριν, όμως σας παρουσιάσω και τις άλλες πλευρές της προδοσίας του Εικοσιένα και της αποκοπής του από τις ιστορικές και εθνικές συντεταγμένες, επιτρέψτε με ενδεικτικά να αναφερθώ στην διαφύλαξη της φύτρας που το εγέννησε χρησιμοποιώντας εισαγωγικά την σχετική φρασεολογία του Φώτη Κόντογλου από το άρθρο του “Η ακατάλυτη ελληνική φύτρα”: “Η Ρωμιοσύνη”, γράφει, “βγήκε από το Βυζάντιο ή, για να πούμε καλύτερα, το Βυζάντιο στα τελευταία χρόνια του στάθηκε η ίδια η Ρωμιοσύνη… Ωστόσο, μ’ όλο που κόπηκε το μεγάλο εκείνο δέντρο της Ρωμιοσύνης, η φύτρα σώθηκε και πέταξε καινούριους βλαστούς, που λουλουδίσανε, κι’ ας πλάκωνε τον ραγιά η φοβέρα του θανάτου”.¹⁷

Ο πρώτος και καλύτερος που διαφύλαξε αυτήν την φύτρα μέσα στο χαλασμό και στο σκοτάδι μετά την άλωση ήταν ο πρώτος πατριάρχης-εθνάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, η μεγάλη αυτή προφητική φυσιογνωμία του Γένους, της Ρωμιοσύνης, του οποίου την μορφή και το έργο σχεδιασμένα κακοποίησε η δυτική ιστοριογραφία, την οποία άκριτα ακολούθησαν μερικοί δικοί μας αφελείς ή στρατευμένοι ιστορικοί και γραμματολόγοι, γιατί ήταν μεγάλος αντίπαλος του εκδυτικισμού, όπως με τη χάρη του Θεού αποδείξαμε στην μεγάλη μονογραφία που γράψαμε γι’ αυτόν και εκδώσαμε το 1980.¹⁸ Έκανε το παν για να αποτρέψει την ανανέωση του προδοτικού όρου της Φερράρας-Φλωρεντίας και να ξυπνήσει την ηγεσία και τον λαό, που πίστευαν στον μύθο πως η Πόλη θα σωθεί με την δυτική βοήθεια, ενώ εκείνος συνιστούσε να στηριχθούν στις δικές τους δυνάμεις και στη βοήθεια του Θεού. Απευθύνεται πολλές φορές στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και στον μέγα δούκα Λουκά Νοταρά, αλλά και προς τον λαό, για να εξηγήσει ότι η Πόλη μπορεί να σωθεί χωρίς την προδοσία της Πίστεως, οπότε θα πρόκειται περί διπλής σωτηρίας, και από τον τουρκικό κίνδυνο και από τον εκλατινισμό. Χρειάζεται απλώς να ξυπνήσουν οι κάτοικοι που κοιμούνται και περιμένουν να τους σώσει ο πάπας· να διαθέσουν τα χρήματα και τις σωματικές τους δυνάμεις και να παύσουν να πιστεύουν σε υπερόριους μύθους και σκιές, αν χρειασθεί να δώσουν και την ίδια την ζωή τους.¹⁹

Κανένα έθνος δεν θέλησε ποτέ να προδώση την πίστη του, μόνο και μόνο για να ευημερεί. Αντιθέτως πολλά έθνη εγκατέλειψαν τις παλαιές θρησκευτικές τους δοξασίες μέσα σε διωγμούς και βασανιστήρια, για να ακολουθήσουν την αληθινή θρησκεία του Χριστού. Και όταν δεν κατάφερε να αποτρέψει την προδοτική ενωτική λειτουργία, το συλλείτουργο με τους παπικούς, που έγινε πέντε μήνες πριν από την άλωση στις 12 Δεκεμβρίου του 1452, κλείσθηκε μέσα στο κελλί του, όπου προσευχόταν για την σωτηρία του Γένους, χωρίς να αναμιγνύεται καθόλου εις τα κοινά· ανήρτησε απλώς στην θύρα του κελλιού του το ελεγκτικό κείμενο, όπου επεσήμαινε ότι μαζί με την πατρίδα χάνουν και την πίστη τους.²º Εθρήνησε πικρά για την πτώση και την άλωση και, όταν θεόθεν παρακινηθείς ο Μωάμεθ του παρεχώρησε τα γνωστά προνόμια, προφητικά διέβλεψε ότι το Γένος θα επανεύρει την πνευματική του υγεία και θα αναστηθεί.

Είναι συγκλονιστική αυτή του η προφητεία, που επαληθεύθηκε πλήρως με την επανάσταση του 1821 και την πρωτοπορία του κλήρου και των μοναχών στην πνευματική εξυγίανση και στην μετά από αυτήν εθνεγερσία: “Ὃθεν, εἰ μέλλει ποτέ το δείλαιον ἡμῶν γένος τόν ἣλιον εὐτυχέστερον ὁρᾶν αὐτοῖς ἐπιλάμποντα, ἐξ ἡμῶν αὖθις τῶν ἱερωμένων καί μοναχῶν ἀνατεῖλαι δεῖ την τῆς πνευματικῆς ὑγείας ἀρχήν, ἐρρωμένως και μετά σπουδῆς τήν τοιαύτην ἀναλαβομένων προαίρεσιν, και πολλή ἐλπίς ἐστιν ἐπί τῇ θείᾳ φιλανθρωπίᾳ το γένος ἡμῶν ἃπαν παντοίως ἀναρρωσθήσεσθαι”.²¹

Και η ανάρρωση αυτή του πνευματικά ασθενήσαντος Γένους, όπως την ασθένεια αυτή περιγράφει καλύτερα από κάθε άλλον, μπροστά στην πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία της Κωνσταντινούπολης, ο μεγάλων επίσης διαστάσεων ηγέτης μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος,²² άρχισε με το έργο του Γενναδίου Σχολαρίου ως πατριάρχου και ιδιαίτερα με την ίδρυση της Πατριαρχικής Ακαδημίας, συνεχίσθηκε δε αδιάκοπα μέχρι το 1821. Από το σύνολο αυτής της πνευματικής και συγχρόνως εθνικής προσφοράς της Εκκλησίας, μέσα στην οποία προέχει η ίδρυση κρυφών και φανερών σχολείων, ανάλογα με τη δυσκολία των καιρών και των τόπων, προέχουν δυο μεγάλοι σταθμοί· το έργο του ισαποστόλου Αγίου Κοσμά του Αιτωλού και την ίδια εποχή, το δεύτερο μισό του 18ου αιώνος, το αναγεννητικό ησυχαστικό κίνημα των Κολλυβάδων Αγίων, του Αγίου Μακαρίου Νοταρά, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου και του Αγίου Αθανασίου του Παρίου.

Με τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό ασχοληθήκαμε σε συνέδριο και εδώ στη Ράχη,²³ υπάρχουν μάλιστα εκδεδομένα και τα πρακτικά του, ενώ με τους Κολλυβάδες Αγίους ασχολήθηκαν πολλά συνέδρια, ιδιαίτερα στις πατρίδες των δυο, την Νάξο και την Πάρο, αλλά και στην Αθήνα και σε φερώνυμη του Αγίου Νικοδήμου Μονή,²⁴ εκατοντάδες δε μελετών εφώτισαν την προσφορά και του Αγίου Κοσμά και των Κολλυβάδων. Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι ο Άγιος Κοσμάς με τις απλοϊκές αλλά δυνατές και καρποφόρες διδαχές του, ως και με την ίδρυση πολυαρίθμων σχολείων αναχαίτισε το κύμα των εξισλαμισμών και ενίσχυσε την αυτοσυνειδησία των υποδούλων απέναντι στον βάρβαρο κατακτητή. Όπως παρατηρεί ο Κώστας Σαρδελής στο βιβλίο του Το Συναξάρι του Γένους Ολόκληρα χωριά που είχαν εξισλαμιστεί επανέρχονται στην Ορθοδοξία, χιλιάδες Έλληνες που μιλάνε βλάχικα, που έχουν χάσει τον Εθνισμό τους, ξαναμιλάνε ελληνικά, ξαναγίνονται Έλληνες και πυκνώνουν τις τάξεις του σιωπηλού αγώνα για το ποθούμενο…ο συγκλονιστικός αυτός ιεραπόστολος και εθναπόστολος αποτελεί την μεγαλύτερη λαοπαιδευτική μορφή της τουρκοκρατίας, την αδευτέρωτη και ανεπανάληπτη, τον Άγιο της Παιδείας, τον μεγάλο μύστη της Λευτεριάς, τον κορυφαίο αναγεννητή του Γένους”.²⁵

Σε άλλο επίπεδο, αλλά με τα ίδια αποτελέσματα, οι Άγιοι Κολλυβάδες διέγνωσαν τον εκ της Δύσεως κίνδυνο με την ανάπτυξη του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, του αθεϊστικού και εκκλησιομάχου, και συγχρόνως την ευρεία δράση των παπικών και προτεσταντικών ιεραποστολών, και όπως έπραξε ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τον 14ο αιώνα, εξουδετερώνουν και αυτοί, ιδιαίτερα με την πληθωρική συγγραφική και εκδοτική παραγωγή έργων Πατέρων της Εκκλησίας, τον κίνδυνο του εκδυτικισμού, είτε ως εκλατινισμού και εκπροτεσταντισμού στην πίστη, είτε ως επαναφωτισμού του Γένους, με επιστροφή στην αρχαία Ελλάδα, όπως επεδίωξε ο Κοραής και οι συν αυτώ και οι μετ’ αυτόν, είτε του αθεϊστικού και εκκλησιομάχου Ορθολογισμού, χωρίς να αδιαφορήσουν βέβαια και για την αναχαίτιση των εξισλαμισμών, όπως ιδιαίτερα έπραξε ο Άγιος Νικόδημος ως αλείπτης νεομαρτύρων και συγγραφεύς του Νέου Μαρτυρολογίου. Το ίδιο ισχύει αναλογικά και για τον Άγιο Κοσμά, που δεν παρέλειπε να προβάλλει την Ορθόδοξη Πίστη έναντι των αιρετικών της Δύσεως, ιδιαίτερα εναντίον του πάπα με την γνωστή ρήση του “τον πάπα να καταράσθε, αυτός είναι η αιτία” και με την άλλη θέση του, που συνθέτει τους δυο κινδύνους, λέγοντας ότι ο Μωάμεθ και ο πάπας είναι πρόδρομοι του Αντιχρίστου.²⁶

Θα μνημονεύσουμε από όλα αυτά την γνωστή ρήση του Αγίου Κοσμά, η οποία συνδέει το Βυζάντιο με την Τουρκοκρατία και πιο πέρα με το 1821 και επισημαίνει τον μεγάλο, τον χειρότερο κίνδυνο που διέτρεχαν οι υπόδουλοι από τους Δυτικούς σε σχέση με την Τουρκοκρατία: “Τριακοσίους χρόνους μετά την Ανάστασιν του Χριστού μάς έστειλε ο Θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν· και το είχαν χριστιανοί το βασίλειον 1150 χρόνους. Ύστερον το εσήκωσεν ο Θεός από τους χριστιανούς και έφερε τον Τούρκον και του έδωσε δια ιδικόν μας καλόν, και το έχει ο Τούρκος 320 χρόνους. Και διατί έφερεν ο Θεός τον Τούρκον και δεν έφερεν άλλο γένος; Δια ιδικόν μας συμφέρον· διότι τα άλλα έθνη θα μας έβλαπτον εις την πίστιν, ο δε Τούρκος άσπρα άμα του δώσης, κάμνεις ό,τι θέλεις”.²⁷

5. Από την φύτρα του Βυζαντίου οι κλάδοι των αγωνιστών που έφεραν την άνοιξη του ΄21

Από αυτήν την φύτρα του χριστιανικού βασιλείου εβλάστησαν κατά τον Φώτη Κόντογλου οι Αρματωλοί και οι Κλέφτες οι οπλαρχηγοί του αγώνος στην επανάσταση του 1821. Μνημονεύει κατ’ αρχήν όσα γράφει ο αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης στο έργο του Ενθυμήματα Στρατιωτικά: “Από τα διάφορα ιστορικά και εκκλησιαστικά συγγράμματα και από αυτά τα πράγματα γνωρίζοντες ότι η Ελληνική γλώσσα, ο χαρακτήρ και τα έθιμα του ελληνικού λαού, μετά την πτώσιν του Βασιλείου μας, εδιατηρήθησαν υπό την επαγρύπνησιν του Κλήρου μας και των διαφόρων πεπαιδευμένων του Έθνους μας και δια της κοινής ευλαβείας προς την αγίαν ημών Θρησκείαν”.

Γράφει ο Κασομούλης πως αρχαίο χειρόγραφο στο μοναστήρι του Κλιβονού, στην επαρχία Ασπροποτάμου, έγραφε πως ο αρχαιότερος και περιφανέστερος από όλους τους αρματωλούς ήτανε ο Μεγδάνης ή Μεϊντάνης από την Κοζάνη (1660-1690), την ζωγραφιά του οποίου, συμπληρώνει ο Κόντογλου, “έβαλαν στην εκκλησιά της Κατούνας μαζί με τους άγιους, κι’ ίσως και τ’ άρματά του. Τις ζωγραφιές των Καπετανέων που σκοτωνόντανε για τη λευτεριά συνηθίζανε να τις βάζουνε στις εκκλησίες, όπως βρισκότανε η ζωγραφιά του Αντρούτσου, του πατέρα του Οδυσσέα, στο μοναστήρι της Μεταμορφώσεως στα Μετέωρα, κι’ άλλων οπλαρχηγών στην Ήπειρο και σε άλλα μέρη”.²⁸

Αναφέρει στη συνέχεια ο Κασομούλης πολλά ονόματα οπλαρχηγών που ηγήθηκαν στα προεπαναστατικά κινήματα, ανάμεσα στους οποίους μνημονεύει και τον Λάζο από τον Όλυμπο. Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στον παπα-Θύμιο τον Βλαχάβα και στον ηρωικό του θάνατο, όπως επίσης και στον Νίκο Τσιάρα, ο οποίος ξεμπαρκάρισε στο Λιτόχωρο με τριακόσιους άντρες, περικυκλώθηκε όμως από τον τουρκικό στρατό, μα πολέμησε σαν λιοντάρι και στο τέλος τους νίκησε και τους κυνήγησε. Για να επιταχύνει την εκδίωξή τους όρμησε απροφύλακτα εναντίον τους, τον πυροβόλησαν όμως θανάσιμα και τον πλήγωσαν “εις το υπογάστριον και εις τρία άλλα μέρη, ώστε να χυθούν τα έντερά του κατά γης· βαστών αυτά εις τας χείρας του, και επιστρέψας αταράχως εις το πλοιάριον, μετά μίαν ώραν εξεψύχησε. Απέθανεν ούτως ηρωικώς ο Νίκος Τσιάρας, τριάντα εξ ετών, εις το άνθος της ανδρικής του ηλικίας και άφησε την μεγαλυτέραν λύπην προς όλους τους συναδέλφους του, το 1807, περί τον Φεβρουάριον ή Μάρτιον. Άφησε την σύζυγον με μίαν θυγατέραν και έναν υιόν εις τα σπάργανα”. Και κλείνει ο Κόντογλου με τα εξής:

Τέτοιοι άντρες, απλοί και ταπεινοί που πεθάνανε
για της πατρίδος την ελευθερίαν
για του Χριστού την πίστην την αγίαν
με τέτοια απλά και αληθινά λόγια πρέπει να ιστορηθούν”.²⁹

6. Κοινωνική ή εθνικοθρησκευτική Επανάσταση;

Η αναφορά αυτή στα προεπαναστατικά κινήματα και στους οπλαρχηγούς, που σαν κλάδοι εβλάστησαν από την φύτρα του Βυζαντίου, και ξανάνθισε το δένδρο της Ρωμιοσύνης, μας οδηγεί συνειρμικά στην πρώτη παρεξήγηση και παρερμηνεία του Εικοσιένα, κυρίως από μαρξιστάς και αριστερούς ιστορικούς και διανοούμενους, οι οποίοι ισχυρίζονται πως δήθεν η Επανάσταση του 1821 δεν είχε εθνικοθρησκευτικό χαρακτήρα, δεν απέβλεπε δηλαδή στην εκδίωξη του αλλόθρησκου και αλλοεθνούς κατακτητού, δεν ήταν πόλεμος “για του Χριστού την πίστη την αγία, για της πατρίδος την ελευθερία”, αλλά είχε κοινωνικά και υλιστικά κίνητρα, ήταν μια κοινωνική επανάσταση, ένας εμφύλιος πόλεμος, των πτωχών εναντίον των πλουσίων, των λαϊκών τάξεων εναντίον των αρχόντων, Τούρκων και ντόπιων Κοτζαμπάσηδων, και ότι οι πρωταγωνιστές του αγώνος εμπνεύσθηκαν από τις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Για την τελείως ανιστόρητη αυτή, αντιεπιστημονική και ιδεολογικά κατασκευασμένη άποψη είναι τόσο βέβαιοι ώστε ισχυρίζονται πως όσοι δεν την δέχονται προδίδουν το εικοσιένα, όπως τιτλοφορεί το σχετικό βιβλίο του ο Γ. Βαλέτας Το προδομένο Εικοσιένα, με την διαφορά ότι η προδοσία επιστρέφει πίσω σ’ αυτούς που την εφεύραν. Δεν θα απαριθμήσουμε εδώ όσους εκπροσωπούν αυτήν την άποψη, η οποία συνοδεύεται μάλιστα και από αντιεκκλησιαστική αθεϊστική χροιά, με το επιχείρημα πως η Εκκλησία, ο κλήρος, δεν βοήθησαν την εξέγερση και ήταν με το μέρος των Τούρκων. Χρησιμοποιούν μάλιστα και το όνομα του πρωτομάρτυρος της ελευθερίας, του πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄, επικαλούμενοι τον γνωστό αναγκαστικό και διπλωματικό αφορισμό της Επαναστάσεως για το καλό των υποδούλων, τον οποίο μάλιστα σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες ο πατριάρχης κρυφά τον ακύρωσε σε κρυφή μυστική ακολουθία³º. Οι πιο γνωστοί ανάμεσα σ’ αυτούς τους στρατευμένους στην μαρξιστική ιδεολογία ιστορικούς είναι ο Γιάννης Κορδάτος και ο Γιάννης Σκαρίμπας, μεταξύ άλλων ευαρίθμων.

Οι Έλληνες όμως, όπως φάνηκε και από την μικρή μας αναφορά στα προεπαναστατικά κινήματα, δεν περίμεναν την Γαλλική Επανάσταση, για να αρχίσουν την εξέγερση εναντίον του αλλόθρησκου και αλλοεθνούς κατακτητού. Ο Κωνσταντίνος Νούσκας, στο μικρό αλλά περιεκτικό και δυνατό σε επιχειρήματα βιβλίο του Η πραγματική όψη του 1821,³¹ αριθμεί πάνω από τριάντα προεπαναστατικά κινήματα, στην συντριπτική τους πλειοψηφία πριν από την Γαλλική Επανάσταση, η οποία εκτός από ταξικό και κοινωνικό χαρακτήρα είχε και αντιχριστιανική και αθεϊστική χροιά με σφαγές κληρικών στην επαναστατική γκιλοτίνα. Ο αγώνας όμως του 1821 ήταν εθνικός και θρησκευτικός, των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων, του Σταυρού εναντίον της ημισελήνου, ευλογημένος μέσα σε εκκλησιές και μοναστήρια με πρωτοστάτες και μπροστάρηδες τους κληρικούς. Είναι αμέτρητες οι σχετικές πληροφορίες μέσα από τα ίδια τα κείμενα του αγώνος και έχουν συγκεντρωθή από την σχετική βιβλιογραφία· με αφθονία μάλιστα βρίσκει κανείς πολλές απ’ αυτές στο εξαιρετικό βιβλίο του αγαπητού συμμαθητού, συναδέλφου στην Θεολογική Επιστήμη, κ. Πέτρου Γεωργαντζή, λαμπρού εκπαιδευτικού και ιστορικού της Θράκης και ιδιαίτερα της πατρίδος του Ξάνθης, που έχει τον τίτλο Οι Αρχιερείς και το Εικοσιένα. Αντίδραση ή προσφορά;³²

Και μόνο η σαφέστατη γνώμη του θρυλικού γέρου του Μωριά, ανάμεσα από πάμπολλες άλλες άλλων αγωνιστών, αρκεί να συντρίψει το ιδεολογικό κατασκεύασμα των αριστερών ιστορικών και διανοουμένων. Λέγει λοιπόν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: “Η επανάσταση η ειδική μας δεν ομοιάζει με καμμίαν απ’ όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης οι επαναστάσεις είναι εναντίον των διοικήσεών των, είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο ιδικός μας πόλεμος ήταν ο πλέον δίκαιος, ήταν έθνος με άλλο έθνος”.³³ Και στον γνωστό λόγο του στην Πνύκα προς την σπουδάζουσα νεολαία μεταξύ άλλων είπε: “Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα…αλλ’ ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτόν τον σκοπόν και εκάμαμε την επανάσταση”.³⁴

Είναι τόσο αστήρικτο το ιδεολογικό κατασκεύασμα για τον κοινωνικό χαρακτήρα της Επανάστασης, που κύριο στόχο βέβαια έχει να πλήξει την Εκκλησία, τους κληρικούς, που δήθεν δεν βοήθησαν στον αγώνα, ώστε σοβαροί νεώτεροι αριστεροί ιστορικοί το έχουν απορρίψει. Μνημονεύουμε από αυτούς μόνον την γνώμη που εξέφρασε ο Λέανδρος Βρανούσης, κλείνοντας τις εργασίες σχετικού συμποσίου που έγινε στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1981 από το Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών (Κ.Μ.Ε.): “Άκουσα ότι έγινε λόγος χτες για τον εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα του εικοσιένα και θα είναι νομίζω θετικό απόκτημα, αν με τις εργασίες αυτού του Συμποσίου εδραιωθεί η διαπίστωση και παγιωθεί ο ορισμός ότι το εικοσιένα ήταν αγώνας πρώτιστα και βασικά εθνικοαπελευθερωτικός. Αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία. Σε αυτό έγκειται όλο το μεγαλείο του, γι’ αυτό και μόνο είναι σταθμός στην ιστορία, σύμβολο και οδηγός. Δόξα λοιπόν στο αθάνατο εικοσιένα”.³⁵ Υπάρχει μάλιστα και η πληροφορία, που την οφείλουμε στον ιστορικό και βαλκανιολόγο Αχιλλέα Λαζάρου, ότι ακόμη και ο Γιάννης Κορδάτος “διόρθωσε την αρχική του άποψη ότι η Επανάσταση του 1821 ήταν κοινωνική. Παραδέχτηκε ότι ήταν εθνική”.³⁶ Αυστηρότερος, αλλά αληθινός, ο γνωστός μας χριστιανός λογοτέχνης Γεώργιος Βερίτης είπε σχετικά: “Εκείνοι που ισχυρίστηκαν την θέση αυτή ή είχαν χάσει εντελώς την αίσθηση του γελοίου ή δεν ήλθαν ποτέ στην παραμικρή ψυχική επαφή με τους ήρωες του ΄21… Εποποιίες όπως του Αρκαδίου, της Αλαμάνας και της Γραβιάς. Ολοκαυτώματα όπως του Μεσολογγιού δεν βρίσκουν την δικαίωση, αλλ’ ούτε και τη γενεσιουργό τους αιτία παρά μονάχα στην πίστη στα μεγάλα ιδανικά”.

7. Η αρχαιοπληξία του Κοραή συνδέει το Εικοσιένα με την αρχαία Ελλάδα

Ας έλθουμε σε μία άλλη σημαντική πλευρά του θέματος που αλλοίωσε τον χαρακτήρα του Εικοσιένα και εξακολουθεί να τον αλλοιώνει μέχρι σήμερα. Πρόκειται για την προσπάθεια να συνδεθεί το ΄21 αμέσως με την αρχαία Ελλάδα, ωσάν να είχαν αποκοπή τελείως οι ρίζες του Ελληνισμού επί δύο χιλιάδες χρόνια, και οι Έλληνες είχαν εξαφανισθή από το προσκήνιο της ιστορίας ή ήσαν υπόδουλοι και στον Μ. Αλέξανδρο και στην Ελληνική αυτοκρατορία του Βυζαντίου, δουλεία που συνεχίστηκε και στην Τουρκοκρατία. Πρόκειται για τον ψευτοκλασσικισμό του Κοραή και των ομοφρόνων του, των οποίων η σημαντική προσφορά προς τα ελληνικά γράμματα μειώνεται από την διχαστική αυτή εθνοπροδοτική στάση και θεωρία, που εξαλείφει τον Μακεδονικό Ελληνισμό και την Ρωμιοσύνη του Βυζαντίου από την ιστορία του Ελληνισμού. Ευτυχώς βρέθηκαν οι μεγάλοι εθνικοί ιστορικοί Σπυρίδων Ζαμπέλιος και Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος που αποκατέστησαν την διαχρονική ιστορική ενότητα του Ελληνισμού. Παρά ταύτα, αυτή η αρχαιολατρεία ή μάλλον αρχαιοπληξία του Κοραή, που μας παραπέμπει στις παρόμοιες ουτοπικές προσπάθειες του Ιουλιανού του Παραβάτη και του Γεωργίου Πλήθωνος Γεμιστού, είχε και έχει δυσμενέστατες συνέπειες στην παιδεία και στον πολιτισμό του νέου ελληνικού κράτους μετά το 1821, αφού συνετέλεσε στην δημιουργία εχθρικού κλίματος εναντίον του Βυζαντίου, έθρεψε τον αντιβυζαντινισμό και ειρωνεύθηκε τον Βυζαντινισμό, και εξοβέλισε τα φωτισμένα και απαράμιλλα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας από την σχολική παιδεία, όπου κυριαρχικά διδάσκονται μόνο κείμενα αρχαίων Ελλήνων κλασσικών. Με ένα ιστορικό άλμα μας πήγε από τον 19ο αιώνα στον αιώνα του Περικλή, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη με ένα κενό ιστορίας 2.300 ετών. Είναι φοβερό να διαβάζεις όσα ο ίδιος ο Κοραής λέγει: “Ουαί, ουαί! Τέκνα μου αγαπητά, δυστυχείς απόγονοι των Ελλήνων. Εσυντρίφθη τέλος πάντων και ο ρωμαϊκός ζυγός και οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες εκρημνίσθησαν από του Βυζαντίου τον θρόνον. Αλλά τους εκρήμνισαν τίνες; Τύραννοι ασυγκρίτως και βαρβαρώτεροι και σκληρότεροι απ’ εκείνους”. Σε άλλο σημείο: “Οι Έλληνες έπαθαν δια τας διχονοίας των, την δυστυχεστάτην απ’ όλας τας πολιτικάς μεταβολάς, την στέρησιν της προγονικής αυτονομίας και ισονομίας, κ’ εδέθησαν εις τον ζυγόν των Ρωμαίων, όστις έμελλε να φέρη έπειτα τον βαρύτατον ζυγόν των Γραικορωμαίων αυτοκρατόρων και τελευταίον τον οποίον σήμερον απετινάξατε ανυπόφορον ζυγόν των Τούρκων”. Αλλού ειρωνεύεται τους απλοϊκούς Ορθοδόξους, αυτούς τους χυδαίους, όπως λέγει, “οι οποίοι δι’ άλλο δεν επιθυμούν την καταστροφήν των Τούρκων παρά δια να ακούσωσιν την λειτουργίαν εις τον ναόν της Αγίας Σοφίας”, εξευτελίζων δε τον Ιουστινιανό, τον κτίτορα της Αγίας Σοφίας, επιλέγει: “Α, Ιουστινιανέ, Ιουστινιανέ! Ήθελα να ξεύρω τίς ωνόμασε μέγαν τον Ιουστινιανόν τούτον”.³⁷

Αυτήν την πτώχευση της ιστορίας μας, το στένεμά της, τη μιζέρια των αρχαιοπλήκτων του Κοραή, που μέσα στην ιδεολογική τους τύφλωση βλέπουν μόνον τον Παρθενώνα και κλείνουν τα μάτια τους μπροστά στην Αγιά Σοφιά, την επεσήμαναν πολλοί στο παρελθόν και ο ομιλών. Καλύτερα από όλους θα μπορούσε να την παρουσιάσει η εκλεκτή ιστορικός και γραμματολόγος κ. Μαρία Μαντούβαλου, ειδική ερευνήτρια και γνώστρια του προσώπου και του έργου του Κοραή. Αντί για δική μου περαιτέρω ανάλυση διαβάζω σχετικό κείμενο του Γιώργου Θεοτοκά: “Φτωχός λοιπόν μας φαίνεται ο ζήλος των διανοητών που πασχίζουν να περιορίσουν την παράδοσή μας σ’ ένα μικρό διάστημα χρόνου, έξαφνα στις τρεις γενεές του 5ου αιώνα π.Χ. όσο κι αν είναι περίλαμπρη και καταπληκτική και μοναδική στην ιστορία του κόσμου η πνευματική συγκομιδή της κλασικής εποχής. Φτωχός και άγονος, γιατί στηρίζεται σε μια θεωρητική αφαίρεση, σε μια σύλληψη εργαστηριακή, αντίθετη στη ζωντανή πραγματικότητα του τόπου μας, που, εξόν από το πολύδοξο κλασικό ιδανικό, περιέχει, στη μνήμη της και στις κληρονομικότητές της, το θρύλο του Μεγαλέξανδρου, το απέραντο άνθισμα του ελληνιστικού κόσμου, την Ορθόδοξη Εκκλησία, τα χίλια χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τη μεγάλη της τέχνη, τον κοινοτικό μας πολιτισμό της Τουρκοκρατίας, τις περιπέτειες της Διασποράς, την Κλεφτουριά, τη δημοτική ποίηση, το Εικοσιένα, το καινούριο Κράτος με τους αγώνες του και τα παθήματά του, όλα αυτά δεμένα το ένα με το άλλο σ’ ενότητα οργανική”.³⁸

8. Η “Νέα Εποχή” του πολιτικού και θρησκευτικού Οικουμενισμού προδίδει το Βυζάντιο και το ΄21

Η προβληματική, διαιρετική και πτωχευμένη θεώρηση της ιστορίας από τον Κοραή και τους λοιπούς του ψευτοκλασσικισμού, η οποία εν πάση περιπτώσει ήταν πατριωτική, μολονότι κουτσούρευε και κολόβωνε τον πατριωτισμό, περιορίζοντάς τον μόνον στην αρχαία Ελλάδα, βρίσκεται σήμερα σε υποχώρηση, πιεζόμενη στη σχολική παιδεία και στον πολιτισμό, αλλά και ακόμη και στον χώρο της Εκκλησίας, από μία πολύ χειρότερη και καλά σχεδιασμένη θεωρία και πράξη της Νέας Εποχής, η οποία με την Παγκοσμιοποίηση και τον συγκρητισμό επιχειρεί να καταργήσει τα έθνη και τις πατρίδες, να γκρεμίσει τα όρια των θρησκειών και των ομολογιών και να οδηγήσει σε ένα παγκόσμιο κράτος, σε μία πανθρησκεία. Οι εκλεκτοί της Νέας Εποχής στελεχώνουν πλέον θέσεις κλειδιά στο κράτος και στην Εκκλησία, έχουν την ευθύνη των αναλυτικών προγραμμάτων και των σχολικών εγχειριδίων, νοθεύουν και διαστρέφουν την ιστορία και το ορθόδοξο μάθημα των Θρησκευτικών, το οποίο προσπαθούν να μεταβάλουν σε θρησκειολογικό, εξοβελίζουν τους Πατέρες της Εκκλησίας με την γνωστή “Μεταπατερική Θεολογία”, προστατευόμενοι από πολιτικά κόμματα και κυβερνητικούς αξιωματούχους, αλλά και από πατριάρχες, αρχιεπισκόπους και επισκόπους. Σε τι διαφέρει η βουλευτής Ρεπούση, που νοθεύει την ιστορία, από τον θεολόγο Γιαγκάζογλου, που πρωτοστατεί εδώ και χρόνια στην κατάργηση του Ορθοδόξου μαθήματος και στην μεταβολή του σε θρησκειολογικό, ενώ εξακολουθεί να έχει επιτελικές θέσεις στην Εκκλησία, κάτω από την προστατευτική ομπρέλα του αρχιεπισκόπου; Είχα εκφράσει παλαιότερα με άρθρο μου την λύπη και την πίκρα για την επιλεκτική στάση πολλών δικών μας διανοητών με εθνικές και πατριωτικές ευαισθησίες απέναντι στον Οικουμενισμό της Νέας Εποχής, τον οποίον καταδικάζουν, γιατί καταργεί τα εθνικά όρια, τις πατρίδες, αλλά σιωπούν για τον θρησκευτικό Οικουμενισμό της Νέας Εποχής επίσης,³⁹ ο οποίος γκρεμίζει τα όρια ανάμεσα στις θρησκείες και στις χριστιανικές ομολογίες, ως διαθρησκειακός και διαχριστιανικός Οικουμενισμός, εξισώνει την αλήθεια του Χριστού με τις άλλες θρησκείες που τις θεωρεί επίσης ως οδούς σωτηρίας και την Ορθόδοξη Εκκλησία με τις αιρέσεις του Παπισμού, του Προτεσταντισμού, των Μονοφυσιτών, τις οποίες θεωρεί ως αδελφές Εκκλησίες, συνδιαχειρίστριες της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Αν οι άλλες θρησκείες και το Ισλάμ αποτελούν οδούς σωτηρίας, γιατί ήλθε ο Χριστός στον κόσμο, ως αποκλειστική αλήθεια και ζωή; Και αν το Κοράνι έχει σωτηριολογική αξία και το μοιράζουν οι πατριάρχες μας ως δώρο εδώ και εκεί, τότε γιατί οι Άγιοι Νεομάρτυρες έχυσαν το αίμα τους για να μη δεχθούν το Κοράνι και εξισλαμισθούν, και γιατί οι ήρωες του ΄21 αγωνίσθηκαν μέχρις αίματος για να διώξουν τον αλλόθρησκο κατακτητή; Δεν αποτελούν αυτά προσβολή των Αγίων μαρτύρων, άρνηση της αποκλειστικότητος του Ευαγγελίου του Χριστού, και προδοσία του πνεύματος της Επαναστάσεως του Εικοσιένα που έγινε πρώτα για του Χριστού την πίστη την Αγία και έπειτα για της πατρίδος την ελευθερία;⁴º

Αν ο Παπισμός και οι άλλες αιρέσεις είναι εκκλησίες αληθινές, είχαν τότε άδικο ο Μ. Φώτιος, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Μάρκος Ευγενικός, όλος ο ορθόδοξος λαός που απέρριψε την σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, οι Άγιοι Κολλυβάδες, οι αγιασμένοι σ’ αυτήν την παράδοση Αρματωλοί και Κλέφτες και οι αγωνιστές του αγώνα. Χωρίς αυτούς όμως και ο εξισλαμισμός θα είχε επιτευχθή και ο εκλατινισμός μας· θα είχαμε τουρκέψει και φραγκέψει όλοι, και δεν θα υπήρχε ούτε το Εικοσιένα, ούτε ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία, για να τους εκπροσωπούν αναξίως πολιτικοί και εκκλησιαστικοί ηγέτες.

Επίλογος

Έθιξα ήδη με βάση τις διαπιστώσεις κοινωνιολόγων και πολιτειολόγων ότι η Ελλάδα μετά το 1821 έχει δεχθή, με ελάχιστες αντιδράσεις, τον εκδυτικισμό της, έχει σχεδόν πλήρως φραγκέψει· εγκατέλειψε τον δικό της πολιτισμό για την αναβίωση του οποίου έγινε το Εικοσιένα. Μετά την δολοφονία του μόνου άξιου κυβερνήτη, του Ιωάννου Καποδίστρια, και τον παραμερισμό μέχρι διωγμού και φυλακίσεων των αγωνιστών, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τον Κολοκοτρώνη και τον Μακρυγιάννη, το Εικοσιένα προδόθηκε, και η προδοσία αυτή κορυφώνεται και ολοκληρώνεται σήμερα με την πλήρη ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Την δουλεία στους Τούρκους την ανταλλάξαμε με την δουλεία στους Φράγκους. Ας συμμερισθώ τελειώνοντας την αισιοδοξία του Ίωνος Δραγούμη, ο οποίος πιστεύει ότι και “Ένας Έλλην νάμενε και όλοι οι άλλοι να πέθαιναν και να ήρχονταν Σουηδοί ή Ιρλανδοί ή Αιγύπτιοι να κατοικούσαν στην Ελλάδα, στα νησιά και στη λεκάνη του Αιγαίου, θα γίνονταν Έλληνες. Ο ένας ζωντανός Έλλην θα τους μάθαινε τη γλώσσα, ο ελληνισμός του θα μοιράζονταν σ’ όλους, θα χύνονταν επάνω τους και κείνοι θα τον έπιναν σιγά-σιγά όπως η γη πίνει το νερό ή το στουπόχαρτο, το μελάνι”.⁴¹ Η ακατάλυτη ελληνική φύτρα του Κόντογλου, ας ελπίσουμε ότι θα διασωθεί και στη νέα αυτή περίοδο σκλαβιάς που είναι όπως έλεγε πολύ χειρότερη, γιατί δεν βρισκόμαστε μπροστά σε φανερούς εχθρούς, αλλά σε ήπιους και μαλακούς, σε κρυφοδαγκανιάρηδες. Ας ελπίσουμε ότι ο Θεός θα αναδείξει κάποιους σαν τον Μ. Φώτιο, τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, τον Άγιο Μάρκο Ευγενικό, τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, τους Αγίους Κολλυβάδες, νέους Κλέφτες και Αρματωλούς, Κολοκοτρωναίους, Παπαφλέσσες, Διάκους, Ανδρούτσους, Καραϊσκάκηδες, Μακρυγιάννηδες και Καποδίστριες, νέες Σουλιώτισσες και Μπουμπουλίνες. Χρειάζεται πολλή δουλειά για την λαϊκή αφύπνιση. Λίγο πριν την άλωση ο Γεννάδιος Σχολάριος λειτουργούσε ως ξυπνητήρι· “Ἐξυπνίσαι την πόλιν ἃπασαν δεινῶς ὑπνώττουσαν και το δεινόν ἐπιόν οὐκ αἰσθανομένην”.⁴² “Με λένε ξυπνητήρι και μ’ αρέσει αυτό το όνομα” γράφει ο Ίων Δραγούμης· “Ξυπνώ κάθε ύπνο, ανακατώνω κάθε στάχτη και βγάζω κάθε πνοή κουρασμένη και παίζω κάθε χορδή σιωπηλή. Ξυπνώ, ξυπνώ, ξυπνώ”.⁴³ Να γίνουμε όλοι ξυπνητήρια, σαν αυτό που χτυπά εδώ στη Ράχη πάνω από είκοσι χρόνια, για να μη προχωρήσει περισσότερο η νέα άλωση και για να ολοκληρωθεί το ανολοκλήρωτο Εικοσιένα του π. Γεωργίου Μεταλληνού, το αγιασμένο και πολυπροδομένο, όπως παρουσιάσαμε.⁴⁴

Ο Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης είναι Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ.

 


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε σε πολυτονικό σύστημα στη σειρά Καιρός. Θέματα Εκκλησιαστικής Επικαιρότητος, αρ. 22, Θεσσαλονίκη, 2015, 55 σελ. Διατηρήθηκε η αρχική ορθογραφία.

¹ Οράτιος: “Graecia capta ferum victorem cepit et artes intruit agresti Latio” (= “Η Ελλάς κατακτηθείσα κατέκτησε τον άγριον νικητήν και εισήγαγε τας τέχνας εις το αγροίκον Λάτιον”). Ιουβεννάλιος: “Non possum fere, Quirites, graecam urbem” (= “Δεν δύναμαι να ανεχθώ, πολίται, ελληνικήν την πόλιν”, εννοώντας την εξελληνισθείσα Ρώμη).

² Βλ. Το άρθρο “Η ακατάλυτη ελληνική φύτρα”, στο βιβλίο του Η Πονεμένη Ρωμιοσύνη, σελ. 270.

³ Βλ. Στιχηρό μικρού εσπερινού 29ης Ιουνίου, εορτής των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου: “Ἒδωκας καυχήματα τῇ Ἐκκλησίᾳ φιλάνθρωπε, τούς σεπτούς Ἀποστόλους σου, ἐν ᾗ ὑπερλάμπουσι νοητοί φωστῆρες, Πέτρος τε και Παῦλος, ὣσπερ ἀστέρες λογικοί τήν οἰκουμένην περιαυγάζοντες, δι’ ὧν ἐφωταγώγησας τήν δυτικήν ἀμαυρότητα, Ἰησοῦ παντοδύναμε, ὁ Σωτήρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν”.

⁴ Για την θαυμαστή αυτή πολιτιστική άνθηση βλ. Μεταξύ άλλων και Πρωτοπρεσβύτερου Θεοδώρου Ζήση, Θεολόγοι της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 1997, σελ. 206ε.

⁵ Την ορολογία “ενωτικοί” και “ανθενωτικοί” την παραλάβαμε από τους δυτικούς ιστορικούς και θεολόγους, οι οποίοι ως ένωση εννοούν την ενσωμάτωση και υποταγή των Ορθοδόξων στον πάπα. Σ’ αυτήν την κακή ένωση όντως αντέδρασαν ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και πολλοί άλλοι, που χαρακτηρίζονται αρνητικά ως ανθενωτικοί. Εκτός όμως από την κακή ένωση υπάρχει και η καλή ένωση, η συνδεδεμένη με την αλήθεια, που προϋποθέτει την αποκήρυξη των καινοτομιών και των αιρέσεων εκ μέρους του Παπισμού και την επιστροφή των Λατίνων εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν. Από της πλευράς αυτής, της ορθοδόξου, ενωτικοί, υπέρ της αληθούς δηλαδή ενώσεως, είναι ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, οι προ αυτού, οι συν αυτῴ και οι μετ’ αυτόν Άγιοι Πατέρες, και ανθενωτικοί, εναντίον της αληθούς ενώσεως, ο Βησσαρίων και η παρέα του. Επομένως οι Ορθόδοξοι δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε το “ενωτικοί” και “ανθενωτικοί” των Δυτικών, αλλά το Λατινόφρονες και Ορθόδοξοι.

⁶ Βλ. σχετικώς Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Ἑπόμενοι τοῖς Θείοις Πατράσι. Αρχές και κριτήρια της Πατερικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη, 1997, το κεφάλαιο “Οι Τρεις Ιεράρχαι και η πνευματική πορεία του Γένους”, σελ. 77ε.

⁷ Για τη μεγάλη προφητική αυτή μορφή του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας βλ. Την μονογραφία Θεοδώρου Ζήση, Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος. Βίος – Συγγράμματα – Διδασκαλία, Θεσσαλονίκη, 1988. Πρώτη έκδοση 1980.

⁸ Ν. Iorga, Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο, Αθήνα 1985, εκδ. Gutenberg.

⁹ Από τον Δωδεκάλογο του Γύφτου, “Ερχομός”:
Και ήταν πέρα κάπου σε μια γη,
σε πηγή λαών και χρόνων·
και ήτανε στη Θράκη.
Και ήταν όπου κόσμου αντίμαχοι
με την ίδια ερωτόπαθη μανία
ν’ αγκαλιάσουνε λαχτάριζαν
την πανώρια Βοσπορίτισσα, τη μία,
και κατάλαμπρα ντυμένοι καταστάλαζαν
και φιλούσανε τα χώματα
και τα πόδια της πατούσαν·
σαν ακρίδες πέφταν οι λαοί,
μέλισσες εκεί οι λαοί πετούσαν.
Και ήτανε η πανώρια, δυο γιαλών
αφροκάμωτη νεράιδα,
κι ήσουν εσύ Πόλη ω Πόλη!
Και ήτανε της γης το περιβόλι,
και ήταν όπου σε μία δόξα
των Εθνών εταίριαζαν οι πόλοι,
και ήταν όπου από τα πέρατα του κόσμου
βάρβαροι δυσκολοταίριαστοι
στη Ρωμαία των Κωνσταντίνων
πολεμούσαν κάτω από το λάβαρο των Ελλήνων.”

¹º Ολόκληρο το ποίημα για την “Κόκκινη Μηλιά”, βλ. εις Χαριλάου Αθανασιάδου, Η Μεγάλη Ιδέα, Αθήναι, 1977, σελ. 152.

¹¹ Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, μητροπολίτου Φλωρίνης, Κοσμάς ο Ατωλος, Αθήναι, 2005, εκδ. “Ο Σταυρός”, σελ. 342-343, υποσημ. 111.

¹² Για τη μετά το 1821 αληθινή άλωση βλ. εις Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Επόμενοι τοις Θείοις Πατράσι, Θεσσαλονίκη, 1997, το κεφάλαιο “Η αληθινή άλωση”, σελ. 136εε.

¹³ Δ. Τσαούση, “Ελληνισμός και Ελληνικότητα” εις Ελληνισμός-Ελληνικότητα, Ιδεολογικοί και βιωματικοί άξονες της νεοελληνικής κοινωνίας, Αθήναι, 1982, εκδ. Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, σελ. 24.

¹⁴ Κ. Τσουκαλάς, “Παράδοση κει Εκσυγχρονισμός: Μερικά γενικότερα ερωτήματα” εις Ελληνισμός-Ελληνικότητα, ενθ’ανωτ., σελ.38.

¹⁵ Χρ. Ροζάκης, “Η Ελλάδα στο διεθνή χώρο”, εις Ελληνισμός-Ελληνικότητα, ενθ’ανωτ., σελ. 110-111.

¹⁶ Πρωτοπρεσβύτέρου Θεοδώρου Ζήση, Φραγκέψαμε. Η ευρωπαϊκή μας αιχμαλωσία, Θεσσαλονίκη, 1994.

¹⁷ Φώτη Κόντογλου, Η πονεμένη Ρωμιοσύνη, Αθήναι, 1984, Εκδοτικός οίκος “Αστήρ”. Σελ. 270.

¹⁸ Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος, ένθ’ ανωτ., σελ 31ε.

¹⁹ Αυτόθι σελ. 176ε. Και μόνο το χωρίο που παραθέτουμε στη συνέχεια ανάμεσα από πολλά άλλα, συντρίβει τα μυθεύματα περί μοιρολατρικής δήθεν αντιμετωπίσεως του κινδύνου εκ μέρους του Σχολαρίου και αποθαρρύνσεως του λαού: “ Ἐξυπνίσαι την πόλιν ἅπασαν δεινῶς ὑπνώττουσαν καί τό δεινόν ἐπιόν οὐκ αἰσθανομένην, οὗ τήν ἀπαλλαγήν καί σώμασι καί χρήμασι καί πᾶσι τρόποις ἐξωνησάμενοι ἄν ὡς οἱ ἀπανταχοῦ σωφρονοῦντες, τοῖς μέν ἐντρυφῶσιν ὡς ἀπόνως σφίσι σωθησομένοις, σκιαῖς δέ τισι, καί μύθοις ὑπερορίοις τήν σωτηρίαν πιστεύουσιν, ὧν το μάλιστα προὒργου ἡ μετά τήν προδοσίαν τῆς ἀληθείας ἐκ τῶν παπικῶν χρημάτων ἐλπίς ἐστιν”. Άπαντα IV, 499. Περισσότερα για τη στάση του Γενναδίου πριν από την άλωση και κατ αυτήν βλ. εις Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, “Η άλωση της Πόλης κατά τον Γεννάδιο Σχολάριο”, Θεοδρομία 8 (2006) 219εε.

²º Το κείμενο του ελεγκτικού λιβέλλου, εξαιρετικό και παραδειγματικό κείμενο ορθοδόξου ομολογίας και παρρησίας, το οποίο διέστρεψε ο λατινόφρων ιστορικός Δούκας για να διαβάλει τον Γεννάδιο, δείχνει ότι όχι μόνο δεν επηρέαζε τον λαό τους τελευταίους μήνες προ της αλώσεως, αλλά εκινδύνευε ο ίδιος από τον λαό, που περίμενε την σωτηρία από την παπική βοήθεια, όπως τον είχαν πείσει οι άρχοντες βλ. εις Άπαντα ΙΙΙ, 165-166 και εις Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, “Η άλωση της Πόλης κατά τον Γεννάδιο Σχολάριο”, Θεοδρομία 8 (2006) 234-235.

²¹ Άπαντα Ι, 182.

²² Βλ. από το έργο του Κεφάλαια επτάκις επτά το κεφ. ΜΣΤ΄ “Περί των επιτεθέντων ημιν δεινών και τις ο τούτων σκοπός”, εις Ιωσήφ Μοναχού του Βρυέννιου, Τα Παραλειπόμενα, τομ. Γ., σελ. 126-132, εκδ. Βας. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη, 1991. Σχετικώς βλ. και Αρχιμ. Φιλοθέου Ζερβάκου, “Ο πρώτος μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως πατριάρχης Γεννάδιος ο Σχολάριος και ο τούτου διδάσκαλος Ιωσήφ Βρυέννιος Μοναχός”, εις Θεοδρομία 8 (2006) 252ε.

²³ Βλ. Πολιτιστικός Σύλλογος Ράχης Πιερίας “Τα Πάτρια”, ΙΓ΄ Πάτρια, Άγιος Κοσμάς ο ΑιτωλόςΠροσφορά στην Εκκλησία και το Γένος, Πρακτικά Δ΄ Επιστημονικού Συνεδρίου (Ράχη, 14 Οκτωβρίου 2000).

²⁴ Το Ιερό Κοινόβιο του Οσίου Νικοδήμου στον Πεντάλοφο Παιονίας (Γουμένισσα) οργάνωσε δυο επιστημονικά συνέδρια, το Α΄ στις 21-23 Σεπτεμβρίου 1999, του οποίου τα Πρακτικά εξεδόθησαν σε δυο τόμους, και το B; στις 3-5 Σεπτεμβρίου 2009, του οποίου τα Πρακτικά εξεδόθησαν σε ένα τόμο, όπου θα βρει κανείς παλαιά και νεώτερη βιβλιογραφία. Για τον Άγιο Κοσμά την μέχρι το 1973 βιβλιογραφία καλύπτει το έργο του Κώστα Σαρδελή, Αναλυτική βιβλιογραφία Κοσμά του Αιτωλού (1965-1973), ενώ υπάρχουν και πολλές έκτοτε μελέτες που πρέπει να καταγραφούν σε συμπληρωματική βιβλιογραφία. Για τον Άγιο Μακάριο Νοταρά, ενημερωμένες βιβλιογραφικά είναι οι νεώτερες μελέτες των Στ. Παπαδόπουλου, Άγιος Μακάριος ΚορίνθουΟ Γενάρχης του Φιλοκαλισμού, Αθήνα, 2000 και Αντ. Χαροκόπου, Ο Άγιος Μακάριος Νοταράς, Μητροπολίτης Κορίνθου (1731-1805), Αθήνα, 2001. Για τον Άγιο Αθανάσιο Πάριο βλ. τις εισηγήσεις που ανακοινώθηκαν σε συνέδριο της Πάρου, εις Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου “Η Εκατονταπυλιανή και η Χριστιανική Πάρος”, Πάρος, 1998 και Χρ. Αραμπατζή, Αθανασίου του Παρίου Βιβλιογραφικά, Θεσσαλονίκη, 1998.

²⁵ Κωστα Σαρδελή, Το Συναξάρι του Γένους, Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, Αθήνα, σελ. 212.

²⁶ Βλ. Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, μητροπολίτου Φλωρίνης, Κοσμάς ο Αιτωλός, ένθ’ ανωτ., σελ. 286: “Ο αντίχριστος είνε· ο ένας είνε ο Πάπας και ο έτερος είναι αυτός οπού είνε εις το κεφάλι μας, χωρίς να ειπώ το όνομά του· το καταλαμβάνετε”. Επίσης σελ. 348/90: “Τον πάπαν να καταράσθε, διότι αυτός είναι η αιτία”.

²⁷ Αυτόθι, σελ. 154 και Ιωάννου Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού ΔιδαχέςΦιλολογική μελέτη-Κείμενα, Αθήνα, εκδ. “Τήνος”, σελ. 269-270. Στο κείμενο που εκδίδει ο Μενούνος μνημονεύεται και η “Κόκκινη Μηλιά”: “Και διατί δεν ήφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα, οπού ήτον τόσα ρηγάτα εδώ κοντά να τους δώση, μόνον ήφερε τον Τούρκον μέσαθε από την Κόκκινη Μηλιά, και του το εχάρισε;”.

²⁸ Φώτη Κόντογλου, Πονεμένη Ρωμιοσύνη, στο κεφάλαιο “Η ακατάλυτη ελληνική φύτρα”, σελ. 272.

²⁹ Αυτόθι, 273-274.

³º Σχετικώς βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ στη συνείδηση του Γένους, Θεσσαλονίκη, 1986, εκδ. Αφών Κυριακίδη. Του αυτού, Ιεράρχες Εθνάρχες, Θεσσαλονίκη, 2003, σελ. 34ε.

³¹ Κωνσταντίνου Νούσκα, Υποστρατήγου ε.α., Η πραγματική όψη του 1821, εκδ. “Λυδία”, Θεσσαλονίκη, 1987, σελ. 24ε.

³² Πέτρου Γεωργαντζή, Οι Αρχιερείς και το Εικοσιένα. Αντίδραση ή προσφορά;, Ξάνθη, 1985. Πλούσιο υλικό από τις πηγές υπάρχει επίσης στο βιβλίο: Κείμενα Πίστεως και ελευθερίας (Αυθεντικαί μαρτυρίαι επωνύμων και ανωνύμων Ελλήνων περί της Εθνεγερσίας του 1821, επιμ. Ηλ. Β. Οικονόμου, Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι, εκδ. περιοδικού Εκκλησία.

³³ Θ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής, “Πάπυρος Πρες”, Αθήναι, σελ. 159.

³⁴ Βλ. Γεωργίου Τερτσέτη, Άπαντα, Αθήναι, 1953, τόμ. Γ΄, σελ. 255.

³⁵ Βλ. εις Πέτρου Γεωργαντζή, ενθ’ ανωτ., σελ. 241.

³⁶ Βλ. Χριστιανική Ένωσις Εκπαιδευτικών Λειτουργών, Η Εθνική μας ταυτότητα, Αθήναι, 1985, σελ. 42.

³⁷ Βλ. περισσότερα και πηγές εις Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Επόμενοι τοις Θείοις Πατράσι, σελ. 88-90.

³⁸ Βλ. Η Ελληνική Παράδοση, Αθήνα, 1979, Ευθύνη. Κείμενα της Μεθορίου 2, σελ. 51.

³⁹ Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, “Πολιτικός και Θρησκευτικός Οικουμενισμός”, Θεοδρομία 9 (2007), σελ. 3-9.

⁴º Περισσότερα εις Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Διαθρησκειακές Συναντήσεις: Άρνηση του Ευαγγελίου και προσβολή των Αγίων Μαρτύρων, Θεσσαλονίκη, 2003.

⁴¹ Ίων Δραγούμης, Ο Ελληνισμός μου και οι Έλληνες, εκδ. Ελεύθερη Σκέψη, Αθήναι 1984, σελ. 3.

⁴² Βλ. υποσημ. 19 παρούσης μελέτης.

⁴³ Ίων Δραγούμης, Αυτόθι 15.

⁴⁴ π. Γεωργίου Μεταλληνού, Παράδοση και αλλοτρίωση, Αθήνα, 2001. Υπάρχει κεφάλαιο με τίτλο “Το ανολοκλήρωτο ‘21”. Του αυτού, 1821, η κορύφωση της ιστορικής πορείας του Ελληνικού Έθνους, εκδ. “Ορθόδοξος Κυψέλη”, Θεσσαλονίκη, 2011.

 Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης: Το Αγιασμένο και Προδομένο Εικοσιένα – Clio Turbata