ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021

Ἡ μακαρία Ὑπακοή

 ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

Πολλοὶ θὰ ἔχουμε ἀναρωτηθῆ τί εἶναι ὑπακοὴ καὶ ποιὰ εἶναι ἡ ἀξία της.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος (30 Μαρτίου) ἀναφέρει ὅτι: «Οἱ πατέρες ὠνόμασαν τὴν ψαλμῳδία ὅπλο, τὴν προσευχὴ τεῖχος, τὰ καθαρὰ δάκρυα λουτρό, ἐνῷ τὴν μακαρία ὑπακοὴ τὴν χαρακτήρισαν ὡς μαρτύριο. Χωρὶς αὐτὴν κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐμπαθεῖς δὲν θὰ κατορθώση νὰ ἰδῆ τὸν Κύριο».

  • Διαβάζουμε στὸν Εὐεργετινό:

Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν Γέροντα:

– Κάνω ὅλα τὰ καθήκοντά μου στὸ κελλί μου καὶ δὲν λαμβάνω καμμία παρηγοριὰ ἀπὸ τὸν Θεό.

– Αὐτὸ σοῦ συμβαίνει, διότι καταπιέζεις τὸν ἑαυτόν σου, ἐνῷ ἀκόμη εἶσαι ἄπραγος (δὲν ἔχεις δοκιμασθῆ) καὶ θέλεις νὰ γίνη τὸ θέλημά σου.

– Τί λοιπόν, Πάτερ, μοῦ λέγεις νὰ κάνω;

– Πήγαινε, προσκολλήσου σὲ ἄνθρωπο, ποὺ φοβεῖται τὸν Θεό, ταπεινώσου σὲ αὐτὸν ἀπορρίπτοντας τελείως τὸ θέλημά σου, καὶ τότε θὰ δοκιμάσης τὴν ἐκ Θεοῦ παρηγορία.

  • Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης Ἐπίσκοπος Κολωνίας εἶχε δύο μαθητάς, ποὺ ὀνομάζονταν Θεόδωρος καὶ Ἰωάννης. Τοὺς ἔστειλε ὁ Ὅσιος γιὰ κάποια ὑπόθεση στὴν πόλη Λιβάδια, ποὺ βρίσκεται πέραν τοῦ Ἰορδάνου.

Κάποιοι περαστικοὶ τοὺς εἶπαν ὅτι στὸ δρόμο ποὺ θὰ πήγαιναν ὑπάρχει ἕνα ἐπικίνδυνο λιοντάρι.

Αὐτοὶ ὅμως θέλοντας νὰ ὑπακούσουν στὸν Γέροντά τους καὶ ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στὶς εὐχές του προχωροῦσαν ἀμέριμνοι. Ξαφνικὰ τοὺς ἐπιτέθηκε τὸ λιοντάρι καὶ τοὺς τρόμαξε.

Ἀμέσως ὅμως εἶδαν ἀνάμεσά τους τὸν Ὅσιο Ἰωάννη, νὰ τοὺς ἀφαιρῆ τὴν δειλία καὶ νὰ τοὺς δίνη θάρρος. Τὸ λιοντάρι, σὰν νὰ τὸ κτύπησε κάποιος μὲ μαστίγιο, ἔφυγε, καὶ οἱ ἀδελφοὶ ἔφθασαν στὸν προορισμό τους. Ὅταν ἐπέστρεψαν, προτοῦ ποῦν στὸν Ὅσιο τί τοὺς συνέβη, ἐκεῖνος τοὺς εἶπε:

«Οἴδατε πῶς βρέθηκα μαζί σας στὴν ἀνάγκη, ποὺ περάσατε; ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ἔκανα πολλὴ προσευχὴ στὸν Θεὸ γιὰ σᾶς. Καὶ νά, ἔκανε ἔλεος».

*  *  *

Ἔλεγαν κάποτε γιὰ δύο ἀδελφούς, ποὺ πῆγαν σὲ ἕνα Μοναστήρι νὰ μονάσουν, ὅτι ὁ ἕνας προτίμησε τὴν ἄσκηση, ἐνῷ ὁ ἄλλος τὴν ὑπακοή.

Αὐτὸς ποὺ προτίμησε τὴν ὑπακοή, ἔδειξε μεγάλη προθυμία καὶ ζῆλο, γι’ αὐτὸ ὅ,τι τοῦ ἔλεγε ὁ πνευματικός του πατέρας τὸ ἔκανε ἀδιάκριτα. Πολλὲς φορὲς ἐκεῖνος τὸν δοκίμαζε καὶ τοῦ ἔλεγε «φᾶγε τὸ πρωΐ» καὶ ἔτρωγε. Ἄλλοτε πάλι «μὴ φᾶς μέχρι τὸ βράδυ» καὶ ἔτσι ἔκανε. Καὶ γενικὰ τὰ πάντα ἐκτελοῦσε μὲ μεγάλη χαρά. Ἔτσι γιὰ τὴν ὑπακοή του ἐθαυμάζετο ἀπὸ ὅλους τοὺς Μοναχοὺς τοῦ Μοναστηριοῦ.

Ὅταν ὁ ἀδελφός του εἶδε τὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ ἀδελφοῦ του, τὸν φθόνησε καὶ εἶπε μέσα του. «Θὰ τὸν δοκιμάσω, ἂν ἔχη πραγματικὴ ὑπακοή».

Ἦλθε λοιπὸν στὸν Ἡγούμενο καὶ τοῦ λέγει: «Στεῖλε τὸν ἀδελφό μου σὲ μένα, γιὰ νὰ πᾶμε κάπου, ὅπου εἶναι ἀνάγκη». Πράγματι ὁ Ἡγούμενος ἐπέτρεψε στὸν ὑποτακτικό του νὰ πάη.

Μόλις οἱ ἀδελφοὶ ἔφθασαν στὸ ποτάμι, ποὺ ἦταν γεμάτο κροκόδειλους, λέγει ὁ ἀσκητὴς στὸν ἀδελφό του: «Κατέβα στὸν ποταμὸ καὶ πέρασε».

Πράγματι ὁ ὑπάκουος ἀδελφὸς κατέβηκε καὶ τὸν πλησίασαν οἱ κροκόδειλοι καὶ ἔγλειφαν τὸ σῶμα του, χωρὶς καθόλου νὰ τὸν πειράζουν.

Ὅταν ὁ ἀσκητὴς εἶδε αὐτὸ τοῦ εἶπε: «Ἀνέβα ἀπὸ τὸ ποτάμι».

Καὶ πράγματι ἀνέβηκε χωρὶς καμμία βλάβη νὰ πάθη.

Ἀργότερα, ἐνῷ περπατοῦσαν, βρίσκουν στὸν δρόμο πεσμένο ἕνα νεκρό, ποὺ ἦταν γυμνός καὶ εἶπε ὁ ἀσκητής: «Νὰ εἴχαμε κανένα παλιὸ ροῦχο νὰ τὸν σκεπάσουμε».

Ὁ ἀδελφός τῆς ὑπομονῆς εἶπε: «Ἂς προσευχηθοῦμε καλύτερα μήπως μᾶς ἀκούση ὁ Θεὸς καὶ ἀναστηθῆ».

Ἄρχισαν νὰ προσεύχωνται. Μετὰ ἀπὸ τὴν προσευχή, ἀνεστήθη ὁ νεκρός.

Ὁ ἀσκητὴς ἐκαυχᾶτο καὶ ἔλεγε ὅτι χάρις στὴν ἄσκησή του ἀνεστήθη ὁ νεκρός. Ὁ Θεὸς ὅμως φανέρωσε ὅλα τὰ γεγονότα στὸν Ἡγούμενο. Ὅταν λοιπὸν ἐπέστρεψαν στὸ Μοναστήρι, εἶπε ὁ Ἡγούμενος στὸν ἀσκητή: «Γιατί μὲ τόσο ἐπικίνδυνο τρόπο δοκίμασες τὸν ἀδελφό σου στὸν ποταμό; Μάθε λοιπὸν ὅτι διὰ τὴν ὑπακοή του ἀνεστήθη ὁ νεκρός».

  • Ἀναφέρεται τὸ ἑξῆς χαρακτηριστικό περιστατικὸ μὲ τὸν Ἅγιο Ἰάκωβο Τσαλίκη: «Ὅταν κάποιος ἀδελφὸς ἔκανε ἀνυπακοή, ὁ Γέροντας Ἰάκωβος μὲ πολλὴ διάκριση καὶ ταπείνωση τοῦ εἶπε:

– Ἐφόσον δὲν ὑπακούεις ἐσὺ στὸν Γέροντα, θὰ ὑπακούσω ἐγὼ στὸν ὑποτακτικό.

Μετὰ γιὰ νὰ σωφρονισθῆ ὁ ἀδελφός, τὸν κράτησε μιὰ – δυὸ ἡμέρες σὲ ἀπόσταση. Ὅταν ὁ ὑποτακτικὸς τὸν συνάντησε τοῦ εἶπε:

– Εὐλογεῖτε, Γέροντα, τὴν εὐχή σας, τί κάνετε;

– Καλὰ εἶμαι, πάτερ μου, ἀγωνίζομαι τὸν θεῖο ἀγῶνα.

Καὶ ἄλλη κουβέντα δὲν εἶπε.

Ὅταν πέρασαν τρεῖς μέρες τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας:

– Πάτερ μου, μὲ συγχωρεῖτε ποὺ αὐτὲς τὶς μέρες σᾶς εἶχα σὲ ἀπόσταση. Ἀλλὰ εἶμαι καὶ Ἡγούμενος καὶ ἔχω εὐθύνη καὶ πρέπει νὰ σᾶς νουθετήσω. Ζητῶ συγγνώμη».