«Καί γίνεται λαῖλαψ ἀνέμου μεγάλη,
τά δέ κύματα ἐπέβαλλεν εἰς τό
πλοῖον, ὥστε ἤδη αὐτό βυθίζεσθαι»
(Μαρκ. 4,37)
Είναι έκδηλο χαρακτηριστικό του ανθρώπου να προσεγγίζει αυτός τον Θεό, σε στιγμές πόνου, φτώχειας, φόβου, καταδίωξης και γενικής ψυχικής αδυναμίας. Την ανεμελιά και την αλαζονεία της άνευρης ζωής, που την διαχειρίζεται μέσα στο πνεύμα της Γολιαθικής έπαρσης, όταν την διαδεχθεί ο ουσιαστικός και αναπόφευκτος κίνδυνος, τότε ο άνθρωπος φωνάζει· «πού είσαι Χριστέ μου, δεν σε νοιάζει που χάνομαι και εσύ απουσιάζεις»; Νωρίτερα όμως ο ίδιος ο Θεός τον είχε προσκαλέσει αναζητώντας τον στο πρόσωπο του προπάτορά μας· «Ἀδάμ ποῦ εἶ;»
Σε αυτή την περίπτωση λοιπόν εμφαίνεται μία τυπική πίστη, που μέσα της υποκρύπτει τον φόβο, το συμφέρον και προσεγγίζει σαν μία ταπεινή συναλλαγή προκειμένου να επιφέρει συμβιβασμό με τον Θεό, αρκεί να διασώσει το τομάρι του ο άνθρωπος. Αυτό το σώμα, την ύλη, που δεσπόζει πάντοτε ψηλά στο στερέωμα της ζωής σαν ορόσημο και επισκιάζει κυριαρχικά το πνεύμα.
Κι όμως ο Θεός μέσω εκρύθμων καταστάσεων επιδιώκει να φέρει το άτακτο παιδί του, τον άνθρωπο, κοντά του, για να τον διαφυλάξει από χειρότερα. Αυτό το μήνυμα θέλει να περάσει ο Χριστός μέσω της περικοπής του ευαγγελιστή Μάρκου, όπου η θαλασσοταραχή αναστατώνει τους μαθητές του. Ο Χριστός ίσως για πρώτη φορά στην επί γης πορεία του «συλλαμβάνεται» καθεύδων. Ο μέγας κήρυκας της εγρηγόρσεως και του πνευματικού αγώνος, «κοιμάται». Κι όμως το κήρυγμα του ήταν· «γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε ποία ὥρα ὁ Κύριος ὑμῶν ἔρχεται» (Ματ. 24,42).
Ο ίδιος είχε επιστήσει την προσοχή στον Πέτρο και στους δύο γιούς του Ζεβεδαίου στον κήπο της Γεθσημανή· «μείνατε ὧδε καί γρηγορεῖτε μετ’ ἐμοῦ» (Ματ. 26,39). Μείνατε εδώ στην σκοπιά σας άγρυπνοι και με όπλο την προσευχή φυλάξτε εμένα, που βαδίζω στον σταυρό μου, αλλά προπάντων τους αδύναμους εαυτούς σας. Αυτός ο ύπνος αποτελούσε την προτύπωση της καταστροφής που έπεται, λόγω αδράνειας και ψυχικής ολιγωρίας. Ό,τι ακριβώς έπαθαν οι μωρές παρθένες. «Βλέπε οὖν ψυχή μου μή τῷ ὕπνῳ κατενεχθῆς, ἵνα μή τῷ θανάτῳ παραδοθῆς». Ο ύπνος λοιπόν αποτελεί το κατώφλι του θανάτου.
Παρ’ όλα αυτά ο Χριστός κοιμάται ακουμπισμένος στο ξύλινο προσκεφάλι του καραβιού. Όμως κανείς από τους μαθητές του δεν παρατηρεί, λόγω χοϊκής επιβάρυνσης αν και παλιοί καραβοκύρηδες και επαγγελματίες ψαράδες, την λεπτομέρεια, ότι ο Χριστός «κοιμάται» μεν αλλά, στην «πρύμνη» και δίπλα ακριβώς στο τιμόνι. Τι όμως και αν κοιμάται; Και με τον ύπνο του διδάσκει. Αυτός διαχειρίζεται τα πάντα. Με ένα απλό νεύμα του, με μία προσταγή του, υποτάσσονται τα στοιχεία της φύσεως κάτω από τα πόδια του. Μόνο ο αποστάτης άνθρωπος εμμένει, ως εκεί που τον παίρνει, μέσα στην ανυποταξία του και την πλήρη απειθαρχία του. Εδώ όμως φτάσαμε στο απροχώρητο· το σκάφος κλυδωνίζεται και ετοιμάζεται να βουλιάξει, οπότε οι μαθητές έντρομοι τον ξυπνούν μπρος στον φόβο του θανάτου και τον ρωτάνε· «οὐ μέλει σύ, ὅτι ἀπολλύμεθα;». Ο Χριστός άμεσα πλέον αντιδρά απευθυνόμενος στον άνεμο, στην άλογη φύση και διατάζει· «σιώπα, πεφίμωσο». Αμέσως γίνεται γαλήνη, στρέφεται στους μαθητές του και τους επιτιμά για την απιστία τους. Γιατί, αν πίστευαν πραγματικά, θα γνώριζαν ότι και κοιμώμενος ο Κύριος θα τους γλύτωνε από τον κίνδυνο. Ο Χριστός όμως στον Ματθαίο τους αποκαλεί δειλούς και ολιγόπιστους. Δεν τους ονομάζει άπιστους. Γιατί το «σῶσον ἡμᾶς», δείχνει την πίστη τους. Η δειλία είναι που φέρνει τους κινδύνους. Αλλά και οι ποικίλες ζυμώσεις της ψυχής μέσα στην πνευματική ζωή της εκκλησίας, ενισχύουν την πίστη τελικά. Γιατί χωρίς «ζύμωση» δεν επιτελείται κανένα ουσιαστικό γεγονός. Δεν επέρχεται κανένα όφελος.
Έτσι λοιπόν ο Χριστός, παντοδύναμος, στέκεται στην πρύμνη πάντοτε κοντά στο πηδάλιο. Τα ταρακουνήματα, που επιτρέπει, στόχο έχουν την κατάδειξη των πειρασμών και την υπομονή σ’ αυτούς. Ο φόβος, που αφήνει να γεννηθεί στις ανθρώπινες ψυχές, χαράζει τον δρόμο της αναζήτησης του Κυρίου και την αναγνώριση της δύναμής του. Οπότε στις ποικίλες τρικυμίες της ζωής, όταν ολιγοψυχούμε στη βοή του ανέμου και χανόμαστε, μας παρατηρεί «γιατί είστε ένφοβοι και δεν έχετε πίστη σε μένα που είμαι δίπλα σας;». Γιατί ο Χριστός πάντοτε είναι δίπλα μας, εμείς δεν τον αισθανόμαστε και το χειρότερο, ένεκα αμελείας και κοσμικών μεριμνών, δεν τον καλούμε.
Ας έλθουμε όμως σε μία πρόσφατη «θαλασσοταραχή», αυτήν που δημιούργησαν οι αμαρτιες μας και η εκκοσμίκευσή μας. Φυσικά μιλούμε για την λαίλαπα του ιού, που αναποδογύρισε το σαπιοκάραβο της κοινωνίας. Που απεκάλυψε την κενότητά της, την ανεπάρκειά της, την χρόνια νόσησή της και προπάντων την θεϊκή ορφάνια της. Αλλά ο τόπος και ο χρόνος, είναι στα χέρια του Θεού. Ο Διάβολος απλά απειλεί, ο Θεός όμως προστατεύει. Η συμφορά, όπως και κάθε συμφορά, έχει τα καλά της. Επιφέρει στροφή προς την Εκκλησία στους πιστούς, όπως και περαιτέρω απομάκρυνση στους απίστους. Όπως αναφέρει ο Ιωάννης ο Θεολόγος (Αποκ. 22,11), ο καλός ας γίνει καλύτερος και ο ρυπαρός ας βρωμίσει περαιτέρω. Η ζωή αυτή, εδώ κάτω, τελικά δεν πρόκειται να ρυθμισθεί ποτέ, καθότι αποτελεί ένα αυξανόμενο παραλογισμό, μία ατέλειωτη αυθαιρεσία και ένα ανέκφραστο χάος. Αφού δεν ρυθμίστηκε αιώνες τώρα, πολύ παραπάνω στις μέρες μας δεν πρόκειται να συμβεί. Αφήνει όμως ένα παράθυρο ανοιχτό σε όσους επιθυμούν να αντικρύσουν τον Θεό, έστω και μέσα στην συμφορά τους.
Όπως καταμαρτυρεί μέσα στην κοινωνιολογική έρημο ο Σολτζενίτσιν· «Ποτέ ο Θεός δεν θα εγκαταλείψει τον άνθρωπο, έστω και αν ο άνθρωπος εγκαταλείψει τον Θεό». Αυτό δεν γίνεται στις μέρες μας; Ο Θεός στέκει πανταχού παρών, πάνω απ’ όλα τα γεγονότα και επισκοπεί, απλά περιμένει το νεύμα μας, την συγκατάθεσή μας, για να φιμώσει και να καταπαύσει την λαίλαπα, που διήγειραν οι αντίθεοι, κατόπιν δικής του παραχώρησης. Γιατί ο Θεός θέλει να μας δοκιμάσει μέσα στους πειρασμούς, όπως δοκίμασε και τους αποστόλους στο καράβι. Γιατί τελικά όσο πονηρός και εύστροφος και να είναι ο Διάβολος, κατ’ ουσίαν είναι στείρος τελείως. Σε ό,τι και να κάνει λείπει το νέο. Όλα αποτελούν στις κινήσεις του και τους σχεδιασμούς του απομιμήσεις και αντίγραφα, γιατί του λείπει κάθε δημιουργική αρχή. Αφού είναι κατά της δημιουργίας και υπέρ της καταστροφής. Γι’ αυτό· «Αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσί» (Εφ. 5,16). Οι ημέρες ήταν πονηρές στα χρόνια του Παύλου, πολύ παραπάνω στις μέρες μας. Γιατί «ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς, ἦν γάρ πονηρά αὑτῶν τά ἔργα» (Ιω. 3,19). Γιατί εμείς οι άνθρωποι εμμένουμε πεισματικά άσοφοι, άφρονες, άσωτοι. Αντί να εξαγοράζουμε τον καιρό, εμείς τον κάνουμε ακόμη πιο πονηρό. Προτιμάμε το πρόσκαιρο, το γήινο και αδιαφορούμε αισχρά για το αιώνιο. Κανένας τόσο καιρό δεν είπε. «Ας πεθάνω από τον ιό, αρκεί να πεθάνω κοντά στον Χριστό». Μάλλον το είπαν πολλοί· μην είμαστε άδικοι. Αλλά φιμώθηκαν από το σατανικό πνεύμα που διαφεντεύει την κοινωνία μας. Αυτό που προσδοκά να τα ισοπεδώσει όλα. Είκοσι μήνες ο Γολιάθ της νεοταξικής παράταξης, λαλίστατος, εν μέσω της κοσμικής υπεροπλίας του, προκαλεί τους πάντες. Πολλές φορές του ξέφυγαν δημοσίως οι ξέφρενοι ενθουσιασμοί του «νικήσαμε». Μάλλον δηλαδή δεν το περίμεναν και όμως ανέλπιστα συνέβη. Κι όμως αυτό αποτελεί μία αδυναμία. Αλλά έτσι έκανε και ο Γολιάθ στην Παλαιά Διαθήκη, ο ήρωας και ο προστάτης των Φιλισταίων. Ταμπουρωμένος μέσα στην σιδερένια πανοπλία του και εφοδιασμένος με φονικά όπλα, δεν «φοβόταν» ούτε τον Θεό, προκαλώντας τους αντιπάλους σαράντα μέρες. Κι όμως ήλθε ένα βοσκόπουλο, ένα άσημο, ένα μικρόσωμο παλικάρι· παίρνει την σφενδόνη του και τα λιθάρια του και οδεύει αποφασιστικό και απτόητο, να αντιμετωπίσει τον γίγαντα που δεν πίστευε σε Θεό, παρά μόνο στην σωματική του δύναμη. Το βλέπει ο Γολιάθ και αμήχανος έως ενοχλημένος του απευθύνει· «Για σκυλί με πέρασες και έρχεσαι έτσι εναντίον μου»; Ο Δαβίδ ατάραχος του ανταπευθύνει «Χειρότερα από σκυλί, γιατί αν ήσουν παλικάρι δεν θα ήσουν χωμένος μέσα στην σιδερόφραχτη πανοπλία σου. Αλλά είσαι ένα ψοφίμι που ήδη βρωμάει, ένας τιποτένιος και θα σε τσακίσω με την βοήθεια του Θεού που πιστεύω και με προστατεύει. Μετά θα κόψω το κεφάλι σου για να το φάνε τα όρνια…».
Κάτι ανάλογο θα συμβεί και στις μέρες μας. Θα επιτρέψει ο Θεός το ταπεινό να καταισχύνει το υπερφίαλο και το αυθάδες φρόνημα των αντιθέων. Απλά από πλευράς μας απαιτείται πίστη στον καραβοκύρη Θεό και προπάντων υπομονή στους ποικίλους πειρασμούς. Πρέπει να αναζητήσουμε την θεία πρόνοια που κρύβεται πίσω από τα γεγονότα των ημερών μας. Έχει τα σχέδιά του. Εμείς πρέπει να τον αγαπάμε και στα ευχάριστα, πολύ παραπάνω στα λυπηρά και δυσάρεστα. Ας αφήσουμε τους σύγχρονους «σοφούς» και τους αρματωμένους Γολιάθ να κομπάζουν. Κατ’ ουσίαν είναι καταδικασμένοι σαν τον Σίσυφο, ν’ ανεβάζουν την πέτρα στην κορυφή του βουνού και η θεία κατάρα να την κατρακυλάει ξανά κάτω προς αιώνια τιμωρία.
Όλοι αυτοί επένδυσαν στην γνώση, στην «πρόοδο», στην επιστήμη, στα επιτεύγματα της ιατρικής, στον βαβελικό πύργο του «εγώ» και όμως όλα μάταια. Συνέχεια ξεκινούν από την αρχή, γιατί κάποιος δεν τους αφήνει να φτάσουν στο άνομο τέλος τους. Γιατί στόχο τους δεν έχουν την θεϊκή χαρά και την αγάπη, αλλά το μίσος και την αυτοκαταστροφή. Οι επενδύσεις τους όλες επιτελούνται στον τομέα της ύλης. Ποτέ στον τομέα του πνεύματος, που το χλευάζουν ειρωνικά. Όμως χωρίς πνεύμα έρχεται ορφάνια. Μη μας διαφεύγει, ότι ο δρόμος της ουσιαστικής προόδου διέρχεται μέσα από την Εκκλησία. Το ομολόγησε σε στιγμή ειλικρίνειας ο πατριάρχης της αθεΐας Βολταίρος· «άθεοι είναι οι ηλίθιοι, διότι και αν ακόμη οι άνθρωποι αρνούνταν την ύπαρξη του Θεού, ολόκληρη η φύση θα τους διέψευδε, αφού σύμπασα η φύση διακηρύσσει την ύπαρξή του».
Να θυμηθούμε και τα λόγια του άθεου Volney «Φίλοι μου, μπορεί κανείς να επαγγέλλεται τον άπιστο εν καιρώ γαλήνης, όταν κάθεται στο σπίτι του· όχι όμως, όταν ο θάνατος παρουσιάζεται αδυσώπητος ενώπιόν του». Αλήθεια· πόσοι εν καιρώ κορωνοϊού παρέμειναν και παραμένουν ήρεμοι μέσα στην άρνησή τους; Πόσοι αγωνιούν για το τομάρι τους; Πόσοι αγωνιούν για την ψυχή τους;
Ο ιός είναι μία μοναδική ευκαιρία να καθίσουμε όλοι μας –μηδενός εξαιρουμένου, ένθεοι και άθεοι– ιματισμένοι και σωφρονούντες παρά τους πόδας του Ιησού. Η δε ενστικτώδης επίκληση του ανθρώπου «Θεέ μου», «Παναγία μου» θα παραμείνει η μόνη φυσική και άδολη έκφρασή του, γιατί πηγάζει από το βάθος του θεϊκού ψυχισμού του. Τα άλλα όλα είναι λόγια της αλαζονικής φλυαρίας. Είναι λόγια ενός νέου Γολιάθ, που σύντομα θα φάει τα μούτρα του.
Ας προσέξουμε· «Ὅς ἄν βουληθῆ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται».