ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2021

Ὁμιλία, σὺν Θεῷ ἁγίῳ, στὴ μνήμη τῆς ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας

Αγία Βαρβάρα,τοιχ. 1280, Ναός Παναγίας Μουτουλλά

Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ

Στὴν ὡραιότατη εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, περιγράφεται ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ τελεσιούργησε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, κατὰ τὴν ἐπὶ γῆς παναγία ζωή Του. Πρόκειται γιὰ τὴ γνωστὴ καὶ καταγραφομένη καὶ ἀπὸ τοὺς τρεῖς συνοπτικοὺς Εὐαγγελιστὲς (δηλαδὴ Ματθαῖο, Μᾶρκο καὶ Λουκᾶ) θεραπεία τῆς αἱμορροούσης γυναίκας, τῆς μετέπειτα ἁγίας Βερονίκης.

Ὁ Κύριος, καλεσμένος ἀπὸ τὸν ἀρχισυνάγωγο Ἰάειρο νὰ θεραπεύσει τὴν ἑτοιμοθάνατη θυγατέρα του, βάδιζε πρὸς τὴν οἰκία του, ἐνῶ οἱ ὄχλοι ἀσφυκτικὰ τὸν περικύκλωναν. Καὶ ἐκεῖ στὸν δρόμο, τὸν πλησίασε, γεμάτη πίστη καὶ ἐλπίδα, ἡ δύστυχη καὶ ταλαίπωρη τούτη γυναίκα, καί, ἀγγίζοντάς τον ταπεινὰ στὸ κάτω μέρος τοῦ ἱματίου Του, ἔλαβε ἀμέσως τὴν ποθουμένη ἰατρεία τοῦ πάθους της. Κι ὁ Χριστός μας, γιὰ νὰ μὴν παραμείνει κρυμμένη, οὔτε ἡ θαυμαστὴ τούτη ἴαση, οὔτε, περισσότερο, ἡ πίστη καὶ ἀρετὴ τῆς αἱμορροούσης Βερονίκης, τὴν ἀποκάλυψε μὲ παρρησία μπροστὰ σὲ ὅλους, ἐπαινῶντας τὴν θεραπευμένη πιὰ γυναίκα γιὰ τὴν πίστη της, ποὺ στάθηκε αἰτία καὶ γιὰ τὸ σπουδαιότερο, τὴν ἴαση τῆς ψυχῆς της. Γιατί, γνώρισε πιὰ τὸν Χριστό, ὄχι μόνο ὡς ἰατρὸ τῶν σωμάτων, ἀλλὰ καὶ τῶν ψυχῶν. Καὶ ἀκολοὐθησε μέχρι τέλους βίο θέαρεστο καὶ ἁγίασε. Ἡ μνήμη τῆς ἁγίας τούτης γυναίκας, τῆς Βερονίκης, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας στὶς 12 Ἰουλίου.

Ἡ εὐαγγελικὴ αὐτὴ περικοπὴ καθορίσθηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες νὰ διαβάζεται στὴ μνήμη πολλῶν ἁγίων γυναικῶν, καθὼς καὶ τῆς σήμερον ἑορταζομένης ἁγίας μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας, ὄχι χωρὶς λόγο: Διαβάζεται γιατί, πρῶτον, πρόκειται γιὰ μία ἀπὸ τὶς σπάνιες γνωστὲς ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια δημόσιες συναντήσεις τοὺ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ γυναίκα. Καὶ, δεύτερο, γιατὶ αὐτὴ ἡ συνάντηση ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες ἀναγωγικὲς περιγραφὲς (ὅταν δηλαδὴ τὴ δοῦμε ἀναγωγικά, δηλαδὴ κατὰ τὸ πνευματικό της βάθος) τῆς συνάντησης τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ποὺ αἱμορροεῖ καὶ ἐξασθενεῖ ἀπὸ τὰ ὅποια ἀνθρώπινα πάθη, μὲ τὸν λυτρωτὴν Ἰησοῦν. Κι ὅταν αὐτὴ ἡ συνάντηση, ἡ πρόσψαυση τοῦ ἰματίου τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἠ ἐπικοινωνία μὲ τὸν σαρκωμένο Θεὸ Λόγο, γίνεται μὲ πίστη καὶ ταπείνωση, ἐξέρχεται ἀμέσως ἡ Χάρη τοῦ Δεσπότου, τοῦ μεγάλου ἰατροῦ, καὶ σταματᾶ τὴν πολυχρόνια ρύση τῶν παθῶν καὶ ὁδηγεῖ τὴν ψυχὴ στὴν κάθαρση, τὸν φωτισμό, τὴν ἀπάθεια, τὴ σωτηρία.

Μὲ τέτοια ταπεινὴ καὶ καλοπροαίρετη διάθεση ἀναζητοῦσε τὸν Θεὸ καὶ ἡ Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, ἂν καὶ γεννημένη σὲ ἰσχυρὸ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον. Καὶ ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Κύριο, τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, ποὺ θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν, νὰ τὸν πλησιάσει, νὰ τὸν γνωρίσει, νὰ τὸν προσψαύσει μὲ τὴν πίστη, νὰ λάβει τὴ Χάρη Του, νὰ βαπτισθεῖ, τέλος, στὸ αἷμα τοῦ Μαρτυρίου γιὰ τὴν ἀγάπη Του, καὶ νὰ δοξασθεῖ ἐπὶ γῆς καὶ στὸν οὐρανό.

Ἀλλά, ἂς ἀναφερθοῦμε καὶ στὸν θαυμαστὸ βίο τῆς μεγάλης τούτης Ἁγίας, ποὺ ἡ Χάρη της μᾶς συνάνθροισε στὴ μνήμη της στὸν ἱερὸ τοῦτο καὶ περικαλλὴ καὶ παλαίφατο ναὸ της, νὰ τὴν τιμήσουμε μὲ ὕμνους καὶ ὠδὲς πνευματικὲς καὶ νὰ δοξάσουμε τὸν Κύριο, τὸν ἐνδοξαζόμενο στοὺς ἁγίους Του.

Βάρβαρα ἡ μεγαλομάρτυς καὶ πάγκαλλη νύμφη τοῦ Χριστοῦ μᾶς συνάθροισε στὸν εὐαγῆ καὶ περικαλλὴ τοῦτο ναό της, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, γιὰ νὰ ἀναπέμψουμε ὕμνους θεοπρεπεῖς καὶ ᾠδὲς πνευματικὲς στὴ χάρη της, στὴν ἡμέρα τῆς ἐτήσιας μνήμης της, καὶ νὰ δοξάσουμε τὸν Θεὸν, τὸν ἐνδοξαζόμενον ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, τοὺς ὁποίους δόξασε καὶ δοξάζει στὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ, κατὰ τὴν ἀψευδή Του ὑπόσχεση, ποὺ εἶπε: «Ἀλλ’ εἰ τοὺς δοξάζοντας με δοξάσω». Καὶ, εἰδικά, ἡ σήμερον ἑορταζομένη καὶ τιμωμένη ἁγία, ἔλαβε πλουσιώτατη τούτη τὴ δόξα καὶ Χάρη ἀπὸ τὸν δίκαιο μισθαποδότην Ἰησοῦν.

Βαρβάρα ἡ ἁγία ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ μεγάλου διώκτη τῶν Χριστιανῶν, τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284-305). Ἐπίγεια πατρίδα της ὑπῆρξε ἡ σπουδαία ἀρχαία πόλη τοῦ Λιβάνου Ἡλιούπολη, ἡ γνωστὴ στὰ προελληνικά της χρόνια, ἀλλὰ καὶ μέχρι σήμερα, μὲ τὴ φοινικικὴ ὀνομασία της ὡς Μπάαλμπεκ, δηλαδὴ πόλη τοῦ Βάαλ. Ὁ Βάαλ ἦταν ἡ ἀντίστοιχη σημιτικὴ θεότητα πρὸς τὸν ἑλληνικὸ Δία. Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖ λατρευόταν κατεξοχὴν αὐτὸς ὁ ψευδοθεός, ποὺ ἐθεωρεῖτο κατὰ τὴ μυθολογία ὁ θεὸς τοῦ ἥλιου, ὀνομάστηκε καὶ ἡ πόλη ἐκείνη ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες Ἡλιούπολη, πόλη δηλαδὴ τοῦ ἥλιου. Ἡ περίφημη τούτη πόλη, ποὺ ποτὲ δὲν ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ κατοίκους, βρίσκεται 85 χλμ. βορειοδυτικὰ τῆς Βηρυτοῦ καὶ 75 χλμ. βόρεια τῆς Δαμασκοῦ, κτισμένη σὲ ὕψος 1170 μ., στὰ ὄρη τοῦ Λιβάνου. Σήμερα ἀριθμεῖ 72000 κατοίκους καὶ διατηρεῖ πλεῖστα ὅσα ἀρχαῖα ὡραιότατα ἀρχιτεκτονικὰ μνημεῖα στὸν χῶρο της. Στὴν πόλη τούτη λοιπόν, ποὺ γειτονεύει σχετικὰ μὲ τὸ νησί μας, εἶδε τὸ φῶς τοῦ ἥλιου ἡ ἁγία μας, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἀντικρύσει ἐκεῖ τὸ φῶς τοῦ ἀληθινοῦ ἥλιου τῆς δικαιοσύνης, τοῦ Χριστοῦ. Ὁ πατέρας της, ὀνόματι Διόσκορος, πλούσιος εἰδωλολάτρης, ἦταν τοπάρχης, τοπικὸς δηλαδὴ ἄρχοντας καὶ ἐξουσιαστὴς τῆς Ἡλιούπολης. Ἡ Βαρβάρα, ἀπὸ μικρή, εἶχε μία ἐξαιρετικὴ σωματικὴ ὡραιότητα, ποὺ προμήνυε τὴ μέλλουσα πνευματικὴ ὀμορφιά της. Ἐπιθυμῶντας νὰ διαφυλάξει τούτη τὴν ὡραιότητα ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνδρῶν ὁ Διόσκορος, ὅταν κάποτε ἑτοιμαζόταν νὰ κάνει ἕνα μακρινὸ ταξίδι, ἔκλεισε τὴν κόρη του σὲ πύργο ὑψηλὸ μέσα στὸ παλάτι του. Ἐκεῖ πρόσταξε νὰ παραμένει πλέον ἡ Βαρβάρα, στὴν ὁποία φρόντισε νὰ δώσει ὅλα τὰ ἐπίγεια ἀγαθά, καθὼς καὶ λαμπρὴ μόρφωση. Τίποτα ὅμως ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν στάθηκε ἱκανὸ νὰ ἐμποδίσει τὴν καθαρή της διάνοια νὰ ὁδηγηθεῖ, ἀκολουθῶντας τὴν ἔμφυτη στὸν κάθε ἄνθρωπο εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, στὴ γνώση τοῦ ἑνὸς καὶ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Παρόλο λοιπὸν ποὺ ἡ ταπεινὴ τούτη κόρη βρισκόταν κλεισμένη στὸ παλάτι τοῦ πατέρα της, μέσα σὲ μιὰ πόλη-κέντρο τῆς εἰδωλολατρίας, στοχαζόμενη ἀπὸ τὴν ὑλικὴ φύση τὴν ὕπαρξη καὶ παρουσία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὴν Χάρη Του στὴ γνώση καὶ πίστη τῆς Ἁγίας Τριάδος. Καὶ ἡ ἁγνὴ καρδιά της ἀποστράφηκε τὶς ἐγκόσμιες ματαιότητες καὶ ποθοῦσε μόνο ἕνα: Τὸν ἐπουράνιο Νυμφίο της Χριστό. Πρόκειται γιὰ μία πράγματι σπάνια, ἴσως μοναδική, περίπτωση, ποὺ ἕνας ἄνθρωπος, μία γυναίκα, ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὴν προαίρεσή της στὴ θεογνωσία, καὶ μάλιστα, ὅπως ἀμέσως πιὸ κάτω θὰ δοῦμε, θεολόγησε καὶ μὲ τὴν πράξη τὸ Μυστήριο, τὸ Δόγμα τοῦ ἑνὸς καὶ ταυτόχρονα Τριαδικοῦ Θεοῦ μας.

Ὁ Διόσκορος, ἀναχωρῶντας γιὰ τὸ ταξίδι του, εἶχε προστάξει νὰ κατασκευάσουν στὴ βάση τοῦ πύργου του ἕνα λουτρό, ὅπου διέταξε νὰ φτιάξουν δύο μόνο παράθυρα. Βλέποντας ἡ Βαρβάρα αὐτὴ τὴν κατασκευή, ἐνῶ ἔλειπε ὁ πατέρας της, ζήτησε ἀπὸ τοὺς ἐργάτες καὶ ἄνοιξαν καὶ ἕνα τρίτο παράθυρο, γιατί, ὅπως εἶπε: «ἡ αἴθουσα ἔπρεπε νὰ φωτίζεται ἀπὸ φῶς τριπλό, σύμβολο τοῦ τριαδικοῦ φωτός, δηλαδὴ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ποὺ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον στὸν κόσμο». Ὅταν ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸ ταξίδι του ὁ Διόσκορος, ἔχοντας ἤδη πολλὲς προτάσεις γιὰ συνοικέσια πλούσια, ἀντιμετώπισε τὴ σταθερὴ ἄρνηση τῆς κόρης, ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀφιερώσει τὴν παρθενία της, ὅλο τὸν ἑαυτό της, στὸν Χριστό. Στὸν πατέρα της βεβαίως προφασιζόταν ἀρχικῶς διάφορες δικαιολογίες. Αὐτός, ὅταν πληροφορήθηκε καὶ τὴ διάνοιξη τοῦ τρίτου παραθύρου στὸ λουτρὸ μὲ ἐντολὴ τῆς κόρης του, γεμάτος ὀργή, ζήτησε νὰ μάθει τὸν λόγο. Τότε ἡ Βαρβάρα ἀτρόμητη, ἐνώπιον τοῦ φανατικοῦ ἐκείνου εἰδωλολάτρη πατέρα της, ἔκανε ἐπάνω της τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί, δείχνοντάς του ἑνωμένα τὰ τρία της δάκτυλα, θεολόγησε καὶ πάλιν τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, λέγοντάς του: «Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, τοῦτο εἶναι τὸ μοναδικὸ ἀληθινὸ φῶς, ποὺ φωτίζει ὅλη τὴν κτίση, καὶ μέσῳ τούτου τοῦ σημείου τοῦ Σταυροῦ σώζονται οἱ ἄνθρωποι.» Ἔξαλλος ἀπὸ θυμὸ ὁ Διόσκορος, ἅρπαξε τὸ σπαθί του νὰ τὴ σφάξει ἐπὶ τόπου. Ἀλλ’ ἡ κόρη διέφυγε καὶ κατέφυγε σὲ πλησίον ὄρος, ὅπου, θαυματουργικά, ἄνοιξε ἕνας βράχος καὶ τὴ δέχθηκε μέσα, ὅπως παλαιότερα τὴν πρωτομάρτυρα Θέκλα, γιὰ νὰ περάσει ἀντίκρυ. Τελικά, προδομένη ἀπὸ ἕναν πονηρὸ βοσκό, συνελήφθη ἀπὸ τὸν πατέρα της, ποὺ τὴν ἔσυρε ἀπ᾽ τὰ πλούσια μακριὰ μαλλιά της ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου. Ἐκεῖ ἡ ἁγία ὁμολόγησε δημόσια τὸν Χριστὸ καὶ χλεύασε τὰ εἴδωλα, γιὰ νὰ μαστιγωθεῖ καὶ βασανισθεῖ ἀνελέητα στὴ συνέχεια καὶ νὰ ριχθεῖ αἱμόφυρτη σὲ σκοτεινὴ φυλακή. Ἀλλ᾽ ὁ Χριστός, γιὰ τὸν Ὁποῖο τόσα ἔπασχε, ἐμφανίσθηκε τὸ βράδυ, τῆς θεράπευσε ὅλες τὶς πληγὲς καὶ τὴν ἐνίσχυσε νὰ ὑπομείνει μέχρι τὸ τέλος τοῦ μαρτυρίου της. Τὴν ἑπομένη καὶ πάλιν ὑποβάλλεται ἡ ἁγία σὲ δεινὰ κολαστήρια καὶ γυμνώνεται γιὰ νὰ πομπευθεῖ καὶ καταισχυνθεῖ, περιφερόμενη στὴν πόλη. Μὰ ὁ Κύριος ἀπέστειλε νεφέλη φωτεινὴ ἐξ οὐρανοῦ, ποὺ τὴν σκέπασε ὡς φωτεινὸ ἰμάτιο. Μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὰ θαύματά της ἡ Βαρβάρα ὁδήγησε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ μιὰ νεαρὴ γυναίκα, ὀνόματι Ἰουλιανή, μὲ τὴν ὁποία ἔλαβαν μαζὶ τὸ στέφος τοῦ μαρτυρίου. Οἱ δύο κόρες ὁδηγήθηκαν στὴν κορυφὴ βουνοῦ, ὅπου τὴν Ἰουλιανὴ ἀποκεφάλισε ἕνας δήμιος, ἐνῶ τὴ Βαρβάρα ὁ ἴδιος ὁ ἄσπλαχνος πατέρας της. Μὰ ἡ θεία δίκη δὲν ἄργησε νὰ τὸν βρεῖ : κατεβαίνοντας ἀπ’ τὸ βουνό, κεραυνὸς κατέκαυσε τὸν ἴδιο καὶ ὅλα τὰ ὑποστατικά του!

Τότε κάποιος εὐλαβὴς Χριστιανὸς, ὀνόματι Οὐαλεντῖνος, ἔλαβε κρυφὰ τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν δύο μαρτύρων καὶ τὰ ἐνεταφίασε μὲ κάθε τιμὴ σὲ κάποιο χωριό, Γελάσια ἢ Γελασσό, κοντὰ στὴν πόλη τῶν Εὐχαΐτων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Τὰ λείψανα τῆς ἁγίας, ποὺ ἀνακομίσθηκαν ἀργότερα, διεσπάρησαν σὲ πλεῖστα χριστιανικὰ μέρη, ἐνεργῶντας πλῆθος ἰαμάτων σ’ ὅσους τὰ προσκυνοῦσαν καὶ προσκυνοῦν μὲ πίστη. Ἐξαιρέτως ἡ μάρτυς ἔλαβε τη χάρη τῆς θεραπείας τῶν λοιμικῶν (δηλαδή μεταδοτικῶν) ἀσθενειῶν, ὅπως τῆς λέπρας (παλαιότερα), τῆς πανούκλας κ.ἄ.

Στὸ νησί μας τιμήθηκε ἀπὸ πολὺ ἐνωρὶς ἡ ἁγία Βαρβάρα. Κοντὰ στὸ χωριὸ Κορόβεια τῆς Καρπασίας, ἐντοπίσθηκε πρὶν λίγα χρόνια ἐρειπωμένη βασιλικὴ στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, ποὺ χρονολογήθηκε στὸν 8ο αἰῶνα, πέριξ τῆς ὁποίας εὑρίσκονται λαξευτὰ σπήλαια-ἀσκητήρια. Δύο χωριά, τριάντα περίπου ναοὶ καὶ εἰκοσιεννέα ἄλλα τοπωνύμια τιμῶνται στὴν Κύπρο στὸ ὄνομα τῆς λαοφίλητης τούτης ἁγίας, ἐνῶ τοιχογραφίες της κοσμοῦν ναούς μας ἀπὸ τὸν 12ο αἰῶνα τουλάχιστον.

Ἀλλὰ, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυστόστομο, «τιμὴ μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος». Κι ἐμεῖς, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ποὺ συναθροισθήκαμε ἐδῶ γιὰ νὰ τιμήσουμε τὴν παρθενομάρτυρα Βαρβάρα, ἂς ἀγωνισθοῦμε νὰ μιμηθοῦμε ὁ καθένας τὸ κατὰ δύναμη κάτι ἀπ’ τὶς ἔνθεες ἀρετές της: τὴν ἁγνότητα καὶ σωφροσύνη της, τὴ ζέουσα πίστη της, τὴ λαμπρὴ ὁμολογία της, τὴν μέχρι θανάτου ἀγάπη της στὸν Χριστό μας. Κι ἐμεῖς σήμερα, στοὺς ἔσχατους καὶ ζοφεροὺς τούτους χρόνους, ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπεφύλαξε νὰ ζήσουμε, καλούμαστε νὰ δώσουμε μαρτυρία Χριστοῦ, ἔστω μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας. Κι ἂν ἔτσι ζοῦμε, μὲ πίστη θερμή, μὲ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, μὲ μετάνοια, μὲ ἐνσυνείδητη μετοχὴ στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, θὰ ἐπισπάσουμε πλούσια τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ θὰ ἀξιωθοῦμε καὶ μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας νὰ εἰσέλθουμε στὸν οὐράνιο ἐκεῖνο νυμφῶνα, ὅπου χοροὶ ἁγίων καὶ Ἀγγέλων ὑμνοῦν ἀκατάπαυστα τὸ φῶς τὸ τριλαμπὲς τῆς Ἁγίας Τριάδος, στὴν ὁποία ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν!