ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

Οι Αποδομητές της Ορθόδοξης Θεολογίας και η Παράδοση

 Γράφει ο Τουλουμτσής Ι. Βασίλειος

Μ.Δ.Ε Δογματικής Θεολογίας Ε.Κ.Π.Α.

Ο εκδοτικός οίκος «Κυριακίδη» εξέδωσε πρόσφατα τη μελέτη του Αναστασίου Πολυχρονιάδη υπό τον τίτλο «Αποδομητές της Ορθόδοξης Θεολογίας» (Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 2021). Στην εν λόγω μελέτη σημειώνεται η κριτική προσέγγιση κάποιων ενδεικτικών περιπτώσεων εκφοράς ενός “σύγχρονου θεολογικού λόγου”, ο οποίος εκφράστηκε κατά την τρέχουσα επικαιρότητα. Παρότι οι περιεχόμενες περιπτώσεις αναφέρονται σε διαφορετικά ζητήματα μεταξύ τους, εν τούτοις φαίνεται ότι μετέχουν ενός κοινού υποβάθρου θεμελίωσης της επιχειρηματολογίας τους, το οποίο αφορά στον τρόπο κατανόησης και ερμηνείας του μυστηρίου της Εκκλησίας και της ενιαίας εκκλησιαστικής παράδοσης. Το κοινό αυτό υπόβαθρο αποτελεί άλλωστε και την αιτία των σημειούμενων αντιφάσεων και αυτοαναιρέσεών τους, οι οποίες καταγράφονται από τον συγγραφέα αντίστοιχα στην καθεμιά περίπτωση. Για την ορθόδοξη τουλάχιστον θεολογία δεν αρκεί να δημοσιεύεται απλώς μία άποψη, η οποία προς ώρας μεν και εξωτερικά να φαίνεται ρηξικέλευθη, πλην όμως  στον πυρήνα της να χαρακτηρίζεται είτε ως θεολογικώς αδιάφορη είτε χειρότερα ως θεολογικώς προβληματική, μένοντας εγκλωβισμένη και φθειρόμενη στο διάβα μόνον της τρέχουσας επικαιρότητας, ωσάν να επρόκειτο για πυροτέχνημα. Το ζητούμενο πάντοτε είναι η κατάθεση ενός αυθεντικού θεολογικού λόγου «που υπερβαίνει τις εποχές και τις κοινωνίες»[1].

Η αυθεντικότητα του θεολογικού λόγου βρίσκεται πάντοτε σε συνάρτηση με την ενιαία εκκλησιαστική Παράδοση, δηλαδή τον τρόπο που η Μία Εκκλησία «ερμηνεύει, βιώνει και διδάσκει»[2] την Αλήθεια, δεδομένου ότι «το μοναδικό στοιχείο της κοινότητας, το οποίο φανερώνει την αλήθεια της ζωής, είναι η παράδοση»[3]. Το γεγονός αυτό διαφυλάττει την εκκλησιαστική κοινότητα από οποιεσδήποτε παραχαράξεις ανθρωποκεντρικής και κατά συνέπεια εκκοσμικευμένης ερμηνευτικής, οι οποίες θα μετέτρεπαν την Εκκλησία από εργαστήρι αγιότητας μέσα στο οποίο υπουργείται το μυστήριο της σωτηρίας, σε ένα ενθαδικό μέσο επίτευξης εμπαθών ανθρώπινων επιδιώξεων. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός, ότι «την Παράδοση επικαλούνταν όσοι ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους παραχάρασσαν τη διδασκαλία και τη ζωή της Εκκλησίας αλλά και μεταγενέστερα όσοι, εκ πρώτης όψεως την απέρριπταν, ουσιαστικά την ανανοηματοδοτούσαν μη αποδεχόμενοι το προγενέστερο περιεχόμενό της»[4] προσπαθώντας να βρουν ιδεολογικά στηρίγματα είτε στην Αγία Γραφή είτε στα ιστορικά γεγονότα· και ενώ στην ουσία επιδίωκαν διαφοροποίηση από την ζώσα εκκλησιαστική παράδοση, εν τέλει ήταν αναγκασμένοι συνεχώς να την επικαλούνται («κἄν μη θέλωσι, συντίθενται»[5]). Όμως στην προσπάθεια έκφρασης ενός σύγχρονου θεολογικού λόγου σημειώνεται μία διαφοροποίηση ως προς το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Υποστηρίζεται πως «δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιήσει κανείς κείμενα του παρελθόντος για να απαντήσει σε ζητήματα του παρόντος. Μία προσέγγιση του παρόντος μέσα από κείμενα του παρελθόντος είναι ατελέσφορη, επειδή δεν αγγίζει την πραγματικότητα»[6].

Για συγκεκριμένη μερίδα θεολογούντων, οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται ως μεταπατερικοί θεολόγοι, η Παράδοση αποτελεί ένα ξεπερασμένο και ασύμβατο μέγεθος ως προς την αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων. Αντ’  αυτής ερμηνευτικό κριτήριο της εκκλησιαστικής ζωής και της εν γένει πραγματικότητας αποτελεί ο ατομικός στοχασμός, ο οποίος επιγεννά μια κοινωνικού τύπου κατανόηση της Εκκλησίας. Πολύ ρεαλιστικά θα σημειώσει ο συγγραφέας του πονήματος στον πρόλογό του ότι «η μεταπατερική θεολογία χρησιμοποιώντας πιο πολλές φορές και από την ανθρώπινη αναπνοή την έννοια του φονταμενταλισμού, του “άλλου”, του “διαφορετικού”, καθώς και λέξεις, όπως, “αγάπη”, “κοινωνία”, “οικουμένη” κλπ., προχωρά “απειλώντας” καθέναν που θα εκφέρει αντίθετη άποψη»[7]. Με αυτά τα δεδομένα και με εκφραστικά λογοπαίγνια, με τα οποία επιδιώκουν κυρίως να εντυπωσιάσουν παρά να εκφράσουν το ευσεβές φρόνημα της Εκκλησίας, προσεγγίζουν ζητήματα που άπτονται του εσωτερικού δογματικού πυρήνα και της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας και εκφράζουν γνωμικές τοποθετήσεις, οι οποίες παραπέμπουν μάλλον σε εξωεκκλησιαστικούς χώρους οικουμενικών συγκλήσεων (βλ. Π.Σ.Ε.) παρά σε ορθόδοξη ερμηνευτική.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η τάση νεωτερισμού του θεολογικού λόγου και επανερμηνείας της παράδοσης δεν αποτελεί “καινοτόμο” χαρακτηριστικό των σύγχρονων μεταπατερικών θεολόγων αλλά πάγιο εγχείρημα των αιρετικών. Είναι αποκαλυπτική η σχετική διατύπωση της εικονομαχικής επιχειρηματολογίας, με την οποία επιδίωκαν την επανερμηνεία του χριστολογικού δόγματος: «πᾶν παλαιούμενον καὶ γηράσκον ἐγγὺς ἀφανισμοῦ, καὶ ὅτι πεπαλαίωται ἡ τῶν ἀποστόλων διδασκαλία, νέαν ἡμεῖς προαιρούμεθα ἐξαναστῆσαι»[8]. Και θα μπορούσε βεβαίως να υποστηριχθεί ότι όλα αυτά τα γεγονότα αφορούν κατά βάση τον χώρο της ακαδημαϊκής θεολογίας, όπου εκτός της μειοψηφίας των σοβαρών επιστημόνων οι οποίοι εργάζονται ανιδιοτελώς και με συστηματικότητα στα κείμενα της παράδοσης, εκφράζονται επιπλέον και θέσεις, οι οποίες ανακυκλώνονται και παραμένουν σε ένα πλαίσιο «εσωτερικής κατανάλωσης» χωρίς να δύνανται να επιδράσουν στο εκκλησιαστικό σώμα (βλ. τις σχετικές προτάσεις περί αλλαγής του τρόπου μετάδοσης της θείας κοινωνίας και την υποτίμηση της αειπαρθενίας της Θεοτόκου)[9]. Και όντως ίσως να είχε βάση μια τέτοια θέση, παρότι βέβαια εκ των πραγμάτων είναι άστοχη η θεώρηση της ακαδημαϊκής θεολογίας ως ανεξάρτητης και αυτόνομης πραγματικότητας από αυτήν της χαρισματικής ζωής, στην οποία οφείλει να βασίζεται και από την οποία σε κάθε περίπτωση λαμβάνει τη θεολογική της αξία.

Τα πράγματα όμως γίνονται ακόμη πιο σοβαρά και επικίνδυνα όταν τέτοιου είδους θέσεις εκφράζονται από Επισκόπους της Εκκλησίας. Και τούτο, διότι ο Επίσκοπος δεν αποτελεί ένα θεσμικό όργανο του κράτους που διατυπώνει συνθήματα αναλόγως του κοινωνικού παλμού, αλλά τον εγγυητή της πίστης της Εκκλησίας, η οποία αποτελεί τη βάση της ενότητάς της. Ο Επίσκοπος είναι ο φορέας σύνολης της ζώσας εκκλησιαστικής παράδοσης, πράγμα το οποίο αποτελεί -ή πρέπει να αποτελεί- το μοναδικό κριτήριο των τοποθετήσεών του. Κατά συνέπεια η πίστη που εκφράζει καθίσταται παράγοντας ενότητας ή στην αντίθετη περίπτωση διάβρωσης του εκκλησιαστικού σώματος. Επομένως φράσεις του τύπου «θα αφουγκραστώ τους χριστιανούς τι λένε, ποιο θεωρούν σωστό. Ακόμη και αν αυτό που οι χριστιανοί μας θεωρούν σωστό, ακόμη και αν είναι αντίθετο με το Ευαγγέλιο, εγώ θα υπερασπιστώ αυτό που λένε οι χριστιανοί μας…»[10] αποτελούν τουλάχιστον θεολογικώς μετέωρες τοποθετήσεις, δεδομένου ότι στην ανωτέρω τοποθέτηση τίθεται ως σημείο αναφοράς, όχι ο ευαγγελικός λόγος και ο πατερικός του υπομνηματισμός που οφείλει να εκφράζεται από τον Επίσκοπο, αλλά γενικώς και αόριστα οι χριστιανοί, οι οποίοι και καθορίζουν αντίστοιχα σε δεύτερο επίπεδο τη στάση του Επισκόπου. Δηλ. με απλά λόγια, η φορά της διδασκαλίας δεν έχει την κατεύθυνση εκ του Επισκόπου προς το πλήρωμα των χριστιανών, αλλά εκ του πληρώματος προς τον Επίσκοπο. Είναι κατανοητό ότι οι όροι  παρουσιάζονται αντεστραμμένοι. Η πορεία αυτή βέβαια δεν είναι άγνωστη στην εκκλησιαστική ιστορία. Απλούστατα λάμβανε χώρα μόνον στις περιπτώσεις που ο Επίσκοπος δεν ήταν εκφραστής της παράδοσης, την αποδοχή της οποίας ομολόγησε πολλάκις κατά την χειροτονία του.

Ένας θεολογικός λόγος ο οποίος διατηρεί απόσταση -συνειδητή ή ασυνείδητη- από την Παράδοση της Εκκλησίας είναι λόγος επικίνδυνος και διαβρωτικός και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελεί έκφραση της ζωής της Εκκλησίας. Τα ωραιοποιημένα εκφραστικά σχήματα δεν μπορούν να καλύψουν το κενό της ενυπάρχουσας θεολογικής ανεπάρκειας. Μάλιστα, στον πανεπιστημιακό κυρίως χώρο, πίσω από «μεταπατερικά χαμόγελα» και αγαπόλογες διατυπώσεις κρύβονται τα πιο πισώπλατα και αφιλάνθρωπα χτυπήματα. Αν αυτό δεν αληθεύει, οι παροικούντες στο χώρο αυτό ας το διαψεύσουν.

Κατά συνέπεια, το πολύ αξιόλογο πόνημα του Αναστασίου Πολυχρονιάδη καταδεικνύει ότι η άγνοια, η παρανάγνωση ή ο παραγκωνισμός της ενιαίας εκκλησιαστικής παράδοσης μοιραία παράγουν έναν χαμηλού επιπέδου θεολογικό λόγο που στερείται δυναμικής και διαχρονικότητας (άσχετα του πώς αυτοπροσδιορίζεται), ενώ μια συστηματική του προσέγγιση, όπως επιχειρήθηκε από την συγκεκριμένη μελέτη, αποδεικνύει τις αναφυόμενες αντιφάσεις και αοριστίες. Τέτοιου είδους αλλοιώσεις γίνονται είτε ασυνείδητα λόγω άγνοιας είτε συνειδητά λόγω ιδιοτέλειας. Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος όμως, αναφερόμενη στους σύγχρονούς της αποδομητές της θεολογίας εκφράστηκε με την εξής κρυστάλλινη διατύπωση, η οποία πρέπει τουλάχιστον να προβληματίσει: «Εἰ μὲν ἀγνωσίᾳ τοῦτο πεποιήκασιν, εὐηθείας καὶ ἀμαθίας ἀνάμεστον, εἰ δὲ ἐν γνώσει, ἀσεβείας καὶ πάσης ἀλλοκότου συνειδήσεως»[11].

Σε κάθε περίπτωση, η Παράδοση παραμένει διαχρονικά το κριτήριο γνησιότητας της θεολογίας, ενώ οι ασχολούμενοι με το συγκεκριμένο αντικείμενο (κληρικοί και λαϊκοί) δεν δικαιούνται και δεν δικαιολογούνται να κινούνται και να εκφράζονται εκτός αυτής της παραδόσεως αγνοώντας ή αλλοιώνοντάς την. Ένα χαρακτηριστικό που συναντά κανείς μελετώντας συνοδικά κείμενα Πρακτικών είναι ότι ακόμη και αυτές οι Οικουμενικές Σύνοδοι, οι οποίες αποτελούν  την ύψιστη αυθεντία έκφρασης της πίστης, όταν διατύπωναν την πίστη της Εκκλησίας δεν ενεργούσαν αφ’ εαυτών ως αυθεντίες, αλλ’ αντιθέτως το κύρος τους το αντλούσαν από την πιστότητα τους στην προ αυτών Παράδοση. Στη βάση της Παράδοσης επιλύονταν πάντοτε όλα τα αναφυόμενα προβλήματα, ακόμη και αυτά που φαίνονταν αδιέξοδα. Δεδομένων αυτών προκαλεί αλγεινή εντύπωση να βλέπει κανείς έναν μη θεολόγο λογοτέχνη να εκφράζεται ορθόδοξα υποστηρίζοντας πως εντοπίζει τη «λύση όλων των προβλημάτων του πεπτωκότος ανθρώπου αγαπώντας την ορθόδοξο Εκκλησία»[12] ενώ ένας πανεπιστημιακός καθηγητής Δογματικής να κάνει λόγο για τα «αδιέξοδα της σύγχρονης Ορθοδοξίας»[13].

Εργασίες όπως η συγκεκριμένη προβάλλουν τα υπαρκτά αδιέξοδα της απνευμάτιστης μεταπατερικής θεολογίας και την αντίστροφη πορεία που κατά κανόνα ακολουθεί, μη δυνάμενη να προσφέρει κάτι ουσιαστικό στον σύγχρονο άνθρωπο. Στην πραγματικότητα αυτό το οποίο σε κάθε ευκαιρία πράττει είναι αντί να καταθέτει τον αυθεντικό λόγο που απορρέει από την ασφάλεια της παράδοσης, να επενδύει απλώς με θεολογική ορολογία αυτό το οποίο επιβάλλει η σύγχρονη κοσμική πρακτική και η πολιτική ορθότητα. Αξίζουν συγχαρητήρια στον πονήσαντα και συγγράψαντα την συγκεκριμένη εργασία. 



[1] Γεώργιος Παναγόπουλος, Κοινωνία και Ησυχασμός, Σχόλιο στους Τρεις Ιεράρχες, εκδ. Αθανασίου Αλτιντζή, Θεσσαλονίκη 2021, σελ.11.

[3] Νίκος Α. Ματσούκας, Ορθοδοξία και αίρεση στους εκκλησιαστικούς ιστορικούς του Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ αιώνα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 20112, σελ. 245.

[4] Μαρίνα Β. Κολοβοπούλου, Η Παράδοση της Εκκλησίας στις Οικουμενικές Συνόδους, σελ. 8.

[5] Πρᾶξις στ΄/ Ἀνασκευῆς τόμος β΄, E. Lamberz, Acta conciliorum oecumenicorum, Series secunda, volumen tertium: Concilium universale Nicaenum secundum, Pars Tertia, Concilii actiones VI-VII, Berlin - Boston: De Gruyter, 2016, σελ. 618.

[6] Βλ. Ιωάννης Πέτρου, Θεολογία και κοινωνική πρακτική, Μια αναστοχαστική θεώρηση, Σύνθεσις, 2, 2012, σελ. 114-115. Πρβλ. Αναστάσιος Ομ. Πολυχρονιάδης, Αποδομητές της Ορθόδοξης Θεολογίας, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2021, σελ. 47.

[8] Πρᾶξις στ΄/ Ἀνασκευῆς τόμος β΄, E. Lamberz, Acta conciliorum oecumenicorum, Series secunda, σελ. 632.

[9] Αναστάσιος Ομ. Πολυχρονιάδης, Αποδομητές της Ορθόδοξης Θεολογίας, σελ. 209-224. Πρβλ. Ιωάννης Γ. Κουρεμπελές, Ηδονοδοξία, Κριτική στη μεταπατερική θεώρηση της Παρθενίας της Θεοτόκου, εκδ. Αθανασίου Αλτιντζή, Θεσσαλονίκη 2019.

[11] Πρᾶξις στ΄/ Ἀνασκευῆς τόμος β΄, E. Lamberz, Acta conciliorum oecumenicorum, Series secunda, σελ. 642.

[12] Βλ. Ν. Γ. Πεντζίκης, Προς Εκκλησιασμόν, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 20073, σελ. 81.

[13] Βλ. Χρυσόστομος Α. Σταμούλης, Έρως και Θάνατος, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2009, σελ. 152. Πρβλ. Αναστάσιος Ομ. Πολυχρονιάδης, Αποδομητές της Ορθόδοξης Θεολογίας, σελ. 102.