«Ἦρθε στιγμή πού ὁμοιώθηκε ἡ
Ἑλλάδα μέ Παναγία κι εἶπε
πάλι ἐκείνη τό Ἰδού, ἡ δούλη
κι ἐγώ τοῦ Κυρίου».
(Τάκης Παπατσώνης – ποιητής)
Ας επιχειρήσουμε με ιερό δέος να αναπλάσουμε στην επιλήσμονα και αγνώμονα μνήμη μας, το έπος του αλβανικού μετώπου το 1940, ξαναζώντας το θεϊκό ρίγος που είχε συγκλονίσει το έθνος τότε. Γιατί το σύγχρονο ρίγος, που διαπερνάει το κορμί ολονών μας, είναι απόλυτα παθολογικό, με έδρα τον απροσδιόριστο φόβο για το άγνωστο.
Ας παρακάμψουμε την ελεεινή λογοδιάρροια των συγχρόνων ποταπών γραικύλων και ας εγκαταλείψουμε στους επιθανάτιους σπασμούς τους όλα τα παντοειδή ανθρωποειδή μορφώματα του εγχώριου δαιμονικού σεληνιασμού. Ας εκτρέψουμε παντί τρόπῳ όλο αυτό το ξέβρασμα του οχετού του μηδενισμού και της άθλιας παγκοσμιοποίησης, που απειλεί να καταπνίξει την εύφορη χριστιανική γη, την γη των ηρώων, των μαρτύρων και των αγίων, με κίνδυνο να μολύνει τα αγιασμένα χώματα που σκεπάζουν τα ιερά οστά τους. Ας αφήσουμε όλους τους εξαγορασμένους, να οδηγηθούν στην αγχόνη του Ιούδα και ας θρηνήσουμε την ηθική πτώση όλων όσων παρέδωκαν τα ιερά πρωτοτόκια τους, αντί του πινακίου φακής της ευτελούς επίγειας δόξης. Όλους αυτούς τους διψασμένους ηγετίσκους, που λαχταρούν μόνο δόξα, ξεπουλώντας τα όσια και ιερά της φυλής μας. Αυτά για τα οποία αγωνίσθηκαν θυσιαζόμενοι οι ήρωες του ’40.
Όλοι λοιπόν, οι εναπομείναντες, με σώας τας φρένας, ας αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων των ιστορικών, της αληθείας, αλλά προπάντων της χριστιανικής μας πίστης. Αισθανόμαστε δέος εμπρός στη θέα ενός έθνους ιερού, ενός έθνους γεμάτου από εξάρσεις μυστικιστικές· ενός χριστιανικού έθνους έτοιμου να αντιμετρηθεί με τον θάνατο και να επιδιώξει στη ζωή τα μέγιστα. Από μια τέτοια χριστιανική αντιμέτρηση με τον θάνατο, από ένα τέτοιο πάθος για τα μέγιστα, αυτά που κανονικά υπερβαίνουν το ανάστημα του ανθρώπου, βγήκε το έπος του αλβανικού μετώπου. Αυτό που πλησιάζει και φέτος να τιμήσουμε και πάλι εν μέσω υγειονομικών μέτρων, προς αποφυγή εθνικού συνωστισμού και ελληνικής αλλοφροσύνης. Άσχετα αν την ίδια ώρα συνωστίζονται «τα μεμέτια» των ξοανικών ασκεριών πυρετωδώς και από την άλλη ποζάρουν προκλητικά στα καλλιστεία των συγκινητικών παρελάσεών τους, οι ομογενείς ομοφυλόφιλοι· «οι απόγονοι» κ’ αυτοί του ’40. Σ’ αυτούς όμως επιτρέπεται ο συνωστισμός, καθότι «εμβολιασμένοι» στο πνεύμα της εποχής. Αυτής της νέας. Ενώ εμείς καθότι παραμένουμε «ανεμβολίαστοι» στην ηθική κατρακύλα και στον ελεεινό ηθικό ενδοτισμό, αποτελούμε μία επικίνδυνη ρυπογόνα τάξη, που υποσκάπτει την νέα τάξη. Αυτή είναι η απόφαση της ηγεσίας της χώρας μετά την λήξη «του εθνικού» συμβουλίου. Έτσι συνεχίζουν και τιμωρούνται με ένα περίεργο, αλλά και προκλητικό τρόπο, αυτοί που τολμούν και αντιτάσσονται «αποτειχιζόμενοι», στις ανίερες απαιτήσεις με ένα ΟΧΙ! Έτσι καταδικάζονται αυτοί που μιλώντας την γλώσσα της αληθείας ωμά, κάποια στιγμή μέσα στην ηγετική μοναξιά τους, αντιφωνούν αντρίκια· «δηλαδή έχουμε πόλεμο…». Οπότε θέτοντας τους δικούς τους όρους, στέλνουν ένα περήφανο τελεσίγραφο «Μολών λαβέ», κόντρα στην ιταμότητα της αντίπερα όχθης. Ένα ΟΧΙ που αντιστέκεται σ’ όλες τις παράνομες–παράλογες εκζητήσεις. Άλλωστε αυτό εξέφρασε στα βαθειά γηρατειά του ένας αξιωματικός του Ελληνικού στρατού, που υπηρετούσε τότε τις ένδοξες ημέρες με τον βαθμό του υπολοχαγού. «Δεν μας συγχώρησαν ποτέ οι φίλοι μας Ευρωπαίοι –δηλαδή οι Γερμανοί ή όποιοι άλλοι κρύπονται πίσω από αυτούς δειλά– το ΟΧΙ που αντιτάξαμε, ανατρέποντας τα σχέδια της νέας τάξης πραγμάτων». Γι’ αυτό μας τιμωρούν τώρα με πάμπολλες εκδικητικές πράξεις, όπως τα δουλικά μνημόνια, τις κατά συρροήν εθνικές ήττες, την ταπεινωτική αποδοχή σοδομικών νομοθεσιών, αλλά προπάντων με τις ανίκανες, άθλιες και άκρως προδοτικές κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, που πριμοδοτούν πλουσίως οι σύγχρονοι ιεροεξεταστές.
Ο ιεροεξεταστής στα χρόνια μας είναι η νέα τάξη πραγμάτων. Η ανώνυμη, γιατί πίσω της κρύπτονται όλα τα θρασύδειλα ανθρωποειδή που γέννησε η οικουμένη ανά τους αιώνες. Αυτός λοιπόν ο ιεροεξεταστής –ανάλογος εκείνου των αφών Καραμαζώφ– ιστάμενος μπροστά στην σκηνή της αιωνίας Ελλάδος απευθύνει:
« –Εσύ είσαι· Εσύ; Μα μη παίρνοντας καμιά απάντηση προσθέτει γρήγορα
– Μην απαντάς, σώπαινε… Μα ούτε πλέον έχεις, το δικαίωμα να προσθέσεις τίποτα σε κείνα που ‘χεις πει αιώνες μέχρι τώρα. Αρκετά μας ενόχλησες ποικιλοτρόπως. Φτάνει πια. Ήλθε η ώρα να σε καταδικάσω και θα σε κάψω πάνω στην πυρά, σαν τον χειρότερο αιρετικό και αυτοί οι ηγέτες σου πολιτικοί και θρησκευτικοί που σε εκπροσωπούσαν μέχρι τώρα, με ένα νεύμα μου, ένα πρόσταγμά μου, θα τρέξουν και θα συνδαυλίσουν την πυρά σου».
Αυτό και γίνεται στις μέρες μας… Αυτή είναι η σύγχρονη κατάσταση της Ελλάδος… και είναι τραγική.
Όμως ένα έθνος που ξέρει καλά να αντιμετωπίζει κατά τον πρέποντα τρόπο τον εξευτελισμό· που ξέρει να λέει «ναι» στον θάνατο, αφού έχει ήδη προείπει ΟΧΙ στα φορτωμένα από λάσπη πάθη των «δυνατών» εκείνης της εποχής, των διεστραμμένων κοσμοκρατόρων, αυτών που ξεβράστηκαν και τώρα από τα κύματα του μηδενισμού και της παντοειδούς ανυπαρξίας…, αξίζει την σκέπη της Παναγίας μας.
Για τον λόγο αυτό μαζί με το έπος του ’40 γιορτάζουμε και την Αγία Σκέπη. Η Εκκλησία είναι η απαραβίαστη κιβωτός της ελευθερίας και της ανθρώπινης τιμής· είναι η ίδια η δικαιοσύνη και όταν φτάνει η ώρα της αδικίας, όταν κάποιος λαός άλλος έρχεται απειλητικά με στόχο την αφαίρεση των ιερών αυτών προνομίων, όταν έρχεται «μη φέρων την διδαχή την ορθή…», τότε η Εκκλησία θέτει το σώμα της μπροστά και υπερμαχεί. Γιατί το ’40 κατέβηκαν όλες οι επουράνιες δυνάμεις και αγωνίστηκαν στο πλάι των Ελλήνων στρατιωτών. Είμαστε ένας λαός που μπορεί να αντικρίζει την Παναγία Παρθένο Στρατηλάτισσα. Ένας λαός εμπλουτισμένος με ακαταδάμαστο μεταφυσικό πάθος αρετής και αγιότητος. Γι’ αυτό τις μέρες αυτές πανηγυρίζουμε έστω και στερημένα και ορφανά, χωρίς ιδιαίτερες τιμές και μεγαλειώδεις παρελάσεις, λόγω απαγορεύσεων της μητριάς εξουσίας που προστάζεται από ανθελληνικά κέντρα, αυτά των ιεροεξεταστών. Αλλά πρέπει κατά βάση να στραφούμε προς τον βαθύτερο εαυτό μας, εμείς οι εναπομείναντες Έλληνες και να αναρωτηθούμε για την πορεία του έθνους μας. Γιατί η 28-10-1940 ήταν μία σημαδιακή ημερομηνία που δρομολογούσε την κλήση για θυσία.
Αυτή η θυσία όμως επέφερε τον στέφανο και την αίγλη της αθανασίας. Αυτή η θυσία και πάλι ξεπροβάλλει σαν μοναδική λύση στην σύγχρονη σκηνή του μαρτυρίου. Από την απόκριση που δίδει ένας λαός στην κλήση αυτή που του απευθύνουν τα γεγονότα, φαίνεται αν είναι λαός ωριμασμένος εσωτερικά. Μέσα λοιπόν από τις μεταπολεμικές αλλεπάλληλες διαλυτικές και ανασταλτικές για την πορεία του έθνους περιπέτειες, κάτω από την ηθική ασφυξία που έχει ζώσει ασφυκτικά την πατρίδα μας, πρέπει κάτι να σκεφθούμε. Ποια είναι η δική μας απάντηση; Μία απάντηση όμως ζωής και θανάτου. Τι θα αφήσουμε εμείς οι σύγχρονοι στα παιδιά μας τα ανιστόρητα, ακατήχητα, αβάπτιστα στο ύδωρ των ιδεών, τα ορφανά και στερημένα από εθνικής πλευράς; Όταν εμείς οι παλιοί γευτήκαμε πλουσίως τις ευεργεσίες του υποδείγματος του ’40, γνωρίσαμε τον τύπο και υπογραμμό του εθνικού βίου σαν αρχέτυπο ακέραιο του νεοελληνισμού;
«Μέρες του Οκτώβρη του ’40. Οι Έλληνες είπαν τότε ΟΧΙ. Δεν ήταν μόνο για τα αγαθά τους, για την ξερή τους γη, για το γυμνό τους βράχο που είπαν ΟΧΙ. Ήταν για την ελπίδα που κινδύνευε. Αυτή που κινδυνεύει και στις μέρες μας. Γιατί πάντα αυτός ο τόπος στάθηκε η ελπίδα. Για ένα ιδανικό ζωής, όπου έχει νικηθεί ο πανικός του θανάτου. Για ένα ιδανικό, ανθρώπινο, όπου όλα τέλος υπάκουσαν στην αλήθεια, στην περηφάνεια και στην αρετή», όπως αναφέρει ο Ηλίας Βενέζης.
Αλλά το ’40 έχει άρρηκτη ψυχική σύνδεση και με το ’21. Όλα τα μέγιστα Ελληνικά βιώματα ξεπετάχθηκαν από το ’21 και πότισαν τον οργανισμό του έθνους. Όμως το ’21 υπήρξε, γιατί υπήρξε ορθόδοξη Εκκλησία και το ’40 συνέχισε, γιατί ήταν ο καρπός της Αγίας Λαύρας. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν θα άντεχε, αν θα ζούσε και ποια θα ήταν η τελική μοίρα του έθνους μας, χωρίς τον Χριστό. Χωρίς την χριστιανική αποκάλυψη, χωρίς την παρουσία της κιβωτού της Εκκλησίας. Αυτής που θαλασσοδέρνουν λυσσαλέα τα απειλητικά κύματα των συγχρόνων Σαύλων με την συνδρομή των ευτελών Πιλάτων, που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η δόξα και μόνο η δόξα και προκειμένου να την διασφαλίσουν νίπτουν πάντοτε τας χείρας των. Όμως θα έλθει η ώρα που θα γκρεμισθούν, οι μεν κάτω από το άλογο της υπεροψίας τους και βυθισμένοι στο σκοτάδι του τρόμου και της αγωνίας ίσως ανανήψουν, οι δε άλλοι θα ταφούν κάτω από την ταφόπλακα της λήθης, ελλείψει θάρρους και λεβεντιάς. Ελλείψει ηγετικής φυσιογνωμίας που απαιτεί θυσία. Ο Θεός δεν είναι μόνο των Ελλήνων, αλλά είναι ο Θεός του δικαίου. Είναι η ίδια η δικαιοσύνη και όταν αυτή την δικαιοσύνη έρχεται κάποιος να την πλήξει, σηκώνεται όρθιος ο Θεός και τον συντρίβει. Ανασταίνεται ο ίδιος ο Θεός και διασκορπίζει τους εχθρούς του. Από τον πνιγμό ενός τέτοιου δικαίου αναπήδησε περήφανα το έπος της Αλβανικού μετώπου.
Έτσι λοιπόν όποιος μελετήσει τις περιπέτειες του ελληνικού έθνους στην μακραίωνη πορεία του, θα αισθανθεί μία ακατανίκητη έλξη ιδίως για κάποια επί μέρους ιστορικά φαινόμενα. Θα μπει στον πειρασμό να συγγράψει ένα βιβλίο σαν τον Μωρίς Μπαρρές που έγραψε «Το ταξίδι της Σπάρτης» και θα καταλήξει μεγαλειωδώς σε μία φράση: «Τι ωραίο βιβλίο θα μπορούσε κανείς να γράψει με την ιστορία μιας σταλαγματιάς ελληνικού αίματος».
Αυτό το αίμα προσπαθούν με ύπουλο τρόπο οι έμποροι οργάνων του ανθρωπίνου σώματος, προπάντων δε της ελληνικής ψυχής, να διασφαλίσουν μέσω σκοτεινών σχεδίων και επιδιώξεων. Εδώ σ’ αυτό το σημείο πρέπει να ορθωθεί ένα νέο ΟΧΙ, σ’ αυτήν την ανεπίτρεπτη αιμοδοσία. Φτάνει η αιμορραγία των εκτρώσεων. Φτάνει ο πόλεμος των ιεροεξεταστών πατέρων και μητέρων, των παιδοκτόνων, που δημιουργούν εκατομμύρια θύματα με τον δικό τους πόλεμο. Φτάνουν πια οι ποικίλες αιματοχυσίες. Φτάνουν πια οι νεκροί. Ας ευχηθούμε τα λόγια που ακολουθούν του Μακρυγιάννη να ανακτήσουν ισχύ στις μέρες μας και να αναστήσουν την πεθαμένη Ελλάδα.
«Εσύ, Κύριε, θα αναστήσης τους πεθαμένους Έλληνες, τους απογόνους αυτηνών, των περιφήμων ανθρώπων, όπου στόλισαν την ανθρωπότη μ’ αρετή. Και με τη δύναμή σου και την δικαιοσύνη σου, θέλεις να ξαναζωντανέψεις τους πεθαμένους. Και η απόφασή σου η δίκια είναι να ματαειπωθή Ελλάς, να λαμπρυνθή αυτή και η θρησκεία του Χριστού».
ΕΡΧΟΥ ΠΑΛΙ ΚΥΡΙΕ!