ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021

Ἔξω οἱ Πάπαι ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξίαν!

Γράφει ὁ κ. Παῦλος Τρακάδας, θεολόγος

Κατὰ τὴν πρώτην ἐπίσκεψιν τοῦ Πάπα τὸ 2001 εὐσεβεῖς πιστοὶ ἐφώναζον –ὀρθῶς- μὲ στεντορίαν τὴν φωνὴν «ἔξω ὁ Πάπας ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα»! Εὑρισκόμεθα σήμερα εἰς τὴν δυσμενῆ θέσιν νὰ ὑποστῶμεν μίαν ἀκόμη ἐπίσκεψιν τοῦ ὀλετῆρος τῆς εὐαγγελικῆς πίστεως ἐντὸς μόλις πενταετίας. Δυστυχῶς, ἡ Ἱεραρχία μας δὲν ἀντιμετωπίζει μὲ τὴν δέουσαν σοβαρότητα τὸ ζήτημα. Εἰς ἀπαντητικήν του ἐπιστολὴν τῆς 9ης Νοεμβρίου 2021 πρὸς τὸν Σεβ. Κονίτσης, ποὺ διεμαρτυρήθη ἐντόνως διὰ τὴν ἐπίσκεψιν, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν ἀπήντησεν ὅτι «ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Πάπα Φραγκίσκου εἰς τὴν Ἱερὰν Ἀρχιεπισκοπὴν Ἀθηνῶν εἶναι αὐστηρῶς ἐθιμοτυπική, ἄνευ παρουσίας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου». Μήπως ἐννοεῖ ὅτι ἡ Ἱ. Σύνοδος τῆς Κύπρου ποὺ θὰ ἔχη συνάντησιν μὲ τὸν Πάπαν, τὸν ὑποδέχεται ἐπισήμως;… Θὰ εἶναι ἐπίσης ἐθιμοτυπικὴ ἡ ἀντεπίσκεψίς του εἰς τὴν παπικὴν νουντσιατούρα τὸ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς 5ης Δεκεμβρίου; Ποῖος ὁ λόγος; Διατί παρέλειψε νὰ τὸ ἀναφέρη; Πῶς τώρα θεωρεῖ ὅτι ἐνεργῶν μόνος ὡς Ἀρχιεπίσκοπος δὲν λαμβάνει ἡ ἐπικοινωνία ἐπίσημον χαρακτῆρα, ἐνῶ εἰς τὸ Οὐκρανικὸν ἀπεφάνθη ἡ Ἱεραρχία ὅτι ἡ πλέον ἐπίσημος ἀναγνώρισις τοῦ ψευδοκιέβου ἔγκειται εἰς μόνον τὸν Ἀρχιεπίσκοπον;

Εἶναι λυπηρὸν ὅτι Προκαθήμενος καὶ Ἱεράρχαι δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅτι δὲν ὑφίσταται «ἐθιμοτυπία» μεταξὺ ἀληθείας καὶ αἱρέσεως, ἐκτὸς βεβαίως ἂν θεωροῦν τοὺς ρόλους των πολιτικοὺς καὶ ὄχι ἐκκλησιαστικούς. Διατί ὁ Πάπας μάλιστα διαφημίζει ἤδη αὐτὴν τὴν συνάντησιν μὲ ἐπίσημον δελτίον τύπου; Ἐπειδὴ εἶναι ἐθιμοτυπική; Ὁ Πάπας ἐπιθυμεῖ νὰ καταδείξη ὄχι μόνον ὅτι εἶναι ἀποδεκτός, παρὰ τὰ ἀποτρόπαια ἐγκλήματα παιδεραστίας, ποὺ κάνουν τὸν γῦρον τοῦ πλανήτου, ἀλλὰ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχαι εἶναι ὅμοιοι μὲ αὐτόν. Τὸ τραγικὸν εἶναι ὅτι ἔνιοι ἐξ αὐτῶν τὸ πιστεύουν!

Ὁ παπισμὸς χειρότερος

ἀπὸ ποτὲ ἄλλοτε

Πλανᾶται ἡ ἐσφαλμένη ἐντύπωσις ὅτι μετὰ τὴν Β΄ Βατικανὴν ὁ παπισμὸς προσήγγισε περισσότερον τὴν διδασκαλίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Διὰ τοῦτο μάλιστα οἱ οἰκουμενισταὶ Μητροπολῖται ἔχουν ἁβρὰς σχέσεις μὲ τοὺς παπικούς. Ὡστόσον, ἡ Β΄ Βατικανὴ ἐκεῖνο ποὺ ἐπέτυχεν ἦτο ἀφ’ ἑνὸς ἡ περαιτέρω ἑδραίωσις τοῦ Πάπα (ἦτο ἐκεῖνος ἄλλωστε ποὺ ἤλλαξε τελευταίαν στιγμὴν αὐθαιρέτως καὶ μονομερῶς ἀπόφασιν τῆς Συνόδου), ἀφ’ ἑτέρου ἡ ἔτι μᾶλλον ἐξάρτησις τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην παπικῶν ἀπὸ τὸν Πάπαν. Σημεῖα αὐτῶν τῶν στενῶν σχέσεων εἶναι: ἡ ἐκλογὴ τῶν ἐπισκόπων ἀποκλειστικὰ εἰς Ρώμην, αἱ ἐπισκέψεις τοῦ Πάπα εἰς ὅλον τὸν κόσμον, ὁ κοινὸς ὑποχρεωτικὸς ὅρκος ὅλων τῶν θεολόγων καθὼς καὶ ἡ ρύθμισις συνόλης τῆς ζωῆς τῆς παπικῆς θρησκείας. Τοῦτο τὸ τελευταῖον ἐπετεύχθη διὰ τοῦ νέου «Κώδικος Κανονικοῦ Δικαίου» (1983), τοῦ «Κώδικα κανόνων τῶν ἀνατολικῶν ἐκκλησιῶν» (1990) (ποὺ ἔγινε γιὰ πρώτην φορὰν εἰς τὴν ἱστορίαν) ἀλλὰ καὶ τῆς ἀνανεωμένης «Κατηχήσεως» (1997). Ἂς ἐπαναμελετήση κανεὶς ὅσα εἶχαν γραφθῆ εἰς τὸ περιοδικὸν «Ἐκκλησία», ἔτος ΟΓ΄, 1996, σ. 211 ἑξ., ὑπὸ τοῦ Καθηγητοῦ Θ. Νικολάου καὶ θὰ ἀντιληφθῆ πλήρως τὴν ἐπικυριαρχίαν τῆς παπικῆς ἕδρας.

Εἰς τὸ ὀγκῶδες κείμενον τῆς «Κατηχήσεως» εἶναι ἐμφανὲς ὅτι δὲν ἔχει ὑποχωρήσει εἰς τίποτε ὁ παπισμός. Τὸ «filioque», ἡ «ἄσπιλος σύλληψις τῆς Θεοτόκου», τὸ «καθαρτήριον πῦρ», ἡ μετουσίωσις τῶν Τιμίων Δώρων ποὺ συμβαίνει «κατὰ τοὺς λόγους τῆς συστάσεως τοῦ μυστηρίου», ἡ τιμὴ αὐτῶν καὶ ἐκτὸς τῆς Θ. Λειτουργίας, τὸ «χάρισμα τοῦ ἀλαθήτου» τοῦ πάπα, τὸ ἀνώτατον διδακτικόν του ἀξίωμα, τὸ παγκόσμιον πρωτεῖον δικαιοδοσίας, τὸ ἀποκλειστικόν του δικαίωμα νὰ συγκαλέση, νὰ προεδρεύση, νὰ διαλύση Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, ἡ πεποίθησις ὅτι εἶναι διάδοχος τοῦ Ἀπ. Πέτρου, τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ «ἐπίσκοποι» εἶναι ὑπόλογοι ἀποκλειστικῶς εἰς τὸν Πάπαν ὄχι εἰς τὴν Σύνοδόν τους, ἡ ἀγαμία τοῦ κλήρου, ἡ πίστις ὅτι οἱ νεόνυμφοι ἐπιτελοῦν οἱ ἴδιοι τὸ μυστήριον ὡς μεσίτες τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ κ.ἄ. παραμένουν σταθερὰ ἐπίσημος διδασκαλία τοῦ παπισμοῦ. Ἀπουσιάζουν βεβαίως, ὅπως πάντοτε, ἡ διάκρισις οὐσίας καὶ ἐνεργείας εἰς τὸν Θεόν, ἡ ἀναφορὰ εἰς Πατέρας τῆς (Ὀρθοδόξου) Ἐκκλησίας τῆς δευτέρας χιλιετίας, ἀκόμα καὶ κάποια αἰτιολόγησις τῆς ὑπάρξεως τοῦ Βατικανοῦ ὡς θεοκρατικῆς πολιτείας κ.ἄ.

Ἀκόμη ὅμως καὶ πρωτοβουλίαι τῆς Β΄ Βατικανῆς, ποὺ φαινομενικῶς παρουσιάζεται ὡς φιλικὰ διακειμένη πρὸς τὴν «συνοδικότητα», κατ’ οὐσίαν ὁδηγοῦν εἰς ἀνατροπὴν τῆς συνοδικότητος. Συμφώνως πρὸς τὴν μαρτυρίαν τοῦ ἰησουΐτου κληρικοῦ Μισὲλ Φεντοῦ [βλ. περιοδικὸν «Σύναξη», τεῦχ. 159 (Ἰούλιος- Σεπτέμβριος 2021), σ. 22 καὶ 32] ἡ θεσμοθέτησις ἀπὸ τὴν Β΄ Βατικανὴν τῆς «Συνελεύσεως τῶν Ἐπισκόπων» ἀνὰ τριετίαν ἔχει μόνον συμβουλευτικὴν ἁρμοδιότητα, καθιστῶν αὐτὴν προφανῶς ἄχυρο-σύνοδον. Ἐπίσης, τὸ διάταγμα «Orientalium ecclesiarum» τῆς Β΄ Βατικάνιας Συνόδου ἀναγνωρίζει ὅτι «οἱ πατριάρχες μὲ τὶς συνόδους τους συγκροτοῦν τὴν ὑψηλότερη αὐθεντία γιὰ ὅλα τὰ θέματα τοῦ πατριαρχείου, συμπεριλαμβανομένων τῆς θέσπισης νέων ἐπαρχιῶν», ἐνῶ στὸ «Sacrosanctum concilium» δίδεται «στὶς πατριαρχικὲς συνόδους τὸ δικαίωμα νὰ θεσπίζουν, νὰ μεταφέρουν ἢ νὰ καταργοῦν τὶς μέρες νηστείας τῆς κάθε συγκεκριμένης Ἐκκλησίας», ἁρμοδιότητες ποὺ ἐνισχύουν τὴν αὐθαιρεσίαν.

Ὁ παπισμὸς εἰς τὸ Φανάρι

Συμπεραίνει, ἑπομένως, κανεὶς ὅτι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον συνέβη μετὰ τὴν Β΄ Βατικανὴν δὲν ἀποτελεῖ κάποιαν στροφὴν τοῦ παπισμοῦ πρὸς τὴν Ὀρθοδοξίαν, ἀλλὰ ἀνευρέθη τὸ προκάλυμμα ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἐχρειάζετο τὸ Φανάρι διὰ τὴν προσομοίωσίν του εἰς τὸν παπισμόν. Αὐτὸ ἀποδεικνύουν συγκεκριμέναι πράξεις τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, ποὺ ἀντιγράφουν τὰ παραπάνω «πρότυπα», ὅπως: ἡ ἐκλογὴ τῶν ἐπισκόπων εἰς τὴν Νέαν Ρώμην (Φανάριον) καὶ ἡ ἀποστολή τους εἰς τὰς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου, ἡ λογοδότησις αὐτῶν ἀποκλειστικῶς εἰς τὸν Πατριάρχην, ὁ ὁποῖος ἐπιβάλλει ποινάς, ἄνευ ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων, ὅπως ἀργίας, μεταθέσεις, παύσεις κ.λπ., αἱ ἐπισκέψεις τοῦ Πατριάρχου Κων/λεως εἰς ὅλον τὸν κόσμον παρουσιαζομένου ὡς πνευματικοῦ πατρὸς(!) ὅλων τῶν ἐπαρχιῶν, παραγκωνίζων τὸν τοπικὸν Ἐπίσκοπον, ἡ προσωνυμία του ὡς αὐτοκλήτου ἡγέτου ὁλοκλήρου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ πεποίθησίς του ὅτι εἶναι διάδοχος τοῦ Ἀπ. Ἀνδρέου, ὁ ἰσχυρισμός του περὶ ἀποκλειστικοῦ δικαιώματος συγκλήσεως καὶ προεδρίας Πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ἀνὰ τριετίαν ἄχυρο-σύναξις ἐπισκόπων εἰς τὴν Νέαν Ρώμην, ὁ ἰσχυρισμός του περὶ ἀποκλειστικοῦ δικαιώματος δημιουργίας μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας (δηλ. ἀπονομῆς αὐτοκεφαλίας), ἡ ἀπόφασις τοῦ Κολυμβαρίου ἡ κάθε Τοπικὴ Ἐκκλησία νὰ δύναται νὰ διαχειρισθῆ τὴν νηστείαν κ.ἄ.

Οἱ πλεῖστοι εὐσεβεῖς Ὀρθόδοξοι πιστεύουν ὅτι μὲ αὐτὰ ἁπλῶς βλάπτει τὸν ἑαυτόν του ὁ Πατριάρχης Κω/λεως, ἐνῶ αἱ ὑπόλοιποι Αὐτοκέφαλοι Ἐκκλησίαι παραμένουν ἀσφαλεῖς. Εἰς τὴν πραγματικότητα ὅμως συμβαίνει τὸ ἀντίστροφον: Ζημιώνονται πρωτίστως αἱ Ὀρθοδοξοι Ἐκκλησίαι, διότι δὲν ἀποτελοῦν «ἀληθινὰ ὑποκείμενα δικαίου», καθολικαὶ Ἐκκλησίαι, ἐφ’ ὅσον ἔχουν ἀποδεχθῆ ὅτι ἀποτελοῦν δορυφόρους τοῦ ἑνός, τοῦ ὁποίου γίνονται δέσμιαι τῶν ἀποφάσεων!

Ὁ παπισμὸς εἰς τὰς Ἀθήνας

Εἰς τὸ αὐτὸ πλαίσιον ἐντάσσεται καὶ μία ἐπανακάμψασα συζήτησις περὶ συνοδικότητος. Ἡ ὑποστήριξις τῆς θέσεως ὅτι «Ἡ συνοδικὴ πορεία γίνεται κατὰ τὸν τύπον τῆς Ἁγίας Τριάδος. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ λδ΄ Ἀποστολικὸς Κανών, ποὺ ρυθμίζει τὶς συνοδικὲς σχέσεις μεταξὺ Μητροπολιτῶν ἢ Ἐπισκόπων θεμελιώνει αὐτὴν τὴν τάξη στὸν Τριαδικὸ Θεό…. Τὰ πάντα στὴν Ἐκκλησία εἶναι τριαδικὰ καὶ ποτὲ μονοκρατορικὰ καὶ πολυαρχικά, ἀφοῦ οὔτε μοναρχία ἐπικρατεῖ οὔτε πολυαρχία… τὸ ἐκκλησιαστικὸ πολίτευμα εἶναι «ἱεραρχικῶς συνοδικὸν» καὶ «συνοδικῶς ἱεραρχικόν», ὁπότε ἡ συνοδικὴ δομὴ δὲν ἀντιτίθεται στὴν ἱεραρχικὴ τάξη, οὔτε ἡ ἱεραρχικὴ τάξη στὴν συνοδικὴ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας…». Αὐτοὶ οἱ λόγοι προέρχονται ἀπὸ τὴν εἰσήγησιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ. Ἱερωνύμου εἰς τὴν Ἱεραρχίαν τὸ 2008 καὶ ἀπηχοῦν βεβαίως τὴν «θεολογίαν» τοῦ Σεβ. Ναυπάκτου, ἐὰν δὲν τὰ ἔχει γράψει ὁ ἴδιος, ὁ ὁποῖος πιθανῶς νὰ ἔχη παρανοήσει ὅσα ὁ ἀείμνηστος Καθηγητὴς Κ. Μουρατίδης ἔγραφε («Σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας», σ. 65).

Πλανᾶται ἡ ἀντίληψις ὅτι, διὰ νὰ ἀποφευχθῆ, ὁ παπισμὸς (μονοκρατορία), ἀλλὰ καὶ ὁ προτεσταντισμὸς (πολυαρχία) -χωρὶς ὅμως νὰ καταλυθῆ ἡ Ἱεραρχία- θὰ πρέπη τὸ Ὀρθόδοξον πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας νὰ χαρακτηρισθῆ ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὶς λέξεις «ἱεραρχικὸ-συνοδικό». Ἡ ἐσφαλμένη αὐτὴ θεώρησις εἶναι ὡς σταγόνα κυανίου εἰς ποτήριον ὕδατος.

Ἐφ’ ὅσον νοηθῆ ὀρθῶς ὅτι τὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «συνοδικόν», μὲ ὅλην τὴν σημασίαν τῆς λέξεως, τότε ὄχι μόνον περιττεύει ἡ λέξις «ἱεραρχικὸ», ἀλλὰ ὑπονομεύει τὴν ἀληθῆ συνοδικότητα, δίδουσα ἔμφασιν εἰς μίαν αὐτοτελῆ πυραμιδοειδῆ ἀντίληψιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν «μίαν ροπὴν» πρὸς τὸν παπισμόν. Ἐξ οὗ καὶ ἡ ἀνωτέρω παρανόησις, τόσον τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, ὅσον καὶ τοῦ ΛΔ΄ Ἀποστολικοῦ Κανόνος, ὅτι ἡ ἱεραρχικὴ δομὴ θεμελιώνεται ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὴν ὁποίαν υἱοθετεῖ καὶ ὁ Σεβ. Περγάμου, μὲ ἀποτέλεσμα σήμερα νὰ ἔχωμεν ὁδηγηθῆ εἰς παπικὸν πρωτεῖον ἐντὸς τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς πολλαπλὰ ἐπίπεδα: ὁ Ἐπίσκοπος ὡς «ὁ σατράπης» τῆς Ἐπαρχίας του, ὁ Προκαθήμενος ὡς «ὁ προύχων» τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, ὁ Κωνσταντινουπόλεως ὡς «ὁ τσάρος» τῆς Ὀρθοδοξίας! Μετὰ ἀποροῦν διὰ ποῖον λόγον ἔχει ἀναπτυχθῆ ὁ «γεροντισμός»… οἱ μὲν ὑγειῶς φρονοῦντες ἀποτείνονται εἰς πνευματικοὺς γέροντας, διότι ἀπορρίπτουν ἐμπράκτως αὐτὴν τὴν ἔχουσαν «σοβαρὰ ὑποκείμενα νοσήματα» ἐκκλησιολογίαν… εἰς δὲ τοὺς μὴ ὑγειῶς, τοὺς καταφεύγοντας εἰς ψευδογέροντας, τὸ παράδειγμα ἔδωσαν οἱ ἴδιοι οἱ Ἱεράρχαι, οἱ ὁποῖοι, ὡς ἀρχιμανδρῖται, προσεκόλλησαν ἑαυτοὺς εἰς τὰ κέντρα ἐξουσίας, διὰ νὰ ἐκλεγοῦν, καὶ ὡς Ἐπίσκοποι συνεχίζουν νὰ προσκυνοῦν τὴν «παντόφλα» τοῦ ἑκασταχοῦ παπίζοντος Προκαθημένου.

Βεβαίως, διὰ νὰ ἀποφευχθῆ κάθε παρεξήγησις, δὲν σημαίνει αὐτὸ ὅτι δὲν δεχόμεθα Ἱεραρχίαν εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν, ἀλλὰ ἁπλῶς ἐπιθυμοῦμεν νὰ ὑπογραμμίσωμεν ὅτι ἤδη μὲ τὴν λέξιν «συνοδικότης» συνδηλώνεται καὶ ἡ ἔννοια τῆς Ἱεραρχίας εἰς τὴν ὀρθήν της ἐκκλησιαστικὴν θέσιν. Κάθε ἄλλη ἐμβόλιμος ἔκφρασις εἰς τὴν ἐποχήν μας εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ. Διότι ἔχουν δημιουργήσει πλέον μίαν ἐκκλησιολογίαν «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» τῆς παπικῆς, ἡ ὁποία ὅμως κρύπτεται ἐπιμελῶς ὄπισθεν ἑνὸς -κατ’ ὄνομα- Ὀρθοδόξου περιβλήματος.

Θὰ ἐγίνετο πλήρως κατανοητὸν αὐτό, ἐὰν ἐμελέτα κανεὶς μὲ προσοχὴν καὶ ὄχι ἐπιπολαίως ὅσα ὑπομιμνήσκει καὶ εἰς τὸ ἀνωτέρω σύγγραμμα ὁ ἀείμνηστος Μουρατίδης: ὅτι ἡ ἐκλογὴ τῶν ἐκκλησιαστικῶν λειτουργῶν ἀνήκει εἰς τοὺς λαϊκούς, ὅτι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὑπέρκειται ἡ «Ἐκκλησιαστικὴ Συνείδησις» ὡς ἡ ὑψίστη δύναμις τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ὁ «ἀληθὴς καὶ μόνος πράγματι κυβερνῶν τὴν Ἐκκλησίαν εἶναι αὐτὸς ὁ Κύριος, τῆς Ἱεραρχίας ἀποτελούσης ἁπλῶς τὸ ὄργανον» καὶ ὅτι «πρόβατα καὶ ποιμένες πρὸς τὴν ἀνθρωπίνην εἰσὶ διάκρισιν, πρὸς δὲ τὸν Χριστὸν πάντες πρόβατα», κατὰ τὴν περίφημον ρῆσιν τοῦ Ἱ. Χρυσοστόμου (Εἰς τὴν Ἀνάληψιν, ὁμιλία 12). Ἂν δὲν ἐγκεντρίζουν συνεχῶς τὴν θεολογίαν τους πρὸς αὐτά, τότε ἂς μᾶς ἀπαντήσουν, διὰ νὰ ἀντιληφθοῦν τὸν παραλογισμόν των, τίνος «τύπος» εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος (ποὺ τὸν θεῶνται ὡς πάπαν καὶ ὄχι ὡς «πάντων διάκονον») κατὰ τὰς ἐπιστολὰς τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου: τοῦ ἑνὸς Θεοῦ (Μαγν. 6,1); τοῦ Πατρὸς (Τράλ. 3,1); τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (Σμύρν. 8,2);…

Ἡ νέα αὐτὴ ἐπισκοπομονικὴ «κατήχησις», ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ μᾶς ἐμβαπτίση εἰς τὸν παπισμόν, ἔχει ὡς θεμέλιά της τὴν ἐμμονὴν εἰς τὴν «ἱεραρχικὴν» συγκρότησιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν ὑπερτονισμὸν τῆς «προεδρίας» τοῦ πρώτου. Εἰς τὰ λόγια τοῦ Πάπα Φραγκίσκου κατὰ τὴν ὁμιλίαν του τὴν 17ην Ὀκτωβρίου 2015 εἰς τὴν 50ὴν ἐπέτειον τῆς ἀνὰ τριετίας ἄχυρο-συνόδου ἴσως εὕρη κανεὶς τὴν καλυτέραν σύνοψιν τῶν ἀνωτέρω «Ὀρθοδόξων» θέσεων: «…νὰ ἡγηθῶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἡ ὁποία προεδρεύει ἐν ἀγάπῃ ἐπὶ ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν… νὰ βρεθεῖ μία μορφὴ ἄσκησης τοῦ πρωτείου ποὺ νὰ εἶναι ἀνοικτὴ σὲ μία νέα κατάσταση, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείπεται ἡ οὐσιαστικὴ φύση τῆς ἀποστολῆς του», πιστὸς πάντοτε εἰς τὸ δογματικὸν σύνταγμα «Lumen Gentium» τῆς Β΄ Βατικανῆς καὶ τὴν παπικὴν ἐγκύκλιον «Ut unum sint» (25.05.1995). Εἶναι καταφανὲς ὅτι ὁ παπισμὸς παραμένει ἀμετακίνητος παρὰ τὴν ἀλλαγὴν προσωπείων. Διατί ἔνιοι Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχαι τὸν μιμοῦνται μόνον ὡς πρὸς τὸ δεύτερον σκέλος;

Ἀκραῖοι εἶναι ὅσοι ὑποδέχονται

τὸν «Ἄκρον Ἀρχιερέα»

Ἂν οἱ Ἱεράρχαι μας εἶχον πνευματικὴν διόρασιν, τότε θὰ ἔβλεπον ὅτι εἶναι χειρότερον νὰ ὑποδεχθῆ κανεὶς τὸν Πάπαν ὡς Ἀρχιαιρεσιάρχην ἀπ’ ὅτι τὸν Πάπαν ὡς τὸν μέγιστον τῶν σκανδαλοποιῶν κατὰ παιδικῶν ψυχῶν! Κατὰ κακὴν συγκυρίαν τὸν ὑποδέχονται καὶ μὲ τὰς δύο ἰδιότητας… ἄλλωστε ἀπιστία καὶ ἀνηθικότης συμπορεύονται. Ποῖος εὐτελίζει τὴν ἱερωσύνην, διὰ νὰ εἶναι ἀρεστὸς εἰς τὴν Πολιτείαν; Ποῖος ἐκδαπανᾶ τὴν θεόθεν παρακαταθήκην ὑπουργίας τῶν φρικτῶν μυστηρίων χάριν τῆς πολιτικῆς ὀρθότητος; Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καὶ ἡ Ἱεραρχία ἀποδεικνύονται ἀναξιόπιστοι ὄχι μόνον εἰς τὰ κανονικὰ ζητήματα, ἀλλὰ ἐξίσου εἰς αὐτὰ τῆς πίστεως, ἀπὸ τὴν ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἐξεχώρησαν εἰς τὴν ΠτΔ καὶ τήν… γάτα της τὴν ἀπόφασιν διὰ τὸ ποῖον θρησκευτικὸν ἀρχηγὸν θὰ συναντᾶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος.