«Πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου·
ἐξηράνθη ὁ χόρτος καί τό ἄνθος
αὐτοῦ ἐξέπεσε». (Α΄ Πέτρου 1,24)
Κάποιος φίλος, πνευματικά συγκροτημένος και απόλυτα ζυγισμένος στο μυστήριο της απλότητος και της αυτάρκειας, με ρώτησε· «Όταν σηκώνεσαι το πρωί από τον ύπνο σου, κάνεις τρεις φορές τον σταυρό σου; Το βράδυ πριν πέσεις στο κρεβάτι σου, κάνεις τρεις φορές τον σταυρό σου;». Αυτή η λιτή παρέμβασή του, μου υπενθύμισε το Α και Ω της ζωής. Με οδήγησε εκ νέου στην περαιτέρω εμβάθυνση του μυστηρίου της ζωής. Αυτής που χάρισε ο Θεός στον άνθρωπο τον αχάριστο, για να τον πολιορκεί βλασφημώντας τον παντοιοτρόπως –λόγοις και έργοις– αντί να τον δοξάζει ευχαριστώντας τον, ένεκα πάντων. Την ζωή που δέχτηκε πλήθος προσωνυμίων, όπως άσχημη, άχαρη, άδικη, σκληρή, μπαμπέσα, φαρμακερή…, γιατί έτσι την καταντήσαμε εμείς οι συμφεροντολόγοι μνηστήρες της και οι καθ’ όλα ευυπόληπτοι συνδαιτυμόνες. Γιατί εμείς αφαιρέσαμε την απλότητα και την θεϊκή ουσία από πάνω της και ποθήσαμε να την κάνουμε σύνθετη, μοντέρνα, πολύπλοκη, δαιδαλώδη και μέσα στον λαβύρινθο που χαράξαμε, χαθήκαμε εμείς οι ίδιοι, χάνοντας παράλληλα το νόημά της.
Συν τοις άλλοις κόψαμε και τον «μίτο» του «Δόξα τῷ Θεῷ». Γιατί την ζωή την θέλουμε όλη, αποκλειστικότητά μας, άπληστα δική μας, ιδιοκτησία μας ως εκεί που μας συμφέρει με όλα τα θετικά της. Όχι όμως τα αρνητικά της, τα οποία τα προκαλέσαμε εμείς οι ίδιοι μέσα στην άρνησή μας και τα οποία παρ’ όλα αυτά διδάσκουν. Τελικά την ζωή την θέλουμε όπως μας βολεύει και όσο μας πάει καλά. Ρόδινα. Δεξιά. Όταν όμως αρχίσει η αριστερή ρότα της, αποκαλυφθεί ο αναρχικός χαρακτήρας της, ξεπεζέψει το άγχος με διαγραφόμενο έντονα, τον αγώνα αιματηρό, τότε αμέσως, εύκολα, άνετα, ξεστομίζουμε λόγια πικρά. «Βρε ζωή φαρμάκια στάζεις, σε βαρέθηκα. Τα χρυσά παλάτια που τάζεις είναι ψεύτικα».
Κι όμως αυτή την πλευρά της ζωής, την μεταμόρφωση της ωραίας σε τέρας, εμείς την προκαλέσαμε μόνοι μας, οι καθ’ εαυτού ψεύτες και αναξιόπιστοι, όταν αντιστρατευθήκαμε στον Θεό πηγαίνοντας κόντρα και αρνηθήκαμε την υπακοή στα θελήματά του, φερόμενοι αχάριστα και προδοτικά. Τότε για εξισορρόπηση της διασαλευθείσης τάξης, μας τράβηξε ένα γκρέμισμα από το άλογο της υπεροψίας, όπως τον Σαύλο έξω από την Δαμασκό, αντιτείνοντας παράλληλα το αντίδοτο της θεραπείας· τον πόνο, τον ιδρώτα, την λύπη, την αγωνία. Τότε ο Θεός πατέρας πονώντας και βαθειά «οδυρόμενος», ευελπιστώντας στην μεταμέλειά μας και στον σωφρονισμό μας, στην εξυγίανσή μας, κατήρτισε πρόγραμμα θεραπευτικής αγωγής. Μέσα σ’ αυτό ενέταξε και τον ίδιο τον γιό του, τον μονάκριβο, σαν θεράποντα ιατρό, τον έθεσε μπροστάρη για να δώσει φωτεινό παράδειγμα στον άνθρωπο, τηρώντας τις εντολές του, το θέλημά του. Όμως, όπως έκρινε ο πατέρας και όχι όπως ορέγεται ο κάθε αποστάτης υιός. «Πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ’ ὡς σύ» (Ματ. 26,40). Έτσι λοιπόν αυτός που δεν έφταιξε σε τίποτα, εμφανίστηκε στην αφιλόξενη σκηνή της απόλυτα εχθρικής γης, από την πρώτη κιόλας στιγμή της γέννησής του, μεγαλώνοντας εν μέσω αντιξόων συνθηκών και ξεκίνησε το μεγαλειώδες έργο της σωτηρίας μέσω του παραδείγματός του, έχοντας κόντρα την άσωτη ανθρώπινη κοινωνία και τον καθολικό κατατρεγμό. Πιο πολύ απ’ αυτόν δεν ίδρωσε κανείς, δεν ρίγησε κανείς, δεν αισθάνθηκε αγωνία κανείς, δεν υπέφερε κανείς, δεν πόνεσε κανείς, δεν μάτωσε κανείς. Μόνο αυτός έπαθε «τα πάθη του Χριστού». Ο ίδιος ο Χριστός! Αλλά ήλθε στη γη για να αποδείξει έμπρακτα, ότι δόξα δεν υπάρχει για κανένα στη ουσία και ότι και αυτή που προβάλλει δελεαστικά, είναι κάλπικη και παρέρχεται ως όναρ, λόγω εφημέρου χαρακτήρος και τελικής θνητότητος.
«Sie transit gloria mundi = έτσι παρέρχεται η δόξα του κόσμου». Αυτή η φράση συνοδεύει τον πάπα κατά την στιγμή της εκλογής του, για να του υπενθυμίζει ότι η ανθρώπινη δόξα είναι εφήμερη. Όμως ως εδώ. Γιατί αμέσως μετά αρχίζει η στράτα του ποντίφηκος προς κατάκτηση της επιγείου δόξης και της αυτοθεοποίησης. Του επιγείου κοσμοκράτορος στις μέρες μας. Κι όμως η δόξα… είναι μία. Όταν σηκώνεσαι από το κρεβάτι σου και κάνεις τον σταυρό σου τρεις φορές. Αυτή η δόξα όμως ξεπηδάει, μέσα από το αίμα του βασιλέως Χριστού. Οπότε «ο στρατιώτης δεν μπορεί να παραπονιέται για τις πληγές του, όταν είναι πληγωμένος ο βασιλιάς» λέει ο Μάιστερ Έκκαρτ. Στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι απλά πληγωμένος, αλλά βαριά σταυρωμένος. Αυτή την δόξα πρέπει να ποθήσουμε και εμείς οι ίδιοι, περνώντας πρώτα από τον σταυρικό θάνατο. Σταυρώνοντας τα πάθη μας. Αυτό μας υπενθυμίζει και ο Ισοκράτης λέγοντας «Ὦν τάς δόξας ζηλοῖς μιμοῦ τάς πράξεις». Αυτούς τους οποίους θαυμάζεις την δόξα, να μιμείσαι και τις πράξεις. Ας μιμηθούμε λοιπόν τις πράξεις του Χριστού στην επί γης πορεία του, για να κερδίσουμε την μόνη πραγματική δόξα. Αυτήν που ξεπηδάει μέσα από τον πόνο, αλλά τελικά εκτοξεύεται στα ουράνια. Την επουράνια δόξα. Κάτι ανάλογο προτρέπει και ο Ρωμαίος αυτοκράτορας και φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος λέγοντας· «Τήρησον σεαυτόν ἁπλοῦν, ἀγαθόν, ἀκέραιον, σεμνόν, τοῦ δικαίου φίλον, θεοσεβῆ, εὐμενῆ, φιλόστοργον, ἐρρωμένον πρός τά πρέποντα ἔργα… Βραχύς ὁ βίος· εἷς καρπός τῆς ἐπιγείου ζωῆς, διάθεσις ὁσία καί πράξεις κοινωνικαί».
Όμως ο άπληστος, αλλά και φυγόπονος, οκνηρός άνθρωπος, ουδέποτε είναι ευχαριστημένος από την εκάστοτε κατάστασή του. Βλέπει πάντοτε τους καλυτέρους του και λυπείται, δυσανασχετεί, μεμψιμοιρεί, φθονεί, παραπονείται κατά της τύχης του και θέλει πάντοτε να είναι κάτι άλλο από εκείνο που είναι, χωρίς να βλέπει και τους χειροτέρους του. Έτσι το μόνο που πετυχαίνει, είναι η αθυμία του και η φθορά της υγείας του, ψυχικής και σωματικής, ενώ θα έπρεπε να είναι ευτυχισμένος. Να λέγει «Δόξα τῷ Θεῷ». Για να πούμε όμως «Δόξα τῷ Θεῷ», πρέπει να εμφορούμαστε από ψυχική γαλήνη η οποία πηγάζει από την μελέτη του εαυτού μας και την παρατήρηση των κατωτέρων μας, των δυστυχεστέρων και όχι των ανωτέρων μας. Όχι των ανωτέρων μας που ζηλεύουμε και θαυμάζουμε και όμως τελικά ανασηκώνοντας ή παραμερίζοντας το παραπέτασμα της δόξης τους και της εξωτερικής εμφανίσεώς τους, ξεδιπλώνονται άπειρες στενοχώριες, πίκρες και ανεκδιήγητα βάσανα. Μία απέραντη στέπα δυστυχίας, χωρίς Θεό, γιατί είναι διωγμένος και σκληρά εξόριστος.
Αλλά το ανικανοποίητο του ανθρώπου και την λαιμαργία του, την μεταφέρει παραστατικά ένας ιαπωνικός μύθος. «Λιθοτόμος επιχειρεί διά μοχλού να διαρρήξει γιγαντιαίο βράχο, ο ήλιος όμως τον κατακαίει. Θέλω να γίνω ήλιος, λέγει. Γίνεται ήλιος, αλλά ένα νέφος τον σκιάζει. Θέλω να γίνω νέφος, λέγει. Το νέφος όμως το περιφέρει ο άνεμος. Θέλω να γίνω άνεμος. Γίνεται. Τον καταπαύει η βροχή. Θέλω να γίνω βροχή. Παρασύρει τα πάντα πλην του βράχου. Θέλω να γίνω βράχος. Γίνεται βράχος, αλλά τον κτυπά ο λιθοτόμος. Θέλω να γίνω λιθοτόμος!!!»
Οι Γάλλοι έχουν μία σχετική παροιμία. «Ουδείς είναι ευχαριστημένος από την κατάστασή του, ούτε δυσαρεστημένος από το πνεύμα του».
Αλλά «Δόξα, χρημάτων, οὐκ ὠνητή». Αποκτάται με μεγάλα έργα και αρετή. Όμως ούτε έργα υπάρχουν, ούτε αρετή. Ένα πράγμα κυριαρχεί· η γκρίνια μέσα στην πλησμονή. Κανείς ακούει στις μέρες μας μόνο για ακρίβεια, για κρίση, για πληθωρισμό, για έλλειψη ρευστότητος, για ανεργία εν μέσω ρεμαλοειδούς τεμπελιάς και για μείωση της καλοπέρασης. Οπότε ένα πράγμα υπάρχει σίγουρα και αυτό είναι η αχαριστία και το συμφέρον. Όμως η αχαριστία είναι η αρχή της αυτοκτονίας. Κανείς δεν κάθεται να σκεφθεί απλά και λογικά. Γιατί απουσιάζει η λογική. Γιατί «ἡ λογική εἶναι μαρτύριο», όπως υποστηρίζει ο Michel Foucault. Κι εμείς μόνο μάρτυρες δεν μπορούμε να είμαστε και να γίνουμε στην σύγχρονη εποχή μας. Αλλά η λογική των κοντινών προπατόρων μας επεδείκνυε και υπεδείκνυε την απλότητα μέσα στην αυτάρκεια. Η απλή κουβέντα, αλλά εμπερίεκτη, τόνιζε· «Να παρακαλάς τον Θεό για υγεία και ένα μεροκάματο. Φτάνουν αυτά. Να λες δόξα τῷ Θεῷ, ευχαριστώντας τον». Όσο για την αξία της υγείας, την εκτιμούμε και την βιώνουμε σκληρά στις μέρες μας. Την θυμηθήκαμε τελικά εξ ανάγκης. Ας θυμηθούμε και τους αμόρφωτους προπάτορές μας, εμείς οι παραμορφωμένοι σύγχρονοι γραικύλοι. Αυτό συμβουλεύει και ένα παλιό τραγούδι «Δόξα τῷ Θεῷ, καλά περνάμε…». Με λίγα λόγια, τι άλλο θέλουμε; Τώρα όμως αφαιρέσαμε τον Θεό από ΠΑΝΤΟΥ. Ακόμη και από τα τραγούδια. Μάλλον τώρα κάποιοι μέσα στα τραγούδια, δοξολογούν και υμνούν έκδηλα τον Σατανά. Τον πατέρα τους. Κάποιοι… Οι «κυρίαρχοι» αυτού του κόσμου, οι ασήμαντοι, οι τόσο αξιολύπητοι, οι ατάλαντοι, οι ταλαίπωροι, οι ελεεινοί, οι φτωχοί, οι τυφλοί, οι γυμνοί, οι άνευ ενδύματος, οι δύστυχοι, οι αξιοθρήνητοι τῇ ψυχῇ…
Την ίδια ώρα όμως εμείς οι Χριστιανοί σιωπούμε για την πίστη μας, από τον φόβο μήπως γελοιοποιηθούμε. «Αλλά η μωρία του σταυρού δεν προκαλεί τόσο πολύ το γέλιο, όσο την έκπληξη για το μυστήριο και τελικά νικά» υποστηρίζει η Τατιάνα Γκορίτσεβα. Γι’ αυτό «σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία…». Την ίδια ώρα όμως η φύση μιλάει· υμνεί και δοξολογεί τον κτίστη. Αν έκανε και ο άνθρωπος το ίδιο! Αν δοξάζαμε τον Θεό γιατί «ζῶμεν, ὑγιαίνομεν, τόν ἥλιον ὁρῶμεν…». Αλλά το φως του Θαβώρ απουσιάζει από την σύγχρονη κοινωνία, όπως τότε ο ήλιος απέκρυπτε τας ακτίνας του.
Όμως το «Δόξα τῷ Θεῷ», πέρα από τον χαρακτήρα του εγκωμίου και της δοξολογίας που διεκδικεί, στις μέρες μας κατέχει κυριαρχικά τα σκήπτρα της βαθειάς ομολογίας. Μιας εννοίας λησμονημένης και παρεξηγημένης από τους σύγχρονους παρεξηγησιάρηδες. Εκφράζοντας «Δόξα τῷ Θεῷ» αυτές τις μέρες, εξωτερικεύουμε την βαθειά πίστη μας και εμπιστοσύνη στον διωκόμενο Θεό. Γινόμαστε και εμείς ως ένας απ’ αυτούς. Απ’ αυτούς που τον συνόδευαν και θα τον συνοδεύουν αιώνια. Την ώρα που το μείζον μέρος της ακοινώνητης κοινωνίας βλασφημεί τον Θεό, δαγκώνοντας τις γλώσσες τους και τα μάγουλά τους, εμείς υμνούμε και ομολογούμε τον Θεό σπέρνοντας ευγενικά τον έλεγχο. Ραπίζουμε τα στόματα των βλασφημούντων διά της διακηρύξεως μας. «ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ!» Μία διακήρυξη που αποτελεί προσωπική μαρτυρία–ομολογία για τον διωκόμενο στις μέρες μας Χριστό. Όταν για χατίρι του βαστάζουμε βάρη «γιά τό ὄνομά του» (Α΄ Πετ. 2,20), τότε επισωρεύουμε επάνω μας δόξα και όσο ψηλότερα τον βάζουμε στις καρδιές μας, τόσο μεγαλύτερες και πλουσιότερες οι ευλογίες του. Ο δρόμος της αλήθειας είναι στενός. Όπως και της ομολογίας. Είναι όμως δρόμος των αγωνιστών της πίστεως και των αγίων.
Ο σύγχρονος άνθρωπος το ενδιαφέρον του το περιορίζει στα πολιτικά δρώμενα, στα οικονομικά «παίγνια», στην διαστροφή και την ανωμαλία, ποτέ όμως στο φως του Θαβώρ. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι βουτηγμένος μέσα στον θόρυβο της τεχνολογίας. Μέσα στην τεχνολογία που παρέχει απεριόριστη υλική ικανοποίηση, σαν κλειδί της ανθρώπινης ευτυχίας. Ζούμε στο απόγειο της τεχνολογικής εποχής, αλλά και στο απόγειο της απελπισίας σαν κοινωνία. Ας προσέξουμε αυτός ο θόρυβος να μην καταστρέψει την ησυχία της καρδιάς μας, γιατί μόνο μέσα σ’ αυτήν μπορεί ν’ ακουστεί ο λόγος του Θεού. Μέσα σ’ αυτήν να φέξει το θείο φως και να επιτελεσθεί η δική μας μεταμόρφωση. Γιατί «Βραχύς ὁ βίος· εἷς καρπός τῆς ἐπιγείου ζωῆς, διάθεσις ὁσία καί πράξεις κοινωνικαί.»
«Δόξα τῇ ἁγίᾳ καί ὁμοουσίῳ καί ζωοποιῷ καί ἀδιαιρέτῳ Τριάδι, πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εῖς τούς ἀπεράντους αἰῶνας ἀμήν».